Η παρούσα εισήγηση αναφέρεται στη σπουδαία προσφορά του Νικόλαου Δούμπα στα πολιτιστικά πράγματα της Βιέννης, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται ιστορικά μέσα στο πνεύμα της συνολικότερης δυναμικής παρουσίας του ελληνισμού στην Αψβουργική Μοναρχία του 19ου αιώνα.1
Σκοπός της εισήγησης είναι αρχικά να εντάξει την περίπτωση του Νικόλαου Δούμπα στο ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον και στη συνέχεια να προβάλλει την ιδιαίτερη σημαντικότητά της.
Ο Νικόλαος Δούμπας (Nikolaus Dumba) γεννήθηκε στη Βιέννη το 1830. Γονείς του ήταν ο Στέργιος Δούμπας και η Μαρία Κούρτη. Γεννημένος το 1794 στη Βλάστη ο Στέργιος Δούμπας εγκαταστάθηκε μαζί με τα αδέλφια του στις Σέρρες όπου το 1817 συνέστησαν την εταιρεία «Αυτάδελφοι Μ. Δούμπα». Συγκεντρώνοντας πρώτες ύλες και βιοτεχνικά προϊόντα από την οθωμανική επικράτεια, τα προωθούσαν στη συνέχεια στην αψβουργική πρωτεύουσα, γεγονός που τον ώθησε να μετεγκατασταθεί εκεί για τις εμπορικές τους ανάγκες. Η περίπτωση του Στέργιου Δούμπα όχι μόνο δεν αποτελεί κάποια φωτεινή εξαίρεση, αντίθετα μάλιστα εντάσσεται σε ένα αθρόο κύμα μετοικεσίων οικονομικού προσανατολισμού που συνέβη στην κεντρική και βόρεια βαλκανική Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Ιστορική αφετηρία- σταθμό είχε αποτέλεσει το τέλος των πολέμων του «Ιερού Συνασπισμού του Linz» (Sainte Ligue Linz) 1684-1699 και 1716-1718 που σήμαναν την οριστική απομάκρυνση του σουλτανικού κινδύνου από την κεντρική Ευρώπη και τροποποίησαν άρδην τις εμπορικές σχέσεις Αψβούργων και Οθωμανών.2 Οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς (Karlowitz, 1699),3 του Πασσάροβιτς (Passarowitz, 1718)4 και αργότερα του Βελιγραδίου (1739) αναγνώρισαν τη βιεννέζικη αυλή ως μοναδική κυρίαρχη δύναμη5 και έθεσαν σε λειτουργία έναν μηχανισμό, ο οποίος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την ανάπτυξη ενός στρώματος Βαλκάνιων εμπόρων,6 προκαλώντας ένα πολυδύναμο μεταναστατευτικό ρεύμα, στο οποίο εντάσσεται και η περίπτωση της οικογένειας Δούμπα.
Ειδικότερα, εκείνο που καθιστούσε τη Συνθήκη του 1699 ως μια από τις σημαντικότερες στη νοτιοανατολική Ευρώπη είναι τα άρθρα 14 και 15, με τα οποία προβλέπονταν για πρώτη φορά η ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση των εμπόρων υπηκόων των δύο συμβαλλόμενων πλευρών και η ασφάλεια των εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς αντικαταστάθηκε από την Συνθήκη του Πασσάροβιτς το 1718, μια συνθήκη η οποία επέκτεινε τους όρους της προηγούμενης και εξέφρασε απόλυτα τη συστηματική πολιτική που προωθούσε ο Αψβούργος Αυτοκράτορας προκειμένου για την ανάπτυξη των εμπορικών επαφών της Αυτοκρατορίας του με την Ανατολή. Με ειδικό συμφωνητικό αποφασίστηκε η ελευθερία του εμπορίου σε όλους τους δρόμους των δύο Αυτοκρατοριών, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα του Δούναβη, ο διορισμός εκατέρωθεν προξενικών αρχών, εκείνο, όμως, το οποίο είχε τη μέγιστη οικονομική σημασία ήταν η συμφωνία εφαρμογής προνομιακού τελωνιακού δασμού 3% για όλα τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα που διακινούνταν ανάμεσα στην Οθωμανική και την Αψβουργική Αυτοκρατορία.7
Η οικονομική πολιτική της Βιέννης για ολόκληρο τον 18ο αιώνα είχε στο επίκεντρό της την προσέλκυση έμπειρων Οθωμανών εμπόρων (tiirkische Unterthanen), οι οποίοι γνώριζαν καλά τους χερσαίους δρόμους που οδηγούσαν από τα Βαλκάνια στα εδάφη του καισαροβασιλικού στέμματος και θα μπορούσαν να ανταποκριθούν με επιτυχία στην ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση ακατέργαστου βαμβακιού, για τις ανάγκες της αυστριακής βαμβακουργίας.8 Οι Αυστριακοί επιθυμούσαν την εγκατάσταση ελληνικής καταγωγής9 εμπόρων (griechischer Handelsmann) στα εδάφη τους, γιατί τους θεωρούσαν ικανούς και δραστήριους επιχειρηματίες.10 Προκειμένου να επιτύχει το μεταναστευτικό της πρόγραμμα η βιεννέζικη αυλή (kaiserliche Haupt-und Residenzstadt) εξέδωσε επιπλέον δεκάδες προνόμια, τα οποία προέβλεπαν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των νεοεγκαταστηθέντων, την κοινοτική αυτοδιοίκησή τους καθώς επίσης και την εκχώρηση υλικών μέσων προκειμένου για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στα εδάφη της.11
Την περίοδο της Μαρίας Θηρεσίας,12 η οποία ακολούθησε την πολιτική στρατηγική (Reichspolitik) του πατέρα της Καρόλου ΣΤ',13 σημειώθηκε κατακόρυφα ανοδική πορεία της εισαγωγής μακεδονικού βαμβακιού από τις εκτεταμένες βαμβακοκαλλιέργειες της Μακεδονίας,14 ενώ από τα πλέον σημαντικά κέντρα καλλιέργειας βάμβακος αναδείχθηκε η περιοχή των Σερρών.15 Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς με αριθμητικά μεγέθη το σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε η περιοχή των Σερρών, τόπος σύστασης της εταιρείας «Αυτάδελφοι Μ. Δούμπα» και εκκίνησης του Στέργιου Δούμπα για τη Βιέννη, αρκεί και μόνο να σημειωθεί ότι η εκτεταμένη καλλιέργεια βαμβακιού στις Σέρρες είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 300 χριστιανικών χωριών στην περιοχή, ενώ η πεδιάδα των Σερρών και η κοιλάδα του Στρυμόνα από το 1787 μέχρι το 1797 είχαν ετήσια συγκομιδή 70.000 δέματα βάμβακος, των 128 κιλών.16
Η Βιέννη, πρωτεύουσα της Αγίας Αυτοκρατορίας (Sacrum Romanum Imperium Nationis Germanicae) και έδρα του αψβουργικού οίκου αποτέλεσε χωρίς καμία αμφιβολία το κομβικότερο σημείο.17 Ως οικονομικό και διοικητικό κέντρο -με σημαντικό αστικό πυρήνα (WirtschaftsbLirgertLim) ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα- μιας αχανούς Αυτοκρατορίας και ως εμπορικό και αποθηκευτικό κέντρο βάμβακος και νημάτων είχε προσελκύσει από τις αρχές του 18ου αιώνα το ενδιαφέρον δεκάδων βλαχόφωνων και ελληνόφωνων οι οποίοι στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν άτομα που ανήκαν κυρίως στην ευκατάστατη τάξη της τοπικής τους κοινωνίας.18 Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις των Χατζημιχαήλ, Δούμπα και Σίνα, για τους οποίους υπάρχουν σαφή δεδομένα της οικονομικής τους ευμάρειας προτού εγκατασταθούν στην Βιέννη.19 Υπολογίζεται ότι στην περίοδο της μεγαλύτερής της ακμής η ελληνική παρουσία δεν θα ξεπέρασε τα 2.000 άτομα, στο σύνολο ενός πληθυσμού 240.000 κατοίκων.20
Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το θεσμικό πλαίσιο έφτασε και δραστηριοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (Kaisertum Osterreich) ο Στέργιος Δούμπας. Η ακριβής χρονολογία της άφιξής του στην πόλη δεν μας είναι επιβεβαιωμένα γνωστή, ωστόσο πιθανολογείται περίπου στο 1808. Διακινώντας εμπορεύματα της Ανατολής, προμήθευε τις αγορές της Μοναρχίας κυρίως με βαμβάκι και δέρματα σε άμεση συνεργασία με τα αδέλφια του που βρίσκονταν για τους επιχειρηματικούς τους λόγους μόνιμα εγκατεστημένοι στις Σέρρες.21 Η εμπορική του στρατηγική και η επιχειρηματική του δεινότητα πολύ γρήγορα τον καταξίωσαν οικονομικά και κοινωνικά στο περιβάλλον της νέας του πατρίδας, αναδεικνύοντάς τον σε έναν από τους μεγαλύτερους εμπόρους βάμβακος στην πόλη, συστήνοντας, επίσης, κλωστοϋφαντουργεία και εμπορικές επιχειρήσεις.
