Ο καθηγητής Dušan Popović υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Σέρβους ιστορικούς, που έζησαν τα γεγονότα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων, και η συμβολή του στην ιστορική επιστήμη έγινε γνωστή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
4. Μετά από τις πανεπιστημιακές του σπουδές στο Ζάγκρεμπ και στη Βιέννη, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ ιστορικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Ζάγκρεμπ και έθεσε τις βάσεις της μετέπειτα πανεπιστημιακής του καριέρας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Για μικρό χρονικό διάστημα δίδαξε ως λέκτορας στην Εμπορική Ακαδημία του Νόβι Σαντ και στη συνέχεια, για δύο χρόνια, παρακολούθησε μαθήματα κοινωνιολογίας στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο και η εξειδίκευση αυτή του έδωσε μια κοινωνιολογική εκπαίδευση εντελώς άτυπη για τους Σέρβους ιστορικούς εκείνης της εποχής. Κατά τα έτη 1921-1926 διετέλεσε βοηθός στο Ιστορικό Σεμινάριο της Φιλοσοφικής Σχολής. Άρχισε να διδάσκει σερβική ιστορία και κοινωνιολογία στην έδρα Ιστορίας και Εθνολογίας από το 1926 ως υφηγητής, από το 1931 ως έκτακτος και από το 1940 ως τακτικός καθηγητής.
Έπειτα από την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς το 1945 συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε στο παραδουνάβιο χωριό Belegiš, όπου αφοσιώθηκε στην έρευνα, συμπληρώνοντας και εκδίδοντας τις ημιτελείς ιστορικές μελέτες του. Ως Σέρβος από τη Βοϊβοντίνα πίστευε και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι ερευνητές από την ίδια περιοχή, ότι η γενέτειρά του αποτελούσε το κέντρο του σερβισμού (Σερβικού Κόσμου). Τα κυβερνητικά στελέχη της μετακατοχικής περιόδου του προσήψαν τον τίτλο του συνεργάτη των κατακτητών και του εύπορου εθνικιστή, διαπιστώνοντας παράλληλα την ακαταλληλότητά του για τη μόρφωση της νεολαίας σε μια «δίκαιη και προοδευτική» κοινωνία, στην οποία ως «αλάνθαστοι» ηγέτες θεωρούσαν ότι οι επιστήμονες δεν ήταν απαραίτητοι για να αναζητούν την ιστορική αλήθεια, αλλά για να δοξάζουν τη δική τους απολίτιστη απολυταρχία5.
Οι μελέτες του Popović αποτελούν μέχρι σήμερα πολύτιμα έργα για την σερβική και βαλκανική ιστοριογραφία, καθώς σε αυτές η ιστορία προσεγγίζεται ως ένα συμβάν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με γεωγραφικούς, εθνογραφικούς, κοινωνικούς και (εθνο)ψυχολογικούς παράγοντες, μέσα από τη διαλεκτική συνάντηση με άλλες επιστήμες, όπως είναι η κοινωνιολογία, τα οικονομικά, η ψυχολογία, η πολιτισμική γεωγραφία, η ανθρωπολογία και οι πολιτικές επιστήμες. Τα περισσότερα έργα του θεωρούνται το σημείο καμπής στην εθνική ιστοριογραφία της Σερβίας, καθώς ο συγγραφέας εστιάζει στη μελέτη του ιστορικού της παρελθόντος υιοθετώντας μια διαφορετική μεθοδολογική και ερμηνευτική προσέγγιση.
Θεματολογικά αναφέρονται στην ιστορία, την οικιστική εξέλιξη και την πληθυσμιακή ανάπτυξη της Βοϊβοντίνας, στην ιστορική παρουσία των Σέρβων στην περιοχή της Παννονίας κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας αρχικά των Οθωμανών και μετέπειτα των Αψβούργων, αλλά και στις επιπτώσεις των εξεγέρσεων και των άλλων πολεμικών και διπλωματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα από τον 16ο μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερη αξία έχουν οι μελέτες του για την ιστορία του Βελιγραδίου κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, στις οποίες επιχειρεί μια αναλυτική περιγραφή της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης της Σερβίας και της σερβικής πρωτεύουσας, καθώς και μια βαθιά τομή στη ζωή των ανθρώπων, στον εθιμικό βίο, στην εκπαίδευση και στην καθημερινότητα του μητροπολιτικού ανακτόρου. Ως ιστοριογραφικό θέμα τον απασχόλησε παράλληλα και η Βούδα και ιδιαιτέρως η σερβική κοινότητα στο προάστιο Ταμπάν, για την οποία παρέχει πληθώρα στοιχείων αναφορικά με την οργάνωση της καθημερινής ζωής, την εκκλησιαστική διοίκηση και ζωή, την εκπαίδευση, την οικογένεια, τον γάμο, τις επαγγελματικές συσσωματώσεις (ισνάφια), το εμπόριο, τις ενδυμασίες, τη μόδα κ.ά.
Περί των Τσιντσάρων (Αρμάνων Βλάχων) αποτελεί μια μοναδική συνεισφορά στο ζήτημα της προέλευσης των πολιτών της σερβικής κοινωνίας, καθώς καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα διέκρινε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι Τσιντσάροι και οι Γραικοί στη δημιουργία των αγορών (τσαρσιών) και στην εμποροβιοτεχνική κίνηση και ανάπτυξη στα Βαλκάνια και στο λεκανοπέδιο της Παννονίας. Η μελέτη του διατρέχει μια μακρά περίοδο τριών περίπου αιώνων και στις σελίδες της περιλαμβάνεται μια περιοχή που εκτείνεται από το Νις μέχρι τη Βούδα και την Πέστη στα βόρεια και μέχρι τη Ριέκα και την Τεργέστη στα δυτικά.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Popović να προβεί στη συγγραφή του βιβλίου, δεν περιορίζονται σαφώς στο γενικότερο επιστημονικό ενδιαφέρον για τους Τσιντσάρους και στην ιδιαίτερη ερευνητική του ανησυχία για την ανάδειξη του σπουδαίου ρόλου τους στις αγορές της Βαλκανικής. Όπως διαπιστώνεται, μάλιστα, από μια σειρά άρθρων που δημοσίευσε σε περιοδικά και εφημερίδες, το ζήτημα της εθνοτικής ταυτότητας των Τσιντσάρων και η παρουσία τους στις σερβικές επαρχίες απασχολούσαν ιδιαίτερα τον Popović ήδη από τα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα6.