Ο ελληνισμός της Ρωσίας και η προσφορά του στο έθνος

Ο ελληνισμός της Ρωσίας και η προσφορά του στο έθνος - Η συμβολή των Ηπειρωτών εμπόρων-ευεργετών και δασκάλων του γένους.  Έκδοση του Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων ΟΙ ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ“Το φιλαπόδημον” υπήρξε το κύριο γνώρισμα του Έλληνα, ήδη από την αρχαία εποχή. Και είναι μεν γεγονός ότι, στην αρχαιότητα, οι αποικίες στη Νότια Ιταλία και Σικελία έφεραν τον επίζηλο τίτλο της “Μεγάλης Ελλάδος”, όμως και στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου η Ελληνική παρουσία ήταν καταλυτική.

Το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου εμφανίζεται ήδη από τον 8ο π. Χ. αιώνα. Οι Ελληνικές αποικίες που δημιουργήθηκαν σ’ αυτή την περιοχή θυμίζουν ακόμα και σήμερα Αρχαία Ελλάδα. Τα πλούσια έργα τέχνης που βρέθηκαν σ’ αυτές τις αποικίες, με αναπαραστάσεις από συγκεντρώσεις πολιτών, όπως αυτή της Χερσώνας, που σου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στην Αρχαία Αθήνα. Στα ίχνη των αρχαίων προγόνων μας – κάτω από διαφορετικές ή παρόμοιες συνθήκες – βάδισαν και οι νεότεροι Έλληνες, μέχρι του σημείου μάλιστα, ώστε η νεότερη και η σύγχρονη ελληνική ιστορία, να είναι στενά συνυφασμένη με το φαινόμενο της Διασποράς.
Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα εμφανίζεται, στις ίδιες περιοχές, κατά το 10ο μ.Χ. αιώνα. Είναι η εποχή κατά την οποία οι Έλληνες ξεκινάνε από το Βυζάντιο με σκοπό να εκχριστιανίσουν και να εκπολιτίσουν το σλαβικό λαό. Στην ενίσχυση αυτής της προσπάθειας θα συμβάλει αποφασιστικά το γεγονός ότι στην Κριμαία ο Ρώσος πρίγκιπας Βλαδίμηρος ασπάζεται το Χριστιανισμό, κατά το έτος 988, για να περιφρουρήσει τα οικονομικά συμφέροντα του πριγκιπάτου του, το οποίο είχε αναπτύξει αξιόλογες εμπορικές σχέσεις με το Βυζάντιο· επικαλούνται μάλιστα, προς πιστοποίηση αυτού του γεγονότος, το γάμο του πρίγκιπα Βλαδίμηρου με την πριγκίπισσα του Βυζαντίου Άννα.
Το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα έγινε ανάγκη αδήριτη για τους Έλληνες στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι παλιοί κοινοί δεσμοί ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ρώσους εξασφάλιζαν στους Έλληνες μετανάστες στη Ρωσία μια ιδιαίτερη θέση σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ξένους.
Το τέταρτο – και κύριο – μεταναστευτικό ρεύμα στη Ρωσία παρουσιάζεται κατά τον 18ο αιώνα. Σ’ αυτό συνέβαλε κυρίως η ύπαρξη ευνοϊκών συνθηκών για το λεγόμενο διαμετακομιστικό εμπόριο. Σ’ αυτό το είδος του εμπορίου, που ήταν και το πιο επικερδές, πρωτοστάτησαν οι Έλληνες έμποροι. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι Τσάροι της Ρωσίας. Η εξουσία του Τσάρου στη Ρωσία, ήδη από την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιβάν Δ, τον επονομαζόμενο Τρομερό, είχε προσλάβει την οριστική απολυταρχική της μορφή. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στην εποχή του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης, που σημάδεψαν τη ζωή της Τσαρικής Ρωσίας. Οι Έλληνες που κατοικούσαν και δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία θεωρούσαν τον ίδιο τον Τσάρο ως τον κορυφαίο προστάτη τους.
Η προστασία αυτή των Ελλήνων έγινε ιδιαίτερα αισθητή, την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η πρόσκληση της Αικατερίνης προς τους Έλληνες να εγκατασταθούν σε ρωσικές πόλεις της δικής τους προτίμησης, και το καθεστώς των ειδικών προνομίων που παραχώρησε σ’ αυτούς, επιβεβαιώνουν το ζωηρό ενδιαφέρον της Αυτοκράτειρας για τα ελληνικά πράγματα, πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι προσδοκίες των Ελλήνων για την απαλλαγή τους από το ζυγό της σκλαβιάς.
Αυτές οι προσδοκίες αναπτερώθηκαν με τη γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774), την οποία ακολούθησε το μεγαλύτερο ίσως ρεύμα ελληνικής μετανάστευσης στη Ρωσία. Και τούτο γιατί, η Συνθήκη αυτή συνέβαλε στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και του θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των Βαλκανικών χωρών:
Η Αυτοκρατορική Ρωσία ήταν χώρος κατάλληλος που τους έδινε τη δυνατότητα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας. Προς επίτευξη αυτού του στόχου οι Έλληνες μετανάστες της Ρωσίας έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή του τόπου της εγκατάστασής τους. Τέτοιο ακριβώς κατάλληλο τόπο θεώρησαν, απ’ τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στη Ρωσία, την πόλη Νίζνα.

Η Νίζνα (Νέζιν ή Νιζίν) βρίσκεται 126 χιλιόμετρα ΒΑ του Κιέβου, είναι κόμβος του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου της περιοχής και ο πληθυσμός της ξεπερνά τις 80.000. Από τα μέσα του 17ου αιώνα αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη της Νίζνας, στην οποία δημιουργήθηκε μια απ’ τις πιο παλιές Ελληνικές Κοινότητες της Ρωσίας, και μετατρέπεται έτσι στο μεγαλύτερο εμπορικό και πνευματικό κέντρο της Ουκρανίας. Από την πρώτη στιγμή που οι Έλληνες έμποροι εγκαταστάθηκαν στη Νίζνα συνάντησαν τη φιλελληνική στάση των Ρώσων, και ιδιαίτερα του πρώτου κυβερνήτη της Νίζνας, του Μπογδάν Χμελνίτσκι, ο οποίος, με διάταγμά του, που εκδόθηκε το 1657 παραχώρησε ευρύτατα προνόμια στους Έλληνες εμπόρους της Νίζνας και απαίτησε την πιστή εφαρμογή από όλους. Κύριο στοιχείο της διεξαγωγής του εμπορίου της Νίζνας ήταν οι αγορές και οι εμποροπανηγύρεις, κατάλοιπα των οποίων διακρίνουμε σ’ αυτή την πόλη ακόμα και σήμερα. Έγιναν οι ίδιοι πλούσιοι από τη διεξαγωγή του εμπορίου και ταυτόχρονα πλούτισαν ολόκληρη την περιοχή. Και σ’ αυτή την προσπάθειά τους βοήθησε αποφασιστικά η δημιουργία της Ελληνικής Δημοτικής Αρχής της Νίζνας, του περίφημου Γραικικού Μαγιστράτου, με πλήρη διοικητική, δικαστική και εκκλησιαστική αυτονομία, την οποία είχαν παραχωρήσει διαδοχικά οι ίδιοι οι Τσάροι της Ρωσίας. Προς αυτούς απευθύνονταν οι Έλληνες της Νίζνας και ολόκληρης της Ρωσίας, και στήριζαν τις ελπίδες τους για τη λύτρωση του Γένους από τα δεσμά της σκλαβιάς. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο μεγάλος Δάσκαλος του Γένους, από τα Γιάννινα, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, που είχε ζήσει για λίγο στη Νίζνα. Αισθάνεται, λοιπόν, ο Ψαλίδας την ανάγκη, το πρώτο βιβλίο του, συνταγμένο, σε ηλικία 24 χρονών, με τον τίτλο “Αληθής Ευδαιμονία”, να το αφιερώσει “Τη κραταιοτάτη και ευσεβεστάτη Μεγάλη Κυρία Κυρία Αικατερίνη τη Β”.
Μετά τη Συνθήκη του Ιασίου όμως, το 1792, ήρθε η αποκαρδίωση του Ψαλίδα. Έτσι, αργότερα θα πάρει το δρόμο προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννινα, και μέσα από την Καπλάνειο Σχολή θα αγωνιστεί, με όλες του τις δυνάμεις για το φωτισμό του Γένους του.
Υπέρμαχοι αυτού του αγώνα, οι Ηπειρώτες Δήμαρχοι του Μαγιστράτου, ο Γεώργιος Ριζάρης, ο Ιωάννης Κλειτζάς και ο Στέφανος Μπούμπας. Κύριο μέλημά τους η πνευματική καλλιέργεια των Ελληνοπαίδων της Νίζνας και της γύρω περιοχής, με την οποία εκδηλώθηκε η αγάπη τους για την Παιδεία.