Διετέλεσε για περισσότερο από μια δεκαετία πρόεδρος της ελληνορθόδοξης κοινότητας του Αγίου Γεωργίου,22 καθώς επίσης και Γενικός Πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερης αξίας είναι η σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα που ανέπτυξε, καθώς επίσης και η σπουδαία συνεισφορά του στην ανέγερση του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Στέριος Δούμπας υπήρξε ένας εκ των μεγάλων δωρητών του Πανεπιστημίου, στο οποίο αφιέρωσε περισσότερα από 107.800 δραχμές για τη φιλοτέχνηση της Ζωφόρου των Προπυλαίων.23 Για τον λόγο αυτό το όνομά του, μαζί με αυτό του γιού του Νικόλαου, βρίσκονται στην είσοδο του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου γραμμένα με χρυσά γραμματα, μαζί με τα ονόματα και των υπόλοιπων ευεργετών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Στέργιος όπως και ο φίλος του Σίμων Σίνας, επίσης σπουδαίος Έλληνας έμπορος και ευεργέτης της Βιέννης, διατήρησαν την παραδοσιακή ελληνική αμφίεσή τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ο Νικόλαος Δούμπας αποφοίτησε από το ακαδημαϊκό γυμνάσιο της Βιέννης, ταξίδεψε αρκετά και δημιούργησε έναν ευρύ κύκλο κοινωνικών συναναστροφών όταν 23 χρονών ανέλαβε πλέον τις οικογενειακές επιχειρήσεις του πατέρα του. Σταδιακά επεκτάθηκε σε παράλληλες εμπορικές, βιομηχανικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες. Ωστόσο από 18 ετών άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τις τέχνες. Καθοριστικό σε εκείνη την ηλικία στάθηκε ένα μεγάλο ταξίδι που τον έστειλε ο πατέρας του με σκοπό να βρίσκεται μακριά από τη Μοναρχία και να μην αναμειχθεί με τα διάφορα επαναστατικά κινήματα που αναπτύσσονταν κάτω από την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Νικόλαος τότε βρέθηκε μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ στην Αθήνα, όπου και φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του κόμη Prokesch von Osten, πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Βαθύτατα καλλιεργημένοι ο ίδιος και η σύζυγός του, με μεγάλη αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες, καθόρισαν καίρια την ανάπτυξη του φιλόμουσου χαρακτήρα του Νικόλαου. Η Irene Kiesewetter von Wiesenbrunn, σύζυγος του Αυστριακού διπλωμάτη και κόρη του Αυστριακού ιστορικού της μουσικής και για πολλά χρόνια αντιπροέδρου του Συλλόγου Φίλων Μουσικής της Βιέννης (Gesellschaft der Musikfreunde) Raphael Georg Kiesewetter, ήταν πιανίστρια. Κοντά της ο νεαρός Δούμπας ασκήθηκε στο τραγούδι με τη συνοδεία του πιάνου και έμαθε να αγαπά τη μουσική. Για να αντιληφθεί κανείς τη σπουδαιότητα της παραμονής του στην οικία της αρκεί και μόνο να γνωρίζει ότι στην Irene Kiesewetter ο Franz Schubert είχε αφιερώσει αρκετές συνθέσεις του, διατηρούσε μαζί της μακροχρόνια φιλική σχέση και τη συνόδευε μουσικά σε πολλά από τα κονσέρτα που δίνονταν κάθε χρόνο προς τιμή του στην οικία της. Το 1827 μάλιστα, μετά την ανάρρωσή της από μια σοβαρή ασθένεια που την ταλαιπώρησε, της αφιέρωσε ειδική καντάτα για τον εορτασμό της αποκατάσης της υγείας της, την «Cantate zur Feier der Genesung der Irene Kiesewetter» (D.936).
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Νικόλαου Δούμπα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Βιέννης έγινε ως διευθυντή του Αυστριακού Συλλόγου Καλών Τεχνών (Kunstverein). Στη συνέχεια αναμείχθηκε ενεργά με τον Συνεταιρισμό Εικαστικών Καλλιτεχνών, για τον οποίο ανέλαβε και πραγματοποίησε την πρώτη διεθνή καλλιτεχνική έκθεση στη Βιέννη το 1882. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί σε επίτιμο μέλος μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Συναιτερισμού, διευθυντής του οποίου ήταν ο περίφημος ζωγράφος Hans Makart. Λίγο αργότερα ανέλαβε εφορος του Μουσείου Εφαρμοσμένων Τεχνών.24 Οι εικαστικές τέχνες βρίσκονταν πάντοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Νικόλαου Δούμπα, ωστόσο εκείνο που τον συγκινούσε περισσότερο από νεαρή ηλικία ήταν η μουσική. Για πολλά χρόνια διετέλεσε μέλος και στη συνέχεια πρόεδρος του Συλλόγου Ανδρικής Χορωδίας της Βιέννης (Wiener Maennergesang-Verein), στις δημόσιες εκδηλώσεις της οποίας είχε εμφανιστεί κάποιες φορές ως μονωδός. Από τη θέση του αυτή προσέφερε εξέχουσες υπηρεσίες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ανακυρηχθεί ομόφωνα το 1897 σε επίσημο μέλος του Συλλόγου. Ακόμη και σήμερα ο Σύλλογος Ανδρικής Χορωδίας διοργανώνει μια «Λειτουργία Δούμπα» στη μνήμη του ως ένδειξη ευχαριστίας για τη σπουδαία προσφορά του. Συνέθεσε μάλιστα και ο ίδιος κάποια λίγα κομμάτια, κυρίως όμως πολλοί Βιεννέζοι συνθέτες συνέθεσαν προς τιμήν του ή με την προτροπή του.