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το έργο του αποτελεί αποκύημα βαθύτερων πολιτικών και κρατικών συνιστωσών, καθώς συγγράφηκε εννέα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και τη δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων (1 Δεκεμβρίου 1918), του μετέπειτα Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας. Η εξαιρετική πολιτική και κοινωνική σημασία αυτών των ιστορικών γεγονότων βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στις σελίδες του βιβλίου του Popović και έτυχε ευρύτατης αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό, το οποίο απασχολούσαν την εποχή εκείνη ζητήματα εθνικισμού σε συνάρτηση με τις συνεχείς μεταβολές που δρομολογούσε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Ο γιουγκοσλαβισµός ήταν ένα ευρύ και ετερόκλητο σύνολο ιδεών, θεωριών και προγραμμάτων, των οποίων κοινός παρονομαστής είναι η πίστη στη γλωσσική και εθνική συγγένεια των Νοτιοσλάβων και η προσπάθεια επίτευξης της ενοποίησής τους αρχικά σε πολιτισμικό και κατ’ επέκταση σε πολιτικό επίπεδο. Η εμφάνιση της γιουγκοσλαβικής κίνησης κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα ήταν ουσιαστικά απόρροια της μεταλαμπάδευσης των ιδεών και των θεωριών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού στους νοτιοσλαβικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα δρομολογήθηκαν νέες εξελίξεις που επηρέασαν καθοριστικά τον χαρακτήρα της γιουγκοσλαβικής ιδεολογίας καθώς και τη σχέση της µε το σερβικό και τον κροατικό εθνικισμό. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το 1914, οι σερβοκροατικές σχέσεις εξομαλύνθηκαν και καταρτίστηκαν αναρίθμητα γιουγκοσλαβικά προγράμματα, τα οποία είχαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση στους πληθυσμούς. Σε αυτό συνετέλεσαν δύο βασικοί παράγοντες: α) οι ραγδαίες εξελίξεις στο εσωτερικό της Σερβίας και β) η βαθμιαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Συγκεκριμένα, η πτώση της δυναστείας των Οµπρένοβιτς μετά το πραξικόπημα του Μαΐου 1903 και η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού συστήματος σηματοδότησαν την αναμόρφωση του εσωτερικού πολιτικού βίου, η οποία επηρέασε καίρια την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Σερβίας. Οι εκφραστές και θεμελιωτές του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος στη Σερβία προσανατολίστηκαν πλέον σταθερά και απαρέγκλιτα προς το στόχο της απελευθέρωσης και συνένωσης όλων των Σέρβων και κατόπιν όλων των Νοτιοσλάβων σε ένα κράτος. Παράλληλα, η κρίση του δυαδικού συστήματος στην Αυστροουγγαρία, οι φυγόκεντρες τάσεις στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η μεγάλη δυσαρέσκεια των πληθυσμών της Βαλκανικής, καθώς και ο συνεχώς εντεινόμενος ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή προσέδωσαν µία νέα δυναμική στη γιουγκοσλαβική κίνηση. Μέλη τόσο της σερβικής όσο και της κροατικής νεολαίας, αλλά και επιφανείς διανοούμενοι απετέλεσαν τους βασικούς φορείς της γιουγκοσλαβικής προπαγάνδας στους πληθυσμούς.
Η ένωση των Νότιων Σλάβων με τη δημιουργία ενιαίου κράτους, αν και επιβεβαίωσε την κατάρρευση της ισχυρής Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, πυροδότησε εντάσεις μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων και σηματοδότησε μια νέα φάση, ιδιαιτέρως για τις σερβοκροατικές σχέσεις. Ο ετερογενής χαρακτήρας του νεοπαγούς κρατικού μορφώματος, που καλούνταν να προβεί στην ενοποίηση διαφορετικών περιοχών, πληθυσμών, κοινωνιών, θεσμών και πολιτικών συστημάτων, είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση οξύτατων αντιπαραθέσεων σχετικά µε το κατάλληλο μοντέλο διακυβέρνησής του. Η διαφορετικότητα των πολιτικών και πολιτιστικών καταβολών συνδέθηκε άρρηκτα µε το εθνικό ζήτημα, όπως καθίσταται φανερό από τη συγκρότηση κομμάτων σε εθνική βάση, τα οποία εστίαζαν τις αντιπαραθέσεις τους στον χαρακτήρα του συστήματος διακυβέρνησης του κράτους. Κατά τη μεταβατική περίοδο που μεσολάβησε από την 1η Δεκεμβρίου 1918 μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος της 28ης Ιουνίου 1921, το οποίο έμεινε γνωστό και ως Σύνταγμα του Βίντοβνταν (ημέρα του Αγίου Βίτου), επειδή ψηφίστηκε την ημέρα της εθνικής επετείου των Σέρβων, η πολιτική ζωή του νεοσύστατου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων σφραγίστηκε από την οξύτατη σερβοκροατική αντιπαράθεση, την εμφάνιση διασπαστικών τάσεων στους κόλπους των σερβικών πολιτικών κομμάτων, τον ανταγωνισμό μεταξύ των Σέρβων της Σερβίας και των λοιπών σερβικών εθνοτήτων που διαβιούσαν στις περιοχές της Βοσνίας, της Κροατίας και της Βοϊβοντίνας, τις αλλεπάλληλες εναλλαγές των κυβερνήσεων και τις ετερόκλητες και συγκυριακές πολιτικές συμμαχίες7 .
Οι Σέρβοι διανοούμενοι της εποχής εκείνης, συναισθανόμενοι την ευθύνη που έφεραν για την κατάσταση αυτή, συντάχθηκαν υπέρ της εξυγίανσης, της εδραίωσης και της εθνικής ενότητας του νεοσύστατου κράτους. Σε ένα τέτοιο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο συγγράφηκε και η μονογραφία του Popović για τους Τσιντσάρους, οι οποίοι είχαν απασχολήσει και προγενέστερα τον επιστημονικό κόσμο της Σερβίας αναφορικά με την προέλευσή τους, την ιδιαίτερη εθνοτική τους ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά της γλώσσας τους. Η όποια, ωστόσο, ενασχόληση των Σέρβων ιστορικών με τους Τσιντσάρους μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο περιστασιακή, καθώς άγγιξαν το όλο ζήτημα επιφανειακά, χωρίς να υπεισέλθουν σε μια ουσιωδέστερη προσέγγιση και σε ενδελεχή έρευνα.
Μεταξύ των Σέρβων επιστημόνων που μελέτησαν τους Σλάβους, υπάρχει η πεποίθηση ότι οι τελευταίοι αποτελούσαν για αιώνες τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου και ότι τα αστικά κέντρα ιδρύθηκαν και κατοικήθηκαν αρχικά κυρίως από ξένους. Η οργάνωση μάλιστα του εμπορίου και κατ’ επέκταση της βιοτεχνικής παραγωγής ταυτίστηκε αποκλειστικά με τους ξένους εμπόρους και επιχειρηματίες, που είχαν εγκατασταθεί πρώιμα στον χώρο αυτό (Έλληνες, Βενετοί, Σάξωνες, Μαυροβούνιοι, Ούγγροι κ.λπ.). Με την πάροδο του χρόνοι οι μεσαιωνικές πλατείες μετατράπηκαν σε παζάρια/αγορές, στα οποία οι έμποροι έθεσαν τη δική τους σφραγίδα8. Στο περίφημο τσαρσί του Βελιγραδίου, στο οποίο ο Popovic αναφέρεται εκτενώς9, δεν υπήρχε ευδιάκριτος διαχωρισμός Τσιντσάρων και Γραικών και η εκτεταμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας από την εμπορική και πολιτική ελίτ ήταν αδιαμφισβήτητη10.