Το Ελληνικό Σχολείο προοριζόταν να καλύψει βασικά τις ανάγκες των Ελληνοπαίδων της Νίζνας, με το όνομα “Αλεξάνδρειο Ελληνικό Σχολείο”. Την πρωτοβουλία για την ίδρυσή του είχε ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Νίζνας, Στέφανος Μπούμπας από το Μέτσοβο, γι’ αυτό από πολλούς το σχολείο αυτό ονομαζόταν “Σχολείο Μπούμπα”. Η φήμη του Σχολείου της Νίζνας γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της Νίζνας και της Ρωσίας, και έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα με τη λειτουργία του Σχολείου, εκδίδονται αρχαία συγγράμματα και δημιουργούνται βιβλιοθήκες που θα ασκήσουν ευεργετική επίδραση στην πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία της Νίζνας.
Και δίπλα στο Σχολείο, όπως συνέβη με όλες τις Ελληνικές Κοινότητες, η Εκκλησία. Συγκεκριμένα: Ανεγείρουν διαδοχικά την Εκκλησία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, στη συνέχεια δε τη μεγαλοπρεπή Εκκλησία των Αγίων Πάντων, στολίδι αληθινό της πόλης αυτής μέχρι σήμερα.
Τα μέλη της Ελληνικής Κοινότητας της Νίζνας προέρχονταν από πολλά μέρη της Ελλάδας. Όμως χωρίς να θέλει κανείς να υπερβάλει την Κοινότητα αυτή θα μπορούσε να την αποκαλέσει Κοινότητα των Ηπειρωτών. Και τέτοια ακριβώς ήταν. Αψευδής μάρτυρας, αυτού του γεγονότος, εκτός από τα σωζόμενα μνημεία της Νίζνας, απ’ τα 14 ιδρυτικά μέλη του Αδελφάτου τα 9 προέρχονται από την περιοχή των Ιωαννίνων. Στην ίδια επίσης περιοχή ανήκουν οι μεγάλοι Ηπειρώτες Ευεργέτες, όπως οι Ζωσιμάδες, οι Ριζάρηδες, ο Αναστάσιος Αβέρωφ, ο Ζώης Καπλάνης, που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στη Ρωσία από την πόλη της Νίζνας.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ο Σύνδεσμός μας (Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων “ΟΙ ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ”), ξεκίνησε τις εξορμήσεις του, το έτος 2000, από τη Νίζνα, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο συνέβαλε, με όλες του τις δυνάμεις, να συνδεθούν οι δυο πόλεις μεταξύ τους, να γίνει, τέσσερα χρόνια αργότερα στα Γιάννινα, η αδελφοποίησή τους, και να ακολουθήσουν και άλλες επισκέψεις, κατά τις οποίες αποκομίσαμε πολύτιμο αρχειακό υλικό από την Ελληνική Κοινότητα της Νίζνας, που σχετίζεται με τους Ηπειρώτες Εμπόρους Ευεργέτες.

Η Νίζνα, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε και αυτή τον αιώνιο νόμο της ακμής και της παρακμής· τα θεμέλια όμως που οι Έλληνες έθεσαν στη Νίζνα ήταν γερά, το οικοδόμημα του Ελληνισμού που χτίστηκε εκεί περίλαμπρο. Και σήμερα ακόμα στη Νίζνα μιλάνε οι κάτοικοι γι’ αυτούς τους σεβάσμιους Έλληνες, Ελληνόπουλα της Νίζνας επισκέπτονται κάθε χρόνο τους τάφους των Ζωσιμάδων και εναποθέτουν λίγα λουλούδια στη μνήμη τους. Ιστορικοί της Νίζνας όπως ο Αλέξανδρος Μορόζωφ, γράφουν βιβλία για “Καρδιές αφιερωμένες στην Ελλάδα”· και αυτές οι καρδιές δεν είναι άλλες απ’ τις καρδιές των Ελλήνων της Νίζνας, με πρωτοπόρους τους αδελφούς Ζωσιμάδες. Παρόμοιες “καρδιές” γεμάτες από αγάπη και αφοσίωση για την Ελλάδα, και ιδιαίτερα για την Ήπειρο, συναντήσαμε κι εμείς, κατά τις επισκέψεις μας που πραγματοποιήσαμε στη Νίζνα.
Μπορεί η Νίζνα να ακολούθησε το δρόμο της παρακμής, όμως ο δυναμισμός των Ελλήνων της Νίζνας δεν εξαντλήθηκε. Οι Έλληνες διοχέτευσαν το δυναμισμό τους σε άλλες ακμάζουσες πόλεις της Ρωσίας, με τις οποίες είχαν αναπτύξει δραστηριότητες ήδη από αρκετά χρόνια· και τέτοια ακμάζουσα πόλη της Ρωσίας ήταν η Μόσχα.

Η Μόσχα ιδρύθηκε πιθανότατα στις αρχές του12ου αιώνα, σε μια τοποθεσία ευνοημένη γεωγραφικά, με αποτέλεσμα, μέσα σε 400 χρόνια, να μετατραπεί, από ένα απομονωμένο φρούριο που ήταν στην αρχή (Κρεμλίνο = φρούριο), σε μια ζωντανή πρωτεύουσα, με αξιόλογη πολιτικοοικονομική ανάπτυξη, και με παγκόσμιο κύρος. Σταθμό στην ιστορία της Μόσχας αποτελεί η ηγεμονία του Ιβάν του Τρομερού (16ος αιώνας) που ανακηρύχτηκε πρώτος “Τσάρος Πασών των Ρωσιών”, με την προσάρτηση των ανεξάρτητων ηγεμονιών και με το τέλος της κυριαρχίας των Μογγόλων. Στην άνοδο της Μόσχας συνετέλεσε επίσης η ανάπτυξη του εμπορίου, με πρωτοπόρους τους Έλληνες. Η κοινωνία διαχωρίστηκε σε τάξεις, ανάμεσα στις οποίες παρατηρείται ένα διευρυμένο χάσμα. Από το ένα μέρος υπήρχαν οι μεγαλοαστοί Μοσχοβίτες γαιοκτήμονες και αριστοκράτες που απολάμβαναν άφθονα τα αγαθά τους, από το άλλο οι εξαθλιωμένοι δουλοπάροικοι που δούλευαν σκληρά για ένα ξεροκόμματο. Έτσι φτάσαμε στη Ρωσική Επανάσταση του 1917.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο τάξεις υπήρχε η ρωσική διανόηση, με σαφή την αντικαθεστωτική της στάση, και με την πλούσια δημιουργική προσφορά της. Γνωστοί σε όλους μας επιφανείς Ρώσοι συγγραφείς, και ποιητές ο Τολστόϊ, ο Ντοστογέφσκι, ο Τσέχωφ, ο Πούσκιν, και δίπλα σ’ αυτούς η νεότερη ρωσική επαναστατική διανόηση, με επικεφαλής τον Λένιν.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έκανε την εμφάνισή του και αναπτύχθηκε ο Ελληνισμός της Μόσχας, και της Ρωσίας γενικότερα· Αρκετοί Έλληνες συνέβαλαν στην κοινωνική και πολιτιστική αναγέννησή της με πλούσιες δωρεές που αναγνωρίστηκαν επίσημα από το ίδιο το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Ανάμεσα σ’ αυτούς οι “Ευεργέτες της ανθρωπότητας”, όπως αποκαλούσαν τους Ζωσιμάδες στη Ρωσία, με κορυφαίο εκπρόσωπο της Ζωσιμαίας Αδελφότητας, το Ζώη Ζωσιμά.
Με τους Έλληνες της Μόσχας είχε δημιουργήσει στενούς και εγκάρδιους δεσμούς ο Ι. Καποδίστριας, ο οποίος ως κυβερνήτης της Ελλάδας ζήτησε από το Ζώη Ζωσιμά να διαθέσει 100.000 δραχ – ποσόν τεράστιο ποσόν για κείνη την εποχή – προκειμένου να χορηγεί υποτροφίες στα ορφανά τέκνα των αγωνιστών του 21. Το ποσόν αυτό, λόγω του πρόωρου θανάτου του Ζώη Ζωσιμά, διέθεσε, αμέσως μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, ο Ν. Ζωσιμάς.
Πλούσια η Ελληνική Παροικία της Μόσχας, πλούσια η δράση της και πολύπλευρη η εθνική προσφορά της. Αυτή η εθνική προσφορά οφείλεται στις βασικές εστίες του Ελληνισμού που δημιουργήθηκαν στη Μόσχα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Τέσσερις ήταν οι εστίες που συνδέθηκαν άμεσα με τον Ελληνισμό της Μόσχας και αποκαλύπτουν, ακόμα και σήμερα, τη λαμπρή δράση και το μεγαλείο του: Το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, το Πανεπιστήμιο της Μόσχας (Λομονόσωφ), το Αυτοκρατορικό – Ιμπερατορικό Ορφανοτροφείο και η Μονή Ντονσκόϊ (Δονσκόϊ).

Αποτέλεσμα των στενών, εμπορικών και πολιτιστικών – σχέσεων που καλλιεργήθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ρώσους ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, ήταν να ιδρυθεί στο κέντρο της Μόσχας, κοντά στο Κρεμλίνο, το Ελληνικό Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, το οποίο αποβαίνει σταθερό κέντρο κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με κοινές αντιλήψεις Ελλήνων και Ρώσων, και με συνδετικό κρίκο την Ορθοδοξία. Βασικό όπλο τους σ’ αυτή την προσπάθεια η ελληνική παιδεία, την οποίαν ανάλαβαν να μεταλαμπαδεύσουν στη ρωσική κοινωνία, με επίκεντρο τη Μόσχα, φωτισμένοι δάσκαλοι, ανάμεσα στους οποίους σημαντική θέση κατέχουν οι αδελφοί Ιωαννίκιος και Σωφρόνιος Λειχούδης από την Κεφαλλονιά, με λαμπρές σπουδές στη Βενετία και στην Πάδοβα. Η προσφορά τους αναγνωρίστηκε από τους Ρώσους και από τους Έλληνες, όπως αυτό αποδεικνύεται και από το μνημείο που στήθηκε, από την Ελληνική Κυβέρνηση, το έτος 2007, στην είσοδο του Μοναστηριού του Αγίου Νικολάου, αφιερωμένο στους ” Έλληνες Διαφωτιστές Αδελφούς Ιωαννίκιο και Σωφρόνιο Λειχούδη”. Στο Ελληνικό Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, τέλος, πέρασαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, οι μεγάλοι Ηπειρώτες Ευεργέτες Ζώης και Θεοδόσιος Ζωσιμάς, και ο Ζώης Καπλάνης.