Ανέπτυξε και διατήρησε πολύ καλές φιλικές σχέσεις με τον Johann Strauss, η ιδιαίτερη εκτίμηση του οποίου τον είχε οδηγήσει το 1858 να γράψει την «Πόλκα των Ελλήνων» (Hellenen Polka op.203). Η πρώτη τους επαφή φαίνεται να έγινε όταν ο νεαρός μουσικός σε ηλικία 25 χρονών αφιέρωσε στο Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας το έργο του Sangerfahrten (op.41). Στην εξοχική κατοικία του Δούμπα, στις όχθες του Δούναβη, ο Strauss συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε το 1867 το περίφημο Βαλς του Δουνάβεως (Donauwalzer), ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια της κλασσικής μουσικής. Τα μέλη της Ανδρικής Χορωδίας ωστόσο δεν ενθουσιάστηκαν από το έργο και ο Δούμπας τους ζήτησε όχι μόνο να μη γίνει αντιληπτή από τον συνθέτη η δυσφορία τους, αλλά με προσωπική του παρέμβαση πέτυχε να μην αποκλειστεί το έργο από την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ. Έξι μόλις μήνες αργότερα το εν λόγω βάλς γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Παγκόσμια Εμπορική Έκθεση του Παρισίου. Το 1870 ο Strauss αφιέρωσε με μεγάλα γράμματα στην παρτιτούρα του «στον πρόεδρο κύριο Νικόλαο Δούμπα» το βαλς «Νέα Βιέννη» (Neu Wien op.342) καθώς συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην ολοκλήρωση του έργου. Στο βαλς αφήνεται να εννοηθεί η σχέση που υπήρχε μεταξύ του Δούμπα και του Schubert και ακούγεται το βασικό θέμα της σύνθεσης του τελευταίου, «Sechzehn Deutsche» (op.33, D783/1). Η συμπλήρωση των 50 ετων του Strauss αποτέλεσε για τον Δούμπα μια μεγάλη ευκαιρία να τον τιμήσει με εορταστικές εκδηλώσεις. Για τον σκοπό αυτό το 1894 τον επισκέφτηκε στο σπίτι του, ως μέλος της επιτροπής εορτασμού, συνοδευόμενος από τον κόμη Βίλτσεκ και τον διευθυντή του Θεάτρου της Αυλής και του πρόσφεραν ένα χρυσό αναμνηστικό μετάλλιο, ανακοινώνοντάς του παράλληλα την ανακήρυξή του ως επίτιμου μέλους της Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής. Σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τον Δούμπα ο Johann Strauss σημείωνε: «Τις θερμότερες και εκ βαθέων ευχαριστίες μου σε σας για τη γλυκιά ανάμνηση που μου δώσατε, με την ευκαιρία του Ιωβηλαίου μου.»25
Ο Νικόλαος υπήρξε, επίσης, επιστήθιος φίλος του Johannes Brahms, με τον οποίο αντάλλασε συχνά επιστολές πολλές από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα. Μια από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της μουσικής που επισκεπτόταν και συνέθετε στην εξοχική κατοικία του του Δούμπα ήταν ο Richard Wagner. Το 1861, όταν στη Βιέννη γίνονταν οι προετοιμασίες της πρεμιέρας της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde) ο Wagner ήταν φιλοξενούμενος του Δούμπα και εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι όλοι οι πρωταγωνιστές της όπεράς του διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με αυτόν.26
Το όνομα του Δούμπα, ωστόσο, έχει συνδεθεί άμεσα με την προστασία, τη διάσωση και την προβολή του έργου του Franz Schubert, καθώς υπήρξε ο κάτοχος της σπουδαιότερης συλλογής αυτόγραφων του σπουδαίου μουσικού, η οποία μετρά διακόσια χειρόγραφά του και πολλά μουσικά έργα ανάμεσα στα οποία και η παρτιτούρα της οπερέτας «Η μαγεμένη άρπα». Ο ίδιος διαφύλαξε και ανέδειξε το έργο του Schubert, δωρίζοντας τις Συμφωνίες του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βιέννης (Stadt-und Landesbibliothek) όσο ήταν εν ζωή, ενώ τα υπόλοιπα έργα του συνθέτη προσφέρθηκαν μετά το θάνατό του Νικόλαου. Ο διευθυντής της βιβλιοθήκης, Herwig.Wurtz, δήλωσε πως «χωρίς τον Δούμπα, ο Σούμπερτ θα μας ήταν σχεδόν άγνωστος. Τα λίγα διασκορπισμένα έργα που θα υπήρχαν, θα ήταν χωρίς νόημα, εάν δεν σωζόταν η συλλογή Δούμπα, η μεγαλύτερη σε παγκόσμιο επίπεδο».27
Στα τέλη του 1866 ο Νικόλαος Δούμπας εκλέχθηκε αντιπρόεδρος και διευθυντής της Εταιρείας των Φίλων της Μουσικής της Βιέννης (Gesellshaft der Musikfreunde), η οποία τον Ιανουάριο του 1870 γιόρτασε την ολοκλήρωση των εργασιών του Μεγάρου του Συλλόγου Μουσικής Βιέννης (Wiener Musikverein) παρουσία του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ (Franz-Josef I) και δεκάδων εξεχουσών προσωπικοτήτων και ανώτατων αξιωματούχων. Το λαμπρό κτήριο υψηλής αισθητικής και πολυτέλειας αποτέλεσε την έδρα του Συλλόγου και της περίφημης Φιλαρμονικής της Βιέννης (Wiener Philharmoniker). Η συγκέντρωση του υπέρογκου ποσού που απαιτούνταν για την ανέγερσή του ανατέθηκε σε 4μελή επιτροπή, στην οποία ο Δούμπας είχε δεσπόζουσα θέση. Στα ονόματα των μεγάλων δωρητών που συνέδραμαν στην αποπεράτωση του Μεγάρου και βρίσκονται σε μεγάλη επιγραφή στην είσοδο του κτηρίου διακρίνει κανείς το όνομα του πατέρα του Στέριου Δούμπα καθώς και αυτο του Σίμωνα Σινα. Ο Νικόλαος ανήγγειλε επίσημα στον Αυτοκράτορα την ολοκλήρωση του Μεγάρου και του παρέδωσε προς υπογραφή το σχετικό έγγραφο.
Η κορυφαία συμβολή του Δούμπα και του σπουδαίου αρχιτέκτονα της εποχής Theophil Hansen στην ολοκλήρωση του νέου κτηρίου του Μουσικού Συλλόγου τους αναγνωρίστηκε επίσημα με την απονομή του παρασήμου του «Σιδηρούν Στέμματος». Ο Hansen ήταν επηρεασμένος βαθύτατα από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό εξαιτίας της οκτάχρονης παραμονής του στην Αθήνα, όταν και σχεδίασε τα κτήρια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Ακαδημίας, του Εθνικού Αστεροσκοπείου και του Ζαππείου. Οι 32 χρυσές Καρυάτιδες που στηρίζουν τα θεωρία και ο Απόλλωνας με τις Μούσες που βρίσκονται στην οροφή της μεγάλης αίθουσας των συναυλιών, καθώς επίσης και οι ιωνικού ρυθμού κίονες που υπάρχουν στην αίθουσα του Brahms (Brahms-Saal) θυμίζουν καταλυτικά τον ελληνικό πολιτισμό της αρχαιότητας. Η επιρροή του Δούμπα στο έργο του Hansen υπήρξε καθοριστική. Μαζί συνέβαλαν την ιδέα δημιουργίας μιας κλασικής ατμόσφαιρας για την κλασική μουσική.28 Στο Μέγαρο της Μουσικής ο Δούμπας είχε το δικό του θεωρείο από το οποίο παρακολουθούσε τις παραστάσεις και ο στενος του φίλος Johannes Brahms.
