Από το 1993 ως το 2005 πραγματοποίησα επιτόπια εθνογραφική έρευνα στο Βλαχοχώρι του Νομού Ιωαννίνων - επαρχία Πωγωνίου που είναι γνωστό ως Κεφαλόβρυσο (πρ. Μετζιτιέ).
Οι Φρασεριώτες Bλάχοι.
Το Κεφαλόβρυσο (Μετζιτιέ) Πωγωνίου
Το χωριό αυτό σήμερα έχει περί τους 3.000 κατοίκους από τους οποίους ένα μεγάλο μέρος έχει ξενιτευθεί στη Δυτική Γερμανία από το 1960. Οι Βλάχοι αυτοί ήταν μέχρι πρόσφατα ημινομάδες κτηνοτρόφοι μεγάλων αποστάσεων. Μετακινούνταν μάλιστα σε μια μεγάλη έκταση που περιλάμβανε τη Βόρειο Ήπειρο (Νότια Αλβανία) και την ελληνική Ήπειρο (κυρίως περιοχές Αργυροκάστρου, Κορυτσάς, Γράμμου, Νεμέρτσικας, Μιτσικελίου) στα ορεινά και Μουρσίου, Αγίων Σαράντα, Αυλώνας, Σαγιάδας, Ασπροκλησίου, Λουρίδας, στα πεδινά και των δύο κρατών. Το 1947 με το οριστικό κλείσιμο των συνόρων Ελλάδος-Αλβανίας έπαυσε και η επικοινωνία των Βλάχων αυτών με το αντίστοιχο υπόλοιπο της Βορείου Ηπείρου.
Οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου είναι γνωστοί σαν Αρβανιτόβλαχοι, αν και η ονομασία αυτή δεν μπορώ να πω ότι τους ικανοποιεί. Οι ίδιοι αντιτείνουν σε αυτούς που τους ονομάζουν έτσι ότι είναι Έλληνες Βλάχοι και δεν έχουν καμιά σχέση με τους Αλβανούς, ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως Ρυμαίν, στο Κεφαλόβρυσο, Ρριμένι στην Ακαρνανία (Rrumür ή Rrëmër στα αλβανικά και Ρυμούροι στη Βοιωτία από τους Αρβανίτες).
Οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου υπάγονται σε μια μεγαλύτερη ομάδα, που έχουν την ονομασία τους από τη Φράσερη (αλβαν. Frasëri, σημαίνει φράξος, είδος δέντρου) της Βορείου Ηπείρου και συγκεκριμένα της περιοχής Ντάγλ-Πρεμετής. Άλλες ομάδες Βλάχων στη Βόρειο Ήπειρο είναι οι Κολωνιάτες (από τη γειτονική με τη Φράσερη Κολώνια) και οι Κεστρινιώτες (από το χωριό Κοστρέτσι της ιδίας περιοχής). Οι Βλάχοι της Βορείας Ηπειρου αποκαλούνται με διάφορα χαρακτηριστικά ονόματα, όπως «Ντότανοι», επειδή χρησιμοποιούν συχνά την αλβανική λέξη «ντοτ», δηλαδή καθόλου, αντί της επικρατούσας στα νότια βλάχικα ιδώματα «ίτς» (τούρκικης λέξης μέσω της αλβανικής: «χιτς»), «Λατσεφάτσηδες», από τη βλάχικη ερώτηση «τσε φάτσι», δηλαδή «τι κάνεις;» κ.ά. Αποδίδεται δηλαδή σε αυτούς ένας εθνογλωσσικός χαρακτηρισμός, ετεροπροσδιορίζοντας την ομάδα τους.
Οι Φρασεριώτες Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου υποστηρίζουν ότι παλαιότερα ήταν εγκαταστημένοι στη ορεινή περιοχή της Μερόπης (Νεμέρτσικα ή Ντούσκο) και συγκεκριμένα στην Παλιόχωρα της οποίας τα ερείπια σώζονται μέχρι σήμερα. Στη σημερινή θέση, σύμφωνα με την παράδοσή τους εγκατάστησε το 1853 ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (Αλεξάκης, 2001α· 2001γ). Γι’ αυτό τον λόγο και το χωριό τους ονομάστηκε Μετζιτιέ. Η περιοχή αυτή ανήκε προηγουμένως στο γειτονικό ελληνόφωνο χωριό Βασιλικό (πρ. Τσαραπλανά). Βλάχοι από την Παλιόχωρα εγκαταστάθηκαν πολύ ενωρίς και στην περιοχή του Αγρινίου και Ξηρομέρου (Ακαρνανία). Πρόκειται για τα γνωστά Βλαχοχώρια (Στράτο, Παλαιομάνινα, Όχθια κλπ.), ενώ η παρουσία τους επισημαίνεται και στη Θεσσαλία (Σέσκλο, Αλμυρό) και σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας (Κρύα Βρύση) και στο κράτος της ονομαζόμενης Βόρειας Μακεδονίας (Σκόπια) (Κουκούδης, 1999).
Παρόλο που μια συγκριτική επιστημονική μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων των Βλάχων της Βορείου Ηπείρου δεν έχει γίνει ουσιαστικά μέχρι τώρα, φαίνεται ότι αυτές οι τρεις ομάδες που ανέφερα μιλούσαν παρεμφερή ιδιώματα αν και διέφεραν ίσως πολιτισμικά σε πολλά άλλα σημεία. Πολύ περισσότερο δεν έχει μελετηθεί η σχέση του λεξιλογίου των ιδιωμάτων αυτών ως προς το λατινικό μέρος μιας αρχαϊκής πρωτοαλβανικής ή πρωτοβλάχικης γλώσσας, αν μπορούσαμε να πούμε. Δηλαδή λέξεις λατινικής προέλευσης που από άποψη μορφολογίας δεν συναντιόνται όμως σήμερα στα βλάχικα λεξιλόγια. Η συζήτηση για τον βαθμό και τον τρόπο επίδρασης στην αλβανική (κατά συνέπεια και στην αρβανιτοβλάχικη) μιας παλαιότερης δαλματικής ρομανικής γλώσσας που χάθηκε πρόσφατα είναι ακόμα ανοιχτή1.
Σχέση των Φρασεριωτών με τους Αλβανούς
Οι σχέσεις των Φρασεριωτών Βλάχων με τους Αλβανούς της Αλβανίας δεν ήταν ποτέ πολύ καλές για πολλούς λόγους. α) Στον βαθμό που και οι μεν και οι δε αναζητούσαν βοσκοτόπους ήταν επόμενο οι σχέσεις τους να είναι τεταμένες. Από την επιτόπια έρευνά μου στο χωριό Μετζιτιέ προκύπτει ότι επανειλημμένα είχαν γίνει αιματηρές συγκρούσεις και βεντέτες μεταξύ των δύο εθνοτικών ομάδων γι’ αυτούς τους λόγους. Αναφέρω την περίπτωση στη Σαγιάδα, όπου Αλβανοί μουσουλμάνοι (Μουατζήδες) χάλασαν τις καλύβες (λιάσες) των Βλάχων με αποτέλεσμα τον φόνο ενός Βλάχου και την αντεκδίκηση με παρόμοιο τρόπο των Βλάχων που σκότωσαν τον φονιά (Αλεξάκης, 1998-1999: 181). Στον ορεινό χώρο της Νεμέρτσικας συνοδευόμενος από τον καλύτερό μου πληροφορητή και συνεργάτη έγινα μάρτυρας ενός περιστατικού, το οποίο δεν ήταν βέβαια αιματηρό, ήταν όμως μια απόδειξη του τι συνέβαινε τότε. Ο Αχιλλέας Γραμμόζης αναγνώρισε στο πρόσωπο ενός βοσκού που συναντήσαμε στο βουνό, με το όνομα Νταλιάνης, τον εγγονό ενός τσοπάνου Αλβανού που παρ' ολίγο να σκοτωθεί με τον πατέρα του Αχιλλέα για διαφορές που αφορούσαν βοσκοτόπους. Τότε το αιματηρό επεισόδιο αποφεύχθηκε λόγω της αποφασιστικότητας του πατέρα του που ήταν οπλισμένος. β) Η διαφορά της θρησκείας. Σε μεγάλο ποσοστό οι Αλβανοί είναι μουσουλμάνοι, γι’ αυτό και οι Βλάχοι αδιακρίτως τους αποκαλούν Τούρκους. Έχουμε πολλές περιπτώσεις φονικών, για αυτούς τους λόγους που καταλήγαν σε βεντέτες. γ) Η ιδιοκτησία των βοσκοτόπων από τους Αλβανούς αγάδες, οι οποίοι ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή της Κονίσπολης. Το πρόβλημα των βοσκοτόπων ήταν πολύ κρίσιμο για τους Βλάχους, οι οποίοι νοίκιαζαν αυτές τις περιοχές από τους Τουρκαλβανούς. Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των Βλάχων για την ενοικίαση και περισσότερες δυνατότητες είχαν οι πλούσιοι κτηνοτρόφοι (τσελιγκάδες) γύρω από τους οποίους συνασπίζονταν μικρότεροι κτηνοτρόφοι. Έτσι δημιουργούνταν τα λεγόμενα τσελιγκάτα (Αλεξάκης, 2003). Ήταν επομένως εύκολο να τους προσεταιρισθεί ο Αλή Πασάς, ο οποίος για λόγους πολιτικής δεν τα είχε καθόλου καλά με τους γαιοκτήμονες2.
Αλβανικές επιδράσεις στους Φρασεριώτες Βλάχους
Παρά τις προβληματικές σχέσεις των δύο εθνοτικών ομάδων, παρατηρείται μια πολύ σημαντική αλβανική επίδραση στους Βλάχους αυτούς και αντίστροφα. Το «πάρε, δώσε» των δύο ομάδων φαίνεται ότι ήταν συνεχές στη διάρκεια των αιώνων λόγω της γειτνίασης και της συνάφειας και των συμβιωτικών σχέσεών τους. Ερώτημα όμως παραμένει από πότε χρονολογείται αυτή η γειτνίαση, εφόσον γνωρίζουμε ότι η Βόρειος Ήπειρος ήταν περιοχή κατοικούμενη κυρίως από Έλληνες.
Οι επιδράσεις μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες α) Γλωσσικές. β) Πολιτισμικές που συνδέονται άμεσα με τις γλωσσικές ή είναι ανεξάρτητες. Σημειώνω ότι επιγαμίες μεταξύ των δύο ομάδων δεν παρατηρούνται από τον περασμένο αιώνα, ενώ δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβαινε παλαιότερα. Όποιες επιγαμίες είχαν γίνει μεταξύ Αλβανών και Βλάχων την περίοδο μεταξύ 1850 και 1912 είναι μεμονωμένες και πρόκειται για αγάδες (μπέηδες) Αλβανούς που έπαιρναν εκβιαστικά συνήθως κάποια γυναίκα από την ομάδα αυτή των Βλάχων3. Γι’ αυτό τον λόγο υποστηρίζεται ότι οι γυναίκες έκαναν με τατουάζ σταυρούς στο πρόσωπο και το σώμα τους (για παράδειγμα τα χέρια, τα πόδια). Το αντίστροφο, γάμος Βλάχου με Αλβανίδα ήταν αδύνατο, καθώς οι Βλάχοι αυτοί είναι αυστηρά ενδογαμικοί και σε επίπεδο χωριού και σε επίπεδο τοπικής φυλής (tribu). Ενδεχομένως όμως να υπήρχαν επιγαμίες πολύ παλαιότερα όταν ακόμα όλοι οι Αλβανοί ήταν χριστιανοί ή με χριστιανούς Αλβανούς τα νεότερα χρόνια (πρβ. Γούναρης και Κουκούδης, 1997: 98).
Πώς μπορούν λοιπόν να εξηγηθούν αυτές οι αλληλοεπιδράσεις; Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο εθνολογικό θέμα, στο οποίο δεν μπορεί προς το παρόν να δοθεί απάντηση. Στη μελέτη αυτή θα επιχειρήσω να επισημάνω τις ομοιότητες και να το εξηγήσω στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, διατυπώνοντας μερικές υποθέσεις εργασίας.
Σημειώνω ότι λέγοντας αλβανικές επιδράσεις θα περιορισθώ σε αυτή την εισήγηση κυρίως στη λεξιλογική επίδραση και στη χρήση ορισμένων λέξεων κλειδιών (εθνογλωσσολογική προσέγγιση) (πρβ. Wierzbicka, 1997) για το πολιτισμικό τους σύστημα, που είναι απευθείας δάνεια από τους Αλβανούς ή μετάφραση δικών τους όρων (πρβ. Çabej, 1977). Το λεξιλόγιο σε αυτή την πρώτη προσέγγιση δεν μπορεί να είναι εξαντλητικό, καθώς στηρίζεται βασικά σε λέξεις που συγκέντρωσα κατά την επιτόπια έρευνά μου και όχι σε κάποιο ειδικό λεξικό της φρασεριώτικης (αρβανιτοβλάχικης γλώσσας). Δεν υπάρχει άλλωστε κάτι παρόμοιο. Θεωρώ ως αλβανικές λέξεις και εκείνες που έχουν λατινική προέλευση αλλά εισάγονται στη βλάχικη μέσω της μετατροπής τους φωνητικά και γλωσσικά σε αλβανικές. Οι λέξεις αυτές προέρχονται ως επί το πλείστον από τη δαλματική διάλεκτο ή καλύτερα γλώσσα (πρβ. Haagen, 1972). Πρόκειται δηλαδή για τα λεγόμενα αντιδάνεια, για παράδειγμα η λέξη bret = αρχηγός, βασιλιάς είναι μεν λατινικής προέλευσης (από το imperator) αλλά έχει εισέλθει στη φρασεριώτικη βλάχικη μετά την αλλοίωσή της φωνητικά στα αλβανικά. Συχνά η αλλαγή συμβαίνει σε ένα μόνο φθόγγο στη λέξη με συχνότερη την προφορά του s σε παχύ ş. Άλλωστε το λατινικό γλωσσικό μέρος (λεξιλόγιο κλπ.) της αλβανικής είναι ισχυρότατο, μέχρι σημείου ορισμένοι μελετητές να τη θεωρούν, χωρίς βάση, λατινογενή γλώσσα. Θα μπορούσε ίσως να μιλήσει κανείς για μια ημιλατινογενή (ημιρομανική) γλώσσα κυρίως ως προς το συντακτικό. Υπάρχει η άποψη ότι είναι τόσο μεγάλη η συντακτική συνάφεια ρουμανικής (και αρωμουνικής) με την αλβανική, ώστε μπορούν να αντικατασταθούν οι λέξεις από τη μια στην άλλη γλώσσα και να μην αλλάξει το νόημα (πρβ. Reichenkron, 1963: 97). Το ίδιο ισχύει και για τις νεοελληνικές, τούρκικες (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των Αλβανών είναι μουσουλμάνοι με κάποια μικρή τουρκική πρόσμειξη, όπως δείχνουν μερικά τοπωνύμια σε –lar και ορισμένοι όροι της συγγένειας) και σλάβικες λέξεις, οι οποίες έχουν προηγουμένως αλβανοποιηθεί (φωνητικά ή μορφολογικά). Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι δεν αποκλείεται η εισαγωγή των αλβανικών λέξεων στην αρβανιτοβλάχικη να έγινε μέσω άλλων οδών, για παράδειγμα της ελληνικής, της σλαβικής κλπ., ενώ αντίστροφα η εισαγωγή πολλών αρχαϊκών ή πρωτοελληνικών λέξεων στο βλάχικο λεξιλόγιο μπορεί να πραγματοποιήθηκε μερικές φορές μέσω της αλβανικής. Η παρουσία ίσως πρωτοελληνικού στοιχείου, συνδεόμενου άμεσα με τους Αλβανούς, τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μπορεί να το εξηγήσει αυτό (πρβ. Kουπιτώρης, 1870· Stanford, 1877· Πρόφης, 1995· Ζαμπουότσκι, 2002: 32-33, βλ. και Μihăescu, 1966, όπου και η βιβλιογραφία για τις ελληνικές γλωσσικές επιδράσεις στην αλβανική).