Το Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ ιδρύθηκε το 1755 και φέρει το όνομα του ιδρυτή του Μιχαήλ Λομονόσωφ.
Πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα της Ρωσίας με συστηματικές σπουδές σε φημισμένα Πανεπιστήμια της Γερμανίας. Υπήρξε ταυτόχρονα φυσικός επιστήμονας διεθνούς κύρους, θεμελιωτής της Φυσικής και της Χημείας, άνθρωπος με ευρύτατες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και ικανότητες· Η συμβολή των Ελλήνων στην πνευματική ανάπτυξη της Ρωσίας άνοιξε τις πόρτες του Πανεπιστημίου για τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στο τμήμα της Λογοτεχνίας, από το βιβλίο του γνωστού κληρικού, διαπρεπή ρήτορα και θεολόγου, Κων/νου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, ο οποίος εγγράφεται στον κατάλογο των επίτιμων μελών του Πανεπιστημίου της Μόσχας, και του αποδίδεται ο ανάλογος τιμητικός τίτλος.
Πλούσιες οι δωρεές των Ζωσιμάδων προς το Πανεπιστήμιο του Λομονόσωφ. Ο Ζώης Ζωσιμάς θα προσφέρει, επανειλημμένα, εκδόσεις Ελλήνων και Ρώσων συγγραφέων, καθώς επίσης και την εξοχική κατοικία για να ιδρυθεί εκεί το Πανεπιστημιακό Αστεροσκοπείο. Στα χνάρια του Ζώη Ζωσιμά θα βαδίσει αργότερα ο αδελφός του Νικόλαος, με πλούσιες δωρεές αντιτύπων βιβλίων για την Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη, καθώς επίσης και άλλοι Έλληνες έμποροι, αποδεικνύοντας έτσι την πολύτιμη προσφορά τους στην πνευματική ανάπτυξη της Ρωσίας. Προσφορά η οποία αναγνωρίστηκε επίσημα με την ίδρυση στο Πανεπιστήμιο του Λομονόσωφ έδρας Κλασικής Φιλολογίας και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και με διοργάνωση Διεθνών Συνεδρίων Ελληνικών Σπουδών, στα οποία πήραν μέρος Έλληνες και Ρώσοι επιστήμονες, και ανέπτυξαν θέματα σχετικά με τον Αρχαίο, το Βυζαντινό και το Νεοελληνικό Πολιτισμό.

Η ανάδειξη της Μόσχας σε ένα πρώτης τάξεως οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο, είχε σαν αποτέλεσμα να αποβεί πόλος έλξης των δραστηριοτήτων των Ελλήνων στους οποίους το διαμετακομιστικό εμπόριο υπήρξε η βασική επιχειρηματική τους δραστηριότητα, για τη διευκόλυνση της οποίας οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έπαιρναν όλα τα πρόσφορα μέτρα. Στα πλαίσια αυτών των μέτρων εντάσσεται και η ίδρυση του Αυτοκρατορικού Ορφανοτροφείου της Μόσχας, το οποίο, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, αναδείχτηκε αξιόλογο κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Όλοι οι Έλληνες της Ρωσίας είχαν δοσοληψίες με το Ορφανοτροφείο της Μόσχας. Βασικοί καταθέτες αυτού του Ιδρύματος ήταν οι πλούσιοι Ηπειρώτες της Μόσχας. Προς αυτούς απευθύνθηκε ο Καποδίστριας και ζήτησε να σταλούν οι τόκοι που προορίζονταν για τα σχολεία των Ιωαννίνων, τα οποία δε λειτούργησαν κατά την περίοδο 1820 – 1828, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την εκπαίδευση της Ελλάδας η οποία τότε έβγαινε από τα ερείπιά της, με τη διαβεβαίωση ότι “το Έθνος άμα αναλαβόν, θέλει να αποδώσει τα οφειλόμενα” και ότι “οι των Ιωαννίνων πολίται ευεργέται έσονται ου μόνον της γενεθλίου αυτών πόλεως, αλλά και συμπάσης της Ελλάδος”. Τα χρήματα αυτά, έπειτα από έγκριση του Αυτοκράτορα, όπως προκύπτει από επίσημο έγγραφο των αρχείων της Μόσχας, στάλθηκαν, όμως ούτε ζητήθηκαν ποτέ από κανέναν, ούτε επιστράφηκαν.

Έντονη η παρουσία των Ελλήνων εμπόρων στη Μόσχα, αξιόλογες οι τιμητικές διακρίσεις προς το πρόσωπό τους. Μια απλή επίσκεψη ακόμα και σήμερα στην περίφημη Μονή Ντονσκόϊ της Μόσχας, δίνει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να διαπιστώσει πως σ’ αυτόν το χώρο φιλοξενούνται τάφοι επιφανών ξένων προσωπικοτήτων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι Ηπειρώτες. Η Μονή Ντονσκόϊ ιδρύθηκε το 1591, σε ανάμνηση της σωτηρίας της Ρωσίας από την εισβολή των Τατάρων της Κριμαίας. Το όνομά της προέρχεται απ’ τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας του Ντον (Δον), στην οποία αποδόθηκε η σωτηρία της Μόσχας. Η Μονή εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με το επιβλητικό τείχος και τους δώδεκα πύργους, με τον επιβλητικό ναό και το απέραντο νεκροταφείο, στον κεντρικό διάδρομο του οποίου ξεχωρίζουν οι τάφοι των Ηπειρωτών Ευεργετών. Από την άποψη αυτή η Νεκρόπολη της Μονής Ντονσκόϊ για τους Έλληνες – και ιδιαίτερα για τους Ηπειρώτες – παρουσιάζει, με τις χαρακτηριστικές επιγραφές στην Ελληνική και στη Ρωσική γλώσσα, πάνω στους τάφους, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Αυθόρμητα αναλογίζεσαι ότι μέσα σ’ αυτούς τους τάφους χτυπάει η καρδιά της ίδιας της Ελλάδας. Έτσι:

 

Μπροστά στους δίδυμους τάφους των αδελφών Ζώη και Θεοδόσιου Ζωσιμά, ανασταίνεις τους έξι αδελφούς, που αποτέλεσαν την περίφημη Ζωσιμαία Αδελφότητα. Με τη δράση τους και την προσφορά τους εδραίωσαν το Ηπειρωτικό όνομα σε κάθε ελληνική συνείδηση και έγιναν γνωστοί σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο.

Μπροστά στους τάφους των αδελφών Χατζηκώστα, του Αναστάσιου και του Γεώργιου, φέρνεις στη μνήμη σου την αγαθοεργό δράση τους, με τα Νοσοκομεία στα Γιάννινα και στο Μεσολόγγι, και με το γνωστό Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα στην Αθήνα.

Μπροστά στον τάφο του Μάνθου Ριζάρη, αδελφού του Γεώργιου Ριζάρη, ιδρυτή της περίφημης Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, αναλογίζεσαι την πλούσια εκπαιδευτική, κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα την οποία ανέπτυξε στο Ζαγόρι το Ριζάρειο Ίδρυμα, και τη συμβολή του στην πνευματική καλλιέργεια του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Και ταυτόχρονα αναλογίζεσαι πως στο ίδιο πνεύμα με τους αδελφούς Ριζάρη κινήθηκαν και οι υπόλοιποι Ζαγορίσιοι οι οποίοι αναδείχτηκαν ως Έμποροι – Ευεργέτες και ως Δάσκαλοι του Γένους.

Μπροστά στον τάφο του Ζώη Καπλάνη φέρνεις στη μνήμη το φτωχό Ηπειρωτόπουλο από το Γραμμένο, που αγωνίστηκε για την αναγέννηση της παιδείας, απαραίτητη προϋπόθεση για το φωτισμό και τη λύτρωση του Γένους, με κορυφαίο δημιούργημα την περίφημη Καπλάνειο Σχολή στα Γιάννινα. Και μαζί με τον Καπλάνη προβάλλουν μπροστά σου όλοι εκείνοι οι Ευεργέτες και οι Δάσκαλοι του Γένους από την ευρύτερη περιοχή του Δήμου Ζίτσας, που προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη και είχαν ως κοινό γνώρισμα την αγάπη τους για την πατρίδα και για τον πάσχοντα συνάνθρωπό τους, που υπήρξε το πιο ισχυρό κίνητρο για την εκδήλωση της μεγάλης αρετής της Ευεργεσίας.

Μπροστά στους τάφους της οικογένειας Μπούμπα από το Μέτσοβο, μαζί με την πολυμελή αυτή οικογένεια, τα μέλη της οποίας διασκορπίστηκαν σε πολλά από τα τότε γνωστά μέρη του Απόδημου Ελληνισμού, ανασταίνεις το μεγάλο αριθμό των συμπατριωτών μας Ηπειρωτών, που ξεκίνησαν από τη μικρή, αλλά γνωστή στο Πανελλήνιο Ηπειρωτική πόλη, το Μέτσοβο, που άνοιξε νέους ορίζοντες στην πολυκύμαντη ζωή της νεοελληνικής κοινωνίας. Απ’ αυτούς του απόδημους Μετσοβίτες αναδείχτηκαν οι μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες, ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Νικόλαος Στουρνάρης – και τα τελευταία χρόνια, – ο Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, – και δίπλα σ’ αυτούς μια χορεία εμπόρων – ευεργετών – γνωστών ή άγνωστων στους πολλούς – με πλούσια όμως και αξιοζήλευτη την προσφορά τους. Και των μεν μεγάλων Εθνικών Ευεργετών από το Μέτσοβο, το έργο είναι γνωστό, και στο βιβλίο που απόψε παρουσιάζουμε, αναγράφεται αναλυτικά η δράση τους που σχετίζεται με τον Ελληνισμό της Ρωσίας. Όμως άγνωστο παραμένει σε πολλούς το έργο των Απόδημων Μετσοβιτών που αποτέλεσαν την ισχυρή Παροικία της Μόσχας, ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα και ευεργέτησαν πολλαπλά την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε, ενδεικτικά, την οικογένεια Τούλη από το Μέτσοβο, στην οποία ανήκει ο Γεώργιος Τούλης με το γνωστό και ταλαίπωρο Κληροδότημά του, τον Τριαντάφυλλο Τσιουμάγκα και το Γηροκομείο του· τον Μιχαήλ Σταμέρωφ, γνωστό έμπορο στη Μόσχα και έναν από τους Γενικούς Επιτρόπους, Διοικητές και μόνους εκπληρωτές της διαθήκης του Ν. Ζωσιμά, προς τον οποίον απευθύνθηκε ο Αλέξιος Φίλιος από τα Γιάννινα και ζήτησε την παρέμβασή του για την ομαλή λειτουργία του Κληροδοτήματος των Ζωσιμάδων στα Γιάννινα· τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σταμέρωφ με την πλούσια αγαθοεργό του δράση, την οικογένεια Ξυδά και τις δωρεές της προς το Μέτσοβο. Επίκεντρο των δωρεών των απόδημων Μετσοβιτών τα Σχολεία του Μετσόβου και η Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