Η μεγάλη οικονομική ευμάρεια της οικογένειας Δούμπα αποτυπώθηκε στην πολυτελή της κατοικία, γνωστή ως Μέλαθρον Δούμπα (Das Palais Dumba am Parkring), που βρισκόταν απέναντι από το δημοτικό πάρκο της Βιέννης. Η οικία τους αποτέλεσε το κέντρο συνάντησης όλων των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής και πολλών σημαινόντων προσωπικοτήτων της πνευματικής, πολιτικής και επιχειρηματικής ζωής, καθώς επίσης και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Το δωμάτιο εργασίας είχε φιλοτεχνηθεί από τον μετέπειτα δημοφιλέστατο ζωγράφο Hans Makart με εντολή του Νικόλαου, ο οποίος συνέβαλε καίρια στην ανάδειξή του. Έχει μείνει να αναφέρεται ότι ο Δούμπας μόλις έδωσε την παραγγελία στον Makart το 1872 του είπε να πάει στη Βενετία και να μην κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να βλέπει και στη συνέχεια να έρθει και να του ζωγραφίσει μια ολόκληρη αίθουσα. Ο Makart επιστρέφοντας παρουσίασε αλληγορικά τα ενδιαφέροντα και τις δραστηριότητες του Νικόλαου σε μια εξαιρετική παράσταση οροφής και σε έξι παραστάσεις τοίχων, που αποτυπώνουν τη μουσική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την επιστήμη, το εμπόριο, τη βιομηχανία και τη γεωργία. Έτσι δημιοργήθηκε το περίφημο «δωμάτιο Makart», το οποίο χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους του ως «ένα από τα αξιοθέατα της Βιέννης». Η παράσταση της οροφής ήταν γνωστή ως «Αποθέωση της Μουσικής».29
Μερικά χρόνια αργότερα ο Νικόλαος Δούμπας διακόσμησε μια ακόμη αίθουσα η οποία έμεινε γνωστή ως «αίθουσα Σούμπερτ», καθώς ο διάσημος ζωγράφος Friedrich Schilcher αποτύπωσε στο μέσο της οροφής τη νωπογραφία «Η αποθέωση του Σούμπερτ». Πρόκειται για μια τοιχογραφία που αναπαριστά σε κυκλική μορφή ένα σύνολο ερωτιδέων να χορεύουν γύρω από τον Σούμπερτ, κρατώντας μουσικά όργανα και στεφάνια. Τέσσερις κυκλικές τοιχογραφίες, μικρότερου εμβαδού, βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες τις οροφής, έξω από την κύρια τοιχογραφία και αναπαριστούν μουσικές συνθέσεις του Σούμπερτ στις οποίες ο Δούμπας διακρίθηκε όταν τις τραγούδησε. Πρόκειται για τις συνθέσεις: «Ο Νεραϊδοβασιλιάς», «Ο Άτλας», «Η οργισμένη Άρτεμις» και «Ο Μπιστικός και ο Αρπιστής». Στην «αίθουσα του Σούμπερτ» υπήρχε ένα πιάνο και από τους τοίχους κρέμονταν βιολιά, πνευστά και κιθάρες όλα τους παλαιά και αριστοτεχνικά κατασκευασμένα. Το μουσικό σαλόνι του Δούμπα απέκτησε μεγάλη φήμη χάρη στη ζωγραφική παρουσία του Gustav Klimt, που φιλοτέχνησε στα αετώματα των δύο αντικρυστών θυρών την «Αλληγορία της Μουσικής» (Allegorie der Musik) και τον «Σούμπερτ στο πιάνο» (Schubert am Klavier).30 Ο Klimt έγινε ο αγαπημένος και ευνοούμενος ζωγράφος του Δούμπα μετά το θάνατο του Makart, από τον οποίο είχε εμπνευστεί και θαύμαζε βαθύτατα. Στον Klimt ανατέθηκε έκτοτε η ολοκλήρωση του Μεγάρου του Δούμπα.
Τον Δεκέμβριο του 1857 ο Αυτοκράτορας Φραγίσκος Ιωσήφ αποφάσισε το γκρέμισμα των τειχών της Βιέννης που είχαν έως τότε σκοπό την προστασία της πόλης από τις οθωμανικές επιδρομές. Με αυτοκρατορικό διάταγμα τέθηκε σε εφαρμοφή ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε την επέκταση και τον εξωραϊσμό της μοναρχικής πρωτεύουσας με νέα κτήρια και μνημεία, τα οποία -εκτός από την πρακτική χρησιμότητά τους- θα αποτύπωναν την αίγλη των Αψβούργων. Σε αυτό το έργο ο Νικόλαος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, ως μέλος της επιτροπής του προγράμματος επέκτασης της πόλης. Η εποχή της ανάπλασης έμεινε γνωστή ως «εποχή της Ringstrasse»,31 μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά τη Βιέννη σε μια από τις ωραιότερες πρωτεύουσες του κόσμου. Η Ringstrasse, που προσέλκυσε τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της εποχής οι οποίοι έφτασαν στην αψβουργική πρωτεύουσα για να σχεδιάσουν όχι μόνο δημόσια κτήρια αλλά και ιδιωτικά, προκάλεσε την κατεδάφιση πολλών οικημάτων γεγονός που αποτυπώθηκε μουσικά στο έργο του Johann Strauss «Πόλκα της κατεδάφισης» (Demolierer - Polka). Η περίοδος αυτή της Νέας εποχής της Βιεννης αποτυπώνεται στα πνευματικά πράγματα της πρωτεύουσας ως RingstrassenEpoche.
Ως ένθερμος θαυμαστής του Schubert και την εποχή εκείνη πρόεδρος του Συλλόγου της Χορωδίας επιθυμούσε την ανέγερση ενός ανδριάντα αφιερωμένου στον σπουδαίο μουσικό. Ο ανδριάντας αυτός, το πρώτο μνημείο της πόλης αφιερωμένο σε καλλιτέχνη, ανεγέρθηκε στο δημοτικό πάρκο της πόλης (Stadtpark), ακριβώς απέναντι από την οικία του Δούμπα και άνοιξε το δρόμο για τον εξωραϊσμό της νεότερης Βιέννης, στην οποία έως τότε φιλοξενούνταν μόνο αυτοκρατορικά μνημεία. Η βάση του αδριάντα είναι έργο του διαπρεπή Theophil Hansen. Το 1872, στα αποκαλυπτήρια του έργου ο Δούμπας έκανε μια βαθιά συναισθηματική ομιλία, εκφράζοντας τη σπουδαιότητα του Αυστριακού συνθέτη που: «..με τη μεγάλη καρδιά και τον πλούσιο συναισθηματισμό του...με το εύθυμο πνεύμα και τη βαθυστόχαστη ψυχή ήξερε να βρίσκει έκφραση για κάθετι που αισθανόταν η ανθρώπινη ψυχή». Για τη μεγάλη επιτυχία του εορτασμού των αποκαλυπτηρίων ο Δούμπας τιμήθηκε από τον Αυτοκράτορα με τον «Σταυρό του Ιππότη του Τάγματος της Α.Ε. του Φραγκίσκου Ιωσήφ».32
Ο Νικόλαος Δούμπας ήταν επίσης αντιπρόεδρος και στη συνέχεια πρόεδρος της επιτροπής που ανέλαβε την ανέγερση μνημείου του Wolfgang Amadeus Mozart, στο οποίο και δώρισε 800 φιορίνια, στέλνοντας παράλληλα δεκάδες επιστολές σε άτομα και φορείς της Αυτοκρατορίας και εκτός αυτής προκειμένου να συγκεντρώσει τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν το 1896 παρουσία του Αυτοκράτορα και ο Δούμπας ως τελετάρχης της εκδήλωσης εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας. Οι υπηρεσίες του Νικόλαου αποτέλεσαν αφορμή ώστε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ να τον διορίσει στο ύπατο αξίωμα του «Μυστικοσυμβούλου» του. Ο καθηγητής γλυπτικής Victor Tilgner, ο οποίος φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Mozart, του έγραψε χαρακτηριστικά: «σήμερα, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, κανείς δεν δικαιούται τον τίτλο Εξοχότατος (Exzellenz), όσο εσείς [...] η δημόσια απονομή του τίτλου αυτόυ..είναι έκφραση επιθυμίας τόσων πολλών».
Από τον Νικόλαο ξεκίνησε και η ιδέα ανέγερσης μνημείου προς τιμή του μεγάλου μουσουργού και επιστήθιου φίλου του Johannes Brahms, οκτώ μόλις μήνες μετά το θάνατό του, το 1897. Ο ίδιος ανέλαβε προϊστάμενος της επιτροπής και δώρισε 2.000 κορώνες, ωστόσο δεν πρόλαβε να το δει ολοκληρωμένο. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του και στην ανέγερση του ανδριάντα του Ludwig van Beethoven, ως προϊστάμενος της επιτροπής της Εταιρείας Φίλων Μουσικής και δωρητής 1.000 φιορινίων. Τη φιλοτέχνηση του μνημείου ανέλαβε ο καθηγητής της γλυπτικής Caspar von Zumbusch, ο οποίος τοποθέτησε τον σπουδαίο συνθέτη πάνω σε βάθρο, που από την αριστερή του πλευρά ακουμπάει ο Προμηθέας Δεσμώτης και από τη δεξιά πλευρά η θεά Βικτώρια, θεά της νίκης, η οποία και προσφέρει στο συνθέτη ένα στεφάνι. Οι εννέα ερωτιδείς συμβολίζουν τις εννέα του συμφωνίες. Το 1880 σε μια λαμπρή τελετή στην οποία συμμετείχαν ο Αυτοκράτορας, οι αξιωματούχοι του, ο Δήμαρχος της Βιέννης και πλήθος κόσμου στα αποκαλυπτήρια του μνημείου ο Νικόλαος ήταν για μια ακόμη φορά τελετάρχης και εκφωνητής του πανηγυρικού της ημέρας. Σε ένδειξη αναγνώρισης της σπουδαίας προσφοράς τους ο Δήμαρχος της Βιέννης ανακήρυξε τον Νικόλαο και τον γλύπτη του μνημείου σε επίτιμους δημότες της πόλης.
