Κωνσταντίνος Σμολένσκη, ο θρύλος του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και ο ήρωας του Βελεστίνου

Η μάχη του Βελεστίνου, 1897Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη, έγινε το ίνδαλμα του ελληνικού λαού, για τον ηρωισμό, την γενναιότητα και την πολεμική του δραστηριότητα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 18971 , αλλά και στην Κρητική επανάσταση του 1866.

Προτού αναφερθούμε στην μεγάλη αυτή στρατιωτική και μετέπειτα πολιτική φυσιογνωμία, θα δούμε τις προγονικές του καταβολές και ρίζες. Το αρχικό όνομα της γενιάς του ήταν Σμόλενιτς, όνομα ελληνοβλαχικής οικογένειας ∆ήμου από τη Μοσχόπολη, η οποία έλαβε τον τίτλο ευγενείας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους. Ο τίτλος ευγενείας όριζε ως νέο όνομα της οικογένειας το Σμολένσκη, καθώς δήλωνε με τον τρόπο αυτό τη φεουδαρχική κατοχή του όρους Σμόλικα της Πίνδου, όπου οι ∆ήμου ήταν δεβρεντζήδες και φοροεισπράκτορες, πριν καταφύγουν στο κράτος των Αψβούργων και είχαν μεγάλα κτήματα στην ιδιοκτησία τους από τη βυζαντινή περίοδο. Είναι γνωστό ότι μετά το 1600, το ρεύμα των μεταναστών μεγαλώνει, προς τη Σερβία, Ρουμανία, Ουγγαρία και τα καραβάνια σε ολόκληρη τη Βαλκανική ήταν στα χέρια των Ελλήνων και ιδιαίτερα του Μετσόβου, της Πίνδου και Μακεδονίας.
Η οικογένεια των Σμόλενιτς εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία μετά το 1770 και πρώτος γενάρχης ήταν ο Σίμων Σμόλενιτς. Ο Σίμων εγκαταστάθηκε στο Κόρμον της Ουγγαρίας, όπου ίδρυσε εμπορικό οίκο μαλλιών2 και στη συνέχεια επέκτεινε υποκαταστήματα στην Πέστη, Τυρνάου και Βιέννη. Το 1797, έλαβε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Β' τον τίτλο του ιππότη και το επώνυμο φον Σμόλικ. Γιος του ήταν ο Ιωάννης, ο ονομαζόμενος «Ιωάννης ο Σμόλενιτς, ευγενής από Σμόλικ». Ο Νικόλαος Σμόλενιτς ήταν δευτερότοκος γιος του Ιωάννου, αρκετά πλούσιος και έζησε ταραχώδη ζωή. Εκείνος που έπαιξε σημαντικό ρόλο από τη γενιά των Σμολένιτς εκτός από τον Κωνσταντίνο, ήταν ο πατέρας του Λεωνίδας Σμολένιτς, ο οποίος ήταν πρωτότοκος γιος του Νικολάου και γεννήθηκε το 1806 στην Πέστη της Ουγγαρίας. Σπούδασε στην στρατιωτική σχολή της Βιέννης και το 1821 κατατάχθηκε στον αυστριακό στρατό.

Κωνσταντίνος ΣμολένσκηΤο 1825, παραιτήθηκε με σκοπό να συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση, αλλά η αυστριακή κυβέρνηση τον εμπόδισε. Όμως, κατάφερε το 1830 να έρθει στην Ελλάδα και να καταταγεί στον ελληνικό στρατό, ως υπολοχαγός του μηχανικού, φθάνοντας στο βαθμό του αντιστράτηγου. ∆ιετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Στρατιωτικών, αρχηγός Στρατού, υπουργός Στρατιωτικών και από το 1855 έως το 1859, μέλος κυβερνήσεως Βούλγαρη. Πολέμησε τις ληστείες σχηματίζοντας 16 μεταβατικά αποσπάσματα, με αποτέλεσμα να συλληφθούν 313 ληστές και να παραδοθούν άλλοι 35 ληστές, φονεύθηκαν σε συμπλοκές 156 και πιάστηκαν 117 λησταποδόχοι3. Ο βασιλιάς Όθων τον προήγαγε σε ταξιάρχη του Σωτήρος. Το 1863, έγινε στην κυβέρνηση του Ζην. Βάλβη και πάλι υπουργός, όπως και στην κυβέρνηση του ∆. Βούλγαρη. Επίσης έγινε υπουργός και στις κυβερνήσεις του Ζαΐμη το 1870 και του Κουμουνδούρου το 18714. Ο Λεωνίδας παντρεύτηκε την Μαρία, θυγατέρα του Κωνσταντίνου Αξιώτη, διοικητή της Αττικής. Υπήρξε ένας μεγάλος και γενναίος αξιωματικός, προικισμένος με κοινωνικά χαρίσματα, τα οποία βοήθησαν στο να χαίρει εκτιμήσεως από όλες τις κυβερνήσεις και για το λόγο αυτό έγινε πολλές φορές Υπουργός. Απόκτησε δύο γιους τον πρωτότοκο Νικόλαο και τον νεώτερο Κωνσταντίνο.
Ο Νικόλαος σπούδασε στη στρατιωτική σχολή Ευελπίδων και κατατάχθηκε στο πυροβολικό, φθάνοντας στο βαθμό του υποστρατήγου. Συμμετείχε στην επαναστατική συνωμοσία του Ναυπλίου το 1862 κατά του Όθωνος και αναμείχθηκε μετά στην πολιτική, εκλεχθείς βουλευτής Αίγινας το 1895. ∆ιετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Θ. ∆ηλιγιάννη, αλλά παραιτήθηκε γιατί διαφώνησε για την αποστολή στρατού στην Κρήτη, με σκοπό την κατοχή της και διέβλεπε ότι η ακολουθούμενη πολιτικά θα οδηγούσε σε πόλεμο με την Τουρκία και η Ελλάδα ήταν εντελώς ανέτοιμη. Το Μάιο του 1897 διορίστηκε αρχηγός Στρατού στην Ήπειρο.
O Κωνσταντίνος Σμολένσκη είναι ο πιο ξακουστός και λαοφιλής της γενιάς των Σμολένιτς. Ήταν ο νεότερος γιος του Λεωνίδα Σμολένιτς, ο οποίος και γεννήθηκε το 1843, στη Μοσχόπολη ή στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1915. Στην ιστορία έμεινε ένας κατ’ εξοχήν γενναίος αξιωματικούς της Ελλάδας5. Έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος από τον παππού του Κωνσταντίνο Αξιώτη και το επώνυμο Σμολένιτς, το εξελλήνισε σε Σμολένσκη. Σύζυγός του ήταν η Χαριτίνη, κόρη του Λέοντος Γ. Μελά, συγγραφέα του έργου «Γεροστάθης» και θεία του ήρωα του Μακεδονικού αγώνα Π. Μελά, με την οποία απέκτησαν τρεις κόρες. Η μια κόρη του, ονομαζόμενη Ραλλού, αυτοκτόνησε σε ηλικία 20 ετών, γιατί μετά το θάνατο της μητέρας της έπεσε σε μελαγχολία. Ο Κων. Σμολένσκη συγκέντρωνε αρκετά προσόντα και για το λόγο αυτό εκτός από στρατιωτικός έγινε και πολιτικός υπηρετώντας σε διάφορα αξιώματα.