Στο έργο του ο Popović παρουσιάζει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των αποδήμων, τις ενδυματολογικές τους επιλογές, τους συγγενικούς δεσμούς και τις πρακτικές ενδογαμίας ή εξωγαμίας, τη θρησκευτικότητά τους, την κοινοτική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική οργάνωση. Μελετά τις προϋποθέσεις και τις φάσεις ανάπτυξης των εμπορικών μετακινήσεων, τους τρόπους διεξαγωγής του εμπορίου και τα ανακύπτοντα προβλήματα, την ίδρυση εμπορικών εταιρειών και τις επαγγελματικές συσσωματώσεις (κομπανίες), τις πέραν του εμπορίου ενασχολήσεις τους και την οργάνωση του χώρου της εμπορικής δράσης τους. Διερευνά τις ποικίλες επιδράσεις του νέου πολιτισμικού περιβάλλοντος στους τόπους προορισμού, τα δημογραφικά δεδομένα των κοινοτήτων που δημιούργησαν, τις έντονες αντιπαραθέσεις (κοινωνικές, εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές, εμπορικές), τα περιουσιακά μεγέθη, τις σχέσεις συμβίωσης και ανταγωνισμού που αναπτύχθηκαν. Επιχειρεί να προσεγγίσει με ακρίβεια την ενεργοποίηση στρατηγικών προσαρμογής στο νέο περιβάλλον με την υιοθέτηση νέων (σερβικών) προτύπων, τη σταδιακή τους ενσωμάτωση και αφομοίωση, την εισχώρηση στην αριστοκρατία των κοινωνιών υποδοχής, τη δημιουργία μιας οικονομικής αριστοκρατίας και την απόκτηση τίτλων ευγενείας ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης. Αναφέρεται, επίσης, στον ευεργετισμό των αποδήμων και τη συμβολή τους στα βαλκανικά επαναστατικά κινήματα, αλλά ταυτόχρονα αποτολμά να καταπιαστεί τόσο με την εθνική τους απροσδιοριστία όσο και με την ένταξη σε εθνικούς σχηματισμούς. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια ικανοποιητική προσπάθεια συγκρότησης γενεαλογικού καταλόγου των οικογενειών, η οποία θα επαρκούσε από μόνη της για να εκτιμηθεί η εξαιρετική συμβολή του βιβλίου στην ιστορική και εθνογραφική επιστήμη αλλά και στη συνολική διαπραγμάτευση για το μεταναστευτικό φαινόμενο.
Αξιολογώντας τις διαθέσιμες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές της εποχής του ο Popović δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα διερεύνησης ατομικών πρακτικών και στάσεων των μεταναστών αλλά ταυτόχρονα και κατανόησης των συλλογικών νοοτροπιών και συμπεριφορών. Η σύνθεση στοιχείων από την εγχώρια και ξένη βιβλιογραφία, η αξιοποίηση των δεδομένων της αρχειακής έρευνας και η έντεχνη ενσωμάτωση στην ιστορική αφήγηση των προφορικών παραδόσεων και μαρτυριών των απογόνων των αποδήμων επιτρέπουν στον αναγνώστη να σχηματίσει μια πληρέστερη εικόνα για την οικονομική παρουσία και δράση των μεταναστών, για τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν οι επιχειρηματικές τους επιλογές, για τη συγκρότηση των επαγγελματικών δικτύων, για την κυριαρχία των Βλάχων στον χώρο του εμπορίου, για τις ενδοκοινοτικές και τις εξωκοινοτικές συγκρουσιακές σχέσεις, για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που επηρέασαν την επιχειρηματική τους δράση και για την πολιτισμική ώσμωση στον χώρο υποδοχή τους.
Το τολμηρό εγχείρημα του Popović να διερευνήσει και να αναδείξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Βλάχων στη δημιουργία της σερβικής αστικής τάξης, ήδη από την πρώτη έκδοση του βιβλίου Περί των Τσιντσάρων (1927) προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των συγχρόνων του Σέρβων κυρίως ιστορικών και διανοουμένων11, που υπό την επήρεια του ιδεολογήματος του σερβισμού ως υπερεθνική ιδέα συνέταξαν πλειάδα κριτικών που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.
Η δριμύτερη και εκτενέστερη κριτική ήταν αυτή του ιστορικού και ακαδημαϊκού Jovan Tomić12, ο οποίος μεμφόταν τον Popović για έλλειψη επιστημονικής μεθόδου και για ανεπάρκεια αποδεικτικών στοιχείων, που τεκμηρίωναν τα συμπεράσματά του. Όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Popović στη δεύτερη έκδοση της μονογραφίας του, πρωτίστως το επιστημονικό του ενδιαφέρον και η πρόθεσή του να αποδείξει την αξιοπιστία των πηγών του και δευτερευόντως η δριμεία κριτική του Tomić, τον ώθησαν στην αναθεώρηση της αρχικής έκδοσης και στη σύνταξη των γενεαλογικών καταλόγων του παραρτήματος, που καταλαμβάνουν το 1/3 περίπου του συνόλου των σελίδων του βιβλίου. Υπογραμμίζει μάλιστα ότι όσα έγραψε, τα έγραψε χάριν της επιστήμης και του σερβικού λαού, το εθνικό συμφέρον του οποίου εξυπηρετείται μόνο με τη γνώση της αλήθειας.
Ο Borislav M. Grašić στην επαινετική κριτική του για το βιβλίο του πολιτικού και ιστορικού Dragiša Lapčević, Cincarstvo u Srbiji (u Beogradu i u srbijanskim gradovima uopšte) [Ο Τσιντσαρισμός στη Σερβία (στο Βελιγράδι και γενικά στις σερβικές πόλεις)] (Beograd 1924), θεωρούσε ότι το πόνημα αυτό, που συντάχθηκε με απώτερο σκοπό την υπεράσπιση του εθνικού χαρακτήρα και πνεύματος των σερβικών αστικών κέντρων και αμφισβητούσε τις πνευματικές ικανότητες των Τσιντσάρων να κατακτήσουν ηγετικές θέσεις, αποτελούσε την καλύτερη απάντηση στη μονογραφία του Popović, η οποία παρέσυρε ορισμένους από τους Σέρβους πολιτικούς να παρουσιάσουν το Βελιγράδι και άλλες σερβικές πόλεις ως τσιντσαρικές και προκάλεσε εντάσεις στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική των σερβικών κομμάτων με τον χαρακτηρισμό ορισμένων πολιτικών κύκλων ως τσιντσαρικών.
Δυσαρεστημένος από την έκδοση του βιβλίου υπήρξε και ο φιλόσοφος Vasa Stajić. Στην κριτική του δεν απέφυγε να πολιτικοποιήσει τη μελέτη του Popović, παρόλο που υποδεχόταν την έκδοση με μεγάλο ενθουσιασμό και θεωρούσε εύστοχη την επιλογή του θέματος από τον συγγραφέα, καθώς για πρώτη φορά διερευνήθηκε η σύνθεση του σερβικού έθνους13 και επιχειρούνταν η αναίρεση των θέσεων των ρομαντικών Σέρβων διανοουμένων με τη διάψευση κάθε θεωρίας φυλετικής καθαρότητας. Θεωρούσε μάλιστα ότι οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής δεν ήταν οι κατάλληλες για ένα τέτοιο συγγραφικό εγχείρημα. Καταφέρονταν μάλιστα εναντίον του συγγραφέα για την ανεπαρκή παρουσίαση των συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Τσιντσάρων στο Νόβι Σαντ και τη Βοϊβοντίνα.
Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και o μεγάλος ιστορικός Nikola Radojčić, ο καταλληλότερος ίσως αξιολογητής της πρώτης έκδοσης της μονογραφίας, διέκειτο με εμπάθεια και εχθρότητα έναντι των Τσιντσάρων. Στον μισαλλόδοξο λόγο του κατέληγε σε ανακριβή συμπεράσματα αναφορικά με τους βιοτικούς σκοπούς των Τσιντσάρων, καθώς θεωρούσε ότι οι πολυποίκιλες εμπορικές τους δραστηριότητες αποτελούσαν απλώς το μέσο για την επίτευξη πλουτισμού και την συνεπακόλουθη κατάληψη υψηλών πολιτικών αξιωμάτων. Αποτιμώντας τον ρόλο τους στη διαμόρφωση του σερβικού και βαλκανικού εμπορίου και επηρεασμένος σαφώς από τις ιδεολογικές αρχές του ναζισμού, ο Radojčić ανέφερε ότι οι Τσιντσάροι αισθάνονταν ως ξένο σώμα στο σερβικό περιβάλλον και με την αλαζονική συμπεριφορά, που επιδείκνυαν, απέβλεπαν πρωτίστως στο συμφέρον τους. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι οι επιμειξίες τους με τους Σέρβους και γενικότερα τους Σλάβους οδήγησαν αναπόφευκτα στη δημιουργία αγενών και λαϊκών τύπων, οι οποίοι συνδύαζαν την εκλεπτυσμένη τσιντσαρική πονηριά με την επιθετική διναρική ιδιοσυγκρασία. Πρότεινε μάλιστα στον Popović να επικεντρώσει το μελλοντικό ερευνητικό του έργο στη μελέτη και την αποσαφήνιση του τσιντσαρικού θρησκευτικού φορμαλισμού και στις επιδράσεις που δέχτηκαν από τους Ανατολίτες στοχαστές. Υποστηρικτής της φυλετικής καθαρότητας, εξέφραζε την ελπίδα βελτίωσης της καχεκτικότητας στην οποία είχε περιέλθει η αγορά των σερβικών πόλεων εξαιτίας της εμπλοκής των Τσιντσάρων στην εμπορική δραστηριότητα.
Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε και ο Grujić, ο οποίος παρά τη γενικότερη συμφωνία του με τον συγγραφέα, δεν δίστασε να αναιρέσει και να διορθώσει ορισμένους από τους ισχυρισμούς του Popović για την έναρξη των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων από τη Μοσχόπολη τις δηώσεις των ετών 1769 ή 1788, αντιπροτείνοντας ως ορόσημο τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718). Συνιστούσε, μάλιστα, στον συγγραφέα την αξιοποίηση του συνόλου της προγενέστερης σερβικής βιβλιογραφίας για την επίτευξη αντικειμενικότητας.
Στον αντίποδα της πλειονότητας των κριτικών που είχαν έντονα πολιτικό χαρακτήρα, η κριτική του Milenko Filipović εστίαζε σε μια εθνολογική ανάγνωση του βιβλίου και υπερτόνιζε την αντικειμενικότητα του συγγραφέα και την πρόθεσή του να συνθέσει μια αμερόληπτη εικόνα των Τσιντσάρων, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και στερεότυπα, για να καταστεί αντιληπτή η προσφορά τους στη χώρα που τους υποδέχτηκε και τους αφομοίωσε.
Έργο σχολαστικής ευρυμάθειας και αξιέπαινης αμεροληψίας χαρακτήριζε τη μελέτη του Popović ο Ρουμάνος ιστορικός N. Iorga, ο οποίος δεν παραλείπει να μνημονεύσει την υπεροχή των «Μακεδο-ρουμάνων» εμπόρων εντός της ελληνικής κομπανίας, ερμηνεύοντάς τον όρο Τσιντσάροι (Βλάχοι) βάσει του ρουμανικού εθνικισμού της εποχής. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο ομοεθνής του Dumitru Crînjală, ο οποίος συμπεραίνει ότι το βιβλίο αποτελεί μια έμμεση προσφορά και έπαινο των ιδιοτήτων των «Μακεδο-ρουμάνων», ενός σημαντικού τμήματος του «ρουμανικού έθνους». Καταλήγει, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας δεν είναι απόλυτα ειλικρινής με τους αναγνώστες και τις επιστημονικές του αρχές, παρά την επιθυμία του να είναι αντικειμενικός και αξιόπιστος, αγγίζοντας τα θέματα του βιβλίου του μάλλον επιφανειακά.
Από τη μεγάλη απήχηση του βιβλίου του Popović και το πλήθος των αντιδράσεων που προκάλεσε, διαπιστώνεται ότι το μεγάλο πρόβλημα των κριτικών ήταν η ασυμφωνία τους αναφορικά με τη συμβολή των Τσιντσάρων στη διαμόρφωση των εμπορικών κέντρων σε πόλεις και κωμοπόλεις της Σερβίας και η παραγνώριση των επιστημονικών προσδοκιών και των αντικειμενικών προθέσεων του συγγραφέα.
Στη δεύτερη, σημαντικά διευρυμένη και αναθεωρημένη, έκδοση, ο Popović ήταν πλέον πιο έμπειρος και ώριμος πολιτικά, αλλά σαφέστατα και πιο απογοητευμένος από τη σύγχυση που προκλήθηκε μετά από τις κριτικές της πρώτης έκδοσης της μελέτης του. Κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι οι προκαταλήψεις εναντίον των Τσιντσάρων ήταν πολύ διαδεδομένες στη χώρα του και αυτός επιθυμούσε εξαρχής να υπηρετήσει την αλήθεια και μόνο για την προαγωγή της επιστήμης και την ωφέλεια του σερβικού λαού. Η έκδοση του 1937 δεν είναι απλώς τροποποιημένη ή επαυξημένη με 30 εικόνες και έναν χάρτη. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα διαφορετικό βιβλίο, στο οποίο έχουν προστεθεί νέα σημαντικά κεφάλαια, που αποτελούν σιωπηρές, διακριτικές απαντήσεις στους επικριτές του (κυρίως τον Grašic και τον Radojčić).
Οι κριτικές της δεύτερης αυτής έκδοσης14, παρότι δεν απέφυγαν να πολιτικοποιήσουν τη μελέτη του Popović, ήταν σαφέστατα πιο επιεικείς και επικροτούσαν την προσπάθειά του να αναδείξει την ανάμειξη του τσιντσαρικού αίματος στον εθνικό οργανισμό της Σερβίας και το ζήτημα της εξημέρωσης των πνευματικών χαρακτηριστικών των Τσιντσάρων εντός της σερβικής συλλογικότητας (Mitrinović). Προσεκτική και εμπεριστατωμένη υπήρξε η ανάγνωση του βιβλίου από τον Κροάτη εθνικιστή Savo M. Štedimlija, ο οποίος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητά του για την έρευνα αναφορικά με τη συμβολή των Τσιντσάρων στη συγκρότηση και τη διαμόρφωση της σερβικής αγοράς αλλά και της σερβικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του παραθέτει μια σειρά επιθέτων κρατικών υπαλλήλων, πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί οι αμφίβολης εθνικότητας συμπατριώτες τους διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για τον σερβικό λαό. Ο ιστορικός K. N. Milutinović και ο εθνοψυχολόγος Vl. Dvorniković απέφυγαν να προσδώσουν πολιτικό χαρακτήρα στο έργο του Popović και προσέγγισαν το βιβλίο του διακεκριμένου καθηγητή με τη δέουσα προσοχή και σεβασμό, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Τσιντσάροι δεν απειλούν πλέον την εθνική και δημόσια ζωή της χώρας, καθώς έχουν περάσει στη φάση της αφομοίωσης και διατηρούν ελάχιστες διαφορετικές συνήθειες στην κοινωνική και πολιτική τους ζωή.