Πρέπει να αναφερθεί ακόμα ότι παλαιότερα οι γεροντότεροι του χωριού μιλούσαν και αλβανικά, τα οποία είχαν μάθει λόγω της συνάφειας τους με τους Αλβανούς ή από δασκάλους στα αλβανικά σχολεία που είχαν αρχίσει να λειτουργούν από το πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα4. Αυτοί είναι από τους σημαντικότερους λόγους εμπλουτισμού του βλάχικου λεξιλογίου με αλβανικές λέξεις αλλά όχι οι μόνοι. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι η αναλεξικοποίηση (relexification) ως προς τη γλώσσα δεν σημαίνει πάντα ότι οι αλβανικές λέξεις υποκατέστησαν τις βλάχικες. Αυτές υπάρχουν συνήθως παράλληλα (βλ. για την προβληματική: Tsitsipis, 1981: 201, 203-205). Άλλωστε έγινε προσπάθεια, χωρίς επιτυχία, εξαλβανισμού αυτού του πληθυσμού μετά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, το 1914 αλλά και μετά το 1947, με αλλαγές ονομάτων, γιατί δεν επέτρεπαν οι αλβανικές αρχές στους Βλάχους, όπως και στους Αλβανούς, να βαφτίζουν τα παιδιά τους και να τους δίνουν χριστιανικά ονόματα5. Έτσι βλέπουμε μερικές φορές οι Βλάχοι να διανθίζουν με φράσεις και εκφράσεις (παροιμίες κλπ.) αλβανικές τον βλάχικο λόγο τους. Για παράδειγμα, «Ντο μους ντο» ή «ντο μου ντο» (θέλοντας και μη, με το ζόρι), «πάρα μπάρδἐ πἐρ σάτι ζέζἐ» (λευκά χρήματα για μαύρες ώρες). Έχουμε εξάλλου περιπτώσεις όπου παλαιότερα κάποιοι μιλούσαν μεταξύ τους στα αλβανικά, χρησιμοποιώντας τα κυρίως σαν μια συνθηματική γλώσσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μητρική γλώσσα τους δεν ήταν τα βλάχικα. Σήμερα (1996) μόνο ηλικιωμένοι 60-80 ετών γνωρίζουν κάπως την αλβανική. Οι νεότεροι την αγνοούν. Αλλά και οι Αρβανιτόβλαχοι (Καραγκούνηδες) του Αγρινίου που είχαν εγκατασταθεί εκεί από τον 19ο αιώνα και αποκόπηκαν ενωρίς την αγνοούν εντελώς. Ο Νικολαΐδης μας αναφέρει ότι οι αλβανικές λέξεις στην Κουτσοβλάχικη είναι γύρω στις 150, στην αρβανιτοβλάχικη πρέπει να είναι πολύ περισσότερες, αριθμός των οποίων δεν μπορεί τώρα να υπολογισθεί, γιατί δεν υπάρχουν, όπως ανέφερα, συστηματικές μελέτες (ειδικά λεξικά κ.ά.). Ο Papahagi στο λεξικό του παραθέτει κατάλογο από 350 λέξεις, χωρίς να δηλώνει πάντα αν πρόκειται για φρασεριώτικες ή γκουμπλιάρικες. Η τελευταία περίπτωση φαίνεται πολύ πιθανή καθώς πολλές δεν είναι σε χρήση στο Κεφαλόβρυσο, όπως zot (κύριος), neáre (άνθρωπος), deră (πόρτα), cîmbăcúke (πέρδικα, κατά λέξη κοκκινοπόδαρη) κλπ. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο αυτές οι λέξεις να έχουν χαθεί.
Πρέπει πάντως να αναφέρω σχετικά ότι η αλβανική γλωσσική και πολιτισμική επίδραση στους Βλάχους παρουσιάζει διαβαθμίσεις. Σε μερικές ομάδες είναι μεγαλύτερη σε άλλες μικρότερη. Εκτός λοιπόν από την επίδραση που ανέφερα, υπάρχει μια άλλη ομάδα Αρβανιτόβλαχων που ονομάζονται Γκουμπλιάροι. Η ονομασία τους προέρχεται από ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου το Γκομπλιάρ της ίδιας περιοχής (Πρεμετής). Με την ονομασία αυτή οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου αποκαλούν εκείνους που δεν μιλούν καλά τα βλάχικα από άποψη λεξιλογίου, φωνητικής και τόνου. Γενικά αν κάποιος έχει αρχίσει να ξεχνάει τα βλάχικα τον αποκαλούν περιπαικτικά «Γκουμπλιάρη». Στην Ήπειρο πρόκειται συνήθως για Βλάχους που έχουν εγκατασταθεί σε ελληνόφωνα χωριά, ως ποιμένες. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ομάδες Βλάχων, οι οποίοι ήδη από την Βόρειο Ήπειρο είχαν δεχθεί μεγαλύτερη αλβανική επίδραση στη γλώσσα τους (φωνητική, λεξιλογική, στον τόνο). Πολλοί από αυτούς ήταν εγκαταστημένοι στα ελληνόφωνα χωριά της Κόνιτσας, προερχόμενοι από το Γκομπλιάρ. Οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου έχουν έρθει σε γάμους με αυτούς, παίρνοντας γυναίκες από εκεί. Μου έκανε εντύπωση η συμπεριφορά των γυναικών αυτών (Γκουπλιάρων), τις οποίες γνώρισα, που πραγματικά κατά γενική αποδοχή αλλά και όπως διαπίστωσα και ο ίδιος διέφερε από εκείνη των γυναικών του χωριού6. Οι Βλάχοι τις θεωρούν αυτές μάλλον Αλβανίδες. Μερικές μάλιστα Βλάχες τις περιέπαιζαν μιμούμενες τα Γκουμπλιάρικα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με τις Κολωνιάτισσες και τις Κεστρινιώτισσες Βλάχες που έχουν παντρευτεί στο χωριό. Πάντως φαίνεται ότι οι αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα σε Αλβανούς και Βλάχους άλλοτε ήταν μεγαλύτερες άλλοτε μικρότερες, ενώ δεν αποκλείεται και ο πλήρης εξαλβανισμός κάποιων βλάχικων ομάδων στην Αλβανία αλλά και στον ελληνικό χώρο, καθώς και το αντίστροφο (πρβ. Λαζάρου, 1994: 451, 464· Αλεξάκης, 1996). Στον βαθμό που έχει συμβεί αυτό θα αναμένουμε και μεγαλύτερο βαθμό δαλματική επίδραση ως προς το λατινικό μέρος στην ομιλούμενη βλάχικη (αρωμουνική) των περιοχών αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως πρέπει να εξετάζονται και οι ισόγλωσσοι.
Ποια όμως είναι η μορφή αυτής της βλάχικης διαλέκτου; Πρέπει να τονίσω ότι η φρασεριώτικη διάλεκτος διαφέρει σημαντικά από εκείνη των Κουτσόβλαχων της Πίνδου, την οποία οι ίδιοι ονομάζουν Μετσοβίτικη. Πάντως η συνεννόηση επιτυγχάνεται με κάποια ίσως δυσκολία. Στο Κεφαλόβρυσο βρέθηκα αρκετές φορές μπροστά σε μεικτές παρέες Αρβανιτόβλαχων και Κουτσόβλαχων, οι οποίοι συνομιλούσαν ο καθένας στο δικό του ιδίωμα. Στην ερώτησή μου αν συνεννοούνται άνετα αυτοί, απάντησαν: «όχι τόσο καλά αλλά καταλαβαίνουμε».
Πιο συγκεκριμένα αυτό που χαρακτηρίζει τη φρασεριώτικη βλάχικη είναι η συχνή αποβολή συμφώνων κυρίως του m, του n , του l μετά από r (αρχικά με ομοίωση σε διπλό r) (βλ. Papahagi, 1963: 16· Βασιλείου, 2015: 69-90 για την αλλοφωνία) αλλά και φωνηέντων και η σύντμηση των λέξεων, φαινόμενο χαρακτηριστικό στην αλβανική γλώσσα, στην οποία μεγάλος αριθμός των λέξεων είναι μονοσύλλαβες, πράγμα που παρατηρείται και στη σύντμηση των ονομάτων, για παράδειγμα Κωνσταντίνος / Kώτσης, Κώτσος, Kωνσταντίνα / Τάνα, Δημήτρης / Τούσης, Χαράλαμπος / Τάμπε κλπ. (βαλκανισμός), για παράδειγμα tureşti είναι το κοπάδι (κατά λέξη tur-eşti - τόπος του κοπαδιού - στάνη) από τη λατινική λέξη turma και την ελληνοαλβανική κατάληξη – ίστα (ίστρα) στη βλάχικη εκδοχή της – έστι (στα αλβαν. toristë). Κară είναι το κρέας από τη λατινική λέξη carne, gâru και gâruţ, στάρι, σπόρος, από το λατινικό granus. Η αποβολή των συμφώνων είναι ένα φαινόμενο που αντιβαίνει στην άποψη για την αρχαϊκότητα της αρβανιτοβλάχικης. Ο Παδιώτης την έχει χαρακτηρίσει «πρωτορουμανική». Τονίζω ότι πρόκειται πάντα για βλάχικη/αρωμούνικη διάλεκτο και όχι για μια άλλη ρομανική (δαλματική κλπ.) γλώσσα, ενώ το αίσθημά μου είναι ότι όποια επίδραση, δαλματική/αλβανική, υπάρχει, είναι μεταγενέστερη. Γενικά όμως, η κουτσοβλάχικη έρχεται πιο κοντά από άποψη διατήρησης των συμφώνων με τη λατινική και την ιταλική, ενώ η φρασεριώτικη έχει μεγαλύτερη συνάφεια με το λατινικό μέρος της αλβανικής και τη γαλλική7. Αυτό πρέπει να συνδεθεί και με την προφορά του r ως χ-γ (ενδιάμεσο). Δεν πρόκειται, όπως κακώς έχει αποδοθεί για τον διπλό φθόγγο rr , που συναντάμε στα αλβανικά στην αρχή των λέξεων, συνδεόμενο με την ελληνική (δίγαμμα και ρ). Η προφορά του αλβανικού διπλού rr (έντονο) είναι τελείως διαφορετική και αν συναντιέται στα αρβανιτοβλάχικα είναι δάνειο από αυτή τη γλώσσα. Η προφορά του r ως γ-χ οδήγησε μερικούς γλωσσολόγους να αναγνωρίσουν ισχυρή κέλτικη επίδραση σε αυτή τη βλάχικη διάλεκτο. Το ίδιο ισχύει και για την αλβανική με τους λατινικούς φθόγγους u και ct που μετατρέπονται αντίστοιχα σε ü ή y και it ή jt(t) (για παράδειγμα fryt < fructus, fëtyrë < factura , sturu < shtyllë < στύλος, kryq < crux-cis κλπ.), που συναντιόνται και στη γαλλική αλλά και στη δαλματική (πρβ. Ajeti, 1965: 1-3 και Camproux, 1974: 55). Το παραπάνω φαινόμενο όμως παρατηρείται και σε μη λατινικές λέξεις, για παράδειγμα bythë. Αυτά τα φθογγικά στοιχεία συναντιόνται και στη φρασεριώτικη. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρξε από την προχριστιανική περίοδο μια ισχυρή κέλτικη εγκατάσταση. Με άλλα λόγια στον ευρύτερο χώρο που εξετάζουμε, συναντάμε δύο διαφορετικούς τύπους λατινικών λέξεων τις δαλματοαλβανικές και τις ρουμανοαρωμουνικές με ίδια η παραπλήσια σημασία. Αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: krushk/cuscru (συμπέθερος), kushërin/consorin u (ξάδελφος), shtëpi/ospa ţ (σπίτι, γεύμα), emtë/matúşă (θεία), fryt/frut/frupt (καρπός) κ.ά. (Vătăşesku, 2001: 74· 2002: 79). Μια άλλη διαφορά είναι η κατάληξη του ρήματος, που είναι -escu στα κουτσ. και στα ρουμ. και -estuστα αρβανιτοβλάχικα. Θα πρέπει μάλλον να δεχθούμε ότι οι αρωμουνικές και οι ρομανικές γενικά διάλεκτοι, ανάλογα με την περιοχή ή χώρα που μιλιούνται έχουν δεχθεί και ανάλογη επίδραση, σλαβική, αλβανική, ελληνική κλπ. Σημειώνω πάντως ότι η φρασεριώτικη βλάχικη του Μετζιτιέ έχει αποβάλει σήμερα, λόγω της απομόνωσης, πολλές αλβανικές λέξεις, ενώ έχει δεχθεί σημαντικό αριθμό νεοελληνικών λέξεων. Το φαινόμενο αυτό σε τελική ανάλυση συνδέεται με τη γλωσσική ηγεμονία κατά περιοχές, της αλβανικής στην Αλβανία και της ελληνικής στην Ελλάδα.
Τα ανθρωπωνύμια των Βλάχων αλβανικής προέλευσης
Θα αρχίσω ξεκινώντας από τα επώνυμα. Θα αναφέρω έναν αριθμό επωνύμων και παρωνυμίων των Βλάχων του Κεφαλόβρυσου που είναι αλβανικής προέλευσης και ετυμολογίας:
Γκάτσης, ανθρακιά (μεταφ. αυτού που σπινθηροβολούν τα μάτια ή ο κοκκινοπρόσωπος) από το αλβ. gacë-a.
Γκέγκας, μια εξήγηση από το γίγας, εξού και η αλβανική φυλή Γκέγκηδες, λόγω του ύψους των, η άλλη κατά την άποψή μου από το αλβανικό keq, δηλαδή κακός, το οποίο πάλι προέρχεται από το λατινικό caecus, δηλαδή τυφλός.
Γκερμότσης, καμπούρης, από το αλβ. gërmuc-i.
Γκέρτσος, πρώτη σημασία βράχος, από το αλβ. gerxh-i. Gërxho, μεταφορ. γεροξεκουτιάρης, άνθρωπος αγροίκος.
Γκότσης (αντί Κότσης), από το Κώστας με μετατροπή του κ σε γκ επί το αλβανικότερο.
Ζιώγας (Γκουμπλιάρος), πουλί από το αλβ. zog .
Καρόκης, παρωνύμιο, χοντροκέφαλος, από το αλβ. karroqe, μέτρο χωρικότητας (αρχικής σλάβικης. προέλευσης από το «κορύτο», ξύλινο δοχείο).
Κόμης, μακρυμάλλης, από το αλβαν. (και ελληνικό), kom-i, komë-a κόμη, χαίτη κλπ.
Kόντης, από το αλβαν. kondoj, καταντώ.
Κοροβέσος, παρωνύμιο, κοψαύτης, από το αλβ. korr, θερίζω, κόβω vesh-i, αυτί.
Κούρος, είναι μετάφραση τους αλβανικού bythë, που συναντιέται και στους Βλαχους και ως Μπίτας, και στους ελληνόφωνους ως Σμπίτας, Βήτας κλπ. και σημαίνει τα οπίσθια του ανθρώπου.
Λούτσος, μουσκεμένος, από το αλβ. lucë.
Mανές, από το αλβαν. Mane.
Μάρης, τρελλός, ανόητος, από το αλβ. marrë .
Μπεράτης, από το αλβανικό berr-i, δηλαδή τράγος. Σχετικό και το επώνυμο Μπερίκος.