Α) Οι σπουδές του. Αφού τελείωσε τις προκαταρτικές σπουδές, το 1857, εισήλθε στο στρατιωτικό σχολείο Ευελπίδων, αλλά, όμως, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, λόγω του ζωηρού του χαρακτήρα και εξαιτίας κάποιου επεισοδίου6. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ίδιος ο πατέρας του Λεωνίδας υπέγραψε το διάταγμα της αποπομπής του από τη σχολή. Μετά από το γεγονός αυτό πήγε στο Βέλγιο και γράφηκε στη Στρατιωτική Σχολή των Βρυξελλών, όπου διακρίθηκε για την επίδοσή του, αλλά, όμως και εκεί ήταν ανήσυχος, μαχητικός και ζωηρός. Μετά από έξι χρόνια σπουδών στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών, γύρισε στην Ελλάδα και το 1862 κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό, στο σώμα του πυροβολικού, με το βαθμό του ανθυπασπιστή. Το 1864, προβιβάστηκε στο βαθμό του ανθυπολοχαγού, λαμβάνοντας μέρος στην Κρητική επανάσταση, υπό τις διαταγές του Χ. Βυζάντιου και μετά υπό τον υπολοχαγό Παύλο Θ Κολοκοτρώνη, ως διοικητής Λόχου Φιλελλήνων. Ο Σμολένσκη διακρίθηκε στις μάχες του Καστελλίου, Κίσσαμου, Τυλίσου, Γερακαρίου, Αμπελακίων και Μυλοπόταμου. Στη συνέχεια, το 1868, στάλθηκε στη Γερμανία και Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στην Ελλάδα και προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη.

Β) Οι γνώσεις και οι θέσεις του στο στρατό. Οι γνώσεις και οι επιπλέον σπουδές του, οδήγησαν τον Κων. Σμολένσκη, στο να γίνει καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, όπου δίδαξε για αρκετά χρόνια. Ο Κων Σμολένσκη, λόγω των πολλαπλών σπουδών και γνώσεων, συνέταξε τον νέο κανονισμό της ελληνοτουρκικής μεθορίου. Το 1881 κατείχε το βαθμό του Ταγματάρχη και έλαβε μέρος στη χάραξη της νέας ελληνοτουρκικής μεθορίου, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και τμήματος Ηπείρου, ενώ αργότερα στα έτη 18851886, ανέλαβε ο ίδιος και επιστάτησε στην οχύρωση των μεθορίων αυτών συνόρων.
Εξάλλου, το έτος 1876 δημοσίευσε εγχειρίδιο, το οποίο αφορούσε τους νέους αξιωματικούς. Ο Κων. Σμολένσκη, υπηρέτησε προσέτι και ως βασιλικός επίτροπος στρατοδικείου και ως επιτελάρχης αρχηγού στρατού. Με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη υπηρέτησε στο τεχνικό συμβουλευτικό τμήμα του πυροβολικού. Επίσης υπηρέτησε ως υποδιοικητής συντάγματος πυροβολικού και ως διοικητής στο σχολείο βολής αξιωματικών του πεζικού και Πυροβολικού Σώματος. Εξάλλου, έχοντας το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, διοίκησε το 2 ον Σύνταγμα Πυροβολικού. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, τοποθετήθηκε Αρχηγός Επιτελείου Στρατού Θεσσαλίας, αλλά μετατέθηκε αμέσως, ως διοικητής στην 3 η Ταξιαρχία Στρατού Θεσσαλίας7. Ανέλαβε τη διοίκηση της 1ης Μεραρχίας το 1897, έχοντας το βαθμό του υποστρατήγου, τον οποίο πήρε «επί ανδραγαθία », στις 7 Μαΐου 1897.

Γ) Πολιτικά αξιώματα. Ο Κων. Σμολένσκη, εκτός από στρατιωτικές ικανότητες είχε και πολιτικές, προσφέροντας και από το πόστο αυτό αξιόλογες υπηρεσίες στην πατρίδα. Ο ελληνικός λαός εκτίμησε τις υπηρεσίες στο έθνος, αφού είχε γίνει ίνδαλμα του ελληνικού λαού και τον τίμησε ιδιαίτερα, εκλέγοντάς τον δύο φορές Βουλευτή Αττικοβοιωτίας. Στην κυβέρνηση του Ζαΐμη, από 21 Σεπτεμβρίου έως 4 Νοεμβρίου 1897, διετέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών. Επίσης έγινε και πάλι Υπουργός στην κυβέρνηση Θεοτόκη το 1903. Εξάλλου, κατέλαβε και τη θέση του προέδρου του Αναθεωρητικού ∆ικαστηρίου, με την Νομοθετική πρόβλεψη να αναλάβει την αρχηγία του στρατού σε περίπτωση πολέμου.