Μέσα σε ένα τέτοιο επιβλητικό περιβάλλον, νιώθεις πως από αυτούς τους τάφους που κρύβουν τους μεγάλους Εθνικούς μας Ευεργέτες, βγαίνει η φωνή τους και χρέος έχουμε να την ακούσουμε: και στη μεγάλη δική τους αρετή της ευεργεσίας, εμείς να αντιπαραθέσουμε τη δική μας αρετή της ευγνωμοσύνης. Εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς αυτούς τους μεγάλους Ηπειρώτες Ευεργέτες ήταν η επίσκεψη του Χρήστου Χρηστοβασίλη, το 1896, στη Μονή και η καταγραφή των επιγραφών που βρίσκονται στους τάφους των Ευεργετών μας. Ακολούθησαν, από το 2002, αλλεπάλληλες επισκέψεις μελών του Δ. Σ. του Συνδέσμου μας, με τις ανάλογες επιμνημόσυνες δεήσεις. Άξιο αναφοράς και θαυμασμού, στο σημείο αυτό, είναι το ενδιαφέρον που δείχνουν για τους Ηπειρώτες Ευεργέτες οι μαθητές του Ελληνικού Σχολείου της Μόσχας, υπό την καθοδήγηση της Ηπειρωτικής καταγωγής, διευθύντριας του Σχολείου και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Λομονόσωφ, κ. Ναταλίας Νικολάου.
Εμείς οι Ηπειρώτες νιώθουμε ιδιαίτερη περηφάνια και εκδηλώνουμε το σεβασμό μας προς τους υπέροχους αυτούς συμπατριώτες μας που απέβησαν οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Ελληνισμού της Μόσχας, την οποία θεώρησαν ως δεύτερη πατρίδα τους.

Σταθμός σημαντικός στην ιστορία της Ρωσίας η ίδρυση, το έτος 1703, από το Μεγάλο Πέτρο της Ρωσίας, της Πετρούπολης, την οποία από το 1712 είχε καταστήσει πρωτεύουσα του Ρωσικού Κράτους, παρέμεινε δε πρωτεύουσα μέχρι το 1918, οπότε πρωτεύουσα έγινε ξανά η Μόσχα. Η επιλογή αυτής της τοποθεσίας σχετίζεται με την επιθυμία του Μεγάλου Πέτρου να βρεθεί κοντά στη θάλασσα και κοντά στην Ευρώπη. Πλούσια η ιστορία της πόλης, που αναδείχτηκε πόλη των γραμμάτων, των τεχνών και των επαναστάσεων, όπως αυτή του 1917, και των πατριωτικών πολέμων, όπως αυτός του 1941 – 1945, κατά τον οποίο οι κάτοικοι της πόλης στάθηκαν υποδειγματικό παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Φαντασμαγορική η εικόνα την οποία προσφέρει στον επισκέπτη της η σημερινή Πετρούπολη. Ολόκληρη η πόλη είναι σήμερα ένα τέλειο μουσείο, γεμάτο από μεγαλόπρεπα κτήρια, πραγματικά αριστουργήματα της τέχνης, από ναούς, λεωφόρους, πάρκα, πλατείες, σκαλιστές γέφυρες, αγάλματα και μνημεία, όπως είναι το φρούριο του Πέτρου και Παύλου, η Εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, και το ανάκτορο του Ερμιτάζ, ένα από τα ωραιότερα μουσεία του κόσμου.
Ένα τέτοιο ζηλευτό κέντρο του εμπορίου και του πολιτισμού δεν ήταν δυνατό να αφήσει αδιάφορους τους Έλληνες. Οι πρώτοι Έλληνες εμφανίστηκαν στην Πετρούπολη σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της πόλης και ήταν, κατά βάση, ναυτικοί. Από τα μέσα του 18 ου αιώνα και μετέπειτα πολλοί Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Πετρούπολη εργάστηκαν, με όλες τους τις δυνάμεις προς όφελος των δυο Λαών. Ιδιαίτερα δε άρχισε να γίνεται πόλος έλξης για τους Έλληνες εμπόρους οι οποίοι ξεκίνησαν την εμπορική τους δραστηριότητα από τη Ρωσία και, στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν στη μακρινή και προσοδοφόρα Αίγυπτο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η οικογένεια Αβέρωφ από το Μέτσοβο. Το λαμπρό ξεκίνημα της οικογένειας Αβέρωφ γίνεται με τον Αναστάσιο Αβέρωφ. Αυτός άνοιξε πρώτος το δρόμο, δημιούργησε μεγάλες επιχειρήσεις στη Ρωσία και σε άλλα μέρη του τότε γνωστού κόσμου. Υπήρξε πλούσιος έμπορος της Νίζνας, από την οποία ξεκίνησε την εμπορική του δραστηριότητα· από τη Νίζνα μάλιστα έστειλε, στο Μέτσοβο, το 18ο αιώνα, πολύτιμες εικόνες οι οποίες σήμερα κοσμούν το τέμπλο του Ναού της Αγίας Παρασκευής, στη συνέχεια δε εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κάιρο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει τη Ρωσία. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο αδελφός του Γεώργιος Αβέρωφ ο οποίος, ανταλλάσσοντας τα προϊόντα της Αιγύπτου και της Ρωσίας, απέκτησε τεράστια περιουσία.

Με συλλογικές αποφάσεις των Ελλήνων της Πετρούπολης, ιδρύθηκε η Ελληνική Κοινότητα της Πετρούπολης. Γνωστή ακόμα και σήμερα η Συνοικία των Ελλήνων, όπου δεσπόζει, από το 2003, ο μεγαλοπρεπής ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια. Στον ίδιο χώρο εδέσποζε, ο Ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος το έτος 1962 κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε η “Αίθουσα των Συναυλιών”.
Στο Ελληνικό Σχολείο της Πετρούπολης, το οποίο οργανώθηκε με ευθύνη του Ευγένιου Βούλγαρη, φοίτησαν πολλά Ελληνόπουλα και τα παιδιά άλλων ομόδοξων λαών, με σπουδές που είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο και με ιδιαίτερη σημασία στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών.
Η Ελλάδα ήταν, και είναι, πάντα ζωντανή στη ζωή της Πετρούπολης. Αυτό επισημάνθηκε, με ιδιαίτερη έμφαση, κατά το Διεθνές Συνέδριο που οργανώθηκε, το έτος 2006, με θέμα: “Ελλάδα και Αγία Πετρούπολη – Παρελθόν και Παρόν”, στην αίθουσα της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης.
Μάρτυρες αδιάψευστοι των στενών Ελληνορωσικών Σχέσεων, όπως αυτές σφυρηλατήθηκαν στο παρελθόν ανάμεσα στους δυο λαούς, τα πολύτιμα στοιχεία τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα σε αρχεία και βιβλιοθήκες της Πετρούπολης. Αυτά τα πολύτιμα στοιχεία εξακριβώσαμε κατά τις επισκέψεις μας στην Πετρούπολη στα πλαίσια της έρευνάς μας για τον Ελληνισμό της Ρωσίας. Συγκεκριμένα:

*Στο Ομοσπονδιακό Κρατικό Ίδρυμα – Ρωσικό Κρατικό Ιστορικό Αρχείο, ανακαλύψαμε στοιχεία που είχαν σχέση με τη ζωή, τη δράση, και τη διαθήκη του Ιωάννη Δομπόλη, καθώς επίσης και την αίτησή του με την οποία ζητούσε την άδεια για τη μεταφορά των χρημάτων του στην Ελλάδα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

*Στη Βιβλιοθήκη της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, ανάμεσα σε πλούσιες συλλογές ελληνικών χειρογράφων, ανακαλύψαμε, ύστερα από σχετικό έγγραφο υπόμνημα, το περίφημο Καταστατικό του Ελληνικού Αδελφάτου της Νίζνας.

*Ανεκτίμητοι οι θησαυροί στο περίφημο Μουσείο Ερμιτάζ της Πετρούπολης, τους οποίους, σπάνια θα συναντήσεις στα καλύτερα μουσεία του κόσμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς έργα γλυπτικής, πλούσιες, και μοναδικές ίσως στον κόσμο, συλλογές χρυσών και αργυρών αντικειμένων, αγάλματα θεών και ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, προερχόμενα από τις μητροπόλεις των ελληνικών αποικιών, όπως: Γυναικείο κόσμημα, με παράσταση κεφαλής της Αθηνάς, κατ’ απομίμηση αγάλματος που φιλοτέχνησε ο Φειδίας, ο περίφημος Αμφορεύς της Νικοπόλεως, υπέροχο αργυρό αγγείο, ένα από τα θαυμασιότερα δημιουργήματα της ελληνικής τέχνης του 4ου π. Χ. αιώνα, η ενυπόγραφη λήκυθος του Ξενοφάνη, με σκηνή από βασιλικό κυνήγι, το Αγγείο με μορφή Σφίγγας, του 5ου π.Χ. αιώνα, η Υδρία με παράσταση φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα, και ένα άλλο μεγάλο πλήθος πολύτιμων αντικειμένων που κοσμούν τις αίθουσες του Μουσείου.

*Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, εδώ και τρεις δεκαετίες, λειτουργεί με επιτυχία το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, συμβάλλοντας στη δημιουργία στενών σχέσεων με την Ελλάδα. Το περίεργο, αλλά και ενθαρρυντικό συνάμα, βρίσκεται στο γεγονός ότι η πρώτη δασκάλα αυτού του Τμήματος, η Φατίμα Γελόεβα ή Ελόεβα, έμαθε μόνη της την ελληνική γλώσσα, για να αναλάβει, στη συνέχεια, τα ηνία του παράτολμου αυτού εγχειρήματος.

Η ίδια επισημαίνει:
Όταν ο Θεοδωράκης γράφει μουσική στο ”Άξιον Εστί” του Ελύτη και όλη η Ελλάδα τραγουδάει ” Ένα το χελιδόνι, κι η άνοιξη ακριβή”, καταλαβαίνει τι ακριβώς λέει αυτή η ποίηση, και εδώ πάλι μιλάμε για την πνευματικότητα του Ελληνικού Λαού”.

Απόψεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τα λόγια του Ουμπέρτο Έκκο πως “ίσως η τέχνη και ο πολιτισμός να μη μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, όμως μπορούν να ενώσουν τους λαούς”.

*Στη Νεκρόπολη Παραγόντων Καλών Τεχνών και Πολιτισμού (Λαύρα Αλεξάνδρου Νέφσκι) της Πετρούπολης, έχουν ενταφιαστεί, κατά καιρούς, μεγάλες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών της Ρωσίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Ντοστογέφσκι. Οι τοπικές αρχές της Πετρούπολης, καθιέρωσαν στη Νεκρόπολη Παραγόντων Καλών Τεχνών και Πολιτισμού, ιδιαίτερο χώρο, τον οποίο ονόμασαν “Ελληνικό Διάδρομο”, για να στήνονται εκεί τα μνημεία – προτομές ή αναμνηστικές στήλες – ελληνικών προσωπικοτήτων που έζησαν και έδρασαν στην Πετρούπολη. Στην αρχή αυτού του “Ελληνικού Διαδρόμου” βρίσκεται η προτομή του ελληνικής καταγωγής ζωγράφου Κουΐντζι. Δίπλα ακριβώς από την προτομή του Κουΐντζι, το έτος 2007, ο Σύνδεσμός μας, με τη συμβολή του Ηπειρώτη Γενικού Προξένου της Ελλάδας, στην Πετρούπολη,Δημήτρη Λέτσιου, έστησε το Μνημείο του Ιωάννη Δομπόλη. Πρόσφατα, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Συλλόγου της Πετρούπολης “Δημήτριος Μπερναρδάκης”, στήθηκε, στον ίδιο “Διάδρομο”, η προτομή του άλλου Εθνικού Ευεργέτη Δημήτριου Μπερναρδάκη. Θέλουμε να ελπίζουμε πως τέτοιες ευγενικές προσπάθειες θα έχουν και συνέχεια.

Στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, στην Οδησσό, και της Φιλομούσου Εταιρείας, στη Βιέννη, οργανώσαμε, το έτος 2014 με την Περιφέρεια Ηπείρου εκδηλώσεις στην Πετρούπολη. Συμβολικά εναποθέσαμε λίγα λουλούδια στον ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια, που βρίσκεται, όπως είδαμε, στη Συνοικία των Ελλήνων. Στην αίθουσα Συνεδρίων του Μουσείου Αστικής Γλυπτικής της Πετρούπολης, που βρίσκεται στη Μονή Αλεξάνδρου Νέφσκι, παρουσιάσαμε τον Αναμνηστικό Τόμο που εξέδωσε ο Σύνδεσμός μας για να τιμήσει τον ΗΠΕΙΡΩΤΗ – ΕΘΝΙΚΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗ, ΙΩΑΝΝΗ ΔΟΜΠΟΛΗ.

Ρώσοι ερευνητές πρόσφατα ανέσυραν από τα αρχεία της Πετρούπολης την αλληλογραφία που η ρωσικής καταγωγής βασίλισσα Όλγα έστελνε στους συγγενείς της, και η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην Πετρούπολη έζησαν εκλεκτές προσωπικότητες των Ελλήνων, τιμήθηκαν με τίτλους και αξιώματα, και έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία ειλικρινών σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, που διατηρούνται ζωντανές μέχρι και σήμερα.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις προσωπικότητες ξεχώρισαν:

Ο Ιωάννης Καποδίστριας από την Κέρκυρα, με λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Το πέρασμά του από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και η μετέπειτα λαμπρή σταδιοδρομία του, δεν έμειναν απαρατήρητα, από τις αρχές του Πανεπιστημίου της Πάδοβας. Έτσι ο επισκέπτης του Πανεπιστημίου της Πάδοβας σήμερα αντικρύζει, στην οροφή του κτηρίου του Πανεπιστημίου το έγχρωμο οικόσημο “CAPODISTRIA“, και δίπλα από τη σάλα της ανατομίας το ολόσωμο πορτρέτο του Καποδίστρια, ανάμεσα σε 40 πορτρέτα των πιο διακεκριμένων προσωπικοτήτων, από όλο τον κόσμο, που πέρασαν από το φημισμένο αυτό Πανεπιστήμιο. Διέπρεψε ως Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας, ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία στη Βιέννη το 1814, αναγνωρίστηκε η προσφορά του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τιμήθηκε με προτομές και ανδριάντες, σε ολόκληρη την Ευρώπη, και ως εκλεγμένος Κυβερνήτης προσπαθούσε να βγάλει την Ελλάδα από τα ερείπιά της, βρέθηκαν άνθρωποι που προχώρησαν στη στυγερή δολοφονία του, και καταδίκασαν την πατρίδα μας να μείνει, για καιρό, στην άθλια μοίρα των κοτζαμπάσηδων και των ανομολόγητων συμφερόντων. Δίπλα του στάθηκε, απ’ την πρώτη στιγμή που ο Καποδίστριας έφτασε στην Πετρούπολη ο Ιωάννης Δομπόλης από το Δεσποτικό, και από κοινού έδωσαν την υπόσχεση να αγωνιστούν για το διαφωτισμό των δυστυχισμένων Ελλήνων, των αδελφών μας.

Συμπατριώτης του Καποδίστρια ο μεγάλος Δάσκαλος του Γένους, ο Ευγένιος Βούλγαρης, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τα Γιάννινα ως διευθυντής της περίφημης Μαρουτσαίας Σχολής, και αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης, κατέληξε στην Πετρούπολη, όπου αναδείχθηκε, κορυφαία προσωπικότητα του Ελληνικού Διαφωτισμού, και ενταφιάστηκε, τιμητικά στη Μονή Αλεξάνδρου Νέφσκι, στο Μουσείο της οποίας βρίσκεται η επιτύμβια πλάκα του.

Με καταγωγή από την Κρήτη ο Δημήτριος Μπερναδάκης, με διακεκριμένη θέση στην κοινωνία της Πετρούπολης, μεγάλος Εθνικός Ευεργέτης που συνέδεσε το όνομά του με το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Ανώτατο στέλεχος των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο Πέτρος Μελισσηνός, μορφωμένος άνθρωπος και τέλειος παιδαγωγός, τιμήθηκε με ανώτατα αξιώματα στην Πετρούπολη, και σφράγισε την εξαιρετική σταδιοδρομία του, με την πάνδημη ταφή στη Μονή Νέφσκι, όπου σώζεται σήμερα το περίφημο επιτύμβιό του.

Εκλεκτό τέκνο της πατρίδας μας, που συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή της Πετρούπολης, ο Πάνος Μαρούτσης, μέλος επίλεκτο της μεγάλης οικογένειας Μαρούτση, η οποία ξεκίνησε από την ιστορική κωμόπολη της Παραμυθιάς, συνδέθηκε, στη συνέχεια, με τα Γιάννινα, για να σταδιοδρομήσουν τελικά τα μέλη της στη Βενετία, όπου πολιτογραφήθηκαν ως “Μαικήνες της Βενετίας”. Γόνος της 4ης γενιάς ο Πάνος Μαρούτσης ανήλθε ταχύτατα τα ανώτατα αξιώματα της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, διακρίθηκε στο διπλωματικό κλάδο και οι υπηρεσίες του στην Πετρούπολη αναγνωρίστηκαν από την Αικατερίνη με απονομή τιμητικών τίτλων και με τον ενταφιασμό του στη Μονή Νέφσκι όπου βρίσκεται σήμερα ο τάφος του.

Φιλικές και ειλικρινείς ήταν οι σχέσεις που καλλιεργήθηκαν στην Πετρούπολη ανάμεσα στον Ι. Καποδίστρια και την Οικογένεια Στούρτζα. Προσωπικός φίλος και γραμματέας του ο Αλέξανδρος Στούρτζας. Δεσποινίς επί των τιμών της Τσαρίνας Ελισάβετ η αδελφή του Ρωξάνδρα Στούρτζα, φίλη προσωπική του Καποδίστρια και παρ’ ολίγον σύζυγός του. Παρέμειναν και οι δύο πιστοί φίλοι του Καποδίστρια, συγκλονίστηκαν δε από τη στυγερή δολοφονία του, και στον Επιτάφιο Λόγο του ο Αλέξανδρος Στούρτζας εξέφρασε τον αποτροπιασμό του με τούτη τη χαρακτηριστική φράση:

“Χείρες ανόσιοι, θηρία ανθρωπόμορφα, άνδρες αιμάτων επεβουλεύθησαν την πλέον πολύτιμον ζωήν και την ύπαρξιν ολοκλήρου του Έθνους”.