Για τον Δούμπα η υλοποίηση ενός μνημείου στον ζωγράφο Hans Makart αποτελούσε προσωπική υπόθεση. Το τι σήμαινε για αυτόν ο Makart, τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως άνθρωπος το εξέφρασε γλαφυρά στο πανηγυρικό του λόγο στα αποκαλυπτήρια του μνημείου τον Ιούνιο του 1898, λέγοντας πως «...όπως τραγουδούσε ο Schubert, έτσι ζωγράφιζε ο Makart αυτός από τους πρώτους βοήθησε να φτάσει η Βιέννη να λέγεται «καλλιτεχνική πόλη»... του οποίου η φύση ήταν ευγενική, ανώτερη και καλόκαρδη...ένας ανώτερος άνθρωπος...ο πιο πρόθυμος για βοήθεια φίλος». Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων τραγούδησε η Ανδρική Χορωδία της Βιέννης. Ο ανδριάντας του Makart, όπως και αυτός του Schubert, τοποθετήθηκε μπροστά από την οικία του Δούμπα.33
Εκτός από το Μέγαρο του Συλλόγου Μουσικής και τους ανδριάντες, το όνομα του Νικόλαου είναι στενά συνδεδεμένο και με την ανέγερση πολλών ιστορικών δημόσιων κτηρίων της Βιέννης. Με την ιδιότητα του φιλότεχνου αλλά, από το 1870, και του βουλευτή ανέλαβε μαζί με τον αρχιτέκτονα Hansen την ανέγερση του συγκροτήματος του Κοινοβουλίου της Βιέννης που περιλάμβανε το μέγαρο του κοινοβουλίου και το μνημειακό συντριβάνι με το άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς. Επίσης, αναμείχθηκε ενεργά στην οικοδόμηση του Πανεπιστημίου της πόλης, αναλαμβάνοντας την τακτοποίηση των δεκάδων διοικητικών και οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν και εξασφαλίζοντας άμεσα την αναγκαία συμπληρωματική χρηματοδότηση 200.000 φιορινίων.
Με έντονο ενδιαφέρον και σημαντική οικονομική ενίσχυση από μέρους του, ο Δούμπας παρακολούθησε στενά και την ανέγερση του Δημαρχείου (Rathaus) της Βιέννης, την ανακαίνιση του καθεδρικού ναού του Αγίου Στεφάνου και του Οίκου των Καλλιτεχνών (Kunstlerhaus). Τέλος μαζί με τον Αυτοκράτορα και τον Πάπα υπήρξαν οι βασικοί δωρητές του πομπώδους μνημείου της απελευθέρωσης της Βιέννης από τους Οθωμανούς που βρίσκεται μέσα στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου και καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1880 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Εικαστικών Τεχνών σε αναγνώριση της πολύτιμης προσφοράς του στην τέχνη.34
Από το 1870 ο Νικόλαος αφιερώθηκε στην πολιτική.35 Ως βουλευτής της Κάτω Βουλής αντιπροσώπευε τα συμφεροντα της πόλης του, της Βιέννης. Ως μέλος του Αυτοκρατορικού Κοινοβουλίου (Reichsrat), τα συμφέροντα της μισής χώρας και από το 1874 ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναλογικής Αυστρο- Ουγγρικής Αντιπροσωπείας, τα συμφέροντα ολόκληρης της μοναρχίας. Το 1885 διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα «ισόβιο μέλος της Άνω Βουλής». Επρόκειτο για έναν σπουδαίο διορισμό που απονεμόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Διετέλεσε «Μυστικοσύμβουλος» του Αυτοκράτορα, εισηγητής του προϋπολογισμού των εξωτερικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας, της επιτροπής αποθεματικού κεφαλαίου της χώρας, της επιτροπής οικονομικών, της επιτροπής σχολείων, της επιτροπής κατασκευής συγκοινωνιακών έργων, καθώς και πολλών άλλων σημαντικών επιτροπών.
Από τις θέσεις αυτές προσέφερε πολύτιμο κοινωνικό έργο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μερίμνησε για το νοσοκομείο παίδων, το ίδρυμα πτωχών και ανιάτων, το ίδρυμα περίθαλψης τυφλών και το σύλλογο κωφαλάλων, τη στήριξη των απόρων και τη θεμελίωση σχολείων. Η φροντίδα των αρρώστων, των εγκαταλελειμμένων παιδιών, των ορφανών και των χηρών αποτελούσαν βασικό του μέλημα. Όπως είχε τονίσει σε ομιλία του θα πρέπει «να βοηθάει ο δυνατός τον αδύναμο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο ευτυχισμένος τον δυστυχή». Η φιλανθρωπική του δράση υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρη και στην Ελλάδα, την οποία συνέδραμε ποικιλοτρόπως. Με δωρεά της οικογένειας Δούμπα έχει ζωγραφιστεί η ζωφόρος του κτηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου τα ονόματα Στέργιος και Νικόλαος Δούμπας αναγράφονται στην πλάκα των ευεργετών στην είσοδό του. Λίγο πριν από το θάνατό του το 1900, κληροδότησε 30.000 φράγκα, ποσό τεράστιο για την εποχή, στο Νοσοκομείο Σερρών και πολλά φιορίνια στο δημοτικό σχολείο της Βλάστης, της Κοζάνης και των Σερρών. Στη Βιέννη, διατηρώντας την ορθόδοξη πίστη του πατέρα του στάθηκε αρωγός της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, προς την οποία έκανε επίσης πολλές δωρεές, ενώ διατέλεσε και πρόεδρος της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής κοινότητας του Αγίου Γεωργίου, απ' όπου διαχειρίστηκε με εξαίρετο τρόπο τα συμφέροντα των Ελλήνων της Βιέννης.36
Την περίοδο αυτή η ευεργεσία, δηλαδή η πρακτική απόδειξη της φιλανθρωπίας, αποτελούσε μια από τις βασικότερες συνισταμένες απόδειξης όχι μόνο του ηθικού διαμετρήματος, αλλά και της χριστιανικής συνείδησης του ευεργετούντος. Παράλληλα με την κοινωνική τους διάσταση τέτοιου είδους χρηματικές εισφορές θεωρούνταν ότι εξασφάλιζαν εν πολλοίς την σωτηρία της ψυχής του ατόμου, καθώς βρίσκονταν σε συμφωνία με το ιδεώδες της χριστιανικής πίστης. Η διάθεση που εξέφραζε για προσφορά απέναντι σε όσους την χρειαζόταν δήλωνε την επιθυμία του ατόμου να εκπληρώσει τον κοινωνικό του ρόλο και ταυτόχρονα συνιστούσε μια πράξη, η οποία θα του εξασφάλιζε εν πολλοίς και την σωτηρία της ψυχής του, σύμφωνα με την χριστιανική πίστη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι εκκλησίες αποτέλεσαν έναν από τους σημαντικότερους αποδέκτες των κληροδοτημάτων.37
Όπως και στις περισσότερες κοινότητες του εξωτερικού, έτσι και στη Βιέννη παρατηρήθηκε πολύ γρήγορα ότι η ιδιωτική άσκηση των φιλανθρωπικών αισθημάτων αποκτούσε εθνικές διαστάσεις, καθώς συνδυαζόταν σχεδόν πάντοτε με άξονες που ήταν δηλωτικοί της εθνικής συνείδησης των ευεργετούντων. Η έννοια του «καθήκοντος» δηλαδή προσέλαβε σύντομα εθνικές διαστάσεις, καθώς αυτό διοχετευόταν συνειδητά σε φορείς που εξέφραζαν την ελληνικότητα και διακήρυτταν την εθνική συνείδηση των συμβαλλομένων. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνει ξεκάθαρα την εθνική διάσταση του «ευποιητικού» ρόλου των πλούσιων αποδήμων, η οποία μάλιστα αποτελούσε πρότυπο για τις κοινωνίες της εποχής.38 Σήμερα σώζονται δεκάδες έγγραφα με τις χρηματικές αφιερώσεις των κατά καιρούς ευεργετών πολλών κοινοτήτων του εξωτερικού, στα οποία σημειώνεται ο ειδικός «εθνικός» αφιερωματικός τους σκοπός, οικονομικού ρόλου που «όφειλαν», σύμφωνα με τους δωρητές τους, να επιτελούν τα κληροδοτήματα και να διαφανούν έτσι οι συγκινησιακοί- ψυχολογικοί δεσμοί που τα ένωναν με τα «μέλη της εθνικής οικογένειας».