∆) Ο λαός τον τίμησε. Για αρκετό χρονικό διάστημα μετά τον πόλεμο του 1897, ο Σμολένσκη αποτέλεσε το ίνδαλμα του ελληνικού λαού. Αμέτρητες εικόνες του ήρωα του ελληνοτουρκικού πολέμου βρίσκονταν σε δημόσια καταστήματα και σε ιδιωτικές κατοικίες, παρά την εχθρότητα, την οποία έτρεφαν προς αυτόν οι αυλικοί κύκλοι. Αρκετές πόλεις και ∆ήμοι τίμησαν τον ήρωα Σμολένσκη. Ο ∆ήμος των Αθηνών, σε επίσημη τελετή του πρόσφερε τιμητική σπάθη, η οποία κατασκευάστηκε με έρανο των πολιτών. Το 1897, ο ίδιος ∆ήμος ονόμασε μια οδό της Αθηναϊκής συνοικίας της Νεαπόλεως με το όνομά του «οδός Κων Σμολένσκη». Εξάλλου, αρκετές πόλεις, όπως η Πάτρα, το Αργοστόλι, η Χαλκίδα, η Τρίπολη, καθώς και οι ∆ήμοι, Νηλείας, Παμίσου και Καλαβρύτων, τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Επίσης, ο παλλαϊκός ενθουσιασμός για την επιτυχία του Σμολένσκη, οδήγησε αρκετούς φίλους του στην κατασκευή ειδικών σιδηρών μεταλλίων με την εικόνα του προσώπου του, με σκοπό να φέρονται ως αναμνηστικά είδη.
Τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος8. Ο Κων. Σμολένσκη πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1915, απολαμβάνοντας τον γενικό σεβασμό του ελληνικού λαού, ο οποίος τον θεωρούσε υπόδειγμα γενναίου στρατιώτη, αξιωματικού και αφοσιωμένου πολίτη στην πατρίδα του. Είναι, ίσως, ο μόνος στην χειρότερη εκείνη περίοδο για την Ελλάδα στρατιωτικός που με την ανδρεία του αναστήλωσε το πεσμένο εθνικό φρόνημα των Ελλήνων και συνέβαλε με την σωφροσύνη του στην εμπέδωση της τάξης, αποτρέποντας έτσι τις εκδηλώσεις της εθνικής απόγνωσης. Επειδή, όμως, ο λαός είχε απογοητευθεί από την κακή διοίκηση και την έκβαση του πολέμου, ζητούσε διέξοδο με ανατρεπτικές ενέργειες, αλλά ο Κων. Σμολένσκη επέδειξε σωφροσύνη, λογική και μετριοπάθεια, αποκρούοντας τέτοιες ενέργειες. Η στάση του αυτή εκτιμήθηκε περισσότερο από τον ελληνικό λαό και θεωρήθηκε ως μεγάλη υπηρεσία στο έθνος και την πατρίδα.