Εκλεκτά τέκνα της πατρίδας μας οι παραπάνω προσωπικότητες αναγνωρισμένη από όλους στην τότε ρωσική πρωτεύουσα, την Πετρούπολη, η προσφορά τους. Δεν είναι βέβαια τυχαίο αυτό: Το επισήμανε, στο Συνέδριο του 2006, η Πρόεδρος του Κρατικού Πανεπιστημίου της Πετρούπολης, με τούτη τη χαρακτηριστική φράση:

“Προσπαθώντας να κατανοήσουμε το φαινόμενο του Ελληνικού Πολιτισμού, αυτού του Ελληνικού θαύματος, πετυχαίνουμε την κατανόηση του δικού μας πολιτισμού”. Αυτό ακριβώς το νιώσαμε κι εμείς οι Ηπειρώτες όταν βρεθήκαμε στη Συνοικία των Ελλήνων, δίπλα από τον ανδριάντα του Ι. Καποδίστρια.

Βρισκόμαστε στα μέσα του 18ου αιώνα. Οι χερσαίοι δρόμοι στους οποίους είχε στηριχθεί η ανάπτυξη του εμπορίου στη Ρωσία, κατά τα προηγούμενα χρόνια, αρχίζουν συνεχώς να χάνουν τη σημασία τους και να παραχωρούν τη θέση τους στους αντίστοιχους θαλάσσιους δρόμους. Δημιουργούνται έτσι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του Ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου, σε περιοχές που κατείχαν στρατηγική θέση ανάμεσα στις οποίες, εκτός από την Οδησσό, ήταν το Ταϊγάνιο, το Ροστόφ και η Μαριούπολη.

Στο Ταϊγάνιο σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες της πόλης αναδείχτηκαν, οι γνωστοί μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες, ο Ιωάννης Βαρβάκης και ο Δημήτριος Μπερναρδάκης, οι οποίοι συνδέθηκαν με την ίδρυση μεγάλων κοινωφελών έργων στην πρώτη και στη δεύτερη πατρίδα τους. Πρώτη φροντίδα των Ελλήνων αποίκων στο Ταϊγάνιο ήταν η ίδρυση Εκκλησίας και Σχολείου. Σ’ αυτό το σχολείο φέρεται ότι φοίτησε, κατά την παιδική του ηλικία, και ο γνωστός Ρώσος λογοτέχνης Αντον Τσέχωφ. Έργα του θεατρικά, όπως ο “Γλάρος”, “ο Θείος Βάνιας” και “ο Βυσσινόκηπος”, μεταφράστηκαν στα Ελληνικά και ανέβηκαν, κατ’ επανάληψη, στα ελληνικά θέατρα.

Αξιόλογο οικονομικό κέντρο, στην ίδια περιοχή με το Ταϊγάνιο, υπήρξε το Ροστόφ, στις όχθες του ποταμού Δον, που υπήρξε τόπος εγκατάστασης Ελλήνων μεγαλεμπόρων και πλοιοκτητών· ονομαστές δε οικογένειες, όπως αυτές του Σιφναίου, του Βαλλιάνου και του Μαυρογορδάτου, δημιούργησαν μεγάλους εμπορικούς οίκους και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της περιοχής και ολόκληρης της Ρωσίας. Στην πόλη αυτή της Ρωσίας βρίσκονται οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις του γνωστού Ελληνορώσου Ιβάν Σαββίδη, με την πλούσια δραστηριότητά του και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, σ’ αυτή δε την πόλη γιορτάστηκε, με συμμετοχή του ΑΠΘ το έτος Ελλάδας – Ρωσίας.

Με τον Ελληνισμό της Νότιας Ρωσίας συνδέθηκε άρρηκτα – και εξακολουθεί και σήμερα να συνδέεται – η Μαριούπολη, στη βορειοδυτική πλευρά της Αζοφικής Θάλασσας. Ήταν δε ευτύχημα για τους Έλληνες της περιοχής το γεγονός ότι βρέθηκε τότε ένας ιερέας ονομαζόμενος Ιγνάτιος, ο οποίος, αποδεικνύεται ο σωτήρας και ο προστάτης των Ελλήνων της περιοχής. Η πόλη παρουσίασε αξιόλογη ανάπτυξη κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε δε τέσσερις ορθόδοξες εκκλησίες, ελληνική δημαρχία, ελληνικά σχολεία και τεχνουργεία, ξενοδοχεία. Οι Έλληνες της Μαριούπολης, διατήρησαν ζωντανούς τους δεσμούς τους με την Ελλάδα· ανέπτυξαν αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική δράση, εξέδιδαν ελληνικές εφημερίδες, αποτελούν δε μέχρι σήμερα ένα από τα τελευταία εναπομείναντα συμπαγή μέρη του Παρευξείνιου Ελληνισμού, και διατηρούν ζωντανούς τους δεσμούς τους με την Ελλάδα.

Όμως η πόλη με την οποία βασικά συνδέθηκε ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου και με την οποία μεγαλούργησε, ήταν η Οδησσός. Η Οδησσός αποτέλεσε την τέταρτη, κατά χρονολογική σειρά, φωτεινή εστία του Ελληνισμού στη Ρωσία· ιδρύθηκε δε εκεί όπου υπήρχε το χωριό Χατζήμπεη, αποτέλεσε δε λιμάνι, κατάλληλο για την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά και λιμάνι κατάλληλο για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πρώτοι ανάμεσα σ’ αυτούς που εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό αμέσως μετά την ίδρυσή της, ήταν οι Έλληνες. Πλούσια η επαγγελματική και κοινωνική δράση των Ελλήνων μεταναστών, αγρότες στην περιοχή γύρω από την Οδησσό, και στη συνέχεια έμποροι. Γρήγορα ανέβηκαν στην ανώτερη ιεραρχία της πόλης και κατέλαβαν ανώτερα αξιώματα. Στόλισαν έτσι την πόλη με πολυτελή οικοδομήματα και μνημεία, μερικά απ’ τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα, Μάρτυρες αδιάψευστοι της ανάδειξης της πόλης, η περίφημη Συνοικία των Ελλήνων, μια απ’ τις πιο διαλεχτές περιοχές, ένδειξη πλούτου και μεγαλείου και η “Οδός των Ελλήνων”, σε εντειχισμένη ευδιάκριτη πλάκα, στο κέντρο της πόλης, με γράμματα ρωσικά και ελληνικά.

Η Οδησσός άρχισε να προσελκύει ενωρίς την προσοχή των Γάλλων από το έτος 1803, τότε που τη διοίκηση της πόλης, με εντολή της Αικατερίνης, ανέλαβε ο Γάλλος πρόσφυγας, Ρισελιέ. Αυτός πρώτος έθεσε τα θεμέλια της πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Οδησσού. Ενδιαφέρθηκε για την οικονομική της ανάπτυξη και την πνευματική της καλλιέργεια. Καρπός αυτού του ενδιαφέροντος υπήρξε η ίδρυση, το 1818, στην Οδησσό, του περίφημου εκπαιδευτικού ιδρύματος, γνωστού με το όνομα “Λύκειο Ρισελιέ”. Προσέλαβε Έλληνες δασκάλους στο Λύκειο· και διευκόλυνε τη φοίτηση στο Λύκειο Ελλήνων σπουδαστών· ανάμεσα στους επιφανείς Έλληνες σπουδαστές του Λυκείου Ρισελιέ υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Αλέξανδρος – Ρίζος Ραγκαβής και ο Γρηγόριος Μαρασλής, ο επί χρόνια, στη συνέχεια, δήμαρχος της Οδησσού και μεγάλος Ευεργέτης.

Ήταν ευτύχημα για την πόλη της Οδησσού και για τον Ελληνισμό, το γεγονός ότι διάδοχος στη διοίκηση της πόλης υπήρξε ο πρίγκιπας Λανζερόν· επί της εποχής του η Οδησσός ανακηρύχθηκε “ελεύθερο λιμάνι”, σωτήριο μέτρο για το εμπόριο των Ελλήνων της Οδησσού, και δημιούργησε ένα ευχάριστο και δημιουργικό εθνικό περιβάλλον στα πλαίσια της Ελληνικής Κοινότητας της Οδησσού.

Πέτυχαν έτσι οι Έλληνες της Οδησσού να δημιουργήσουν τις μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις, με ενδεικτικές τις περιπτώσεις της οικογένειας Μπούμπα, της οικογένειας Ροδοκανάκη και της οικογένειας Ράλλη. Η συσπείρωση των Ελλήνων έγινε, πολύ ενωρίς μάλιστα, γύρω από την Εκκλησία της Αγίας Τριάδος. με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο. Η Εκκλησία της Αγίας Τριάδος στην Οδησσό προσέλαβε δε ιδιαίτερη ιερότητα για τους Έλληνες. Αυτό οφείλεται, και έπειτα στο γεγονός ότι επί πενήντα ολόκληρα χρόνια (1821 – 1871) φιλοξένησε το σκήνωμα του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τον οποίο απαγχόνισαν οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη την ημέρα του Πάσχα.