Τον Μάρτιο του 1900, λίγο πριν συμπληρώσει το 70 έτος της ηλικιας του, ο Δούμπας πεθαίνει, προκαλώντας τη θλίψη μεγάλου πλήθους των συμπολιτών του. Σε πολλά δημόσια κτήρια της πόλης οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες, ενώ η σημαία του Δημαρχείου έφτανε στο έδαφος και η πρόσοψη του Οίκου των Καλλιτεχνών καλύφθηκε ολόκληρη με μαύρο ύφασμα. Στον ημερήσιο τύπο διάβαζε κανείς ότι η Βιέννη, μέχρι τότε, δεν είχε ξαναδεί τόσο επιβλητική κηδεία. Η σορός του κατευθύνθηκε από τον ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας (Fleischmarkt) στον Οίκο των Καλλιτεχνών και από εκεί στο Μέγαρο Φίλων της Μουσικής όπου η χορωδία έψαλε το πένθιμο έργο του Schubert «Ruh' in Frieden Allerseelen». Η χορωδία, λίγο πριν τον ενταφιασμό, τραγούδησε ως επιτάφια άσματα, μέρη από τα έργα του Σούμπερτ «Ο Θάνατος & η Κόρη», «Grablied» και «Nobensonnen». Έτσι εκπληρώθηκε η επιθυμία του θανόντος, η οποία ήταν γραμμένη και στη διαθήκη του: «Κοντά στον τάφο μου, παρακαλώ το Σύλλογο να τραγουδήσει οποιοδήποτε χορωδιακό του Σούμπερτ». Ο Νικόλαος αρχικά ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο ελληνικό τμήμα του κεντρικού κοιμητηρίου της Βιέννης (Zentral-Friedhof), δίπλα στον πατέρα του και τον αδελφό του. Το 1903, όμως, έγινε εκταφή των λειψάνων του και ενταφιασμός τους σε τιμητική θέση που του αφιέρωσε ο Δήμος της Βιέννης στο τμήμα των μουσικών, δίπλα στους τους τάφους των Brahms και Strauss, στον ίδιο τομέα με τους Mozart, Beethoven και Schubert. Η οδός του Μεγάρου Μουσικής, που ονομαζόταν Οδός Καλλιτεχνών, πέντε μέρες μετά το θάνατό του μετονομάστηκε σε «Οδός Δούμπα» (Dumba-Strasse), με απόφαση του Δήμου της Βιέννης «σε εκτίμηση των μεγάλων προσφορών του εκλιπόντος».39
Στις 23 Μαρτίου 2000 στη Βιέννη, στη μεγάλη αίθουσα συναυλιών του Muzikverein τιμήθηκε σε πανηγυρική συναυλία ο Νικόλαος Δούμπας για τα 100 χρόνια από τον θάνατό του. Η Ανδρική Χορωδία της Βιέννης, η Συμφωνική Ορχήστρα της Εταιρείας Φίλων Μουσικής και κορυφαίοι εκπρόσωποι του μουσικού χώρου μέσα από τα έργα των Schubert, Brahms και Strauss απέτισαν φόρο τιμής στον επιβλητικό Έλληνα που η παρουσία του δέσποσε στη μοναρχική πρωτεύουσα του 19ου αιώνα.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της εισήγησης η οικονομική ευμάρεια της οικογένειας Δούμπα προκλήθηκε μέσα στο περιβάλλον των αλλαγών που επέτασσαν οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί της εποχής. Το εμπόριο αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από μια οικονομική πρακτική. Αποδείχθηκε ως αντανάκλαση των πολιτικών συνθηκών της κοινωνίας.40 Οι Έλληνες έμποροι πλούτισαν γιατί κατάφεραν να φέρουν σε επαφή δύο κόσμους, οι οποίοι διέφεραν μοναδικά τόσο οικονομικά, όσο και πολιτιστικά.41 Η οικονομική ανάπτυξη που γνώρισαν πολλοί από αυτούς τους διαφοροποίησε κοινωνικά και πολιτισμικά από το υπόλοιπο σύνολο και τους ανέδειξε σε πρότυπο για ολόκληρη την κοινωνία.42
Ο Νικόλαος Δούμπας αποτελεί τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του παροιμιώδους «βιεννέζικου πνεύματος», της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της πρωτεύουσας των Αψβούργων, την οποία κόσμησε με λαμπρά έργα. Εξαίρετος έμπορος και επιχειρηματίας διακρίθηκε για τη σημαίνουσα πολιτική, φιλανθρωπική και φιλόμουση δραστηριότητά του και αναγνωρίστηκε ως ένας σπουδαίος μαικήνας των τεχνών, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της μουσικής και της ζωγραφικής στην καισαροβασιλική πρωτεύουσα του 19ου αιώνα. Υπηρέτησε τη μουσική με πολλούς τρόπους προβάλλοντας και αναδεικνύοντας τις δημιουργίες των σημαντικότερων μουσικοσυνθετών της εποχής.
Ως Μαικήνας, φιλόμουσος και φιλότεχνος το όνομά του γράφτηκε στο Χρυσό Βιβλίο της Βιέννης. Το 1997 ο Δήμος της πόλης εξέδωσε το αφιερωματικό λεύκωμα: Νικόλαος Δούμπας, πορτρέτο ενός Μαικήνα (Nicolaus Dumba, Portrat eines Mazens, 1997), στο οποίο σημειώνεται η παρακάτω αφιέρωση: «Αφιερώνεται φέτος από το Δήμο της Βιέννης, με ευγνωμοσύνη και τιμής ένεκεν, στον επιφανή αυτόν Έλληνα».
Κωνσταντίνα Καρακώστα
Νικόλαος Δούμπας. Σκιαγραφώντας έναν φιλόμουσο μαικήνα
Opera and the Greek World during the Nineteenth Century
Ionian University-Department of Music-Hellenic Music Research Lab / Corfu Philharmonic Society
Corfu 2019
1 Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου στον κύριο Ιωάννη Τζαφέττα για την ευγενική παραχώρηση του βιβλίου που συνέγραψε με την Elvira Konency, Νικόλαος Δούμπας (1830-1900), Θεσσαλονίκη: Γράμμα,22009 και στο οποίο βασίστηκε η παρούσα εισήγηση.
2 Βλ. ενδεικτικά Ivan Parvev, Habsburgs and the Ottomans between Vienna and Belgrade (16831739) , New York: Columbia University Press, 1995, 75-136, Robert Kann, A History of the Habsburg Empire, 1526-1918, Berkeley, Los Angeles: University of California Press, 1974, 6270, Marta Bur, «A balkani kereskedok es a magyar borkivitel a XVIII szάzadban» [Ο Βαλκάνιος έμπορος και η ουγγρική εξαγωγή κρασιού τον 18ο αιώνα], Tortenelmi Szemle, 21.2 (1978), 285-287, Olga Katsiardi-Hering, «Das Habsburgerreich: Anlaufpunkt fur Griechen und andere Balkanvolker im 17.-19. Jahrhundert», Osterreichische Osthefte, 38 (1996), 171-188, Snezka Panova, «Zu Fragen ϋber die rolle Osterreich-Ungarns im wirtschaftlichen Prozess des Heranreifens der Balkanvolker (17.-18. Jahrhundert)», στο Osterreich im Europa der Aufklarung, Grete Klingenstein, Richard Plaschka (επιμ.), τ. Α', Wien: Verlag der Osterreichischen Akademie der Wissenschaften, 1985, 167-172, Αλίκη Νικηφόρου, Τα διαβατήρια του 19ου αι. των Αρχείων της Κέρκυρας (1800-1870) , Κέρκυρα: Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Ν. Κερκύρας, 2003, 15-16, 34.