Μποράκης, από το αλβαν. borë, χιόνι (πρβ. και το ελληνικό «μπόρα» (καταιγίδα) και «βορράς».
Mπούμπας, ζωύφιο, μαμούνι, φάντασμα, από το αλβ. bubë .
Μπούσιας, Μπούσης, από το αλβαν. bush-i χειλάς, και αυτό από το αλβαν. buzë-a (χείλος). Κατά τον Λαζάρου (1983: 179) το επώνυμο με εκφορά Μπούσιος προέρχεται από τη βλάχικη λέξη buşu (γροθιά) (άγνωστης προέλευσης/ετυμολογίας κατά Papahagi, 1963), δηλαδή κοντός, πυγμαίος. Η σημασία πάντα ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Μπούτασης, μαλακός, από το αλβαν. but. Πρβ. και το ελληνικό επώνυμο Μπούτος και το τοπωνύμιο στη Λακωνία Βουτιάνοι.
Νάνης, από το αλβαν. nenë, δηλαδή είδος χόρτου (αμάραντος, βλήτο).
Πίγκιος, αυτός που φοράει «πίγκες», γουρνοτσάρουχα, αλβ. opingë, opangë.
Πότσης, από το αλβανικό poc-i, δηλαδή δοχείο, μπρίκι.
Ραπακούσης (Γκουμπλιάρος), από το αλβαν. rrap-i , πλάτανος, και «κούσης» (κτίστης).
Ράπος, παρωνύμιο που σημαίνει πλάτανος από το αλβαν. rrap-i.
Ρούντας, όχι απόλυτα εξακριβωμένης ετυμολογίας, γιατί στα αλβ. rudo, rut-di σημαίνει κατσαρομάλλης, rrudhë, ρυτίδα, ζαρωμένος, στα βλάχ. rudu , από το λατ. rudus, σημαίνει, «μαλακός όπως το μαλλί». Η σημασία ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Σιούλης, ψηλός από το αλβ. shul-i.
Σιούτης, από το αλβανικό shyt-i, ζώο χωρίς κέρατα. Παρεμφερές και το ανάλογο για το θηλυκό ελάφι που δεν έχει κέρατα.
Σιώρης, κουρούνα, κόρακας (μεταφορ. αναιδής κλπ.), από το αλβ. sorrë (και korb-i) και αυτό από λατ. corvus.
Σκούπρας, σκουπίδι, από το αλβ. skupirë, και υποτιμητικά για τον άνθρωπο (Οικονόμου, 1997).
Ταμούσης, από το αλβανικό tamë, κεφαλάρι (πηγή) και την αλβαν. υποκοριστική κατάληξη -ούσης.
Τάρες, τανάλια, μέγγενη, από το αλβανικό τόσκ. darë (γκεγκ. danë).
Tζίνος, Tσίνος, από το αλβαν. Ginos , Ginis με τσιτακισμό.
Τόπουλος, το οποίο πρέπει να προέρχεται από το αλβανικό όνομα «Θόπια» (έχει πάρει δηλαδή ελληνική κατάληξη). Μάλλον από το βιβλικό Tobia. Σημειώνω ότι Βλάχοι δεν έχουν τους φθόγγους δ και θ και γι’ αυτό τους μετατρέπουν συχνά στα αντίστοιχα σκληρά σύμφωνα της αλβανικής ή ελληνικής.
Tόρης, από το αλβ. torro (ηλίθιος) ή torre (ονομασία των Αλβανών της Ελλάδας).
Τσέπας, cep-i στα αλβανικά σημαίνει, τσέπη, γωνία, μαντίλι κλπ. (βλ. παρακάτω τον μύθο των Τσεπαίων με τη Νεράιδα).
Tσιούλος, από το αλβ. ciula, πρόβατο με μικρά αυτιά.
Φούκης, ρωμαλέος, δυνατός, από το αλβ. fuqi-a, δύναμη, ρώμη.
Παρατηρήσεις: Τα αλβανικής προέλευσης επώνυμα είναι γύρω στο 45%. Μια σημαντική παρατήρηση είναι ότι τα περισσότερα επώνυμα κατά κανόνα προέρχονται από παρωνύμια και όχι από βαφτιστικά, πράγμα που υποδηλώνει πολύ αργή διακλάδωση του σογιού και της οικογένειας αλλά και άμεση γλωσσική επίδραση από την αλβανική, η οποία υποδηλώνει: α) ότι πρέπει να γίνονταν γάμοι παλαιότερα μεταξύ αυτών των Βλάχων και των Αλβανών· β) ότι η αλβανοφωνία των Βλάχων αυτών κάποτε ήταν πιο ισχυρή. Σημειώνω πάντως ότι ορισμένα από αυτά τα ονόματα δίνονται μερικές φορές στα παιδιά σύμφωνα με παλαιότερη αλβανική συνήθεια, και ως βαφτιστικά, όπως το Ράπος, το Μπούτος, το Μπόρε, το Ζιώγας (βλ. Tirta, 1980: 90-91). Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι σήμερα οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου δεν γνωρίζουν συνήθως τη σημασία του επώνυμού τους, πράγμα που σημαίνει ότι η σχέση τους με την αλβανική είναι πλέον εντελώς εξωτερική. Ως προς τις καταλήξεις αυτές μοιράζονται μεταξύ αλβανικής (σε -ης) και βλάχικης εκφοράς (σε –ας). Ερώτημα εξάλλου είναι αν τα αλβανικά αυτά επώνυμα προέρχονται από εξαλβανισμό Βλάχων ή το αντίστροφο. Απαντήσεις σε αυτό το θέμα μόνο με ιστορική προσέγγιση μπορούν να δοθούν και πάντα για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Σημειώνω ότι στα επώνυμα του μητρώου αρρένων του Κεφαλόβρυσου δεν συναντάμε τα συνήθη βλάχικα επώνυμα που βρίσκουμε αλλού (πρβ. Λαζάρου, 1983).
Λεξιλόγιο αλβανικής προέλευσης **
Αbúru, ατμός, αχνός, από τo αλβαν. avul-i, abul (σε μερικές περιοχές αλλά και στα αρχαία αλβανικά), ρουμ. abúru.
;Αrgăfánu, πασχαλιά (δέντρο), από το αλβαν. jargavan -i. Από το τουρκ. erghavân.
Bádzo, badzariό, τυροκόμος, τυροκομείο από το αλβ. baxho. κoυτσ. baţiu.
Bală, μέτωπο στα αλβ. ball-i, εξού και στα αλβαν. «μπαλίστες», δηλ. αντάρτες στην αντίσταση κατά των Γερμανών και Ιταλών. Φρασαρ.-Μετζιτιέ και frăntia.
Baleados, ασβός, από το αλβ. baldosë.
Baligă, κόπρος ζώων, από το αλβαν. bagëlë, ρουμ. băligar.
Βalliu, ασπροπρόσωπο ζώο, από το αλβ. balο-ja και αυτό από το ελλην. βαλλιός.
Bană, ζωή από το αλβαν. bëj, δηλ. πράττω, αλβ. banë, καλύβα κτηνοτρόφων, banesë, κατοικία. Στο ρήμα υπάρχει n στο θέμα (πρβ. punë-εργασία), γιατί συνδέεται με το ελληνικό «πόνος», «πονώ» (εργάζομαι), παρά το ό,τι έχει υποστηριχθεί (Λαζάρου, 1995).
Báre, αίσιος από το αλβαν. mbarë, oudhë mparë, καλό δρόμο και αρβανιτοβλάχικα «caliabáre», κουτσοβλ. kalebáre.
Βâru, ζωνάρι, από το αλβαν. bres-zi, κουτσοβλάχ. brânu και bârnu, ρουμ. brâu.
Bardziu, λευκός για ζώα, από το αλβαν. bardhë (ελλην. «πάρδος», «παρδαλός»).
Barsί, το τσίπουρο, από το αλβαν. bërsi-a.
Báskă, πλοκός μαλλιού από το αλβαν. bashkë (μαζί).
Báste, στοίχημα, από το αλβαν. bast-i.
Βătie, φοβία, από το αλβ. bëtjë (και μάχη).
Becu, αρνάκι, χαϊδευτ. από το αλβαν. bec-i.
Βercu, βράχος, αλβ. brek, berg, πρβ. και το γερμ. berg (βουνό) και το ελλην. «Πέργαμος». Φρυγικής προέλευσης;
Beronjă, Biroáne, στείρα από το αλβ. beronjë.
Βeruçe, bruçe, χλαίνη, φλοκάτη, από το αλβ. bërruce.
Besă, πίστη, εμπιστοσύνη, από το αλβαν. besë.
Βigă, διχάλα, από το αλβ. bigë.
Bisilică, βραχιόλι, από το αλβ. byzylyk . Από το τουρκ. bilezik.
Bistră, σκύλα. μεταφ. γυναίκα κακή, γλωσσού κλπ. από το αλβαν. bushtëra (σλαβ.).
Blidu, πιάτο, από το αλβαν. pljudo (σλαβ.). Φρασερ. sanu από το τουρκ. sahan.
Bliό, φλαμούρι, από το αλβανικό bli-ri (φλοιός, λατ. (li)brinum, liber).
Bonίţă, πήλινο αγγείο, από το αλβανικό bonice και αυτό από το αντίστοιχο σλάβικο.
Boră, καταιγίδα, από το αλβαν. bore.
Bratu, έλατο, από το αλβαν. brad ή bredh-i.
;Βrecuşe, βράκα, σαλβάρια, από το αλβαν. rekushe, brekë, λατ. braca, ρουμ.Brace, κελτ..
Brénda, μέσα από το αλβαν. Brenda (όχι εδώ, Γκουμπλιάροι).
Bretu, αρχηγός, βασιλιάς που ανέφερα εξού «bret di pu(l)iu» (ο βασιλιάς των πουλιών) (κοκκινολαiμης, ειδοποιεί τα άλλα πουλιά όταν υπάρχει κίνδυνος). Aλβ. mbret-i. Ρουμ. imbărat.
Broaskă, χελώνα, από το αλβαν. breshkë. Kατά τον Meyer δημώδες λατ. broskus.
Broáticu, από το αλβαν. bretëk-u (δημώδες λατιν. brotakus, ελλην. βάτραχος). Ρουμ. brotăcel.
Bubulίcă, είδος σφήκας, κάνθαρος, κατσαρίδα, από το αλβαν. buburecë.
Buburáku, νεφρός, από το αλβαν. bub(u)rek-u και αυτό από το τουρκ. buebrek. (Φρασαρ. arikiu).
Bucur, ωραίος, αλβ. (σπάνια χρήση). Κουτσ.-Φρασαρ. musatu.
Βucuvală, παπάρα, από το αλβ. bukëvalë.
Budză, χείλος, από το αλβ. buze, ρουμ. buză.
Bugátu, πλούσιος, από το αλβ. bugat και αυτό από το σλαβικό, bogat, (Mετζιτιέ avutu).
Βularu και bulear, είδος φιδιού, από το αλβ. bullar.
O Bura!, «Άντρες!», μεταφ. «στα όπλα!» από το αλβ. «οbura!», (Άλλες ετυμολογίες από το λατιν. burrare και το τουρκ. vour.
Burţίre, βράχος, από το αλβ. buker-i, brek.
Βufkă, είδος πετσέτας, από το αλβ. bufkë. Είδος εσωτερικής τραχηλιάς της γυναικείας φορεσιάς.
Cafcă, κρανίο, καύκαλο, από το αλβ. kafkë (ελλ.).
Cafsă, ζώα, βιός, από το αλβ. kafsë, από λατ. causa.
Câlcîă, γυαλί, από το αλβ. qelke-a και αυτό από το λατινικό calix-icis, κουτσοβλ. câlku.
Calu cucu, το αλογάκι της Παναγίας, o μάντις, από το αλβ. kali i qukës (κατά λέξη το «άλογο του κούκου»).
Câmeasă, πουκάμισο, από το αλβ. këmishë και αυτό από το λατιν. camisia. («κόντα», από τους Σαρρακιώτες Μετσόβου, στην Αυλώνα). Στην Ακαρνανία και το γυναικείο μισοφόρι.
Canίscu, γαμήλιο δώρο, από το αλβ. kanisk-i, και αυτό από το ελλην. «κάνιστρο». Στα κουτσ. cânίscu (γαμήλιος άρτος στολισμένος με σχέδια).
Canusiri, κοιτάζω, εκπλήσσω, απειλώ, φοβερίζω, από το αλβαν. kanos, kanosem (στο Μετζιτιέ λέγεται και facusiri).
Câprore, ζαρκάδι, αίγαγρος, από το αλβ. kaprul, κουτσ. câpriară.
Câpiţă, σωρός (χόρτου), αλβ. kapë, kapicë, κουτσ. câpiţu (βλ. και cîpiu).
Câpurdhe, μανιτάρι, από το αλβ. këpurdhë, ελλ. «λυκόπορδο», βλ. και κουτσ. popurdha.
Carcaléţu, ακρίδα, από το αλβαν. karkalec-i, σλαβ;
Cărută, ζώο με μικρά γυριστά κέρατα προς τα πίσω, από το αλβαν. kërrutë (ελλην. κυρτός).
Cârveale, ψωμί-καρβέλι, από το αλβαν. karavelë (σλαβ. karavaj ).
Câstura, μαχαίρι από το αλβαν. kostrë. Κουτσ. custur ă. (Νικολαΐδης).
Castravéţu, αγγούρι, από το αλβαν. kastravec-i (τουρκ.).
Câsidhă, άχωρ, κασίδα, (τριχοφάγος) από το αλβαν. kasid.
Catandis, καταντώ, από το αλβ. katandis.
Câţulă, σκούφος,κάλυμμα κεφαλής, από το αλβαν. kësoulë και αυτό από το λατιν. casula. ρουμ, câţiulă.
Caţúpi, τουλούμι, δέρμα ζώου, κυρίως κατσικιού όπου βάζουν το τυρί ή το λάδι), από το αλβαν. kacup-i.
Cavră, Gavră, τάφος, κοίλωμα, από το αλβαν. qivur- i και αυτό από το τουρκ. kibur ή το λατιν. cavula .
;Cazamίe, βιβλίο με παροιμίες, γνωμικά από το αλβαν. kazami, ημερολόγιο.
Ceflă, φλούδα, από το αλβ. cefël-a (ελλην. τσόφλι).
Ceră, κασίδα από το αλβ. qere .
Ceru, χάνω, από το αλβ. kërdi (λατιν. perdere), κουτσ, cîrdeare , cîrdire.
;Chiar, καθαρός, από το αλβ. qartë, λατ. clarus, ρουμ. chiar.
Ciapă, κρεμμύδι, από το αλβ. qepë, και αυτό από το λατιν. capa. ρουμ. ceapă.
Cîros, κασιδιάρης, από το αλβ. qeros.
Cîcu, στάζω από το αλβαν. pikoj. Κουτσ. cîcu.
Cîcută, σταγόνα, από το αλβ. pikate (κατά λέξη «οι σταγόνες»).
Cilimean, μικρό παιδί, από το αλβ. çilimi.
;Cince, κοριός, από το αλβ. cimkë, qimkë, λατ. cimex-icis, ρουμ. cince. Βλ. και tartabicu.
Cîpseştu, σιωπώ, από το αλβ. pusho(n)j, κουτσ. puşesku.
Cirisaru και cersar, Ιούνιος μήνας από το αλβ. qershor (κερασιστής-κεράσια).
Ciţă, μαστός, βυζί, από το αλβ. sisë ( αρχ. ελλην. τιτθή). Στην Ακαρνανία tsetsa.
Cîpiu, tipiu, σωρός (χόρτου), από το αλβ. qipi-a, (αλβ. και turrë) (σλαβ. προέλευσης kipa).
Cipok, μπούτι, μηριαίον οστούν, από αλβ. çapok.