Ο Βλαχο-Μογλενίτης ιστορικός και πολιτικός Constantin Noe συνιστούσε το βιβλίο του Popović σε οποιονδήποτε προτίθετο να εμβαθύνει στο αρωμουνικό ζήτημα, εστιάζοντας στον επαγγελματισμό που επιδεικνύει ο συγγραφέας κατά την ιστορική ανασκόπηση και την έμφασή του στη λεπτομέρεια των περιγραφών. Έκλεινε την κριτική του προτείνοντας τo βιβλίο ως ένα εξαιρετικό και απαραίτητο εργαλείο για τη μελέτη της ζωής και της δράσης των Τσιντσάρων και προτρέποντας τον επιστημονικό κόσμο να ασχοληθεί με παρόμοιες έρευνες στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.
H Ρουμάνα Irina Crasnova χαρακτήριζε το βιβλίο του Popović «εργατικά γραμμένο» και θεωρούσε ότι συγγράφηκε «όχι μόνο αλήθεια για αλήθεια, αλλά και αλήθεια για ζωή». Παρατηρούσε, ωστόσο, ότι ο συγγραφέας δεν χρησιμοποίησε επαρκώς τη ρουμανική βιβλιογραφία και εφιστούσε την προσοχή του συγγραφέα στο βιβλίο του Anastase N. Hâciu, Aromânii, comerţ, industrie, arte, expansiune, civilizaţie (Focșani 1936), στο οποίο η ίδια διαπίστωνε ταύτιση ή και ασυμφωνία των απόψεών τους αναφορικά με την εθνικότητα των Τσιντσάρων, τον πατριωτισμό τους, τις στρατιωτικές και πολιτικές τους ικανότητες, τη γενναιοδωρία τους και την υπεροχή τους σε σχέση με άλλες βαλκανικές εθνοτικές ομάδες.
Η σταδιακή έξαρση του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έστρεψε την προσοχή του κόσμου στο πολεμικό πεδίο και στα πεδία των μαχών. Έτσι το βιβλίο του Popović για τους Τσιντσάρους έφυγε από το προσκήνιο του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Κι ενώ η πρώτη έκδοση της μονογραφίας είχε εξαντληθεί ήδη από τις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, πριν ακόμα από την εμφάνιση της δεύτερης έκδοσης, η μελέτη ωθήθηκε στο περιθώριο και κατέληξε “θύμα” του πολέμου, καθώς οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί έπληξαν την κατοικία του Popović στην οδό Ljube Stojanovića 5 του Βελιγραδίου και έτσι κάηκε το αρχείο του και το ήμισυ σχεδόν των αντιτύπων της νέας έκδοσης.
Στον ελληνικό χώρο το έργο του Popović έγινε γνωστό αρκετά καθυστερημένα με την παρέλευση είκοσι επτά χρόνων από τη δεύτερη έκδοσή του, όταν ο Γεώργιος Χ. Μόδης δημοσίευσε στο περιοδικό Αριστοτέλης του ομώνυμου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλώρινας μια εκτενή παρουσίαση-κριτική15, η οποία βασίστηκε στις μεταφράσεις των δύο εκδόσεων (α΄ 1927 και β΄ 1937), που του παραχώρησε ο υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Ευρυσθένης Καραφυλλίδης, γνώστης της σερβοκροατικής γλώσσας λόγω των σπουδών του στο Ζάγκρεμπ16. Από την περίληψη και τα σχόλια του Μόδη γίνεται αντιληπτό ότι αξιοποίησε τις πληροφορίες του βιβλίου υπό το πνεύμα της ιδεολογικής αγκύλωσης της εθνικής ιστοριογραφίας της εποχής του17, υπερτονίζοντας την ελληνική ταυτότητα των Τσιντσάρων εμπόρων στη Σερβία κατά τον 18ο και 19ο αι. και επισημαίνοντας εμφατικά το ελληνικό υπόστρωμα της σερβικής αστικής τάξης.
Η πρωτοτυπία της μελέτης του Popović έγκειται στη συστηματική έρευνα και την ενδελεχή εξέταση του ιστορικού υπόβαθρου της σερβικής αστικής τάξης και δι’ αυτού στην ανάδειξη της παρουσίας των Βλάχων στις ορθόδοξες εμπορικές παροικίες της αψβουργικής μοναρχίας. Το ανεπαρκώς μελετημένο έργο του18, που δεν έχει εκτιμηθεί ικανοποιητικά μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς της μετανάστευσης λόγω της γλώσσας συγγραφής του, πραγματεύεται και αναδεικνύει όψεις της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής των μεταναστών στην αρχαία επαρχία της Παννονίας, που μετέπειτα περιήλθε στην επικράτεια της Αψβουργικής αυτοκρατορίας και σήμερα είναι κατατετμημένη στα εδάφη της δυτικής Ουγγαρίας, της ανατολικής Αυστρίας, της βόρειας Κροατίας, της βορειοδυτικής Σερβίας, της βόρειας Σλοβενίας και της βόρειας Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Το βιβλίο του Popović (Οι Βλάχοι στα Βαλκάνια. «Περί των Τσιντσάρων») αποτελεί αναμφίβολα ένα μνημειώδες έργο, μια μελέτη σταθμό στην ιστοριογραφία της μετανάστευσης στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Επιβάλλεται, ωστόσο, η κριτική του ανάγνωση με τη βοήθεια των σύγχρονων ερευνητικών εργαλείων, προκειμένου να διερευνηθούν η ιστορία των μεταναστών και των κοινοτήτων τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η επιχειρηματική τους δραστηριότητα και η σύσταση εμπορικών κομπανιών, οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις, η ανάδυση των εθνικισμών, η συγκρότηση των εθνικών ταυτοτήτων και η μετάβαση από τις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες στα έθνη-κράτη με απώτερο στόχο την επίτευξη της συμφιλιωτικής προσέγγισης μεταξύ των βαλκανικών λαών, απαλλαγμένη από εθνοκεντρικές αντιλήψεις και ερμηνείες.
Δρ. Νικόλαος Σιώκης
πηγή: academia.edu
δημοσιευμένο στο Οι Βλάχοι στα Βαλκάνια. «Περί των Τσιντσάρων»
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ DUŠAN J. POPOVIĆ19
– Problemi Vojvodine [Τα προβλήματα της Βοϊβοντίνας], kn. 1, Beograd 1925.
– Vojvodina: Prilozi proučavanju naše zemlje i našega naroda: Opšti deo. 1. Bačka: Prilozi proučavanju etničkih odnosa od sredine XVI veka do 1921 g. [Βοϊβοντίνα: Συμβολή στη μελέτη της χώρας μας και του λαού μας: Γενικό μέρος. 1. Bačka: Συμβολή στη μελέτη των εθνοτικών σχέσεων από τα μέσα του 16ου αιώνα έως το 1921], Srpska Kraljevska Akademija Nauka i Umetnosti, Beograd 1925.