Το ίδιο μέλημα με την Εκκλησία, έδειξαν οι Έλληνες της Οδησσού και για την ίδρυση Ελληνικών Σχολείων.
Ίδρυσαν, λοιπόν, την Ελληνική Εμπορική Σχολή της Οδησσού και αποφάσισαν να αναλάβουν τα έξοδα της λειτουργίας της, και την ευθύνη για τη διοίκηση και τη διαχείρισή της. Απευθύνθηκαν στην περίφημη Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, και ζήτησαν τη συνδρομή της για να στελεχώσουν με το πιο αξιόλογο διδακτικό προσωπικό. Ανταποκρίθηκαν πρόθυμα, και κατά σύσταση του Νεόφυτου Δούκα, δυο "καλοκαγαθοί νεανίαι, τρόφιμοι λαμπράς παιδείας". Ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο οποίος ανέλαβε και Διευθυντής της Σχολής και ο Ιωάννης Μακρής: Το Σεπτέμβριο του 1817 εγκαινιάστηκε επίσημα στην Οδησσό η έναρξη της λειτουργίας της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής.
Ανάμεσα στους εκλεκτούς δασκάλους της Σχολής ο επιφανής Δάσκαλος του Γένους από την Ήπειρο Γεώργιος Γεννάδιος. Μαζί μ’ αυτόν ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, που διαδέχτηκε το Γ. Γεννάδιο στη Διεύθυνση της Σχολής, όταν εκείνος αποχώρησε από την Οδησσό, και ο Γ. Λασσάνης. Η Σχολή λειτούργησε με βάση πρωτότυπο για την εποχή εκείνη “Κανονισμό” και σύντομα έγινε μια πραγματική “Εστία των Φώτων”, καθώς τα πατριωτικά μαθήματα των δασκάλων βρήκαν απήχηση στις ψυχές των μαθητών της και καλλιέργησαν το πνεύμα της ετοιμότητας για τον επικείμενο αγώνα και την απελευθέρωση της πατρίδας μας.
Γρήγορα όμως έγινε αισθητή ανάμεσα στους Έλληνες της Οδησσού η έλλειψη ενός Σχολείου το οποίο θα κάλυπτε τις εκπαιδευτικές ανάγκες των Ελληνίδων κορασίδων.
Εξασφαλίστηκε η αναγκαία χρηματική βοήθεια που προσφέρθηκε από το μεγαλέμπορο της Οδησσού Θεόδωρο Ροδοκανάκη, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του νέου κτιρίου το οποίο, ύστερα από ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών της Κοινότητας ονομάστηκε “Ροδοκανάκειο Εκπαιδευτήριο”.
Κάλεσαν μάλιστα από την Ελλάδα τη γνωστή φεμινίστρια, δημοσιογράφο και συγγραφέα, Καλλιρρόη Παρρέν και της ανέθεσαν, για δυο χρόνια, τη Διεύθυνση του Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου. Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Η εβδομαδιαία εφημερίδα της, με τον τίτλο “Εφημερίς των Κυριών”, μαζί με την παράλληλη συγγραφική και κοινωνική της δράση, την είχαν καθιερώσει ως προτοπόρο του φεμιστικού κινήματος, που “έσπειρε τον ανθηρόν σπόρον, στην τότε άγονον και πετρώδη γην, ώστε να δημιουργηθή η τελεία γυναίκα της αύριον”.

Οι Έλληνες της Οδησσού φρόντισαν με δυο αποτελεσματικά μέσα να συνδέσουν άμεσα το σχολείο με την κοινωνία: Και αυτά τα μέσα ήταν το τυπογραφείο και το θέατρο. Ίδρυσαν γι’ αυτό το σκοπό “Τυπογραφική Εταιρεία” η οποία ανέλαβε την ευθύνη, όχι μόνο για την έκδοση των βιβλίων, αλλά και για την προώθησή τους σε όλες τις πόλεις της Ρωσίας, όπου ζούσαν Έλληνες μετανάστες και λειτουργούσαν ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς επίσης και στο ήδη ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος.
Με τα δυο Σχολεία της Οδησσού, συνδέθηκε επίσης και το Ελληνικό Θέατρο. Ποικίλο και πλούσιο το περιεχόμενο των θεατρικών έργων που ανέβαιναν στη σκηνή της Οδησσού. Έργα με τα οποία ανάσταιναν το ένδοξο αρχαίο παρελθόν και απέβλεπαν, στην αφύπνιση των Ελλήνων της Οδησσού. Ιδιαίτερη εντύπωση στους Έλληνες κατοίκους της Οδησσού προκάλεσε, το 1907, η παράσταση του έργου “Η ΤΙΜΗ” του Σούντερμαν, που δόθηκε με μεγαλοπρέπεια στο θέατρο της Οδησσού, με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Ελληνίδα δραματουργό Κυβέλη, που με τη χάρη και τη γοητεία του ταλέντου της, προκάλεσε τον ενθουσιασμό και τα συνεχή χειροκροτήματα των Ελλήνων της Οδησσού. Η ζωηρή και πολύπλευρη κοινωνική ζωή συνοδεύτηκε από πλούσιες εκδηλώσεις, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδειξη ισχυρών προσωπικοτήτων που σημάδεψαν τη ζωή και την εξέλιξη της πόλης της Οδησσού, την πραγματική “Ακρόπολη του Ελληνισμού της Διασποράς”, με τεράστια προσφορά στη Ρωσία και στην Ελλάδα.
Τέτοιες ακριβώς προσωπικότητες ήταν: Ο Γ. Γεννάδιος από τα Δολιανά της Ηπείρου, πρώτος Δ/ντής της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής και θεμελιωτής του μεγαλείου της, που συχνά μετέτρεπε τη σχολική έδρα σε Πνύκα, βγάζοντας παθιασμένους εθνικούς λόγους, με λαμπρό συγγραφικό, κοινωνικό και πνευματικό έργο, και πλούσια, στη συνέχεια, εθνική δράση την οποία θα ολοκληρώσει, ως ιερέας πια στην Ελλάδα και θα αποβεί πραγματικός στυλοβάτης του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Χάρη στο γιο του, Ιωάννη Γεννάδιο, πρωτοπόρο της Αναγέννησης του Έθνους και λαμπρό διπλωμάτη, ο Γ. Γεννάδιος θα μείνει για πάντα στη μνήμη των Ελλήνων, με τη γνωστή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, δώρο πολύτιμο προς το Έθνος.

Εξέχουσα επίσης ελληνική προσωπικότητα που συνδέθηκε, όσο λίγοι, με την οικονομική, εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή της Οδησσού, ο Γρηγόριος Μαρασλής. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό την εποχή που η Φιλική Εταιρεία είχε αναπτύξει αξιόλογη εθνική δράση. Γίνεται στέλεχος της Εταιρείας και παραχωρεί την οικία του για τις συνεδριάσεις των Φιλικών.

Εκλέγεται για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια δήμαρχος της Οδησσού, την οποία φρόντισε να στολίσει με λαμπρά δημιουργήματα και εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως ήταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Δημοτικό Μουσείο, το Δημοτικό Θέατρο, η Δημοτική Αγορά, και άλλα έργα που συντελούσαν στην ακτινοβολία της πόλης και στο γόητρο του δημάρχου. Δε λησμόνησε βέβαια και το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, στο οποίο πρόσφερε λαμπρά δημιουργήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει μέχρι σήμερα το περίφημο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομα της Οδησσού και στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων της πόλης προβάλλει και σήμερα μεγαλόπρεπο το κέρινο Ομοίωμα του Μαρασλή. Η δημαρχία του προβάλλεται ως πρότυπο δημιουργικής δράσης σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι σήμερα.

Με την Οδησσό και τους Έλληνες συνδέθηκε επίσης ο γνωστός και μεγάλος Εθνικός Ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης από τα Ψαρά. Νεαρός ακόμα πήρε μέρος, όπως και πολλοί νησιώτες στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπέρ των Ρώσων και συμβάλει στην επιτυχή γι’ αυτούς έκβασή του. Συνδέθηκε στην Πετρούπολη με το φίλο της Αικατερίνης Ποτέμκιν, γνωρίστηκε με την ίδια την Αυτοκράτειρα, και με έδρα το Ασδραχάν, και στη συνέχεια το Ταϊγάνιο, ασχολήθηκε με την αλιεία του οξύρυγχου από τον οποίο προέρχεται το χαβιάρι, από το εμπόριο του οποίου απέκτησε τεράστια περιουσία. Διατήρησε φιλικές σχέσεις με τον Ι. Καποδίστρια, τον Αδ. Κοραή και το Νικηφ. Θεοτόκη, και βοήθησε, με τεράστιες δωρεές στην προσπάθειά τους για το διαφωτισμό του Γένους. Φτάνει, στη Ζάκυνθο, τάσσεται στο πλευρό της αγωνιζόμενης Ελλάδας και εκεί τον βρίσκει το τέλος της ζωής του. Γνωστές σε όλους μας οι δωρεές του προς την Ελλάδα, με επίκεντρο τη Βαρβάκειο Σχολή και τη Βαρβάκειο Αγορά. Η Ελλάδα αναγνώρισε επίσημα την προσφορά του, ανεγείροντας προς τιμή του μεγαλοπρεπή ανδριάντα που κοσμεί μέχρι σήμερα το χώρο του Ζαππείου.

Από τα Γιάννινα έλκει την καταγωγή της η Οικογένεια των Μελάδων που με αρχηγέτη το Γεώργιο Μελά ανέπτυξε αξιόλογη επιχειρηματική και εθνική δράση σε πολλές πόλεις της Ρωσίας, στην Κων/λη και στα Γιάννινα. Πολυπόθητο όνειρο του γιου του, Λέοντα Μελά η απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών, με μέσο τα βιβλία “προς μόρφωσιν των νέων” , έγινε γνωστός στην Ελλάδα από το γνωστό παιδικό ανάγνωσμα “Ο Γεροστάθης”, με το οποίο διαπαιδαγωγήθηκαν ολόκληρες γενεές των Ελλήνων, διατηρώντας μέχρι σήμερα την επικαιρότητα. Εξίσου γνωστός ανά την Ελλάδα ο αγνός εκείνος ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς, που έσπειρε, με τη θυσία του, το σπόρο της λευτεριάς, τους γλυκούς καρπούς του οποίου θέρισε αμέσως μετά το Έθνος. Στην υπηρεσία της πατρίδας μας, με τον ίδιο ζήλο και την ίδια ευεργετική διάθεση, με τους συγγενείς του, έθεσε τον εαυτό του ο Βασίλειος Μελάς, ιδρυτής μεγάλου εμπορικού στο Λονδίνο, με εισαγωγές σιτηρών από τη Ρωσία, δημιουργός του γνωστού Μεγάρου Μελά στην Αθήνα, και του επίσης γνωστού Ιδρύματος Μελά, με την τεράστια προσφορά στην εκπαίδευση της πατρίδας μας.