α) Η θέση του Βελεστίνου. Πολεμικές δραστηριότητες πριν από τον πόλεμο του 97
Tο Βελεστίνο, η ιστορική κωμόπολη του σημερινού ∆ήμου Φερών, η γενέτειρα του Ρήγα Βελεστινλή, έχει ιστορία που χάνεται στο διάβα του χρόνου, από τους μυθολογικούς ως τους ιστορικούς χρόνους. Η αρχαία πόλη των Φερών βρισκόταν στην ανατολική άκρη της Πελασγικής πεδιάδας, στα σύνορα με τη Μαγνησία9. Ακουμπούσε στο όρος Χαλκοδόνιο και μπροστά της απλωνόταν η πεδιάδα, η οποία έφτανε ως τη λίμνη Βοιβηίδα. Κάτω από την αρχαία πόλη το μέρος είχε μεταβληθεί σε έναν πλούσιο κήπο με αρκετά προϊόντα10 . Ο χώρος αυτός ποτιζόταν από τα δροσερά νερά της Υπέρειας πηγής, η οποία φαίνεται να ήταν στο κέντρο της πόλης11. Κατοικήθηκε γύρω στα 3000 π Χ, και εγκωμιάστηκε από αρχαίους ποιητές12. Το σημερινό όνομα Βελεστίνο, το έλαβε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Σημαντικές πληροφορίες για το Βελεστίνο δίνει σε ορισμένα έργα ο ίδιος ο Ρήγας Βελεστινλής13. Μνημονεύει την γενέτειρά του και το διπλανό χωριό Άγιος Γεώργιος και δίνει πληροφορίες για το Βελεστίνο στο έργο του «Χάρτα της Ελλάδος»14, όπου παραθέτει τοπογραφικό διάγραμμα, την Επιπεδογραφία του Βελεστίνου. Σημειώνει ακόμα και οδικές αρτηρίες, προς τον Αλμυρό, τη Λάρισα, τον Άγιο Γεώργιο, το Βόλο και προς την γνωστή Υπέρεια Κρήνη, την λεγόμενη Κεφαλόβρυσο15. Έτσι, το Βελεστίνο είναι σχεδόν και σήμερα κτισμένο στη θέση των αρχαίων Φερών και ένα τμήμα του απλώνεται προς την πεδιάδα και ένα άλλο προς τον παρακείμενο λόφο, αποτελώντας συνάμα, μια στενωπό τοποθεσία, με πλάτος 4-5 χιλιόμετρα. Στο στενότερο σημείο σχηματίζεται από τις οροσειρές Καραντάου, ήτοι τις ιστορικά γνωστές ως «Κυνός Κεφαλαί»16. Επίσης προς το ανατολικό μέρος του Βελεστίνου υπάρχει ένα άλλο τμήμα, το οποίο είναι αντίκρισμα προς το Πήλιο, το λεγόμενο Οβριάς Γάλα.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Βελεστίνο ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι και κατοικούνταν από Έλληνες και Τούρκους. Ο Άγγλος περιηγητής Leake, ο οποίος πέρασε από την περιοχή του Βελεστίνου το 1809 και αναφέρει ότι «στο Βελεστίνο κατοικούν 250 οικογένειες Τούρκων, αλλά τα τούρκικα σπίτια είναι περισσότερα. Τα υπόλοιπα σπίτια, καθώς είναι διαθέσιμα με ενοίκιο, κατέχονται από Έλληνες των Αγράφων ή από Βλάχους της Πίνδου»17.
Το Βελεστίνο και η γύρω περιοχή του έχει να επιδείξει αξιόλογες πολεμικές δραστηριότητες πριν από τα γεγονότα του ελληνοτουρκικού πολέμου και κυρίως στην περίοδο έναρξης της επανάστασης. Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα αυτά, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη, ώστε να φανεί πως το Βελεστίνο ήταν χώρος πολεμικών και επαναστατικών δραστηριοτήτων. Οι δραστηριότητες αυτές του Βελεστίνου, συνδέθηκαν με τις επαναστατικές κινήσεις στο Πήλιο και με την πόλη του Βόλου, όπου ηγούνταν της κίνησης της Φιλικής Εταιρείας ο Ανθιμος Γαζής. Στο Πήλιο, οι κάτοικοι με το «Χριστός Ανέστη», ακούστηκε και το Ελλάς Ανέστη. Η επανάσταση ξεκίνησε και διαβάστηκε η πρώτη Προκήρυξη της Αρχής.
Ο επαναστατικός στρατός μεταφέρεται στην περιοχή του Βελεστίνου, για να ανακοπεί η επικοινωνία Βόλου- Βελεστίνου και Αλμυρού. Στο Βελεστίνο, στις 11 Μαΐου, συγκεντρώθηκαν όλοι οι εκπρόσωποι των επαναστατικών σωμάτων, για να συσκεφτούν. Η συγκέντρωση αυτή στο Βελεστίνο ονομάστηκε «Βουλή Θετταλομαγνησίας». Πρόεδρος της Βουλής ήταν ο Ανθ. Γαζής και γραμματέας ο Φίλ. Ιωάννου. Η Βουλή αυτή εξέδωσε Προκήρυξη, με την οποία καλούσε όλους τους υπόδουλους χριστιανούς του κάμπου, της περιοχής Βελεστίνου, Αλμυρού και των 24 χωριών του Πηλίου να ξεσηκωθούν. Το Βελεστίνο κατοικούνταν την περίοδο αυτή από 120 οικογένειες Τούρκων, οι οποίοι σχεδόν κατείχαν το κέντρο της πόλης, ενώ οι χριστιανοί κατοικούσαν κυρίως στη συνοικία Βαρούσι.
Το Βελεστίνο, η γενέτειρα του Ρήγα Βελεστινλή, προβαίνει στην πρώτη πολεμική δράση στις 9 Μαΐου 1821. Στο κοντινό χωριό Αγιος Γεώργιος, σώμα Ελλήνων πολεμιστών, αποτελούμενο από χιλίους άνδρες και με αρχηγό τον Κοντονίκο, στρατοπέδευσε έξω από τον Άγιο Γεώργιο, με σκοπό να εισβάλλει στο Βελεστίνο. Ο Κοντονίκος με το σώμα αυτό εισέβαλε στο Βελεστίνο ορμητικά και αφού έκαψε τα σπίτια των Τούρκων, απέκλεισε τους Τούρκους μέσα στους τέσσερις οχυρωματικούς πύργους. Οι Τούρκοι, οι οποίοι βρισκόταν στην περιοχή του Ριζόμυλου, του Αρμενίου και της λίμνης Κάρλα, πανικοβλήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν μέσω της θεσσαλικής πεδιάδας, προς τη Λάρισα. Η πρώτη αυτή επιτυχία των Ελλήνων, δυστυχώς δεν είχε θετικά αποτελέσματα γιατί ο Κοντονίκος πληγώθηκε βαριά και τον διαδέχτηκε ο Π. Μπασδέκης.
Οι Έλληνες στρατιώτες επιδόθηκαν στην κραιπάλη και χαλάρωσαν την επιτήρηση των Τούρκων, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι ιππείς διέφυγαν προς τη Λάρισα, με σκοπό να ζητήσουν βοήθεια. Στο δρόμο, όμως προς τη Λάρισα συνάντησαν τον Μαχμούντ πασά ∆ράμαλη, ο οποίος είχε μαζί του 5000, στρατιώτες και εφόρμησε στο Βελεστίνο, το οποίο και κατέλαβε. Έτσι, το Βελεστίνο υποτάχθηκε οριστικά και καταστράφηκε από τη μανία των Τούρκων, όπως και τα χωριά του Πηλίου.

β) Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, αποτέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, όπου δοκιμάστηκε ο πολεμικός μηχανισμός της και το πολεμικό δυναμικό18. O πόλεμος αυτός των τριάντα ημερών ή και Μαύρο 97, όπως χαρακτηρίστηκε ήταν ο πόλεμος που κήρυξε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη δημοψήφισμα στην Κρήτη. Ο πόλεμος αυτός χαρακτηρίστηκε ως ακήρυχτος από την ελληνική κυβέρνηση, γιατί δεν δόθηκε ποτέ εντολή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Μπορεί η εισβολή αυτή να κατέληξε σε ήττα των Ελλήνων, αλλά η ουσία είναι ότι επιβλήθηκε με απαίτηση της Γερμανίας, για ∆ιεθνή οικονομικό έλεγχο και είχε τεράστια σημασία στο Κρητικό ζήτημα19. Το 1897, η ελληνοτουρκική μεθόριος στη Θεσσαλία ήταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων, σχηματίζοντας ένα Υ, μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος20, όπως ακριβώς είχε καθοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού ελληνοτουρκικών συνόρων, Θεσσαλίας και Ηπείρου. Το σχέδιο αυτό εκπόνησε ο άγγλος ταγματάρχης, Τζών Αρτάγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου 1882 και ολοκληρώθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1882.
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον τούρκο διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση ήταν πιστή μέχρι τότε στο γαλλικό πρότυπο πολεμικής τακτικής, που είχε εμπιστευθεί την οργάνωση άμυνας στο Γάλλο στρατηγό Βόσσερ της γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα της Μελούνας, Β του Τυρνάβου και Ρεβένι, Ν του Τυρνάβου, τα οποία ήταν και τα δύο δυτικά από τη Λάρισα. Το ελληνικό σχέδιο Επιτελείου, αφού το παρέδωσε ο Βόσσερ στους έλληνες, το ενέκρινε ο στρατηγός Μακρής21.
∆υστυχώς, όμως, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια από τους έλληνες, ούτε είχαν γίνει σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν Εφεδρείες, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό της αμυντικής γραμμής, αλλά και τη δυνατότητα αποστολής ενισχύσεων στα σημεία, όπου θα παρουσιάζονταν ανάγκη ενίσχυσης22. Ο βασιλεύς Γεώργιος Α' γυρίζοντας από την Ευρώπη το 1896 έστειλε επιστολή στον ∆ηληγιάννη, στις 22 Νοεμβρίου 1896, να γίνει πρόσκληση Εφεδρειών στο στρατό, ώστε να συμπληρωθούν γύρω στις 12.000 έφεδροι στρατιώτες.

γ) Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Το μέτωπο στη Θεσσαλία. Στη Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν μαζέψει 58000 πεζικό, 1500 ιππείς, 156 πυροβόλα, υπό την διοίκηση του Ετέμ πασά, έχοντας το Αρχηγείο στην Ελασσόνα. Οι Έλληνες είχαν 4500 πεζούς, 800 ιππείς, 96 πυροβόλα, υπό την διοίκηση του πρίγκιπα Κωνσταντίνο, με το Αρχηγείο να είναι στη Λάρισα Στο Μάτι, τοποθεσία έξω από τον Τύρναβο, οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί, φυλάγοντας έτσι το δρόμο προς τον Τύρναβο. Στην τοποθεσία αυτή έγιναν σφοδρές συμπλοκές και μάχες, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και στις 12 Απριλίου κατέλαβαν τον Τύρναβο Οι τουρκικές δυνάμεις κατόρθωσαν καταπίεσαν ασφυκτικά τις πτέρυγες των ελληνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα οι έλληνες στρατιώτες να πανικοβληθούν και να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν άτακτα, περνώντας τη Λάρισα, η οποία εκκενώθηκε.
Ο ελληνικός στρατός την περίοδο αυτή είχε διαιρεθεί σε δύο μεραρχίες και κάθε μια από αυτές σε δύο ταξιαρχίες. Μια από αυτές, την τρίτη, η οποία ανήκε στην β' μεραρχία, αρχηγός διορίστηκε ο Σμολένσκη. Η ταξιαρχία αυτή κατά την έναρξη του πολέμου (5-11 Απριλίου 1897) αμύνθηκε τα στενά Ρεβενίου. Η τρίτη αυτή ταξιαρχία εξετέλεσε υποδειγματικά και συντεταγμένη το καθήκον της. Μια άλλη δύναμη με τον ∆ημόπουλο κρατούσε το Καζακλάρ, Αμπελώνας, ενώ το 4ο ευζωνικό τάγμα είχε φτάσει στη Γιάννουλη Λάρισας23.
Εξάλλου, την ημέρα που το κυριότερο μέρος του στρατού μας, αποτελούμενο από 20.000 άνδρες, έδινε μικρή μάχη στο Τατάρ, διατάχθηκε γενική αποχώρηση και αδικαιολόγητη οπισθοχώρηση προς τα Φάρσαλα. Η οπισθοχώρηση ήταν έγκλημα, καθώς και συνταγματάρχης Σμολένσκη διατύπωσε με υπεύθυνες δηλώσεις στην Εφημερίδα της Ν. Υόρκης. Επίσης δήλωσε ότι η υποχώρηση ήταν ασύγγνωτος, δεν έγινε ένεκα αποθαρρύνσεως του στρατού, αλλά λόγω της διαταγής του ∆ιαδόχου, «Είμεθα βαρέως τεθλιμμένοι, αναμφιβόλως, αλλά όταν κατά την προς Φάρσαλα πορείαν μας εννοήσαμεν ότι ο ανδρείος ημών στρατός επροδόθη, ηλπίσαμεν ότι το θάρρος μας θα μας επέτρεπε, να επανορθώσουμε το διαπραχθέν έγκλημα, είμεθα δε νυν ενταύθα, όπως πράξωμεν τούτο έχω ανάγκην επικουριών, φρονώ δε ότι έπρεπε να επέλθη σύμφωνος ενέργεια του Επιτελείου και του ∆ιαδόχου. Αλλά οι κύριοι ούτοι δεν σπεύδουσιν»24.