– O Cincarima: prilozi pitanju postanka naše čaršije [Περί των Τσιντσάρων: συμβολή στο ζήτημα της προέλευσης του τσαρσιού μας], Grafički Institut “Narodna Misalo”, Beograd 1927.
– O hajducima [Περί των χαϊντούκων], deo 1, Narodna Štamparija, Beograd 1930.
– O hajducima [Περί των χαϊντούκων], deo 2, Narodna Štamparija, Beograd 1931.
– Despre aromâni - O Ţinţarima - Contribuţiuni cu privire la chestiunea formărei negoţului nostru [Περί των Αρωμάνων - Περί των Τσιντσάρων - Συμβολή στο ζήτημα της δημιουργίας του εμπορίου μας], in româneşte de C. Constante, Tipografia “Dorneanu”, Bucureşti 1934.
– Beograd pre 200 godina [Το Βελιγράδι πριν από 200 χρόνια], Beograd 1935.
– O Cincarima: Prilozi pitanju postanka našeg građanskog društva [Περί των Τσιντσάρων: συμβολή στο ζήτημα της προέλευσης της αστικής μας τάξης], 2. Donunjeno izdanje, Beograd 1937.
– Vojvodina, knjiga I. Od najstarijih vremena do Velike seobe [Βοϊβοντίνα, βιβλίο Ι. Από τους πρώτους χρόνους στη Μεγάλη Μετανάστευση], Istorisko Društvo, Novi Sad 1939.
– Vojvodina, knjiga II. Od Velike seobe do kraja XVIII veka [Βοϊβοντίνα, βιβλίο II. Από τη Μεγάλη Μετανάστευση έως το τέλος του 18ου αιώνα], Istorisko Društvo, Novi Sad 1941.
– Srbi u Sremu do 1736/7: Istorija naselja i stanovništva [Οι Σέρβοι στο Σρεμ μέχρι το 1736/7: Ιστορία των οικισμών και του πληθυσμού], Naučna knjiga, Beograd 1950.
– Srbija i Beograd: od Požarevačkog do Beogradskog Mira (1718-1739) [Σερβία και Βελιγράδι: από τη συνθήκη ειρήνης του Πασάροβιτς στη συνθήκη ειρήνης του Βελιγραδίου (1718-1739)], Srpska književna zadruga, Beograd 1950.
– Srbi u Bačkoj do kraja osamnaestog veka. Istorija naselja i stanovništva [Οι Σέρβοι στη Μπάτσκα μέχρι το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. Ιστορία των οικισμών και του πληθυσμού], Naučna knjiga, Beograd 1952.
– Srbi u Budimu od 1690-1740 [Οι Σέρβοι στη Βούδα στα 1690 - 1740], Srpska književna zadruga, Beograd 1952.
– Velika seoba srba 1690. Srbi seljaci i plemići [Η Μεγάλη μετανάστευση των Σέρβων το 1690. Σέρβοι αγρότες και ευγενείς], Beograd 1954.
– Srbi u Banatu do kraja osamnaestog veka: istorija naselja i stanovništva [Οι Σέρβοι στο Μπανάτ μέχρι το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα: ιστορία των οικισμών και του πληθυσμού], Naučna knjiga, Beograd 1955.
– Srbi u Vojvodini, knjiga I. Od najstarijih vremena do Karlovačkog mira 1699 [Οι Σέρβοι στη Βοϊβοντίνα, βιβλίο Ι. Από τους παλαιότερους χρόνους έως την συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβατς το 1699], Matica Srpska, Beograd 1957.
– Građa za istoriju Beograda od 1717 do 1739, knjiga 1 [Τεκμήρια για την ιστορία του Βελιγραδίου από το 1717 έως το 1739, βιβλίο 1], (σε συνεργασία με τη Milica Bogdanović), Istoriski Arhiv, Beograd 1958.
– Srbi u Vojvodini, knjiga 2. Od Karlovačkog mira 1699 do Temišvarskog sabora 1790 [Οι Σέρβοι στη Βοϊβοντίνα, βιβλίο 2. Από την συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβατς το 1699 στη συνέλευση της Τιμισοάρα το 1790], Matica Srpska, Novi Sad 1959.
– Srbi u Vojvodini, knjiga 3. Od Temišvarskog sabora 1790 do Blagoveštenskog sabora 1861 [Οι Σέρβοι στη Βοϊβοντίνα, βιβλίο 3. Από τη συνέλευση της Τιμισοάρα το 1790 στο Συμβούλιο του Ευαγγελισμού το 1861], Matica Srpska, Novi Sad 1963.
– Beograd kroz vekove [Το Βελιγράδι ανά τους αιώνες], Turistička Štampa, Beograd 1964.
4. Τα δύο χωριά ανήκουν σήμερα στον Δήμο Stara Pazova της επαρχίας Βοϊβοντίνας.
5. Gavrilović Sl., «O istoriografskom delu Dr Dušana J. Popovića», Istorijski Časopis 37 (1990), 249-256· Gaćeša N., λήμμα «Popović, Dušan J.», στο: Enciklopedija Srpske Istoriografije, Beograd 1997, 592· Ljubinković N., «Studija Dušana J. Popovića o Cincarima – pre sedamdesetak godina i danas», στο: D. J. Popović, O Cincarima. Prilozi pitanju postanka našeg građanskog društva. Drugo znatno dopunjeno izdanje sa 30 slika i jednom kartom, Beograd 1998, 521-560· Παπαδριανός Ι., «Α. Μεταναστεύσεις Ελλήνων από την Πελαγονία και την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας στις σερβικές χώρες κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας – Β. Πως είδε το Κρούσοβο ο σέρβος ιστορικός Ντούσαν Πόποβιτς;», στο: Αθ. Αν. Αγγελόπουλος (επιμ.), Χριστιανική Μακεδονία: Πελαγονία – Μια άλλη Ελλάδα, Θεσσαλονίκη – Αχρίδα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 55-64.
6. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους από τους τίτλους των δημοσιευμάτων του περί των Τσιντσάρων: «Ime Cincara. Kako su se zvali i kako su ihzvali [Το όνομα των Τσιντσάρων. Πως αυτοαποκαλούνται και πως τους αποκαλούν]», Misao, god. IX, kn. XXV, sv. 187-188 (1-16 oktobra 1927), 207· «Prilozi postanka naše čaršije. Cincari kao trgovci [Συμβολή στη μελέτη του παζαριού μας. Οι Τσιντσάροι ως έμποροι]», Savremena Opština 2, 8-12 (1927), 1288-1294· «Psihičke crte Cincara (Grka) [Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των Τσιντσάρων (Ελλήνων)]», Srpski Književni Glasnik, kn. XXII, br. 4 (1927), 249-257· «O Cincarima u Prvom ustanku [Περί των Τσιντσάρων στην Πρώτη σερβική εξέγερση]», Vreme, VIII, 2173 (1928), 24· «Cincari kao trgovci [Οι Τσιντσάροι ως έμποροι]», Bankarstvo, V, 2 (1928), 81-85· «Borba Grka i Cincara (Vlaha) u Pešti da se odvoje od srpske črkvene vlasti i nodignu svoju črkvu [Ο αγώνας των Ελλήνων και των Τσιντσάρων (Βλάχων) στην Πέστη να αποσχιστούν από τις σερβικές εκκλησιαστικές αρχές και να ιδρύσουν δική τους εκκλησία]», Gidis, VIII, 2 (1935), 264-267· «Cincari kao plemići u Vojvodini, Hrvatskoj i Slavoniji [Οι Τσιντσάροι ως ευγενείς στη Βοϊβοντίνα, την Κροατία και τη Σλαβονία]», Vreme, XVII, 5382 (1937), 14.