Cîpúşa, τσιμπούρι, από το αλβ. këpushë, κουτσοβλ.. câpuţu, câpuşu, ρουμ. kâpuşă.
Cîsdă, γυναικείο αιδοίο, από το αλβ. pizde (αρχ. ελλην. «κοίσθος»).
Ciţelu, σκυλάκι, από το αλβ. kutë. Στην Ακαρνανία kutslu.
Ciucă, κορυφή από το αλβ. çukë.
Ciumulică, κορφούλα από το αλβ. kulm-i και αυτό από το λατιν. cumulus, culmen.
Ciupare, το κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών των Φρασεριωτών, από το αλβαν. kipare.
Cleapă, παγίδα, χειροπέδες, από το αλβ. kllapë.
Clutestu, cultestu, κλωσσάω από το αλβ. klloçis.
Cocă, τρύπα, εγκοπή, σημάδι μέτρου σε ξύλο αλλά και στο αυτί προβάτου. Από το αλβαν. qokë.
Cοcîlu, copilu, παιδί, βοηθός, νόθος, από το αλβαν. kopil-i.
Cόnturu, λόφος, από το αλβαν. kodrë. Μάλλον λατινικής προέλευσης (πρβ. Mihăescu 1966: 23). Σχετική και η αγγλική λέξη country (χώρα).
Copáţu, δρυς, λόχμη θάμνων ή δέντρων, από το αλβ. kopace-ja, κορμός δέντρου, είδος δέντρου, ρουμ. cupaţu. Πρβ. Κοπατσάροι.
Cόrdhă, είδος εργαλείου σε σχήμα σπαθιού που μπαίνει για να εμποδίζει τα ζώα,από το αλβαν. kordhë.
Cοru, κoρυφαίος χορού, χορός, από το αλβ. kor-i (σειρά, αράδα, χορός). Ο όρος υπάρχει στα αλβαν. παρά τις διαφορετικές απόψεις (Λαζάρου, 1979· Papahagi, 1963).
Cόtheru, ξύλινο περιλαίμιο ζώου, από το αλβαν. kothrë.
Cόtu, πήχυς, από το αλβαν. kut-i, και αυτό από το λατιν. cubitum (αγκώνας).
Crâpă, τεμάχιο υφάσματος, ράκος , από το αλβαν. kërp-i, σλαβ.
Crίcâ, σταυρός, το πάνω μέρος της γκλίτσας, από το αλβ. kryq-i, kryqe-ja (δαλματ.), κουτσ. crëuţu, ρουμ. cruţe. Από το λατ. crux-cis. Στην Ακαρνανία kirig.
Cúfumă, πτώμα, από το αλβαν. kufomë.
Cuiă, φλοιός ψωμιού, από το αλβαν. kore και αυτό από το λατινικό corium (δέρμα), κουτσοβλ. coară.
Culácu, κουλούρι, από το αλβαν. kuljac-i. Αρχ. ελλην. «κόλλιξ», «κολλίκιον».
Culós, βόσκω, από το αλβαν. kullos (όχι εδώ Γκουμπλιάροι).
Curbane!, θυσία (προς το Θεό), θύμα, μεταφορικά απλοποιημένη έκφραση αγάπης και αφοσίωσης προς ένα πρόσωπο, από το αλβαν. kurban (εβραϊκής/αραβοτουρκικής προέλευσης) με την ίδια σημασία, πρβ. στα αλβανικά την πλήρη έκφραση «t’ u bëfsha kurban!» (να γίνω θυσία για σένα!). Προέρχεται από το kurban bajram (μικρό μπαϊράμι ή μπαϊράμι της θυσίας των μουσουλμάνων Αλβανών).
Cutaru, μαντρί από το αλβαν. kotar, δηλ. μαντρί, κοτέτσι.
Cuvendă, διάλογος, ομιλία, από το αλβαν. kuvent-di και αυτό από λατιν. conventus, ρουμ. cuvînt (ίσως μέσω της ελλην.).
Cupélu, νόθος, κοπέλι, από το αλβαν. kopil-i.
Curiă, μικρό δάσος, άλσος, από το αλβαν. kurie, και αυτό από το τούρκ.
Cuvátă, γαβάθα από το αλβαν. govatë και αυτό από το λατιν. cavatus.
Dárdi, αχλαδιά, αχλάδι, από το αλβαν. dardhë.
Daşu, κριάρι χαϊδευτικά, από το αλβ. dash.
;Deagă, κλαδί, από το αλβ. degë.
;Deră, θύρα,πόρτα από το αλβ. derë.
Dhală, ξινόγαλα, από το αλβ. dhallë, και αυτό από το ελλην. «γάλα».
Dhiată, διαθήκη, από το αλβ.. dhjatë, ελλην.
Dragátu, αμπελοφύλακας αλβ. dragac-i.
Djedjeru, τζίτζικας, από το αλβ. gjingallë.
Dot, αδύνατο, από το αλβ. dot .
Doţiu, νόθος, από το αλβ. doci.
;Drugă, κλωστές, νήματα από μαλλί ή βαμβάκι, από το αλβαν. drugë (αδράχτι, σαΐτα αργαλειού).
Ducestu, θυμάμαι, από το αλβ. dukem (φαίνομαι).
;Duşcu, δρυς από το αλβ. dushku.
Dzîndă, νεράιδα από το αλβ. zërë, zënë (zane) αυτό κατά μιαν άποψη από το λατινικό Diana κατά μίαν άλλη από το divina. Koυτσ. dzină. H παρουσία του d αλβανική επίδραση, πρβ. και τα katund (αλβαν.)/catună (βλαχ.), pënde/peană (φτερό). Σημαίνει και ανεμοστρόβιλος (Ακαρνανία κ.α.).
Dzeru, θράκα, φωτιά, από το αλβαν. zjarr-i.
Éladză, είδος φαρμάκου, από το αλβ. këlkazë, κουτσ. căladză.
Εdu, κατσίκι από το αλβαν. edhi-a, και αυτό από το λατιν. haedus, haedulus, κουτσ. jedu, jadă ρουμ. jedu.
Εtă, αιώνας, από το αλβαν. jetë και αυτό από το λατιν. aevitas.
Farfarljόpă, βάτραχος, αλβ. farfar (βλαχ.) -φλύαρη, αγελάδα, αλβ. lopë.
Fleacă, φλόγα, από το αλβ. flakë (πυρά), ελληνικό.
Fluίră, φλογέρα, από το αλβαν. flyer, ρουμ. fluer .
Falcă, μάγουλο, σαγόνι, από το αλβ. bullçi (κουτσ. bulcicos). Από το λατιν. falx;
Fáre, καθόλου, χωρίς, από το αλβ. fare. Στην Ακαρνανία fere .
Frasinu, (ρουμ.), φράξος, είδος δέντρου από το αλβαν. frashër, frashën (λατ.).
Frică, φόβος, από το αλβ. frikë και αυτό από το ελλην. «φρίκη».
F(u)satu, χωριό, από τo αλβαν. fsat, από το λατινικό fossatun στρατόπεδο, φουσάτο. Στα βλάχικα λέγεται κυρίως hoáră (χώρα), ρουμ. sat (βλ. και Mihăescu, 1966:30· Vătăşesku,1993).
Galan, μπλε, μαύρο, από το αλβ. galan (ελλ.).
;Gailea, έγνοια, φροντίδα, από το αλβαν. gaile-ja (τουρκ.).
Gâlbeáţă, νόσημα ζώων, κοινώς “κλαμπάτσα”. Από το αλβαν. këlbazë, και αυτό από το qelb-i, δηλ. φλέμα, πύον (πράσινος).
Gardu, κήπος, από τα αλβαν. garth-dhi ο περιφραγμένος χώρος (αλβανικά και gardine, κουτσοβλ. gardină).
Gardestu, περιφράσσω, από το αλβαν. garth-dhi.
Găstăne, καστανιά, από το αλβ. gëstenë.
Gati, έτοιμος, από το αλβαν. gati (όχι εδώ, αλλά batesita).
Gean, ψυχή, από το αλβαν. xhan-i. xhanem (ψυχή μου), τουρκ. (όχι εδώ). Gelă, φαγητό από το αλβαν. gjellë. Στην Ακαρνανία geua με αλλοφωνία του l.
Gintu, γένος, λαός, από το αλβαν. gjind, λατ. gens-ntis, ρουμ. gintu (όχι εδώ).
Giză, είδος τυριού, μυζήθρας, από το αλβ. gjizë.
Gîmbez (ρουμ.) από το αλβαν. këmbëzë (τρικλοποδιά). (όχι εδώ).
Gofu, γοφός από το αλβαν. gof-i, ελλ. γοφός.
Gorţu, αγριαχλαδιά, από το αλβαν. gorricë (από το σλαβ. gornice ).
;Graiu, φωνή, από το αλβαν. grah. Στην Ακαρνανία botsa (vox-vocis).
Grease, ακόνι, από το αλβαν. gërryese, grihë.
Grepu, αγκίστρι από το αλβαν. grep-i, grepthi (ελλ. γρίπος).
Grestu, φωνάζω, από το αλβαν. grah.
Gripu, δίχτυ, από το αλβαν. grep-i με διεύρυνση της έννοιας. (Μετζιτιέ pohă, κουτσ. επίσης).
Groapă, λάκκος, τάφος από το αλβαν. gropë, λάκκος, τάφος, ρουμ. gropă.
Grumaţu, λάρυγγας,από το αλβαν. grumaz-i, gurmaz-i, ρουμ. Grumazu. Στην Ακαρνανία gurmatsu.
Gudulestu, γαργαλίζω από το αλβαν. gudulis (κουτσοβλ. gâdâlicu). Πρβ. και το προερχόμενο απ’ αυτό αλβ. giciloj (γαργαλίζω). Οι φθόγγοι d, g, c μπορούν να εναλλάσσονται στα αλβανικά, όπως και τα φωνήεντα u, â, i. «Γκιγκιλίτσες» λέγονται τα μικρά στρογγυλά κουδουνάκια που κρεμούν στο φλάμπουρο του γάμου. Λέγονται και «γαργαλίτσες». Σημειώνω ότι στην Κρήτη Γκίγκιλος ονομάζεται η κορυφή των Λευκών Ορέων, πράγμα που υποδηλώνει και σχετική παλαιότερη πληθυσμιακή μετανάστευση.
Gugutéstu, φιλώ, από το αλβαν. guguckë, δηλ. τρυγόνι, περιστέρι, αγριοπερίστερο (δεκαοχτούρα).
Gunusaru, γανωτζής, από το αλβ. gunëcjerrë (φτωχός).
Guşă, λαιμός από το αλβαν. gushë (σλαβ.).
Gĭufkă, φούντα, από το αλβ. xhufkë.
Hârόs, χαρούμενος, από αλβ. hire-ja, (χαρά, χάρη) κατά το αλβ. hiresh και bukuros (ρουμ. bukuros). Ελλην. «χαρούσης», «χαρούσικος» κλπ.
Hasm, εχθρός από το τουρκικό hasm, μέσω της αλβανικής.
Incotu, μάταια, από το αλβαν. kot.
Inger (ρουμ), άγγελος, από το αλβαν. Engjëll (όχι εδώ).
Iuţido, οπουδήποτε, από το βλάχ. juţ και το αλβαν. do, κατά λέξη «όπου θέλεις» (λέξη υβριδική).
Ιsape, sape, ίσος, λογαριασμός, από το αλβαν. isap (τουρκ.).
Lalu, θείος από το αλβανικό lalë, δηλ. μεγάλος αδελφός, θείος, ίσως τουρκ.
Lantarúşă, lantalúşă, από το αλβαν. dallandyshe, dallëndyshe, δηλαδή χελιδόνι. Πρβ. και την Ιλλυρική φυλή των Ταλαντουσίων ή Χελιδονίων.
;Lăntură, λέμβος, πλοιάριο από το αλβ. lundër, lundrë, λατ. lunter.
Leaganu, κούνια από το αλβ. lëkund (ελλην. λίκνο, λεκάνη), ρουμ. leagăn.
Liliştrufă, φράουλα, από το αλβ. lylystrydhe.
Liljúţă, άνθος από το αλβ. lule και αυτό από το λατιν. lilium (κρίνος), κουτσοβλ. lâlúdhă.
Ljaşă, πρόχειρη αχυροκαλύβα, μαντρί, από το αλβαν. lesë-a (πλέγμα από λυγαριές και καλάμια, για να φράζουν την είσοδο του μαντριού, της στρούγκας).
Ljuftu, αντί του βλάχικου alumtu αγωνίζομαι, από το αλβαν. luftë, ρουμ. lupt, λατ. lucta .
Limbă και leapă, γλώσσα, από το αλβ. llapë.
Μaçiόc, αρσενικό γατάκι, από το αλβ. maçoc, (mace, γάτα, σλαβ.).
Mâdzu, πώλος, πουλάρι, από το αλβαν. maze, mez, ρουμ. mâz. Στην Ακαρνανία ο νεαρός.
Μaimúni, πίθηκος, από το αλβαν. majmuni (τουρκ.).
Μal, αφθονία, από το αλβαν. mal και αυτό από το τούρκικο.
Μânίe, μανία από το αλβαν. mani (ελλην.).
Μáre, μεγάλος, από το αλβαν. madhe.
;Minduire, minduestu, σκέπτομαι από το αλβαν. mendoj (πρβ. Vătăşesku 1993:200, σημ. 5.).
;Mengă, προσοχή, από το αλβαν. vëmendje, mendje-a.
Μerimagă, αράχνη από το αλβαν. merimangë.
Μezie, με δυσκολία, από το αλβ. mezi.
Μingîa, προσοχή, από το αλβ. mëndje.
Miráţ, καημένος, δυστυχής, από το αλβαν. meraz, merak και αυτό από το τουρκ. maraz (μαράζι). Koυτσ. mâraz.
Μiskoniu, κουνούπι, από το αλβ. mushkenjë.
Μοáşa, γριά, από το αλβαν. moshë, ηλικία.
Μοlίţă, σκώρος, από το αλβαν. molë, molicë και αυτό από το αντίστοιχο σλαβικό.
Μόră, εφιάλτης, από το αλβαν. more.
;Νămazeă, υπόληψη, τιμή, name και την αλβαν. κατάληξη –zë (όχι εδώ, Γκουμπλιάροι).
Νáme, φήμη, κατάρα, από το περσικό name (όνομα), μέσω της τουρκικής και αλβανικής, numă, κουτσοβλ. όνομα.
Νâpârtică, οχιά, από το αλβαν. nepërkë, αρχ. αλβ. veprene, ρουμ. nâparcă, και αυτό από το λατινικό viper.
Ndukestu, καταλαβάινω, από το αλβ. Ndjek.
Νegură, oμίχλη από το αλβ. mjegullë.
Νtótu, καθόλου από το αλβαν. ndot, λατ. intoto.
Οárfânu, ορφανός, φτωχός, από το αλβ. varfan, varfër, από το ελλ. «ορφανός», με διατήρηση του αρχικού β του ορφάνου.
;Oastu, στρατιώτης, από το αλβ. ushtar - (όχi εδώ. φρασ. ustaru).
Orbu, τυφλός, αλβαν. verbër, ρουμ. vuarb.
Páie, προίκα, αλβαν. pa(l)je, λατ. pallium.
Pală, ξίφος, κόπανος, αλβαν. pallë, τουρκ.
Pândáru, αγροφύλακας από το αλβαν. pendar-i (αγροφύλακας, ζευγίτης) και αυτό από τα αλβαν. pendë, δηλ. ζευγάρι (λατ. penna).
Pâreasine, preasine, σαρακοστή, από το αλβαν. këreshëmë, kreshmë, ρουμ. pâresimi από το λατ. quandragesima.
Pârnáre, πρινάρι, αλβαν. pernar, ελληνικό.