δ) Η μάχη στο Βελεστίνο
Την περίοδο του Ελληνοτουρκικού πολέμου 1897, του μαύρου '97, το Βελεστίνο έγινε το σημείο αναφοράς των πολεμικών συγκρούσεων με τον γενναίο συνταγματάρχη Σμολένσκη, τον διοικητή της τρίτης ταξιαρχίας. Την περίοδο αυτή έγιναν τρεις σημαντικές επιθέσεις εναντίον του Βελεστίνου, από τις 15 έως 24 Απριλίου. Από τα Φάρσαλα, στις 15 Απριλίου, στάλθηκε για ενίσχυση ένα τμήμα ευζώνων, ένας λόχος μηχανικού, μια ύλη και δύο πυροβολαρχίες.
Οι τουρκικές δυνάμεις αποτελούνταν από 12 ίλες, 500 ιππείς, από μια έφιππη πυροβολαρχία και διοικητής ήταν ο Σουλεϊμάν πασάς. Οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν σε καταυλισμό και καθώς αντιλήφθηκαν τις τουρκικές δυνάμεις παρατάχθηκαν σε μάχη. Οι πεζικές δυνάμεις των Τούρκων βρίσκονταν στο χωριό Ριζόμυλο και προσπαθούσαν να περάσουν τη γέφυρα κάτι που οι ελληνικές δυνάμεις δεν το επέτρεψαν, αλλά ανέκοψαν και την πορεία των τουρκικών ιλών. Ο τούρκος διοικητής, ευρισκόμενος σε αδυναμία, διέταξε να γίνει υποχώρηση προς το Γκερλί (Αρμένιο), ενώ οι ελληνικές δυνάμεις δεν προέβησαν σε καταδίωξη και χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος αποτραβήχτηκαν νότια του Βελεστίνου.
Μια σύγχυση και κάποια παραπλάνησε επικράτησε στο ελληνικό στρατόπεδο, πως δήθεν, οι τούρκοι έχουν περικυκλώσει το Βελεστίνο και έτσι, η ίλη προχώρησε προς τον Αλμυρό και το πυροβολικό προς το Βόλο. O Σμολένσκη, ο οποίος βρισκόταν στα Φάρσαλα, έφτασε το βράδυ 15 Απριλίου με την 3 η ταξιαρχία στο Βελεστίνο, για να διατηρήσει τον έλεγχο του δρόμου και την σιδηροδρομική γραμμή προς το Βόλο. Η μεραρχία αυτή αποτελούνταν από δύο συντάγματα πεζικού, ένα τάγμα ευζώνων, δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, ένα λόχο μηχανικού, μια ίλη και μια πεδινή πυροβολαρχία25.
Οι αξιωματικοί του Σμολένσκη έμαθαν για την διασπορά των πρώτων δυνάμεων από το Βελεστίνο και προσπάθησαν να συγκεντρώσουν και πάλι τις δυνάμεις ατές. Οι δυνάμεις του Σμολένσκη από τα Φάρσαλα εισήλθαν στο Βελεστίνο στις 16 Απριλίου, ενώ ο αρχιστράτηγος των τούρκων, Ετέμ πασάς, έδωσε εντολή στον ταξίαρχο Ναήμ πασά να συγκεντρώσει τα στρατεύματα και να καταλάβει το Βελεστίνο. Ο Ναήμ προχώρησε μέχρι το Γκερλί, όπου και στρατοπέδευσε, στέλνοντας παράλληλα περιπόλους, με σκοπό να αναγνωρίσουν τη γύρω περιοχή. Οι Τούρκοι την ίδια ημέρα πληροφορήθηκαν ότι τα ένοπλα ελληνικά τμήματα είχαν καταλάβει σχεδόν όλα τα τριγύρω στενά και για το λόγο αυτό ο Ναήμ, απέστειλε μια ίλη προς το Καραγάδ, με σκοπό να καταστρέψει την σιδηροδρομική γραμμή και να διακοπεί έτσι, ο ανεφοδιασμός των Ελλήνων από το Βόλο προς τα Φάρσαλα και αντίθετα. Το μεσημέρι της 17ης Απριλίου κατέφτασε στο Γκερλί, ο συνταγματάρχης Μαχμούντ Μουχτάρ, ο οποίος έδωσε εντολή στον Ναήμ, να επιτεθούν γρήγορα, προτού ενισχυθούν οι ελληνικές δυνάμεις.
Στις 17 Απριλίου, οι τουρκικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μαχμούντ, ξεκίνησαν από το Γκερλί με στόχο να γίνει αναγνώριση της περιοχής και να απασχοληθούν με μικροενοχλήσεις τα ελληνικά στρατεύματα. Στον Ναήμ ανατέθηκε η κύρια αποστολή της επίθεσης, ενώ μια άλλη τουρκική φάλαγγα έφτασε στο Κόνιαρι, το σημερινό χωριό Χλόη και άνοιξε πυρ κατά της ελληνικής παράταξης. Ο Μαχμούντ, αποφάσισε να χτυπήσει αιφνιδιαστικά τη νύχτα τους Έλληνες και ζήτησε ενίσχυση από τον Ναήμ. Το σχέδιο αυτό του Μαχμούντ δεν μπόρεσε να αφυπνίσει τους τούρκους, οι οποίοι μάλλον ένιωθαν κουρασμένοι. Η ελληνική δύναμη με τον ταγματάρχη ∆εμέστιχα, μπόρεσε και εκτόπισε τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν με το ιππικό και το πεζικό, αλλά η επίθεση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα. Έτσι, οι Τούρκοι στην επίθεση αυτή έπαθαν αρκετή ζημιά και αποχώρησαν άπρακτοι. Ύστερα από τις αποτυχημένες αυτές επιθέσεις, στις 5 το απόγευμα, διατάχθηκε γενική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων. Αλλά, όμως, δυστυχώς, οι Έλληνες δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία αυτή και δεν τους καταδίωξαν, ώστε να τους αιχμαλωτίσουν. Αυτή η αδράνεια οφείλεται κυρίως στην έλλειψη οργάνωσης και προνοητικότητας. Στις 23 Απριλίου ο Χακή πασάς, ανέλαβε το ρόλο της επιτήρησης των ελληνικών στρατευμάτων, τα οποία είχαν πια ενισχυθεί με ένα ακόμα τάγμα πεζικού. Στο σχέδιο των Τούρκων ήταν να γίνουν στις 23 Απριλίου ταυτόχρονες επιθέσεις στα Φάρσαλα και στο Βελεστίνο. Ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε για τη μεγάλη επίθεση από τις υπώρειες του Καραδάγ, στις 2 Απριλίου, έχοντας σκοπό να εγκλωβιστούν οι ελληνικές δυνάμεις και κυρίως τα πεζοπόρα τμήματα προς τη μεριά του Καράτα Τεπέ.