7. Για την εθνοτική διαπλοκή των Νοτιοσλάβων, το ιδεολόγημα του γιουγκοσλαβισμού και την επιχειρούμενη εθνική ομοιογένεια βλ. σχ. Hasanović E., «O nacionalnom pitanju u Jugoslaviji», στο: Iz Istorije Jugoslavije 1918-1945, Zbornik Predavanja, Nolit Beograd 1958, 226-240· Tadić J., Historija Naroda Jugoslavije ΙΙ, Skolska Knjiga, Zagreb 1960· Banac I., The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics, Cornell University Press, Ithaca 1984· Djordjević D., «The role of St. Vitus day in Modern Serbian History», Serbian Studies 5.3 (1990), 33-40· Hering G., «Συστημικές πολιτικές κρίσεις στη Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου», Μνήμων 16 (1994), 9-36· Bakić J., Ideologije jugoslovenstva između srpskog i hrvatskog nacionalizma 1918-1941: sociološka – istorijska studija, Gradska Narodna Biblioteka Žarko Zrenjanin – Biblioteka “Polis”, Zrenjanin 2004· Ramet S., The Three Yugoslavias: State-Building and Legitimation, 1918-2005, Indiana University Press, Washington, DC, and Bloomington 2006· Gašić R., «Jugoslovenstvo kao nacionalni i državni identitet», στο: Suočavanje sa prošlošću-put ka budućnosti; Istorija Jugoslavije u dvadesetom veku, Opatija Beograd 2009, 2-3· Perović L., The Kingdom of Serbians, Croatians and Slovenians (1918-1929) / the Kingdom of Yugoslavia (1929-1941): Emergence, Duration and End, Belgrade 2015· Šijaković B., «Veliki rat, Vidovdanska etika, Pamćenje», Zbornik Matice Srpske za Društvene Nauke 150.1 (2015), 1-42.
8. Kostić K., Stara Srpska trgovina i industrija: studija iz kulturne istorije Naroda u srednjem veku, Štamparia Sv. Nikolića, Beograd 1904, 41, 140· Mirić M., Ekonomski razvoj u Srbiji: od doseljenja Srba do oslobođenja od Turaka, Zagreb 1939, 49· Vučo N., Privredna istorija Naroda FNRJ do prvog svetskog rata, Naučna Knjga, Beograd 1948, 63, 97, 146· Lazarević S., Književni radovi, Štampa “Kultura”, Beograd 1979, 62· Jevrić M., Stanovništvo opštine Mojkovac, Beograd 1984, 16-25· Blagojević O., Ekonomska misao u Bosni i Hercegovini: do Drugog svjetskog rata, Srpska Akademija Nauka i Umetnosti, Beograd 1993, 208· Remetić S., «Srpski prizrenski govor I (glasovi i oblici)», στο: P. Ivić, A. Peko, M. Pešikan, Sl. Remetić, D. Ćupić (red.), Srpski Dijalektološki Zbornik XLII: rasprave i građa, Srpska Akademija Nauka i Umetnosti, Beograd 1996, 319-614· Radovanović M., Etnički i demografksi procesi na Kosovu i Metohiji, Liber Press, Beograd 2004, 94, 230· Grković-Mejdžor J., Spisi iz istorijske lingvistike, Izdavačka Knižarinca Zorana Stojanović, Sremski Karlovci-Novi Sad 2007, 462· Radovanović M., Kosovo i Metohija: antropogeografske, istorijskogeografske, demografske i gepolitičke osnove, Službeni Glasnik, Beograd 2008, 76, 293· Šarkić S., «Pravni Položaj stranaca u srednjovekovnoj Srbiji», Zbornik Radova XLV, br. 3, t. 1 (2011), 53-67.
9. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών του αντλεί από το διήγημα του St. Sremac Kir-Geras (1903) με θέμα τη ζωή του Βλάχου εμπόρου Γεράση Πασχάλη στο τσαρσί του Βελιγραδίου, το οποίο αναφέρεται στην αφομοίωση των Τσιντσάρων στο σερβικό πολιτιστικό περιβάλλον και τα διαφορετικά συστήματα αξιών μεταξύ δύο γενεών της ίδιας οικογένειας. Stojančević V., «Stevan Sremac o etnopsihičkim karakteristikama i mentalitetu ljudi naših krajeva», Glasnik Etnografskog Instituta Srpske Akademije Nauka i Umetnosti XXX (1981), 19-40· Štrbac G., Bošnjakovićem Ž., «Funkcija grcizama i grčkog jezika u pripoveci Kir Geras Stevana Sremca», Riječ 16.1 (2010), 127-143· Eganović F., «Staro vreme, novo vreme i mitsko vreme u pripoveci “Kir Geras” Stevana Sremca», Zbornik za Jezike i Književnosti Filozofskog Fakulteta u Novom Sadu 8 (2018), 87-96.
10. Για τη χρήση των ελληνικών ως κύριου γλωσσικού οργάνου επικοινωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων βαλκανικών λαών και των εκπροσώπων της εμπορικής τάξης στον χώρο της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης βλ. Stoianovich Tr., «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο: Σπ. Ι. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979, 287-345, 318· Κωνσταντακοπούλου Αγγ., Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια (1750-1850). Το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, Ιωάννινα 1988, 32-49· Σειρηνίδου Β., «Βαλκάνιοι έμποροι στην Αψβουργική Μοναρχία (18ος-μέσα 19ου αιώνα). Εθνοτικές ταυτότητες και ερευνητικές ανησυχίες», στο: Μ. Στασινοπούλου, Μ. Χ. Χατζηιωάννου (επιμ.), Διασπορά – Δίκτυα – Διαφωτισμός, Τετράδια Εργασίας 28, Ε.Ι.Ε./Κ.Ν.Ε., Αθήνα 2005, 53-82· Σειρηνίδου Β., «Πολιτισμικές μεταφορές και ελληνικές παροικίες. Νέες αναγνώσεις μιας παλιάς ιστορίας με αφορμή το παράδειγμα του Δημητρίου Δάρβαρη», Μνήμων 31 (2010), 9-29· Κατσιαρδή-Hering Ό., «Αδελφότητα, κομπανία, κοινότητα. Για μια τυπολογία των ελληνικών κοινοτήτων της κεντρικής Ευρώπης, με αφορμή το άγνωστο καταστατικό του Miskolc (1801)», Εώα και Εσπέρια 7 (2007), 247-310· Σειρηνίδου Β., Έλληνες στη Βιέννη (18ος-μέσα 19ου αιώνα), εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2011, 292-300· Μαντούβαλος Ίκ., «“Το ελληνικόν σχολείον είναι το μόνο μέσον της προκοπής και μαθήσεως των νέων εις τα ελληνικά γράμματα”. Πτυχές τη εκπαιδευτικής ζωής της ελληνοβλαχικής κοινότητας του Miskolc (τέλη 18ου-αρχές 19ου αι.)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 10 (2012), 103-128· Μαντούβαλος Ίκ., Από το Μοναστήρι στην Πέστη. Επιχείρηση και αστική ταυτότητα της οικογένειας Μάνου (τέλη 18ου αιώνα – 19ος αιώνας), εκδ. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή -Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, Αθήνα 2016, 45· Μαντούβαλος Ίκ., «Η αντίληψη του συλλογικού εαυτού στον κόσμο των παροίκων. Ζήτημα λέξεων;», στο: Ό. Κατσιαρδή-Hering, Αν. Παπαδία-Λάλα, Κ. Νικολάου, Β. Καραμανωλάκης (επιμ.), Έλλην, Ρωμηός, Γραικός: Συλλογικοί προσδιορισμού και ταυτότητες, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2018, 397-415· Mantouvalos Ik., «A Language on the Move. The Greek Language in the Multilingual Social Environments of South Eastern and Central Europe (18th Century to Early 19th Century)», SOG18 – Yearbook of the Society for 18th Century Studies on South Eastern Europe 3 (2020), 196-220.