3 Για το πλήρες το κείμενο της Συνθήκης βλ. Gabriel Noradounghian, Recueil d' actes internationaux de l' Empire Ottoman (1300-1789), τ. Α', Paris: F. Pichon, 1897, 182-193 για το κείμενο στα λατινικά, 193-196 η περίληψη γαλλικά. Σχετικά με τα κέρδη των Αυστριακών από την Συνθήκη βλ. ενδεικτικά Barbara Jelavich, Ιστορία των Βαλκανίων (18ος-19ος αιώνας), επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, μτφ. Χριστίνα Δεληστάθη, τ. Α', Αθήνα: Πολύτροπον, 2006, 114-116.
4 Για το πλήρες το κείμενο της Συνθήκης βλ. G. Noradounghian, Recueil d' actes internationaux, τ. Α', ό.π., 208-216 για το κείμενο στα λατινικά, 220-227 στη γαλλική γλώσσα.
5 Franklin Ford, Europe 1780-1830, London: Longman, 1976, 69-73, Γεώργιος Πλουμίδης, Γεωγραφία της Ιστορίας του Νεοελληνικού χώρου, Αθήνα, 1984, 62-67, Όλγα Κατσιαρδή- Hering, Η Ελληνική παροικία της Τεργέστης, τ. Α', Αθήνα: Εθνικά καί Καποδίστρίακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1986, 4-7, Αγγελική Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι στο τέλος της Τουρκοκρατίας, ο Σταύρος Ιωάννου , Αθήνα: Εμπορίκή Τράπεζα της Ελλάδος- Ιστορίκό Αρχείο, 2004, 40-42.
6 Traian Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνίος έμπορος», στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ιε- ιθ' αι., Σπ. Ασδραχά (είσ.-επίμ.), μτφ. Ντόρα Μαμαρέλη, Αθήνα: Μέλίσσα, 1979, 287-345, α' εκδ. στα αγγλίκά με τον τίτλο «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», Journal of Economic History, 20 (1960), 234-313, L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, είσαγ. Traian Stoianovic, Λονδίνο: NYU Press,22000, 142-143.
7 Γία τίς ευρωπαϊκές εξελίξείς καί τους λόγους που οδήγησαν στην Συνθήκη του Πασσάροβίτς βλ. εν συντομία Ιωάννης Χασίώτης, Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, Θεσσαλονίκη: Βάνίας, 2005, 197-218, Georges Castellan, Ιστορία των Βαλκανίων, Αθήνα: Γκοβόστη, 1991, 272-274.
8 Virginia Paskaleva, «Die Wirtschaftspolitik Maria Theresias und die Balkanvolker», στο Osterreich im Europa, ό.π., 153-166, N.T. Gross, «The Habsburg Monarchy 1750-1914» στο The Fontana Economic History of Europe, The Emergence of Industrial Societies , Carlo M. Cipolla (επιμ.), τ. Δ', London: Collins, 1975, 228-278. Για τα προβλήματα που αντιμετώπιΖε η βαμβακουργία της Μοναρχίας βλ. ενδεικτικά Herman Freudenberger, «The Woolen-Goods Industry of the Habsburg Monarchy in the Eighteenth Century», The Journal of Economic History, 20.3 (1960), 383-406.
9 Max Demeter Peyfuss, Elvira Konency, «Der Weg der Familie Dumba von Mazedonien nach Wien», Mitteilungen des Instituts fur osterreichische Geschichtsforschung, 58 (1980), 313-327, M. D. Peyfuss, «Balkanorthodoxe Kaufleute in Wien», Osterreichische Osthefte, 17 (1975), 258-268.
10 Εμπεριστατωμένη ανάλυση των συνθηκών που οδήγησαν δεκάδες Ελλήνων στην αψβουργική επικράτεια στο Gunnar Hering, «Die griechische Handelsgesellschaft in Tokaj. Ihre innere Ordnung und ihre Auflosung 1801», Sudost-Forschungen, 46 (1987), 79-93. Για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα των δύο Αυτοκρατοριών βλ. T. Stoianovich, «Οθωμανική παραγωγική βάση: ποσοτική προσέγγιση», στο Ελληνική Οικονομική Ιστορία, Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.), συν. Ν.Ε.Καραπιδάκης, Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ευτυχία Λιάτα, Άννα Ματθαίου, Michel Sivignon, Traian Stoianovich, τ. Α', Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2003, 434-446, M. Bur, «Das Raumergreifen balkanischer Kaufleute im Wirtschaftsleben der ostmittel-europaischen Lander im 17. und 18. Jahrhundert», στο Burgertum und burgerliche Entwicklung in Mittel-und Osteuropa, Vera Bάcskai (επιμ.), Budapest: Akademisches Forschungszentrum fur Mittel- und Osteuropa an der Karl Marx Universitat fur Wirtschaftswissenschaften, 1986, 17-88, M. S. Anderson, The Eastern Question 1774-1923, New York: St. Martin's Press, 1966, xvii, ενώ αναλυτικό κατάλογο με όλα τα εμπορεύματα παραθέτουν η Marianne Herzfeld, «Zur Orienthandelspolitik Osterreichs unter Maria Theresia in der Zeit von 1740-1771», Archiv fur osterreichische Geschichte, 98 (1919), 214-334 και η V. Paskaleva, «Shipping and Trade on the Lower Danube in the Eighteenth and Nineteenth Centuries», στο Southeast European Maritime Commerce and Naval Policies from the Mid-Eighteenth Century to 1914 , Απόστολος Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Bela Kiraly (επιμ.), Θεσσαλονίκη: Ι.Μ.Χ.Α., 1988, 131-151.
11 John Lampe, «The Economic Legacy of Habsburg Domination», στοBalkan Economic History 1550-1950, From Imperial Borderlands to Developing Nations, Lampe John, Jackson Marvin (επιμ.), Bloomington: Indiana University Press, 1982, 50-79, V. Paskaleva, «Die Wirtschaftspolitik Maria Theresias», στο Osterreich im Europa, ό.π., Σπυρίδων Λουκάτος, «Ο πολιτικός βίος των Ελλήνων της Βιέννης κατά την Τουρκοκρατίαν και τα αυτοκρατορικά προς αυτούς προνόμια», Δ.Ι.Ε.Ε.Ε, 15 (1961) 287-350.
12 Για την διοίκηση της Μαρίας Θηρεσίας και την γενικότερη πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη βλ. Jean Berenger, «Die Habsburgermonarchie als Standestaat. Zasur und Kontinuitat zur Zeit Maria Theresias mit besonderer Berucksichtigung Ungarns», στοOsterreich im Europa, ό.π., 437-445, R. Kann, A History of the Habsburg Empire, ό.π., 174-178, ilber Ortayli, Ottoman Studies, Istanbul: Istanbul Bilgi University Press, 2004, 111-125, Α. Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι, ό.π., 47-49.
13 Για την πολιτική του Καρόλου βλ. αναλυτικά V. Paskaleva, «Shipping and Trade on the Lower Danube», στο Southeast European Maritime Commerce, ό.π., η ίδια, «Die Wirtschaftspolitik Maria Theresias», στο Osterreich im Europa, ό.π., Charles Ingrao, The Habsburg Monarchy 1618-1815, Cambridge: Cambridge University Press, 1994, 53-105, M. Bur, «A balkάni kereskedok» [Ο ΒαΛκάνιος έμπορος], ό.π., Ό. Κατσι,αρδή-Hering, Η Ελληνική παροικία της Τεργέστης, τ. Α', ό.π., 6, 20, N.T. Gross, «The Habsburg Monarchy», στοThe Fontana Economic History, ό.π., Hermann Kellenbenz, The rise of the European Economy, London: Weidenfeld and Nicolson, 1976, 219.
14 M. Herzfeld, «Zur Orienthandelspolitik», ό.π. Για την αύξηση των εξαγωγών από τον ελληνικό χώρο σε περιοχές της αυστριακής Μοναρχίας βλ. επίσης Σεραφείμ Μάξιμος, Τουρκοκρατία 1685-1789, Ανέκδοτα έγγραφα για την οικονομία της εποχής από τα Γαλλικά αρχεία , Αθήνα: Εκδόσεις Καραβία,21944, 28-39, ο ίδιος, Η αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού, Τουρκοκρατία 1685-1789, Αθήνα: Στοχαστής, 1945, 28-35.