Με τέτοιες λαμπρές προσωπικότητες και τέτοια δημιουργική δραστηριότητα, δεν είναι τυχαίο πως η Οδησσός αναδείχτηκε βασική πνευματική εστία του Ελληνισμού στη Ρωσία. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πόλη της Οδησσού συνέδεσε το όνομά της με τη Φιλική Εταιρεία, τη μυστική αυτή οργάνωση που άνοιξε, όπως είναι γνωστό από τα μαθηματικά μας χρόνια, διάπλατα το δρόμο προς την πολυπόθητη Εθνεργεσία. Γνωστοί επίσης σε όλους μας οι τρεις ιδρυτές της, ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ απ’ τα Γιάννινα, και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο, μαθητής της Πατμιάδας Σχολής στα “Απομνημονεύματα” του οποίου “περί Φιλικής Εταιρείας” οφείλουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη δράση της και την προσφορά της προς το Έθνος.

“Η λαμπρή τροχιά που είχε διαγράψει ο αστερισμός των Ελλήνων στο μαυροθαλασσίτικο λιμάνι” της Οδησσού, διατηρήθηκε, με λαμπρά επιτεύγματα, επί 125 ολόκληρα χρόνια. Το τέλος της ήρθε κάπως απρόσμενα και ήταν πράγματι τραγικό. Τον Ιανουάριο του 1919, ύστερα από απαίτηση των Συμμάχων, με τους οποίους είχε συμπαραταχθεί η Ελλάδα κατά τους πολέμους που είχαν προηγηθεί, η Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, που είχε πάρει ανάλογες υποσχέσεις για τη διατήρηση των εδαφών που είχε κατακτήσει με τους πολέμους, αποφάσισε να αποστείλει Εκστρατευτικό Σώμα στην Ουκρανία εναντίον των επαναστατών, οι οποίοι δεν είχαν επικρατήσει ακόμα πλήρως στην Οδησσό. Αυτό υπήρξε και η αρχή του τέλους. Η “Ακρόπολις του Ελληνισμού της Ρωσίας”, όπως, επί δεκαετίες ολόκληρες, αποκαλούσαν την Οδησσό, έπαψε να εκπέμπει το φως της σε ολόκληρο τον πληθυσμό του Εύξεινου Πόντου. Όμως ακόμα και σήμερα η Οδησσός εξακολουθεί να παραμένει η πόλη του θρύλου, του παλαιού μεγαλείου και της δόξας, που σκλαβώνει και σήμερα τον επισκέπτη. Το Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας, δημιούργημα του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού με τα περίφημα εκθέματά του στον εσωτερικό χώρο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το έργο του Τσόκου “Ο όρκος των Φιλικών”, οι περίφημες “Σκάλες Ποτέμκιν”, το Αρχαιολογικό Μουσείο, με χρώμα καθαρά αρχαιοελληνικό, ή η περίφημη Όπερα της Οδησσού, από τις ωραιότερες στον κόσμο, που ανεγέρθηκε κατά την περίοδο της δημαρχίας του Γρηγορίου Μαρασλή, και τόσα άλλα λαμπρά δημιουργήματα των Ελλήνων, καθιστούν έντονο το ελληνικό στοιχείο και ζωντανή την ακτινοβολία του Ελληνισμού σ’ αυτό το ιστορικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό ακριβώς το κλίμα ζήσαμε κι εμείς κατά την πρώτη επίσκεψή μας, το έτος 2000, στην Οδησσό.

Οι τέσσερις αυτές φωτεινές εστίες του Ελληνισμού στη Ρωσία, η Νίζνα, η Μόσχα, η Πετρούπολη και η Οδησσός, αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν, διαχρονικά, οι ακλόνητοι εκείνοι δεσμοί με τους οποίους θεμελιώθηκε το λαμπρό οικοδόμημα των Ελληνορωσικών Σχέσεων. Σ’ αυτές τις Ελληνορωσικές Σχέσεις είναι αφιερωμένο το έτος 2016, “ως έτος ΕΛΛΑΔΑΣ – ΡΩΣΙΑΣ” το οποίο βαδίζει ολοταχώς προς το τέλος του. Κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, πραγματοποιήθηκαν στις δυο χώρες πλούσιες εκδηλώσεις, και μάλιστα σε δυο επίπεδα: σε επίπεδο πολιτικό, κυβερνητικό, και σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτιστικό.

Στο πρώτο επίπεδο εντάσσεται η αναγόρευση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κυρίου Προκόπη Παυλόπουλου, σε επίτιμο διδάκτορα της Ρωσικής Προεδρικής Ακαδημίας της Μόσχας και η συνάντησή του με τον Πρόεδρο Πούτιν, η μετάβαση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Αλέξη Τσίπρα, στη Μόσχα, και στο Οικονομικό Φόρουμ· της Πετρούπολης, και η συνάντησή του με τον Πρόεδρο Πούτιν, κατά την οποία συζητήθηκαν θέματα που αφορούν τις δυο χώρες, καθώς επίσης η προσκυνηματική επίσκεψη του Προέδρου Πούτιν στο Άγιο Όρος, κατά την οποία του αποδόθηκαν οι ανώτερες προβλεπόμενες τιμές.

Δεν θα είχαν όμως αυτές οι δραστηριότητες τη σημασία που τελικά απέκτησαν, αν περιορίζονταν μόνο σε επίπεδο κορυφής. Ευτυχώς δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά η πρωτοβουλία για μια σειρά δραστηριοτήτων περιήλθε στη λεγόμενη κοινωνία των Πολιτών. Αυτό συνέβη και στις δυο χώρες. Έτσι στη Μόσχα οι Έλληνες Ομογενείς μετά την παρέλαση στην εθνική γιορτή, με ελληνικές σημαίες επισκέφθηκαν το Μνημείο των Αδελφών Λειχούδη στη Μονή του Αγίου Νικολάου, ενώ το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού στη Μόσχα οργάνωσε καλλιτεχνική εκδήλωση κατά την Εθνική μας επέτειο, και Ελληνοπούλες του Πόντου, συμμετείχαν σε ανάλογη εθνική εκδήλωση στην Οδησσό.

Στην Ελλάδα, και στη Ρωσία, με πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών, οργανώθηκαν, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο Ελληνορωσικό Κοινωνικό Φόρουμ, με ομιλίες στην Πετρούπολη, και απονομή του Χρυσού Μεταλλίου στην Αθήνα, στην Πρόεδρο της Άνω Βουλής της Ρωσίας, κ. Βαλεντίνα Ματβιένκο, από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Σπουδών “Ιωάννης Καποδίστριας”.

Από αυτές τις εκδηλώσεις δεν μπορούσε να απουσιάσει η Ήπειρος, με δεδομένη τη συμβολή των Ηπειρωτών Ευεργετών και Δασκάλων του Γένους στη δημιουργία και την προσφορά του Ελληνισμού της Ρωσίας. Το ξεκίνημα έγινε, το 1983, με εκδρομή 144 Ηπειρωτών στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, με πρωτοβουλία του Δήμου Ιωαννιτών. Ακολούθησε η αδελφοποίηση των Ιωαννίνων και της Νίζνας, το 2004, και πρόσφατα η μεγάλη περιοδική έκθεση στη Μόσχα, με πρωτοβουλία του Δήμου Ιωαννιτών και τη συμμετοχή της Περιφέρειας Ηπείρου, της Μητρόπολης Ιωαννίνων, θησαυρών της Γιαννιώτικης αργυροχρυσοχοΐας, που εξακολουθεί να παράγει υπέροχα δημιουργήματα μέχρι σήμερα, τα οποία έχουν καθιερώσει τα Γιάννινα και ως πόλη των Αργυροχρυσοχόων.

Εμείς, απ’ την πλευρά μας, όλα αυτά τα χρόνια, με το πλούσιο εκδοτικό μας έργο, τις ερευνητικές μας επισκέψεις στη Ρωσία, τις ομαδικές εκπαιδευτικές μας εξορμήσεις στη Ρουμανία, τις διαπολιτισμικές μας εκδηλώσεις στην Αλβανία, και τις παρουσιάσεις έργων του Συνδέσμου μας αφιερωμένων στους Ευεργέτες μας, όπως αυτή στην Αθήνα για τον Ιωάννη Δομπόλη, και η σημερινή, με θέμα τον Ελληνισμό της Ρωσίας, πασχίζουμε να δώσουμε στους συμπατριώτες μας τη δυνατότητα να ευαισθητοποιούνται γύρω από τέτοια θέματα, να δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον να ενημερωθούν γύρω από αυτά και να εκδηλώνουν, σε ανάλογο βαθμό, την ευγνωμοσύνη τους, γι’ αυτά τα εκλεκτά τέκνα του Λαού μας, που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές τους. Αυτός είναι και ο βασικός στόχος του Αναμνηστικού Τόμου που σήμερα παρουσιάσαμε.

Η ομιλία του συγγραφέα Σπύρου Εργολάβου στην παρουσίαση του βιβλίου
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ
Έκδοση του Συνδέσμου Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων “ΟΙ ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ”
πηγή: Γιώργος Γκόντζος - Δημοτικο Ραδιόφωνο Ιωαννίνων

Ο ελληνισμός της Ρωσίας και η προσφορά του στο έθνος

Αναζήτηση