11. Κριτικές για την πρώτη έκδοση του βιβλίου είχαν γράψει οι: Dragutin Kostić [Vreme VII, 2137 (1927), 2], Lazar M. Kostić [αναφορά σε κριτική του Đ. Ćirić, Misao IX, knj. XXV (1927)], Čedomir Mitrinović [Reč IV, 1106 (1927), 2-3], Milan Šufflay [Obzor 68, 331 (1927), 2 και Hrvatska u svijetlu svjetske historije i politike, Zagreb 1928, 48-51], Nicolae Iorga [Revue Historique de Sud-Est Européen V, no 4-6 (AvrilJuin 1928), 165], Pavle Jeftić [Novi Vidici I, 3-4 (1928), 260 και Život i Rad I, knj, I, br. 1 (Januar 1928), 71], Grka Novak [Morgenblatt 43, 149 (1928), 6], Vladimir Ćorović [Gidis I (1928), 154-156], Vasa Stajić [Letopis Matice Srpske 315, 2 (1928) 285], Borislav M. Grašić [Misao god. X, knj. XXVII, br. 3-4 (jun 1928), 229-230], Jovan Tomić [Godišnjak Srpske Kraljevske Akademije XXXVII (1928), 310-374], Milenko S. Filipović [Srpski Književni Glasnik XXIII, br.2 (1928), 154-155], M. Grujić [Glasnik Skopskog Naučnog Društva 5 (1929), 346], Nikola Radojčić [Nova Smena 8, 19 (1929), 118-119] και Dumitru Crînjală [Arhiva an. XXXVIII, No 1 (Ianuarie 1931), 74-76]. Για τη ρουμανική μετάφραση του βιβλίου δημοσιεύτηκε ανώνυμη κριτική στο περιοδικό Srpski Književni Glasnik XLVI, br. 5 (1935), 403.
12. Η κριτική του Tomić αποτελούνταν από 64 σελίδες, όταν η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Popović είχε μόλις 136 σελίδες.
13. Η καταγωγική προέλευση του σερβικού λαού είχε απασχολήσει τον D. Popović ήδη από το 1926, όπως διαπιστώνεται από μια διάλεξη που πραγματοποίησε ως επίκουρος καθηγητής Σερβικής Ιστορίας και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου στις 20 Μαΐου 1926 και δημοσιεύθηκε με τίτλο: «Prilozi pitanju postanka našeg Naroda» [Συμβολή στο ζήτημα της προέλευσης του λαού μας], Srpski Književni Glasnik XIX, br. 5 (1 novembar 1926), 354-363.
14. Στη δεύτερη έκδοση αναφέρονταν οι κριτικές των: Čedomir Mitrinović [Glasnik Jugoslovenkog Profesorskog Društva 18, 2 (1937-1938), 197-199], Petar Skok [Revue International des Études Balkaniques III (1937-1938), 5-6], Vasa Stajić [Nova Smena 11-12 (1937), 28-30], Vladimir Dvorniković [Srpski Književni Glasnik LII, br. 3 (1937), 207-210], Bogumil Vošnjak [Matica Rada II, 6-7 (1938), 92-94], Branimir Gušić [Nova Evropa XXXI, 7 (1938), 210-217], Lazar M. Kostić [Politika XXXV, 10.746 (1938), 10], Kosta N. Milutinović [Glas Matice Srpske V, 84 (1938), 44-45], Jeremija Mitrović [Jugoslovenski Istorijski Časopis IV, 1-2 (1938), 140-142], Mihovil Tomandl [Pančevačka Nedelja VI, 259 (1938) 2], Constantin Noe [Sociologie Românească an. III, nr. 1-3 (Ianuarie-Martie 1938), 73-81], Ir. Crasnova [Arhiva an. XLV, No 1 (1938), 182-186], Savo M. Štedimlija [Kultumo-politička razmatranja, Zagreb 1939, 55-56] και Đoko M. Slijepčević [Narodna Starina II, 3-4 (1939), 314].
15. Μόδης Γ., «Συμβολή και επίδρασις των Δυτικομακεδόνων εις την πνευματικήν – οικονομικήν ανάπτυξιν της Σερβίας κατά τον ΙΗ΄-ΙΘ΄ αιώνα, Αριστοτέλης 5/41 (1963), 1-60.
16. Μόδης Γ., Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη Μακεδονική Ιστορία, Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 26, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1967, ix.
17. Για την εξέλιξη της ιστοριογραφίας της μετανάστευσης βλ. σχ. Κατσιαρδή-Hering Ό., «Από τις “ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού” στην ιστοριογραφία του μεταναστευτικού φαινομένου (15ος-19ος αι.)», στο Π. Κιτρομηλίδης, Τρ. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Δ΄ Διεθνές Συνέδριο Ιστορρίας, τ. 2, Αθήνα 2004, 223-250.
18. Παρά την πλούσια βιβλιογραφία της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας για τον παροικιακό ελληνισμό, το βιβλίο του Popović παραμένει μέχρι σήμερα στο περιθώριο της έρευνας για τη μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Εκτενής χρήση του διαπιστώνεται μόνο στα έργα του ιστορικού Ιωάννη Α. Παπαδριανού, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου (18ος-19ος αι.). Διαμόρφωση της παροικίας, δημογραφικά στοιχεία, διοικητικό σύστημα, πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα, εκδ. ΙΜΧΑ, αρ. 210, Θεσσαλονίκη 1988∙ Οι Έλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλαβικές χώρες (18ος-20ός αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993· Οι Έλληνες της Σερβίας (18ος-20ός αι.), εκδ. περιοδικού Ενδοχώρα, Αλεξανδρούπολη 2001 και σε μια πλειάδα άρθρων του για τους απόδημους Δυτικομακεδόνες στη Σερβία.
19. Εκτός από τις είκοσι μία (21) ιστορικές μελέτες του Dušan Popović, που παραθέτουμε επί του παρόντος, έχουν καταγραφεί και περισσότερα από εκατόν ενενήντα επιστημονικά άρθρα, κριτικές και νεκρολογίες. Βλ. σχ. Vasić An., «Bibliografija radova Dr Dušana J. Popovića», Istorijski Časopis 37 (1990), 263-280.