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες και μια ξαφνική ανεμοθύελλα, βοήθησε τους τούρκους να καταλάβουν ορισμένα οχυρώματα. Παράλληλα οι τούρκοι στις 24 Απριλίου, ενισχύονται με δυνάμεις της ταξιαρχίας του στρατηγού Μεμδίν, ενώ ο ∆εμέστιχας ζητούσε να σταλούν ενισχύσεις, αλλά, όμως, μάταια. Η ταξιαρχία του Σμολένσκη δέχθηκε νέα θυελλώδη επίθεση από τις εχθρικές δυνάμεις, ο οποίος με τους στρατιώτες του πολέμησε σθεναρά και ηρωικά και πέτυχε τη δεύτερη περιφανή νίκη στη μάχη του Βελεστίνου. Η μάχη κράτησε όλη μέρα, με αιματηρές επιθέσεις των τουρκικών δυνάμεων και με σθεναρή αντίσταση του Σμολένσκη και του ∆εμέστιχα. Ήταν μια σφοδρή μάχη, που χαρακτηρίστηκε από πείσμα, ορμητικότητα και γενναιότητα των στρατιωτών του Σμολένσκη, οι οποίοι πολεμούσαν ακόμα και μέσα στη βροχή και το χαλάζι που έπεφτε την ημέρα εκείνη. Στη μάχη αυτή οι Τούρκοι είχαν 1000 νεκρούς και τραυματίες και οι Έλληνες 100. ∆ίκαια, ο Σμολένσκη χαρακτήρισε το γεγονός αυτό ως μια δεύτερη νίκη των δυνάμεών του26.
Τηλεγράφησε στην Αθήνα, με την παροιμιώδη φράση: «Η ταξιαρχία μου πλέει εις το αίμα». Η κυβέρνηση του απέστειλε συγχαρητήρια, ως εξής: «Το υπουργικό συμβούλιο εκφράζει ημίν και εις τον υφ' ημάς γενναίον στρατόν την ευγνωμοσύνην του έθνους δια τας λαμπράς υμών νίκας, δικαίωσις της τιμής του έθνους και της χώρας»27. Βέβαια, παρά τα συγχαρητήρια της κυβέρνησης, ο Σμολένσκη και οι στρατιώτες του ήταν απογοητευμένοι από τη στάση της κεντρικής εξουσίας. Ο Σμολένσκη και οι στρατιώτες, αποκαμωμένοι από την μάχη της ημέρα, έπεσαν να κοιμηθούν, για να πάρουν δυνάμεις για την επόμενη ημέρα δράσης, όπως, το ίδιο έκαναν και οι Τούρκοι. Ο Σμολένσκη γνώριζε ότι και την άλλη ημέρα θα ήταν ένας σκληρός αγώνας και ότι έπρεπε να πολεμήσει μόνος του, χωρίς άλλες ενισχύσεις. Ο ίδιος δήλωσε τις ημέρες εκείνες της ηρωικής του δράσης στους ξένους δημοσιογράφους, ότι βρίσκεται στο Βελεστίνο, για να υπερασπίσει την πατρίδα του και το Βόλο και ότι δεν θα παραδοθεί, αλλά και ούτε θα πεθάνει εύκολα. ∆υστυχώς, όμως, ενισχύσεις δεν έστελναν και ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει και την ημέρα αυτή και πάλι με αυτοθυσία και ηρωισμό. Το ίδιο βράδυ και ενώ κοιμόταν, του έφεραν ένα συνταρακτικό τηλεγράφημα, το οποίο έλεγε «Υποχωρώ την εσπέραν ταύτην εις ∆ομοκόν. Έλθετε εκεί αμέσως. Κωνσταντίνος, ∆ιάδοχος». Ο Σμολένσκη, οργισμένος φώναξε δυνατά «Ντροπή-ντροπή». Το γεγονός αυτό προκάλεσε συνάμα και αίσθηση οργής στους γενναίους στρατιώτες του. Μετά την απροσδόκητη αυτή τροπή, η κατάσταση στη ταξιαρχία ήταν τραγική, αφού το κύριο σώμα είχε σχεδόν αποχωρήσει.
Το πλευρό της ταξιαρχίας έμεινε ακάλυπτο και υπήρχε κίνδυνος να περικυκλωθεί και να αιχμαλωτιστεί εύκολα. Το πρωί οι Τούρκοι επιτέθηκαν και η θέση του Σμολένσκη πήρε διατάσεις στρατιωτικής τραγωδίας. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει μεθοδικά, αμυνόμενος συγχρόνως με τις οπισθοφυλακές της ταξιαρχίας του. Οι Τούρκοι έσφιγγαν συνεχώς την ακάλυπτη και απροστάτευτη ταξιαρχία του Σμολένσκη. Οι στρατιώτες του Σμολένσκη, ενώ ήταν νικητές, τώρα πια πολεμούσαν με λύσσα για να μη αμαυρώσουν τη μεγάλη δόξα. Ο Σμολένσκη με την μεθοδικότητα και τους στρατιωτικούς ελιγμούς πέτυχε να αποφύγει την αιχμαλωσία των στρατιωτών του. Η τελευταία αυτή μάχη στο Βελεστίνο, κράτησε ως το βράδυ και ο κύριος όγκος της ταξιαρχίας γλίστρησε από τη δίοδο Πιλάφ-Τεπέ και τράβηξε προς Βόλο και Αλμυρό. Ο Αντ. Σπηλιωτόπουλος28, περιγράφοντας τη μάχη του Βελεστίνου, αναφέρει «Χάλαζα οβίδων, συνοδευομένη υπό σφοδρού πυρός πεζικού κατέκλυζον πανταχόθεν το ελληνικόν στρατόπεδον. Πολλαί εξ αυτών κατέπιπτον εντός Βελεστίνου και μετέβαλον εις ερείπια τας οικίας. Το δάσος ολόκληρον και οι φάραγγες των ορέων έτρεμον, αντήχουν και συνεταράσσοντο εκ του τρομερού θορύβου εκπυρσοκροτήσεων».
Οι Τούρκοι στις 25 Απριλίου, μπήκαν ανενόχλητοι στο Βελεστίνο και στις 26 του ιδίου μήνα στο Βόλο. Οι συνέπειες ήταν τραγικές για τον ελληνικό πληθυσμό. Oι κάτοικοι εγκατέλειψαν το Βελεστίνο στις 16-17 Απριλίου 1897 και η κωμόπολη ερημώθηκε από κατοίκους, ενώ τα σπίτια έμειναν καταστραμμένα και ακατοίκητα. Αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν, ενώ αρκετές γυναίκες ατιμάσθηκαν και όσοι γλίτωσαν, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Στο χωριό Άγιος Γεώργιος Φερών ατιμάσθηκαν οι κόρες του ιερέα, ενώ αρκετές γυναίκες οδηγήθηκαν στα τουρκικά χαρέμια29. Τα περισσότερα σπίτια έγιναν ερείπια, άλλα κάηκαν, ενώ και η εκκλησία του Βελεστίνου δεν γλίτωσε από την τουρκική μανία.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ, Σχολικός Σύμβουλος Β/θμιας Εκπαίδευσης.
Κωνσταντίνος Σμολένσκη, ο θρύλος του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και ο ήρωας του Βελεστίνου
ΥΠΕΡΕΙΑ, ΤΟΜΟΣ 6, 2014
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΤ' ∆ΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ «ΦΕΡΑΙ-ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ-ΡΗΓΑΣ»
Βελεστίνο, 4-7 Οκτωβρίου 2012
Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών Βελεστίνου-Ρήγα