Pat, πάτωμα, αλβαν. pat -i, ελλην. «πάτος».
Patok, ανόητος, από το αλβ. patok .
;Pehlivan, ακροβάτης, παλαιστής, ήρωας, παλικάρι από το τουρκ. μέσω της αλβανικής.
;Peje, καπάρο, ενέχυρο, αλβ. peng-u (pengje), από το λατ. pignus (όχι εδώ).
Pilúniu, αγριαψιθιά, αλβαν. pelin, σλαβ.
Piseştu, κατακτώ, από το αλβ. pushto(n)j.
Pisku, κομποδεμένο, από το αλβ. pisk.
Pirjίţa, pârjίţa, επιστρόφια νύφης, αλβαν. perjel, τουρκ.
;Pivóniu, ρυάκι (όχι εδώ). Βλ. puvoniju, proiu, βουλγ. poroj.
Pleacu, γέρος, από το αλβ. plak.
Pleagă, πληγή, από το αλβ. plagë (σλαβ. ελλην.).
Pletscu, ροδακινιά, ροδάκινο, από το αλβ. p(l)jeshkë (λατ. persica), ρουμ. pierséca.
Pleviţa, αχυρώνας, αλβ. plevicë (σλαβικό;).
Plup, λεύκα (δέντρο), από το αλβ. plep/plek, plyk.
Polă, ποδιά αλβ. pol-i, φουστάνι, πτυχές, κουτσ. poelâ. σλαβ.
Pόpurdhă, μανιτάρι από το αλβ. këpurdhë, βλ. λέξη (ελλ. λυκόπορδο) (όχι εδώ).
Pragu, κατώφλι, αλβαν. prak (πρέκι).
Preftu, ιερέας από το αλβαν. prift-i (δαλματ. προέλευσης, και αυτό από το ελληνικό πρεσβύτερος).
Pruculίţă, οστρακιά, αρρώστια, από το αλβ. fruth-i.
Pultim, πληρώνουμε, από το αλβ. mbljuajte (γεμίζω), με επέκταση της σημασίας. Ίσως από το σλαβ. platitj (πληρώνω), πρβ. και το αλβ. plot (γεμάτος) και το ελλ. «πλούτος».
Puntă, γέφυρα, από το αλβαν. punte και αυτό από το λατιν. pons-pontis.
Pupúză, τσαλαπετεινός, από το αλβαν. pupëzë, pupë, λατιν. upupa, από το ελλην. «έποψ». Ρουμ. pupaza, φρασερ. pipúşa και κούκλα.
Pureáo, πέρασμα ποταμού, βατό, ρηχό, από το αλβ. përrua, përroi (ρυάκι), ρουμ. părăeu. Σχετικό και το κουτσ. purávă, σκηνή κατά τις μετακινήσεις για πρόσκαιρη εγκατάσταση, πέρασμα. Ενδεχομένως όλα από το ελληνικό «πόρος», «πορεύω» (πρβ. και το Πειραιεύς) (όχι εδώ).
Râdză, πυτιά από το αλβαν. rrëndës-i.
Rapou, πλάτανος, από το αλβ. rrap.
Reţcă και leţcă, λέτσος, κουρελιάρης, από το αλβ. leckë. Στην Ακαρνανία και rretska.
Rosă, θαλάσσια πάπια, από το αλβ. rosë.
Rufei, αστραπή από το αλβ. rrufë. Στην Ακαρνανία και αποπληξία.
Ruzuéstu, γκρεμίζω, αλβ. rrëxoj, κουτσ. râzuescu.
Sâbúra, κουκούτσι, αλβ. sumbullë, κουμπί (ελλην. σαβούρα).
Şaliră, σαλαμούρα, από το αλβ. shëllirë.
;Şamia, χειρομάντιλο αλβαν. shamί-a, κουτς. simίe. Toυρκ. Από το μεταξωτό ύφασμα της Δαμασκού (Sama, στα τουρκ.) (εδώ και μαντίλι).
;Sărámu, θρύψαλο, από το αλβαν. thërrime (ελλην, θρύμμα).
Saháte, ώρα, ρολόι, από το αλβ. sahati (ρολόι), τουρκ., μέσω της σλαβικής.
Scâmpi, βράχος, από το αλβ. skempi, κουτσ. scámbă.
Scápere, βγάζω φωτιά, από το αλβ. shkrepet και αυτό από το ελλην. «αστράπτω», κουτσ. scapίru.
Skărpă, σκουπίδι, από το αλβ. shkarpe.
Scipόne, αετός, από το αλβ. shkiponjë-a, (sh)gabonjë-a.
Sciúfură, θειάφι, αλβ. sq(l)ufur-i, κουτσ. skίfură. λατ.
Scop, ξύλο, ραβδί, από το αλβ. shkop-i (εδώ όχι, το θεωρούν ελληνικό, αλλά pulianu).
Scretu, έρημος, αλβ. shkrete.
Scracu, σκορπιός, αλβ. shkrap-i, shkarpth-i, ελλ.-λατ. (Μετζιτιέ purculeáţu).
Scrumu, καψαλισμένο μαλλί, αλβ. shkrumb-i, ρουμ. skrum. τουρκ. quorum.
Scurtίţă, κλήρος, λαχνός, αλβ. shkurtëz-a.
Şcurtu, κοντός, μεταφ. ο μήνας Φεβρουάριος, γιατί έχει λιγότερες ημέρες, από το αλβαν. shkurtu, με την ίδια σημασία (Vătăşesku 1993:204).
Scuteru, αρχιποιμένας, από το αλβ. skuter.
Serbόi, αργαλειός, από το αλβ, shërbej, εργάζομαι, υπηρετώ, και αυτό από το λατ. servo.
Siară, πριόνι, από το αλβ. sharrë, και αυτό από το λατ. serra.
Şîgar και şugar, μικρό παιδί, από το αλβ. shagert.
Sibeti, αιτία, αφορμή, από το αλβαν. sibep (τουρκ.).
;Silviu, κυπαρίσσι, από το αλβαν. selvi-u (λατιν. δάσος).
Şingiri, αλυσίδα από το αλβαν. zinxhiri (τουρκ.).
Sîntu, (ρουμ.) άγιος από το αλβαν. shë nt και αυτό από το λατ. sanctus.
Şole, πέλμα, από το αλβ. shollë.
Şpilai, ştilai, ξεπλένω από το αλβ. shpla(n)j, shpëlaj, κουτσ. şpuliescu. Στην Ακαρνανία spiau με αλλοφωνία l.
Spathă, spată, σπάθη,σπαθί, αλβ. shpatë, ελλ.
Ştogu, ştocu, σωρό από ξύλα, από το αλβ. shtok.
Sturu, στύλος, αλβ. shtyllë (δαλματ.).
Stráhă, άκρη στέγης, αλβ. strehë.
Strámba, στραβός, αλβ. shtrembër, λατ. strabus, από ελλ. «στρεβλός».
Şufră, βέργα, από το αλβ. shufrë.
Şupleácă, ράπισμα, αλβ. shuplakë.
Suráti, πρόσωπο, από το αλβ. sure-të (τα χαρακτηριστικά του προσώπου).
Şurduestu, κουφαίνω, από το αλβ. shurdo(n)j.
Τépăr, περιττό, από το αλβ. tepër.
Ţâlpă, τσίμπλα, πύον, αλβ. qelb-i.
Τâpόră, μικρό τσεκούρι, από το αλβαν. kepore, γκουμπλ. tepόru (σύγχυση γένους αρσενικού), κουτσ. και toporu, topoară, προέλευση σλαβική topor.
Ţarcu, χώρος κλειστός προοριζόμενος για τα νεογέννητα ζώα. Από το αλβαν. thark , ρουμ. Ţarcu.
Ţărm, Ţărmure, όριο, άκρη, από το αλβαν. qerm (άκρη αγρού), λατ. terminus (Vătăşesku 1993). Πρβ. τον τοσκικό ρωτακισμό (όχι εδώ).
Tartabίţu, κοριός, αλβ. tartabiq-e. κουτσ. tartabίcu, βλ. και cimkë.
Τhălăndză, πέρδικα, από το αλβ. thëllëzë.
Ţjapu, τράγος, αλβ. cjap-i.
Ţjupă, θηλυκόβρέφος, αλβ. cupë.
Ţoáră, σχοινί από το αλβ. sore.
Ţepu, γωνία, μαντίλι, από το αλβ. cep-i (ίσως από το ελλην. «σκέπη»).
Ţόcu, σφυρί, από το αλβ. çok-u.
Ţοcanjélu, κουδούνι ζώων, από το αλβ. çokan και αυτό από το αλβαν. çok, σφυρί.
Τrentelίnă, είδος κίτρινου αρωματικού λουλουδιού του βουνού, τριφύλλι, από το αλβ. trendëlinë, κουτσ. tintilίnă.
Τrapu, τάφρος, αλβ. trap-i, αρχ. σλαβ.
Τrupu, κορμός, σώμα, αλβ. trup-i, σλαβ.
Τubă, ματσάκι, ανθοδέσμη, από το αλβ. tubë, και tufë, από το λατιν. tufa (ελλην. στίφος).
Τurésti,μαντρί, αλβαν. torishtë, κουτσ. târúste, turiste.
Τurok, στο έδαφος από το αλβ. trokë.
Τuruséstu, ακονίζω από το αλβ. turre, γυρίζω.
Uidesestu, ταιριάζω, τελειώνω, από το αλβ. ujdi(s) (συμφωνία, συμφωνώ).
Undreku και ntărac, διορθώνω, ισιώνω, από το αλβ. nderekj.
Urdhă, είδος τυριού, μυζήθρα από το αλβ. (h)urdhë, ρουμ. urdhă.
Urtáţu, σύντροφος, συνεταίρος, από το αλβ. ortak- u (τουρκ.).
Unchi (ρουμ.), θείος από το αλβ. unq (λατ. avuncullus) (εδώ όχι).
;Usândză, λίπος, ξύγκι, από το αλβ. ashung, ρουμ. osînza (λατ.).
Zavali, πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι, από το αλβ. valë (κύμα, ανακάτωμα νερού).
Varό, μαντρί, από το αλβ. bar-i (χόρτο), bari-u (βοσκός).
Vatră, εστία, από το αλβ. vatërë και αυτό από το λατιν. atrium (ιραν. atar).
Vergară, παρθένος, από το αλβ. virgjër ή vergjër, και αυτό από το λατινικό virgo-virginis, ρουμ. vergură. Μετατροπή του n σε r κατά τον τοσκικό ρωτακισμό. (Μετζιτιέ και biki áră, τουρκ.).
Vjarse, βροχή ραγδαία από το αλβ. vjershë, ρουμ. vjers. λατ.
Virielu, βορριάς από το αλβ. «veri-u».
Visteare, θησαυρός, αποθήκη από το αλβ.. vistaar-i, visar-i, και αυτό από το λατιν. vestiarium .
Vlamu, αδελφοποιτός, βλάμης, από το αλβ. vëllam.
Vrapi, γρήγορα, από το αλβ. vrap .
Vuriele, βαρέλι, δοχείο, από το αλβ. buri, κουτσ. abure.
Ζănati, τέχνη, αλβ. zanat-i (τουρκ.).
Ζavă, πόρπη, από το αλβ. zavë, zavëzë, περσ.-τουρκ.
Ζbureştu, κουβεντιάζω υπερασπίζω με λόγια, από το αλβ. mbronj, κουτσ. bruescu .
Ζulapu, άγριο ζώο από το αλβ. zullap-i.
Zvarnă, βωλοκόπος. αλβ. branë, zvarrë.
Ζverkă, αυχένας, από το αλβ. sverk.
Παρατηρήσεις: Η μεταφορά των λέξεων από τη μια γλώσσα στην άλλη έχει επιπτώσεις στη φωνητική, καθώς αυτές προσαρμόζονται στους κανόνες και την προφορά της βλάχικης και συγκεκριμένα εδώ της αρβανιτοβλάχικης (πρβ. Weinreichs 1963· Sapir 1967:189-202). Παρατηρούμε μεταβολή του ουρανικού q, του s και του οδοντικού t σε ţ (τς). Άλλωστε ο τσιτακισμός είναι κανόνας στη βλάχικη. Μετατροπή του e σε i και αντίστροφα. Μετατροπή του a σε ă, â, e. Μετατροπή στις περισσότερες περιπτώσεις των οδοντικών dh και th σε d ή t. Μετατροπή του αλβανικού κλειστού ë σε i, a, â ή ea (ia) ή αποβολή. Μετατροπή του ο σε oà(διφθογγισμός), â, του u σε o, του v σε oá (πρβ. Αλεξάκης 1995: 158). Μετατροπή του h σε s ή αποβολή στο τέλος ή στην αρχή της λέξης. Μετατροπή του p σε c , του g σε c, του z σε ţ (τς) ή ş. Μετατροπή του l σε r (γενικός κανόνας, συναντιέται και στη ρουμανική, πρβ. και τη μετατροπή του l σε j , γιατί συχνά στην αλβανική το l προφέρεται lj). Ο Capidan (1939: 33) θεωρεί την πρώτη περίπτωση θρακοϊλλυρική επίδραση8. Μετατροπή του n σε r (τοσκισμός) και αντίστροφα, όπως και στην αλβανική9. Επίσης αποβολή του l όταν προηγείται σύμφωνο, ή προφορά του ως j, ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (αλλοφωνία), όπως και στη γαλλική, για παράδειγμα pu(l)ju, fume(l)ja, famille (οικογένεια), aju (σκόρδο, κουτσ. aliu), paju (άχυρο, κουτσ. paliu ). Η αποβολή του παρατηρείται στη νεότερη αλβανική, ενώ στην αρχαϊκότερη αρβανίτικη της Νότιας Ελλάδας διατηρείται (για παράδειγμα gluhë > guhë = γλώσσα, klaj > kaj = κλαίω, klise > kise = εκκλησία κλπ.). Σε επίπεδο συγκριτικό διαπιστώνουμε ότι ορισμένες αλβανικές λέξεις που συναντιόνται στην κουτσοβλάχικη δεν υπάρχουν στην αρβανιτοβλάχικη, ενώ φαίνεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί κάποιες αλβανικές λέξεις που συναντιόνται στην αρβανιτοβλάχικη (φρασεριώτικη) της Αλβανίας (Βορείου Ηπείρου). Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι φωνητικά και μορφολογικά ορισμένες λέξεις στην αρβανιτοβλάχικη έρχονται πιο κοντά στην αλβανική, βλ. για παράδειγμα το ρήμα gudulestu, οι λέξεις trentelină, tub ă κλπ. Σημειώνω ότι όταν οι ομιλητές πρέπει να διαλέξουν μεταξύ δύο τύπων λέξεων της αλβανικής και της βλάχικης που έχουν μικρή μορφολογική ή φωνητική διαφορά, προτιμούν συχνά την αλβανική. Αν προτιμήσουν τη βλάχικη, τότε την αλλοιώνουν σε κάποιο βαθμό μορφολογικά και φωνητικά και τη φέρνουν πλησιέστερα στην αλβανική. Ορισμένες εξάλλου λατινογενείς λέξεις που υπάρχουν και στις δύο διαλέκτους (αρβανιτοβλάχικη και κουτσοβλάχικη) στην πρώτη διάλεκτο έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη βορειοδυτική Βαλκανική, για παράδειγμα Δαλματία (βλ. λέξεις: qelkia-gelke). Άλλωστε μια σημαντική διαφορά στη δαλματική και την αρωμουνική είναι ότι το q δεν μετατρέπεται σε ţ και του l σε r, για παράδειγμα kryqe, cru ţ u (σταυρός), qiell, ţ eru (ουρανός). Γενικά μπορούμε να επισημάνουμε στο αλβανικό και το αρβανιτοβλάχικο/αρωμουνικό λεξιλόγιο διπλούς τύπους λατινικών λέξεων, εκτός από τις καθαρά αλβανικές.