15 T. Stoianovich, «Land Tenure and Related Sectors of the Balkan Economy, 1600-1800», The Journal of Economic History, 13.4 (1953), 398-411, Κωνσταντίνα Πανάγου, «Η χερσαία διακίνηση βαμβακιού από τη Μακεδονία στην Ευρώπη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα», στο Ιστορική Γεωγραφία, Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την αρχαιότητα στην ενιαία Ευρώπη , Ε.Π.Δημητριάδης, Α.Φ.Λαγόπουλος, Γ.Τσότσος (επιμ.), Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998, 201-212, Nikolai Todorov, Η βαλκανική πόλη 15ος-19ος αιώνας, Κοινωνικό-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, μτφ. Έφη ΑβδέΛα, Γεωργία Παπαγεωργίου, τ. Β', Αθήνα: Θεμέλιο, 1986, 385.
16 Στέφανος Βλαστός, «Σκιαγραφία της καταστάσεως του ελληνισμού κατά τας παραμονάς της εθνικής ημών εξεγέρσεως, και επ' αυτής επίδρασις της εμπορίας», Παρνασσός, 1 (1877), 481-497.
17 Για την θέση των Ελλήνων στο νέο περιβάλλον της Βιέννης και την σπουδαιότητα της πόλης βλ. ενδεικτικά Σπυρίδων Λάμπρου, Λόγοι και αναμνήσεις εκ του Βορρά, Αθήνα: Εστία, 1909, 65-72, Βασιλική Σειρηνίδου, «Κοσμπολιτισμός, μοναρχία και πολυεθνική πραγματικότητα, Η Βιέννη των Ελλήνων και του Ρήγα», Μνήμων, 21 (1999), 189-200. Στο Γεώργιος Λάιος, Έρευνα εν τοις αρχείοις της Βιέννης προς μικροφωτογράφησιν εγγράφων αφορώντων εις την Νεωτέραν Ελληνικήν ιστορίαν , Αθήνα: Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 1970, ο συγγραφέας σημειώνει αναλυτικά όλες τις αρχειακές συλλογές της Βιέννης, στις οποίες μπορεί ο ερευνητής να βρει πληροφορίες για το ελληνικό στοιχείο της πόλης.
18 Dimitri Sturdza, Grandes Families De Grece d'Albanie et de Constantinople, Paris: M.-D. Sturdza, 1983.
19 Βλ. σχετικά M D. Peyfuss, E. Konency, «Der Weg der Familie Dumba», ό.π., Γ. Λάιος, Η Σιάτιστα και οι εμπορικοί οίκοι Χατζημιχαήλ και Μανούση (17ος - 19ος αι.) , Θεσσαλονίκη: Ε.Μ.Σ., 1982, 103, ο ίδιος, Σίμων Σίνας, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1972, 14-16.
20 Ο Willibald Plochl, Die Wiener Orthodoxen Griechen, Wien: Verlag des Verbandes der wissenschaftlichen Gesellschaften Osterreichs, 1983, 24, υπολογίΖει τους Έλληνες της Βιέννης σε 4.000 το 1814.
21 Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Γ', Αθήνα, 1871, 194-196, Anastase Hadu, Aromanii. Comert, Industrie, Arte, Expansiune, Civilizate [Οι Αρωμούνοι. Εμπόριο, Βιομηχανία, Τέχνες, Εξάπλωση, Πολιτισμός], Focsani: Tipografia Cartea Putnei, 1936, 364.
22 Σωφρόνιος Ευστρατιάδης , Ο εν Βιέννη ναός του Αγ. Γεωργίου και η κοινότης των Οθωμανών υπηκόων , επιμ.-εισ.-ευρετ. Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Αθήνα: Σπανός- Βιβλιοφιλία, 1997.
23 Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι, ό.π., 195-204, Πέτρος Πέννας, Ιστορία των Σερρών, Αθήνα21996, σ. 389. Βλ. επίσης, Αθηνά, (20.2.1843) όπου αναφέρεται ότι από τον πρώτο πρύτανη του Πανεπιστημίου συστάθηκε μια τετραμελής ερανική επιτροπή, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τους φιλόμουσους ομογενείς της Ευρώπης. Όπως προκύπτει την επιτροπή συγκροτούσαν οι Ζηνόβιος Πωπ, Στέριος Δούμπας, Ζώης Χαραμής και Ν.Μαντζουράνης.
24 Τζαφέττας, Konency, Νικόλαος Δούμπας, ό.π., 63-68
25 Ό.π. , 155, 158-161.
26 Ό.π. , 185-186.
27 Ό.π. , 155-163.
28 Ό.π. , 176-178.
29 Ό.π. , 69-79.
30 Ό.π. , 95-109.
31 Σχετικά με την Ringstrasse, τον σχεδιασμό, τη δημιουργία, την κριτική που δέχτηκε και τη σημασία της βλ. το κεφάλαιο «The Ringstrasse, its critics and the birth of urban modernism» στο Carl E. Schorske, Fin de siecle Vienna. Politics and culture, New York:Vintage, 1981, 24-116.
32 Τζαφέττας, Konency, Νικόλαος Δούμπας, ό.π., 162-163.
33 Για όλους τους ανδριάντες, βλ. ό.π., 115-133.
34 Για τα δημόσια κτήρια της Βιέννης βλ. ό.π., 134-148.
35 Για την πολιτική δραστηριότητα του Δούμπα βλ. αναλυτικά, ό.π., 205-218.
36 Ό.π. , 53, 252-253.
37 Για την ευεργεσία την περίοδο αυτή βλ. την εκτεταμένη, δίτομη μονογραφία της Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, Ευεργετισμός και προσωπικότητα. Ευεργέτες Έλληνες του Καΐρου, τ. Α', τ. Β', Αθήνα: ΠαπαΖήσης, 2002, καθώς και την έκδοση των πρακτικών Το φαινόμενο του ευεργετισμού στη Νεότερη Ελλάδα, επιμ. Δημήτρης Αρβανιτάκης, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, 2006. Βλ. επίσης Βασιλική Θεοδώρου, «Ευεργετισμός και όψεις της κοινωνικής ενσωμάτωσης στις παροικίες (1870-1920)», Τα Ιστορικά, 7 (1987), 119-154, Ελευθερία Νικολαΐδου, «Ηπειρώτες απόδημοι στη Ρωσία τον 18ο αιώνα και η συμβολή τους στην ανάπτυξη της Ηπείρου», Δωδώνη, 15 (1986), 103-128.
38 Βασίλης Δαλκαβούκης, «Κληροδοτήματα και “περιφερεική ανάπτυξη”: παρελθόν και παρόν μιας ειδικής κατηγορίας “οικονομικών πόρων”. Το παράδειγμα του Ζαγορίου στην Ήπειρο», Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13 Δεκεμβρίου 2008, υπό έκδοση, Ίκαρος Μαντούβαλος, «Πρακτικές κληροδοσίας Ελλήνων της Τεργέστης. Μια πρώτη συγκριτική προσέγγιση αναφορικά με την περίπτωση της Βιέννης και της Πέστης (19ος αιώνας)», ό.π. Βλ. επίσης αναλυτικά Γεώργιος Βαβαρέτος, Ο Γεώργιος Σταύρου και η Εθνική Τράπεζα, Αθήνα: Η.Ε.Α., 1967. Για τους Βλάχους ως ευεργέτες βλ. Dusan Popovic, Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια. O Cincarima, μτφ. Ι.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε., επιμ.-προλ.-σχολ. Κωνσταντίνα Καρακώστα, Θεσσαλονίκη: Ε.Μ.Σ., 2010 308-310.
39 Τζαφέττας, Konency, Νικόλαος Δούμπας, ό.π., 235-243.
40 Henry Clark, Compass of Society: commerce and absolutism in Old-Regime France , Lanham: Lexington Books, 2007, xiii.
41 J. Lampe, «The Economic Legacy of Ottoman Domination», Balkan Economic History, ό.π., 21-49.
42 Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, «Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις μιας διεθνοποιημένης δραστηριότητας: το εμπόριο (18ος-19ος αιώνας)», στο Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002, Πασχ. Κιτρομηλίδης, Τριαντ. Σκλαβενίτης (επιμ.), τ. Β', Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 2004, 407-423.