 

Η μάχη του Βελεστίνου, 1897

 

 

1. Για τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 ενδιαφέρουσα είναι η δημοσιευμένη πρόσφατα σχετική βιβλιογραφία του Χαράλαμπου Φ. Βόγια, «Συμβολή στη Βιβλιογραφία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 63, 2013, σελ. 385-398.
2. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, έκδοσις της εγκυκλοπαιδικής επιθεωρήσεως «Ήλιος», Αθήναι (χ.χ), τόμος ΙΖ ́, σελ. 52.
3. Ξένος τύπος, Journal Office de I Empire Francaise, φ. 16, 28 May 1870, σελ. 3.
4. Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια, έκδοσις ∆ευτέρα, εκδ. οργανισμός «Ο ΦΟΙΝΙΞ», Αθήναι ( χ.χ), τόμ. ΙΑ ́, σελ. 48.
5. Γ. Ρούσος, Τα φοβερά ντοκουμέντα του Μαύρου 97, Αθήνα 1974, σελ. 10-11.
6. Εγκυκλοπαίδεια Νέα ∆ομή, εκδόσεις «∆ομή», Αθήνα 1998, τόμ, 31, σελ 202.
7. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, όπ. π., τόμ, ΙΖ ́, σελ.48-4.
8. Πάπυρος Λαρούς, εκδοτικός οργανισμός «Πάπυρος γραφικαί τέχναι ΑΕ», Αθήναι 1993, τόμ. 54 ος , σελ 280-281.
9. Στράβων, ΙΧ, 436,443.
10. Πολυβ, 18,20,1-Λιβ, 23,6,7.
11. Στράβων, ΙΧ, 439..
12. Ομ, Ιλιάς, Β ́734, Ζ ́457
13. ∆ημ. Καραμπερόπουλος, «Το Βελεστίνο και η Θεσσαλία, στο έργο το Ρήγα Βελεστινλή», Υπέρεια, τόμ. 3, Πρακτικά Γ ́ ∆ιεθνούς Συνεδρίου «Φεραί-Βελεστίνο-Ρηγας», Αθήνα, 2002.
14. Ρήγα Βελεστινλή, Χάρτα της Ελλάδος, Βιέννη, 1790-1797. Επανέκδοση από την Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, επιμέλεια ∆ημ. Καραμπερόπουλου, Αθήνα 1998.
15. Ευάγ. Καραβογιάννης, «Η ́ ́Επιπεδογραφία της Φεράς ́ ́ του Ρήγα Βελεστινλή από άποψη αρχαιολογική», Υπέρεια, τόμ. 1, Πρακτικά, Α ́ Συνεδρίου «Φεραί-Βελεστίνο-Ρήγας», Αθήνα 1990, σελ. 423-448.
16. Πολυβ.18,22,9, Πλουτ. Πελοπ. 32, Τίτ. 8.
17. Leake, W., Travels in North Greece 1801, 1805, and 1806, Λονδίνο, 1835, τόμ. iv. σελ, 437-438.
18. ∆ΕΚ/ ΓΕΣ, Στρατιωτική Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα 1980, σελ. 37.
19. Doulgas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, μτφρ. Α. Ξανθοπούλου, Β ́ έκδοση, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1977, σελ 235.
20. Το Γκρίζανος, είναι το σημερινό χωριό Γροιζάνο Τρικάλων.
21. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. Ι∆ ́, Αθήνα 1977, σελ 126.
22. Ιστορία Ελληνικού έθνους, ό. π., σελ 126-127.
23. Γ. Ρούσος, ό. π., σελ. 171-172.
24. Γ. Ρούσος, ό. π., σελ. 145.
25. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ήλιος, ό. π., σελ. 306.
26. Γ. Ρούσος, ό. π., σελ. 171-172.
27. Γ. Ρούσος, ό. π., σελ. 172.
28. Αντ. Σπηλιωτόπουλος, Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου, τόμ. Β ́, εν Αθήναις 1902, σελ. 160.
29. Εστία, 26 Μαΐου 1897.

Αναζήτηση