Αλβανικές πολιτισμικές επιδράσεις
Στην ενότητα αυτή θα εξετάσω τις αλβανικές πολιτισμικές επιδράσεις στους Βλάχους μέσω του αλβανικού λεξιλογίου που υπάρχει στην αρβανιτοβλάχικη διάλεκτο και όχι μόνο αυτών των λέξεων που είναι δανεισμένες αλλά και αυτών που έχουν μεταφραστεί ή έχουν αποδοθεί στην αρβανιτοβλάχικη γλώσσα αλλά τα πολιτισμικά τους συμφραζόμενα προέρχονται από την αλβανική. Η πρακτική της μετάφρασης που έχει γενικότερη διάδοση (βλ. Sapir, 1967: 193), έχει επισημανθεί ήδη και στα αρβανιτοβλάχικα επώνυμα. Η σημασία των λέξεων άλλωστε είναι μεγάλη καθώς η γλώσσα αποτελεί τη συμπύκνωση της πολιτισμικής ιστορίας ενός λαού (πρβ. Whorf, 1969). Οι προεκτάσεις αυτού του λεξιλογίου είναι πολύ ευρύτερες. Θεωρώ δηλαδή ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα μηχανιστικό δάνειο αλλά για μια διαδικασία με ανάλογη προσαρμογή και διευθέτηση του κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος των Βλάχων (βλ. γενικά Roberts, 1968: 65-72· Ortner, 1973· Wierzbicka, 1997· πρβ. και Αλεξάκης, 2002). Πρέπει εξάλλου παλαιότερα να είχαν συμβεί αναμείξεις με επιγαμίες και με άλλους τρόπους (για παράδειγμα στενότατη συμβίωση κλπ.) των ομάδων αυτών (βλ. Λαζάρου, 1995). Άλλωστε η αλβανική επίδραση είναι γενικότερη στους Βλάχους ιδιαίτερα στον κτηνοτροφικό πολιτισμό (ονομασίες ζώων κλπ.).
Το θέμα αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και μπορεί να θεωρηθεί από τα δυσκολότερα καθώς πολλά πολιτισμικά στοιχεία είναι κοινά στους Βαλκανικούς λαούς και είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε την πραγματική προέλευσή τους. Συχνά έχουν προέλευση παλαιοβαλκανική. Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ στην αρβανιτοβλάχικη λέξη/έννοια pântică (από το λατ. pantex-icis) με περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί καθώς δείχνουν τα στοιχεία πρόκειται για μετάφραση και απόδοση σημασιολογικά στα βλάχικα της αλβανικής λέξης bark-u, που σημαίνει μεν κοιλιά και τους στενούς συγγενείς από την ίδια κοιλιά, σημαίνει όμως και γενικότερα τους συγγενείς από γυναίκες (Αλεξάκης, 1997-1998). Παρατηρούμε δηλαδή σε αυτούς τους πατριαρχικούς Βλάχους, που συνηθίζουν τη βεντέτα και την πατροπλευρική εξωγαμία των γενών, έναν όρο που μας παραπέμπει σε γυναικοκρατικά ή μητριστικά πρότυπα και αυτό είναι βέβαια βαλκανικό, διατηρήθηκε όμως πολύ ζωντανό στους Αλβανούς, ενώ λογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει στη συγγενειακή οργάνωση αυτών των Βλάχων.
Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε περισσότερα για δύο άλλους όρους που προέρχοναι σχεδόν αυτούσιοι από τα αλβανικά: το «lalu» και το «bâru». Ο όρος «lalu», ταυτίζοντας τον μεγάλο αδελφό με το θείο, ουσιαστικά αποδεικνύει την παρουσία της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας και στους Βλάχους. Ο όρος εξάλλου «bâru» (ζωνάρι), όπως και η αντίστοιχη αλβανική, σημαίνει μεταφορικά και το βαθμό συγγένειας ή τη γενεά. Θεωρητικά έχει την ίδια σημασία με την έννοια «κοιλιά», γιατί οι γενεές μετριούνται μέσω των ξένων γυναικών, των νυφάδων, που παντρεύονται, έρχονται δηλαδή στο σόι. Αυτή η αντίληψη, τονίζοντας την πλευρά της συγγένειας από τις γυναίκες, αποδεικνύει την αμφιπλευρικότητα του συστήματος συγγένειας και των Βλάχων.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τη μεγάλη σημασία που έχει η κόρη στην οικογένεια των Βλάχων και όπως επισήμανα σε άλλη μελέτη μου συνδέεται με το «γούρι» του σπιτιού. Και σε αυτούς τους Βλάχους υπάρχει η άποψη ότι η κόρη με τον γάμο της δεν πρέπει να απομακρυνθεί σε μεγάλη απόσταση από την πατρική οικογένεια10.
Η αντίληψη αυτή συνδέεται και με το έθιμο της ορκισμένης παρθένου που έχει επισημανθεί στους Αλβανούς και έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση (Hasluck, 1954: 223· Whitaker, 1968: 267, 285, υποσ. 14· De Rapper, 2000), το οποίο συναντιέται και σε αυτή την ομάδα των Βλάχων. Μάλιστα η γυναίκα αυτή διεκδικεί και αρχηγικούς τίτλους, όπως είχα την ευκαιρία να πληροφορηθώ στο Κεφαλόβρυσο11. Αντιλήψεις και πρακτικές παρόμοιας μορφής συνδέονται με την ιδιαίτερη θέση της ανύπανδρης γυναίκας, de jure παρθένου, εδώ και de facto ως ενός ειδικού φύλου (τρίτο φύλο) με ανάλογες συμβολικές προεκτάσεις (πρβ. Hastrup, 1993: 43-44· βλ. και Kaser, 1994).
Με όσα αναφέρθηκαν πρέπει να συνδεθεί και η ισχυρότατη οικογενειακή και κοινωνική θέση της ηλικιωμένης γυναίκας, της maiă ή dadă. Ο λόγος της έχει μεγάλο βάρος, ενώ το πρόσωπό της τυλίσσεται από ένα πέπλο μυστηρίου και μαγικών ικανοτήτων12. Σημειώνω ότι στους Βλάχους, όπως και στους Αλβανούς γίνεται διάκριση της γιαγιάς από τη μητέρα της maiă («η μεγάλη», σημαίνει και προγιαγιά) και της γιαγιάς από τον πατέρα dada . Στους Αλβανούς και στους Αρβανίτες ο αντίστοιχος όρος στη maiă είναι nënë madhe (μεγάλη μητέρα)13. Η maiă στους Αρβανιτόβλαχους έχει σημαντικό τελετουργικό ρόλο. Για παράδειγμα, όταν έρχονται ο γαμπρός και οι συγγενείς του να παραλάβουν τη νύφη από το σπίτι, τον χορό που τελείται πριν φύγουν, σέρνει η maiă, φορώντας ένα μαντίλι στη μέση. Δημιουργείται με αυτό τον τρόπο μια τελετουργική θηλυκογραμμή τριών γενεών (γιαγιάς, μητέρας, εγγονής). Παρόμοιες πρακτικές και αντιλήψεις υπάρχουν και στους Αλβανούς. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παλαιοβαλκανική παράδοση.
Οι σύγχρονοι τελετουργικοί σπειροειδείς χοροί (kori) των Βλάχων στο Κεφαλόβρυσο που είναι ασφαλώς μια νεότερη εξέλιξη και θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ελληνική επίδραση. Άλλωστε η γλωσσική/πολιτισμική συνάφεια Αλβανών/Ελλήνων είναι στενότερη σε όλα τα επίπεδα. Οι σπειροεδείς χοροί συνδέονται με τη νεράιδα (dzîndă) 14 καθώς συχνά ταυτίζεται με τον ανεμοστρόβιλο (Αλεξάκης, 2002). Αν δεχθούμε ότι οι παραδοσιακοί χοροί των Βλάχων γίνονταν σε δύο σειρές, μια ανδρική και μία γυναικεία. Το θέμα αυτό έχει πολλαπλές προεκτάσεις στα βαλκανικά συμβολικά συστήματα και δείχνει μια έντονη αντιθετικότητα συμβόλων σε ένα δυαδικό σύστημα. Για παράδειγμα ουρανός-γη, ήλιος-φεγγάρι, άνδρας-γυναίκα, φωτιά-νερό, ξηρότητα/κεραυνός-φίδι κλπ. Το φίδι του σπιτιού άλλωστε συμβολίζει, όπως και στους Αλβανούς, την οικογένεια, τη γονιμότητα κλπ. Το σύμβολο αυτό κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε αυτούς τους Βλάχους, οι οποίοι παλαιότερα ήταν νομάδες (σκηνίτες). Αλλά φίδια απεικονίζονται μερικές φορές και στις νυφιάτικες βλάχικες φορεσιές (δερμάτινες ζώνες κ.ά.) (πρβ. Αλεξάκης, 2002α).
Ως προς αυτό το θέμα μεγαλύτερη, ανάλογη με τη γλωσσική, παρουσιάζεται η αλβανική επίδραση στους Γκουμπλιάρους, για παράδειγμα πάνω στη γυναικεία ενδυμασία. Στα χωριά της Κόνιτσας όπου υπάρχουν Γκουμπλιάροι Βλάχοι στις παραδοσιακές φορεσιές, εκτός από τις παραστάσεις λουλουδιών, που είναι συνηθισμένο μοτίβο σε όλους τους Βλάχους, συναντάμε και παραστάσεις φεγγαριών και σαλιγκαριών (σπειρών), ως συμβόλων γονιμότητας.
Επίδραση επίσης αλβανική παρατηρείται και στο πολυφωνικό βλάχικο τραγούδι. Σημειώνω ότι η περιοχή όπου το συναντάμε αντιστοιχεί στην περιοχή όπου είναι εγκαταστημένοι Τόσκηδες και Αρβανιτόβλαχοι (Gjigari, 1977). Η άποψη άλλωστε των Βλάχων του Κεφαλόβρυσου είναι ότι το βλάχικο πολυφωνικό έχει μεγαλύτερες ομοιότητες με το αλβανικό στην Αλβανία και με το ελληνικό στην Ελλάδα. Εξάλλου οι Φρασεριώτες Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου μπορούσαν και τραγουδούσαν παλαιότερα και αλβανικά τραγούδια. Στο Κεφαλόβρυσο σήμερα ελάχιστοι είναι σε θέση να κάνουν κάτι παρόμοιο. Βλάχοι πληροφορητές μου δήλωσαν ότι πολλά βλάχικα τραγούδια είχαν μεταφραστεί στα αλβανικά, σε μια προσπάθεια των Αλβανών να εξαλβανίσουν τους Βλάχους. Ο οκτασύλλαβος άλλωστε στίχος του βλάχικου πολυφωνικού μάς παραπέμπει στον αλβανικό οκτασύλλαβο, που χρησιμοποιείται στη Νότια Αλβανία. Ως γνωστό στη Βόρεια Αλβανία είναι σε χρήση και ο δεκασύλλαβος με δυτικοευρωπαϊκή προέλευση (Αλεξάκης, 2001α).
Στην ονοματοθεσία επίσης υπάρχουν αλβανικές επιδράσεις, για παράδειγμα η συνήθεια να δίνουν το παρωνύμιο (παρατσούκλι), όπως ανέφερα, Ράπος (Rrap), στα μικρά παιδιά που είναι ασθενικά ή φοβισμένα. Σημαίνει: να είναι το παιδί δυνατό σαν τον πλάτανο. Οι Αλβανοί εκτός από το Ράπος δίνουν για τον ίδιο λόγο και άλλα σχετικά ονόματα, όπως Gur (Πέτρος), Mal (Βουνό). Το παρωνύμιο μένει τελικά και σαν κανονικό όνομα. Στο Κεφαλόβρυσο γνωρίζω τουλάχιστον δύο πρόσωπα με το όνομα Ράπος. Πρόκειται για παρεμφερές έθιμο με εκείνο της ονομασίας του μικρού παιδιού ή του μωρού στην Ελλάδα, Ζήσης, Σιδέρης κλπ. αν δεν ζουν τα παιδιά της οικογένειας ή γεννιούνται ασθενικά. Εδώ όμως υπόκειται συνήθως και η μαγική προφύλαξη με τη μετονομασία, γιατί τα παιδιά έχουν ήδη πάρει βαφτιστικά ονόματα. Κάποτε πάντως τα αλβανικά ονόματα που ανέφερα δίνονται και ως βαφτιστικά από την αρχή (Tirta, 1980: 91-92).
Το παρωνύμιο εξάλλου «Κοροβέσος», το οποίο σημαίνει, όπως ανέφερα «Κοψαύτης», δίνεται σε μερικούς εκ συστήματος κλέφτες, που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω, γιατί τον τιμωρούν σημαδεύοντάς τον με αποκοπή των αυτιών. Άλλωστε τα περισσότερα αλβανικά επώνυμα των Αρβανιτόβλαχων προέρχονται, όπως ανέφερα, από παρωνύμια, παραπέμποντας στην αντίστοιχη ιδεολογία και τον ανάλογο συμβολισμό (Sapir, 1967· Whorf, 1969).
Άλλη κοινή συνήθεια ως προς την ονοματοθεσία είναι να δίνονται ονόματα κατά κανόνα από την πλευρά του πατέρα, που εξηγείται από την πατριαρχικότητα και των δύο συστημάτων (πρβ. Tirta, 1980: 88)15.
Μια άλλη συνήθεια με εμφανή αλβανική επίδραση έχει σχέση με την τιμητική θέση ενός προσώπου και συνδέεται με την εστία (vatră). Η εθιμοτυπία αυτή είχε πολύ μεγάλη σημασία για τους Αλβανούς (βλ. Hasluck, 1954: 125). Στους Βλάχους του Κεφαλόβρυσου είναι χαρακτηριστική η έκφραση προς ένα τιμώμενο πρόσωπο: «treţ tu cohu» (τράβα στην κόχη, άκρη της εστίας, γωνία).
Στον γάμο εξάλλου οι Βλάχοι, όπως και οι Αλβανοί πηγαίνουν στους συγγενείς «κανίσκια» (caniscî βλάχ., kaniski αλβαν.), δώρα: ένα ζώο (σφάγιο), ψωμί, κρασί. Το έθιμο αυτό που έχει ευρύτερη διάδοση στον ελληνικό χώρο, στην αντίληψη των Βλάχων του Κεφαλόβρυσου έχει πολλά αλβανικά χαρακτηριστικά. Μια άλλη ποσφορά αυτού του είδους κατά τον γάμο και στις δύο ομάδες είναι της κουλούρας (culac βλάχ., kuljac αλβαν., στην Ακαρνανία cuacu με αλλοφωνία του l).
Σε σχέση με τον γάμο πρέπει να προστεθούν επίσης η εξωγαμία του γένους (μιλιέτ) και οι αρραβώνες σε μικρή ηλικία που συναντιόνται και στους Βόρειους Αλβανούς (Γκέγκηδες) (βλ. Elsie, 2019, σποράδην). Παράλληλα με αυτά πρέπει να αναφερθεί και το έθιμο της αιματηρής αντεδίκησης (βεντέτα) που υπάρχει και στις δύο εν λόγω ομάδες.
Συμπεράσματα
Θεωρώ ότι το θέμα που ανέπτυξα έχει πολλές προεκτάσεις που συνδέονται με την ιστορία των βαλκανικών χωρών και ιδιαίτερα της Ελλάδας, αν λάβουμε υπόψη τη σύγχυση που επικρατεί γι’ αυτές τις ομάδες μεταξύ των επιστημόνων αλλά και παλαιότερα μεταξύ των βυζαντινών ιστοριογράφων. Η αναφορά σε Βλάχους ή Αλβανούς είναι ένα θέμα πάντα ανοικτό σε συζήτηση. Γιατί πώς μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, για παράδειγμα, εθνοτικές ομάδες, των οποίων αγνοεί τη γλώσσα, οι οποίες μπορεί να είναι δίγλωσσες, τρίγλωσσες ή να έχουν ξένα επώνυμα πολλές φορές παραπλανητικά;
Επισημαίνω το γεγονός ότι από τη Βόρεια ως τη Νότια Ελλάδα και την Κρήτη ακόμα συναντάμε τα ίδια επώνυμα σε διάφορες γλωσσικές ομάδες, Ελληνόφωνους, Βλαχόφωνους, Αλβανόφωνους, για παράδειγμα Ντούκας-Δούκας, Μανής, Νάνης, Τσέπας, Κούρος, Μεντής/Μέντης, Μαρής κλπ. Θεωρώ ότι μια διεξοδική μελέτη ίσως δώσει την απάντηση που δεν έδωσε ο Φουρίκης όταν υποστήριξε ότι οι Αλβανοί έχουν έρθει πολύ ενωρίτερα στον νότιο ελληνικό χώρο, γιατί αλβανικά τοπωνύμια συναντιόνται στη Νότια Ελλάδα πολύ παλαιότερα, από την ιστορική κάθοδο των Αλβανών (13ος-14ος αιώνας) (Φουρίκης, 1928: 52-55). Τα ονόματα μας δείχνουν τελικά ότι μάλλον επρόκειτο για Αρβανιτόβλαχους με μητρική γλώσσα τη βλάχικη. Για το θέμα όμως αυτό χρειάζεται μια άλλη ιδιαίτερη μελέτη. Άλλωστε οι μετακινήσεις των πληθυσμών αυτών ήταν πάντα ανάμικτες (πρβ. Hammond, 1976).
Αλβανικές γλωσσικές και πολιτισμικές επιδράσεις στους Φρασεριώτες Βλάχους της Ηπείρου. Μια πρώτη προσέγγιση *
Ελευθέριος Π. Αλεξάκης
Από τους Αλβανούς στους Αρβανίτες. Η μεταμόρφωση μιας εθνοτικής ομάδας, Ηρόδοτος, Αθήνα, 2022
πηγή: academia.edu
* Επεξεργασμένη και διευρυμένη εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο «Η λατινοφωνία στην Ελλάδα». Βιοϊστορική προσέγγιση (Ξάνθη, 7-10 Νοεμβρίου 2002).
1. Οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι το λατινικό μέρος της αλβανικής γλώσσας έχει σχέση με αυτή τη δαλματική διάλεκτο. Για την ακρίβεια θεωρούν ότι βρίσκεται μεταξύ ρουμανικής/αρωμουνικής και δαλματικής. Η δαλματική διάλεκτος μιλιόταν μέχρι πρόσφατα (τέλος 19ου αιώνα), όταν ζούσε ακόμα ο τελευταίος εκπρόσωπος αυτής της ομάδας TŭoneUdăna, από το στόμα του οποίου ο γλωσσσολόγος MatteoBartoli συγκέντρωσε το υλικό του (πρβ. ΜIHĂESCU, 1966: 351). Η γλώσσα αυτή μιλιόταν στις δαλματικές ακτές μέχρι που οι Σλάβοι με την εγκατάστασή τους στα παράλια της Αδριατικής τον 7ο μ.Χ. αιώνα τη χώρισαν σε βόρειο και νότιο τμήμα που ακολούθησαν διαφορετική εξέλιξη. Η δαλματική έχει σημαντικές διαφορές από την αρωμουνική/ρουμανική (πρβ. ΜIHĂESCU, 1966, όπου και η σχετική βιβλιογραφία, καθώς και CAMPROUX, 1974: 86). Επομένως στο μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της αλβανικής γλώσσας βρίσκουμε κατά κανόνα δύο κατηγορίες λέξεων: τις λατινικές που δεν είναι συνήθως αρωμουνικής προέλευσης αλλά δαλματικής και τις κυρίως αλβανικές, που προέρχονται από το παλαιότερο γλωσσικό στρώμα. Αυτό υποδηλώνει διγλωσσία του πληθυσμού μέχρι μια ορισμένη χρονικό περίοδο (ίσως 10ος αιώνας μ.Χ.), οπότε ολοκληρώθηκε η εθνογένεση των Αλβανών.
2. Και σήμερα δεν μπορεί να πει κανείς ότι οι Βλάχοι συμπαθούν ιδιαίτερα τους Αλβανούς. Για παράδειγμα οι Αρβανιτόβλαχοι του χωριού Στράτος ξεχωρίζουν τους Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες, ρωτώντας στα βλάχικα αν μιλούν βλάχικα «στι ρουμενέστι;». Αν δεν καταλάβαιναν, όπως ήταν επόμενο, δεν τους έπαιρναν στη δουλειά. Οι Βλάχοι της Αλβανίας γνωρίζουν αλβανικά άλλα οι Αλβανοί δεν γνωρίζουν βλάχικα.
3. Γνωστή είναι η περίπτωση του δερβίση (καϊμακάμη) που έχει περάσει και στο πολυφωνικό τραγούδι των Βλάχων (ΑΛΕΞΑΚΗΣ, 2001α).
4. Σχολεία αλβανικά παρακολουθούσαν οι Βλάχοι κυρίως στα θερινά βοσκοτόπια. Αναφέρονται τα χωριά Τσούκα, Σωπική, Χλομό, Πολίτσανη κλπ., ενώ ελληνικά στα χειμαδιά, για παράδειγμα στους Αγίους Σαράντα.
5. Όταν άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία μετά την πτώση του ανατολικού μπλόκ πολλοί Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου ήθελαν να βρουν συγγενείς τους που είχαν έρθει στην Ελλάδα και τους αναζητούσαν στον κατάλογο του τελωνείου στην Κακαβιά. Πολλές φορές όμως αυτό ήταν δύσκολο, γιατί τους είχαν αλλάξει τα μικρά ονόματα, για παράδειγμα έναν Αντώνη τον είχαν μετονομάσει σε Αγκίπ. Βλ. για το θέμα περισσότερα στον TIRTA (1980: 86-87).
6. Η μια ήταν, κατά τους πληροφορητές, πολύ σκληρή γυναίκα. Οι Βλάχοι του Κεφαλόβρυσου το θεωρούν αυτό αλβανικό χαρακτηριστικό. Ένας ανιψιός της (παιδί του κουνιάδου της) μου είπε ότι όταν ήταν μικρά παιδιά, τους έπαιρνε με τις πέτρες. Σημειώνω ότι αυτή ήταν η μόνη Κεφαλοβρυσιώτισσα, η οποία επέμενε μέχρι τέλος να μην την φωτογραφίσω μετά από τη συνέντευξη. Τελικά παραιτήθηκα από την προσπάθεια. Η ίδια μου ανέφερε ότι όταν ήρθε νύφη στο Κεφαλόβρυσο, οι άλλες γυναίκες δεν μιλούσαν ελληνικά, ενώ αυτή γνώριζε, γιατί ζούσε με Γκραίκους στα χωριά της Κόνιτσας. Η αμφίσημη θέση των Γκουμπλιάρων και η σύγχυση για τη συλλογική/εθνική ή εθνοτική τους ταυτότητα φαίνεται και από το γεγονός ότι Γκουμπλιάρος εγκαταστημένος στο γειτονικό Βασιλικό δήλωνε, «αστειευόμενος;» πως «αυτός είναι Αλβανός».
7. Για παράδειγμα κοινές λέξεις στη γαλλική και την αλβανική είναι moi/mua (εγώ), pas/pa (όχι), drejt/ dret (προβηγκ.) ευθύς, eau, ujë-i, νερό κλπ., ενώ η αλβανική λέξη rreth (βράχος, στεφάνι), wreth, στην αγγλική έχει εμφανώς κελτική προέλευση.
**** Στο λεξιλόγιο χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο, γιατί στο ελληνικό δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία, για να δηλώσουν ορισμένες φωνητικές ιδιαιτερότητες. Επομένως το ţ αποδίδει το τσ, το ă το ανοιχτό ε, το â το κλειστό ε (ι). Το c προφέρεται κ όταν ακολουθούν a, o, u, î, ă , â ή σύμφωνο, το ş παχύ σ , το ç παχύ τσ. Το u με μικρότερα στοιχεία αποτελεί το άρθρο το οποίο προφέρεται ανεπαίσθητα. Σημειώνω ότι υπογραμμισμένες είναι οι αλβανικές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο Κεφαλόβρυσο και δεν υπάρχουν στο λεξικό του Νικολαΐδη, ενώ με πλάγια , οι αλβανικές λέξεις που συναντιόνται στο λεξικό του Νικολαΐδη αλλα όχι πλέον στο Κεφαλόβρυσο. Σε κάθε λήμμα δηλώνεται και η λέξη στα κουτσοβλάχικα, καθώς και στα ρουμάνικα, αν ετυμολογικά έχει την ίδια προέλευση. Αν αυτό δεν συμβαίνει και η λέξη στα ρουμάνικα έχει ξένη προέλευση (σλαβική, ουγγρική κλπ.) ή είναι διαφορετική λατινική λέξη, δεν αναφέρεται.
8. Πρέπει να αναφέρω όμως ότι αυτό το φαινόμενο δεν συναντάται στους Αλβανούς, π.χ. ο ουρανός στα λατινικά είναι coelum, στα αλβανικά qiel (δαλματικό), στα βλάχικα και ρουμάνικα ţeru και στα γαλλικά ciel. Γενικά το ερμηνευτικό σχήμα του περιέχει πολλές αντιφάσεις. Ο Capidan θεωρεί ελάχιστα πιθανόν οι λέξεις μη λατινικής προέλευσης που συναντάμε στη βλάχικη και τη ρουμανική γλώσσα να είναι αλβανικής προέλευσης. Δέχεται περισσότερο ότι είναι ίχνη ενός κοινού θρακοϊλλυρικού υποστρώματος. Παρ’ όλα αυτά θεωρεί ότι οι Αλβανοί έχουν προέλευση θρακοϊλλυρική (CAPIDAN 1939:34, πρβ. και ΒRÎNCUS 1963). Η διαπίστωση αυτή του παραπάνω συγγραφέα είναι ως ένα βαθμό ακριβής, δεν μπορεί όμως να ερμηνευθεί απλουστευτικά με τον τρόπο που παρουσιάζει, ότι παλαιότερα υπήρχε κοινότητα γλωσσική μεταξύ Aλβανών, Αρωμούνων και Ρουμάνων. Πώς μπορεί άλλωστε να εξηγηθεί ο τοσκικός ρωτακισμός σε πολλές κοινές αλβανορουμανικές λέξεις; (πρβ. REICHENKRON 1965, GJIGARI 1977:170-171). Εξηγείται ασφαλώς από τη μετακίνηση εκρωμαϊσμένων και εκλατινισμένων γλωσσικά πληθυσμών της Νοτιοδυτικής Βαλκανικής προς τη Ρουμανία, που ήδη είχαν δεχθεί και νοτιοαλβανική, ενδεχομένως και θρακοϊλλλυρική επίδραση, ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει (πρβ. GHIGARI ό.π.). Άλλωστε για μερικούς γλωσσολόγους η θρακική γλώσσα, πρέπει να μιλιόταν σε ορισμένες περιοχές ως το 6 ο μ. Χ. αιώνα, για άλλους μέχρι και το 10ο.(BRÎNCUS 1963: 310, σημ. 3). Για το μεγάλο θέμα της θρακοϊλλυρικής γλωσσικής επίδραση στην αλβανική, βλ. ΜIHĂESCU (1966). Νεότεροι ερευνητές συνδέουν την αλβανική με την αρχαία φρυγική (DIAKONOFF - NAROZNAK 1985), γλώσσα πολύ συγγενική με την ελληνική. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και η συνάφεια της αλβανικής με την ελληνική. Πρόκειται επομένως για ένα ελληνοφρυγικό ή θρακοφρυγικό γλωσσικό υπόστρωμα.
9. Για τους Αλβανούς γλωσσολόγους ο τοσκικός ρωτακισμός είναι πολύ παλαιός. Γι’ αυτούς ήταν λειτουργικός ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή πριν την κάθοδο των Σλάβων στη Βαλκανική. Αυτό προκύπτει από το ότι δεν ισχύει για τις νεότερες ελληνικές, σλαβικές και λατινογενείς λέξεις, που εισήλθαν στην αλβανική, ενώ παρατηρείται στις αρχαϊκές ελληνικές και τις αρχαίες λατινικές (βλάχικες, δαλματικές; κλπ.). Συναντιέται μόνο σε μερικές πολύ παλαιές σλάβικες λέξεις. Ο τοσκικός ρωτακισμός συνυπάρχει με την παρουσία του κλειστού αλβανικού (ημίφωνου) e (ë) που υπάρχει όμως και στην αρωμουνική, τη ρουμανική ως â και τη βουλγαρική (πρβ. GJINARI, 1977).
10. Αναφέρω την περίπτωση του τσέλιγκα που έπεσε κάτω και έκλαιγε επειδή του έπαιρναν την κόρη κατά τον γάμο (ΑΛΕΞΑΚΗΣ, 1997-1999).
11. Στο Κεφαλόβρυσο είναι γνωστή η ιστορία της ντάντας Τσότας. Αυτή ήταν αρραβωνιασμένη από μικρή, όπως ήταν η συνήθεια στους Αρβανιτόβλαχους μέχρι το 1960. Πέθανε όμως η νύφη της και αυτή αποφάσισε να μείνει ανύπανδρη, για να μεγαλώσει τα παιδιά του αδελφού της. Ο αρραβωνιαστικός τη συνάντησε μια φορά στον λόγγο όπου είχε πάει για ξύλα και της ζήτησε να του πει πότε θα παντρευτούν. Αυτή του είπε ότι δεν πρόκειται να παντρευτεί κανέναν ούτε αυτόν και αν παντρευτεί, να της κόψει τις κοτσίδες. Λέγεται μάλιστα ότι ο διάλογος έγινε στα αλβανικά (ΑΛΕΞΑΚΗΣ, 1997-1999: 179), πράγμα που δείχνει την ειδική χρήση της γλώσσας ανάλογα με τις περιστάσεις (πρβ. FISHMAN, 1972: 17· PRIDE, 1971: 103). Όταν πέθανε η ντάντα Τσότα την έντυσαν νύφη.
12. Στο Κεφαλόβρυσο μου διηγήθηκαν δύο περιπτώσεις, όπου ηλικιωμένη γυναίκα καταράστηκε και έπιασε η κατάρα της αμέσως. Στη μια πρόκειται για τη ντάντα Τσότα που είχε αναλάβει την αρχηγία της οικογένειας και του τσελιγκάτου. Όταν ένας ανιψιός της παρήγγειλε ένα ακριβό ασημένιο ζωνάρι, χωρίς να τη ρωτήσει, αυτή τον καταράστηκε να μην το χαρεί. Λέγεται ότι το παιδί «έσκασε» πάνω στον χορό (ΑΛΕΞΑΚΗΣ, 1997-1998: 181). Η άλλη περίπτωση αφορά σε μια χήρα, που την έπιασε ο δασοφύλακας και την πήγε στο δικαστήριο, το οποίο της επέβαλε βαριά χρηματική ποινή. Αυτή καταράστηκε εκείνον που την κατέδωσε, λέγοντας του «να τον βρει μεγάλη συμφορά, γιατί δεν σκέφθηκε ότι αυτά τα χρήματα τα είχε μαζέψει με αίμα». Κατά τη διήγηση, μέχρι να γυρίσει αυτός στο σπίτι, είχε πεθάνει ξαφνικά ο γιος του (ΑΛΕΞΑΚΗΣ, 1997-1998: 179).
13. Ο όρος αυτός συγγένειας έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση. Μερικοί τον θεωρούν λατινικής προέλευσης από το magnus, maior, maja. Άλλοι τον συνδέουν ορθότερα με ένα παλαιοβαλκανικό όρο male , malje και με αποβολή του l λόγω αλβανικής επίδρασης maje. Ο όρος υπάρχει και στις σλαβικές βαλκανικές γλώσσες με τη σημασία της μητέρας, για παράδειγμα majka, ή της γιαγιάς maleka κλπ. Η παλαιοβαλκανική προέλευση του όρου προκύπτει από το γεγονός ότι η Μαία ήταν η μητέρα του θεού Ερμή, ενώ με τον ίδιο όρο Μα προσεφωνείτο η φρυγική μητέρα των θεών Κυβέλη. Φαίνεται ότι τελικά ο όρος με αυτή τη σημασία (γιαγιά) είναι πολυσύνθετος και πολυσυμβολικός. Σημειώνω ότι ο όρος στα ελληνικά σημαίνει και μαία (μαμή) και είναι αντίστοιχος της σλαβικής «μπάμπως» (αρχ. ελλην. «βαυβώ»), με την ίδια σημασία.
14. Με τον όρο αυτό περιγράφεται ένα ωραίο θηλυκό φανταστικό ον. Η dzînda στους Βλάχους έχει την ιδιομορφία να συνδέεται περισσότερο με τον αέρα, τον άνεμο, ιδιαίτερα τον ανεμοστρόβιλο, παρά με το νερό και τη γη.
15. Η πατριαρχικότητα φαίνεται και από την εξωγαμία του γένους, που συναντιέται, όπως ανέφερα, και στους Βόρειους Αλβανούς.
Βιβλιογραφία
ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Ε.Π. (1995α), «Η διαπραγμάτευση της συλλογικής ταυτότητας στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) ΠωγωνίουΗ διαπραγμάτευση της συλλογικής ταυτότητας στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) Πωγωνίου», Εθνολογία 4: 151-170.
― (1995β), «Το αλέτρι και το κοπάδι: εναλλακτικές οικονομίες και οικογενειακές δομές στους Αρβανίτες της Αττικής και της Βοιωτίας», Επετηρίς Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών 2/2: 1211-1241.
― (1998-1999), «Το σύμπλεγμα του αίματος. Πατρογραμμικές ομάδες και αντεκδίκηση στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) ΠωγωνίουΤο σύμπλεγμα του αίματος. Πατρογραμμικές ομάδες και αντεκδίκηση στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) Πωγωνίου», Εθνολογία 6-7: 137-192.
― (2001α), «Προφορική ποίηση και ιστορική μνήμη στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) ΠωγωνίουΠροφορική ποίηση και ιστορική μνήμη στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) Πωγωνίου», Εισήγηση στο Συνέδριο εις μνήμην Άλκης Κυριακίδου-Νέστορος με θέμα: «Λαογραφία και Ιστορία» (Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1998) , Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 139-151.
― (2001β), Ταυτότητες και ετερότητες. Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα-Βαλκάνια , Δωδώνη, Αθήνα.
― (2001γ), «Εθνοτικές ομάδες, πόλεμος και ιστορική μνήμη στους Έλληνες Βλάχους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) Πωγωνίου», Εθνολογία 9: 37-166.
― (2002), «Άνθρωποι, φίδια και χορός. Επαφή των πολιτισμών στο Πωγώνι της Ηπείρου», Πρακτικά 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Λαϊκού Πολιτισμού «Μελωδία-Λόγος-Κίνηση» (Σέρρες, 2-4 Νοεμβ. 2001) , Σέρρες: 81-106.
― (2003), «Οι μετακινήσεις των Αρβανιτόβλαχων ημινομάδων κτηνοτρόφων της Ηπείρου», Γεωγραφίες 5: 114-134.
― (2009), Οι Βλάχοι του Μετζιτιέ και η ειρωνεία της Ιστορίας. Μια εθνογραφία του μη προβλέψιμου, Αθήνα: Δωδώνη.
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Λ.Μ. (1904), «Εκ του ποιμενικού βίου. Ήθη και έθιμα των Βλάχων του Μετζητιέ», Ηπειρωτικός Αστήρ. Ημερολόγιον Εικογραφημένον , Εν Αθήναις 1: 271-284.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ (2014), Η γλώσσα των Βλάχων (Καραγκούνηδων) της Ακαρνανίας. Καταγραφή μιας γλώσσας υπό εξαφάνιση, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
― (2015), Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό ιδίωμα της Ακαρνανίας. Φωνολογική, λεξιλογική και μορφοσυντακτική περιγραφή, Αθήνα: Ηρόδοτος.
ΓΚΙΝΗΣ, Ν.Χ. (1998), Αλβανο-Ελληνικό Λεξικό, Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
ΓΟΥΝΑΡΗΣ, Β. - ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ, Α. (1997), «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ 10: 91-137.
ΔΗΜΟΓΚΙΝΗΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ Δ. (1989), Λεξικό Ελληνο-Αλβανικό, Ιωάννινα.
ΖΑΜΠΟΥΟΤΣΚΙ, ΜΙΡΟΣΛΑΒ (2002), «Η παλαιότητα του αλβανικού ρηματικού συστήματος», στο συλλογικό ΘΑΝ. ΜΩΡΑΙΤΗΣ (επιμ.), Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας , Αθήνα: Έκδοση Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
KΟΛΛΙΑΣ, Α. (1996), «Συγκριτικό λεξικό της Αρβανίτικης γλώσσας (με βάση την ομιλουμένη στην περιοχή Αττικοβοιωτίας)», Αρχείο Αρβανίτικων Μελετών 1: 9-43.
ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ, Α.Ι. (1999), Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, Βιβλιοθήκη Βλάχικων Μελετών, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
ΚΟΥΠΙΤΩΡΗ, Π.Δ. (1870), Αλβανικαί Μελέται. Πραγματεία ιστορική και φιλολογική περί της γλώσσης και του έθνους των Αλβανών , Εν Αθήναις.
ΛΑΖΑΡΟΥ, Α.Γ. (1979), «O χορός των Βλαχοφώνων», Πρακτικά του Γ΄ Συμποσίου Λαογραφίας Βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη) (Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτ. 1976), Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, 383-395.
― (1983), «Αρωμουνική ανθρωπωνυμία», Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Γλωσσολογίας του Βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη) (Θεσσαλονίκη, 13-15 Απριλ. 1978) , Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, 157-181.
― (1988), Ιλλυρολογία και Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, Αθήνα.
― (1994), «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 15/16: 427-479.
― (1995), «Στοιχεία αρχαίας βοιωτικής διαλέκτου στο γλωσσικό ιδίωμα των Ελληνοβλάχων», Επετηρίς Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών 2/2: 1253-1282.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Κ. (1909), Ετυμολογικόν λεξικόν της Κουτσοβλάχικης γλώσσας , Εν Αθήναις.
OΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κ.Ε. (1997), Η αλβανική γλωσσική επίδραση στα ηπειρώτικα ιδιώματα , Ιωάννινα.
ΠΑΔΙΩΤΗΣ, Γ.Α. (1991), CăntițiFaυrșerotești. Τραγούδια Φρασεριωτών-αρβανιτόβλαχων, Αθήνα: Τοπικοί πολιτισμοί. Έκδοση Εταιρίας Αρωμούνικου (Βλάχικου) πολιτισμού.
ΠΑΠΑΦΙΛΗΣ, Κ.Γ. (χ.χ.), Λεξικό Ελληνο-Αλβανικό, Αθήνα: Σιδέρης.
― (χ.χ.), Λεξικό Αλβανο-Ελληνικό, Αθήνα: Σιδέρης.
ΠΡΟΦΗΣ, Ι. (1995), «Τετρακόσιες ομηρικές λέξεις στο λεξιλόγιο της ιλλυρικής (αρβανίτικης) γλώσσας», Πρακτικά Στ’ Επιστημονικής Συνάντησης Νοτιανατολικής Αττικής (Μαρκόπουλο, 21-24 Οκτ. 1993) , Πνευματικό Κέντρο Δήμου Μαρκόπουλου: 327-352.
ΣΑΒΒΑΝΑΚΗΣ, Γ. - Δ. ΤΣΟΥΤΣΑΣ (χ.χ.), Οι Βλάχοι της Μαγνησίας (Περιβολιώτες και Αρβανιτόβλαχοι) , Βόλος: Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικής Παρέμβασης και Πολιτισμού Νομαρχιακής Διοίκησης Μαγνησίας.
TΣΙΤΣΙΠΗΣ, Λ. (1995), Εισαγωγή στην ανθρωπολογία της γλώσσας. Γλώσσα, ιδεολογία και επιτέλεση , Αθήνα: Gutenberg.
ΦΟΥΡΙΚΗΣ, Π.Α. (1927), «Παρατηρήσεις στα τοπωνύμια των χρονικών του Μορέως. Μάνη Θέσις - Κάστρα - Όνομα», Αθηνά 40: 26-59.
― (1933), «Η εν Αττική ελληνοαλβανική διάλεκτος», Αθηνά 45.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Κ. (1961), Λεξικόν Αλβανο-Ελληνικόν, Τίρανα.
AJETI, IDRIZ (1965), «Sur la substitution ct latin en albanais», Zeitschrift für Balkanologie 3: 1-3.
ARDENER, E. (1971), Social Anthropology and Language, Λονδίνο: Tavistock Publications.
ARDENER, SH. (επιμ.) (1993), Defining females. The Nature of Women in Society , Berg. Οξφόρδη, Πρόβιντεντς, 34-50.
BARTOLI, MATTEO GIULIO (1906), Die Dalmatische, v. 2, Wien: Alfred Hölder.
BRÎNCUS, GR. (1963), «Über die einheimischen [thrakisch-dakish], lexikalischen Elemente in Rumänischen», Revue des Études Sud-Est Européennes 1: 308-317.
ÇABEJ, EQREM (1977), «À propos des quelques questions de la culture populaire albanaise sous l’aspect linguistique», La Conférence Nationale des Études Ethnographiques (28-30 juin 1976), Tirana: Académie des Sciences de la République d’Albanie, 109-127.
CAMPROUX, CHARLES (1974), Les langues romanes, Presses Universitaires de France (Que sais-je?), Παρίσι.
CAPIDAN, TH. (1939), Les Macédo-Roumains, Académie Roumaine, Παρίσι.
DE RAPPER, G. (2000), «La vierge jurée, l’héritière et le gendre à la maison», L’Homme 154-155: 457-466.
DIAKONOFF, J.M. - NEROZNAK, V.P. (1985), Phrygian, Νέα Υόρκη: Caravan Books-Delmar.
DUHRAM, EDITH (1985) [1909], High Albania. Virago Press Ltd.
ELSIE, ROBERT (2019), The Tribes of Albania. History, Society and Culture , Λονδίνο - Νέα Υόρκη: I.B. Tauris.
FISHMAN, J.A. (1972), «The Relationship between Mikro- and Macro-Sociolinguistics in the Study of Who Speaks, What Language to Whom and When», στο συλλογικό J.B. Pride - Janet Holmes (επιμ.), σελ. 15-32.
GJINARI, JORGJI (1977), «La structure dialecticale de l’albanais et son rapport avec l’histoire du peuple», La Conférence Nationale des Études Ethnographiques (28-30 juin 1976), ό.π.: 169-183.
HAMMOND, N. (1976), Migrations and Invasion in Greece and Adjacent areas , Nέα Ιερσέυ: Noeyes Press.
HANGEN, E. (1972), «Dialect, Language, Nation», στο συλλογικό J.B. Pride - Janet Holmes (επιμ.), σελ. 97-111.
HASLUCK, MARGARET (1954), The unwritten law in Albania, Cambridge at the University Press.
HASTRUP, KIRSTEN (1993), «The Semantics of Biology: Virginity», στο Shirley Ardener, ό.π.
HULD, MARTIN E. (1984), Basic Albanian Etymologies, California State University: Slavica Publishers Inc.
KAHL, THEDE (2007), Hirten in Kontakt. Sprach-und Kulturwandel ehemaliger Wanderhirten (Albanisch, Aromunisch, Griechisch) , LIT.
KASER, KARL (1994), «Die Mannfrau in den patriarchalen Gesellschaften des Balkans und der Mythos vom Matriarchat», L’ Homme. Zeitschrift für Feministische Geschichtswissenschaft (Bölau) 5: 59-77.
MIHĂΥESCU, HARALAMBIE (1966), «Les éléments latins de la langue albanaise», Revue des Études Sud-Est Européennes 4/1: 5-33· 4/2: 323-353.
MEYER, G. (1891), Etymologisches Wörterbuch der Albanesischen Sprache , Στρασβούργο.
NERVACI, MANUELA (2011), «Quelques aspects ethnolinguistiques dans le parler des Aroumains Fărşeroţi» Revue des Études Sud-Est Européennes 49: 309-319.
ORTNER, SHERRY B. (1973), «On Key Symbols», American Anthropologist 75: 1338-1346.
PAPAHAGI, T. (1963), Dicționarul dialectului aromîn general și etimologic , Βουκουρέστι: Editura Academiei Republicii Populare Romîne.
PRIDE, J.B. (1971), «Customs and Cases of Verbal Behaviour», στο συλλογικό ED. ARDENER (επιμ.) (1971): 95-117.
PRIDE J.B. - JANET HOLMES (επιμ.) (1982), Sociolinguistics. Penguin Books.
REICHENKRON, GÜNTER (1963), «Der Typus der Balkansprachen», Zeitschrift für Balkanologie 1: 91-12.
― (1965), «Das Problem der rumänisch-albanischen Wort-parallelen», Zeitschrift für Balkanologie 3:157-168.
ROBERT, M.A. (1968), Ethos. Introduction à l’anthropologie sociale , Παρίσι: Éditions Vie Ouvrière.
SAPIR, E. (1967), Le langage. Introduction à l’étude de la parole , Παρίσι: Petite Bibliotèque Payot.
STANFORD, ED. (1877), Carte ethnologique de la Turquie d’Europe et de la Grèce, et Mémoire sur la répartition actuelle des races dans la péninsule Illyrique , Παρίσι.
TIRTA, MARK (1980), «Aspects du culte des ancêtres et des morts chez les Albanais», Ethnographie Albanaise 10: 59-106.
TSITSIPIS, LUKAS D. (1981), Language Change and Language Death in Albanian Speaking Community in Greece: A Sociolinguistic Study , αδημοσίευτη Ph. D. Dissertation. The University of Wisconsin-Madison.
VĂTĂŞESKU, CĂTĂLINA (1993), «Distribuţia cuvîntelor de origine latină in dialectele dacoromân şi aromân în comparaţie cu albaneza», Fonetică şi Dialectologie 12:199-211.
― (2001), «La terminologie albanaise du mariage. Contribution», Études et Documents Balkaniques et Méditerranéens 23: 69-74.
― (2002), «Termes roumains et albanais pour laitage», Études et Documents Balkaniques et Méditerranéens 25: 79-83.
WEINREICHS, U. (1963), Languages in Contact, Den Haag, 2η έκδοση.
WHITAKER, JAN (1968), «Tribal structure and national politics in Albania, 1910-1950», στο I.M. LEWIS (επιμ.), History and Social Anthropology , Λονδίνο: A.S.A. Monographs, Tavistock Publications, 253-293.
WHORF, B.L. (1969), Linguistique et Anthropologie. Les origines de la sémiologie , Παρίσι: Denoël.
WIERZBICKA, ANNA (1997), Understanding cultures through their key words: English, Russian, Polish, German and Japanese, Οξφόρδη: Oxford University Press.