Εμείς οι Αρμάνοι είμαστε πια οι τελευταίοι Έλληνες που λατινοφώνησαν προφορικά. Επί δεκαεπτά αιώνες έως και τον Μακεδονικό Αγώνα υπηρετήσαμε το Γένος με τα άρματα στο χέρι μεταξύ άλλων.
Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο ιστορικός Πολύβιος γράφει ότι, μετά διακόσια χρόνια ρωμαϊκής κυριαρχίας, όλος ο ευρύτερος ελληνικός χώρος στα Βαλκάνια, εκτός από τα παράλια και τα νησιά, χρησιμοποιούσε στον δημόσιο κυρίως λόγο την λατινική. Το ίδιο μαρτυρεί και τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Ιωάννης ο Λυδός, σύγχρονος του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος μάλιστα προσθέτει ότι «ρήμασι Ρωμαίων χρώνται» και οι πλείστοι κάτοικοι στην Ευρώπη - όπως ονόμαζαν τότε τα Βαλκάνια- και ιδιαίτερα οι αξιωματούχοι.
Εντωμεταξύ, όπως μαρτυρεί ο Δίων ο Κάσιος τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής μεταξύ 138-161 μ.Χ. συγκρότησε στη σημερινή Ελλάδα πέντε Ρωμαϊκές Λεγεώνες που σε καθεμιά τους υπηρετούσαν δια βίου 16.000 αυτόχθονες ορεισίβιοι Έλληνες Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Αιτωλοί και Ακαρνάνες που λατινοφώνησαν φυσικά μαζί με τις οικογένειές τους. Αυτοί τα επόμενα 1.300 χρόνια φύλαγαν τις στρατηγικές κλεισούρες, την Εγνατία Οδό και τις Βασιλικές Στράτες. Επί πλέον το 212 μ.Χ. με διάταγμά του ο Αυτοκράτωρ Καρακάλλας αναγνώρισε ότι όλοι οι υπήκοοί του ήσαν πια ισότιμοι Ρωμαίοι πολίτες. Cives Romani. Έτσι αυτοπροσδιοριζόμαστε έως τώρα αγέρωχοι εμείς οι Βλάχοι: Αρμάνοι. Ρωμιοί στην Μεγάλη Ρωμιοσύνη του Βασιλικού Γένους των Ρωμαίων. Υπήρξαμε Ακρίτες της πατρώας μας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ακόμη στην ακμή της, ο πιστός Λαός της μας υμνούσε στα Ακριτικά Τραγούδια του:
Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής
κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει
Τους Βλάχους και την ανδρεία τους περιγράφουν διαδοχικά στα Χρονικά τους επί 900 χρόνια οι Πρίσκος, Θεοφύλακτος Σιμοκάτης, Θεοφάνης, Προκόπιος, Γεώργιος Κεδρηνός και Άννα Κομνηνή. Στο Χρονικό του ο Ιωάννης Κεκαυμένος μας ονομάζει «γένος άπιστον και πονηρόν» που τάχα κατέβηκε από την πλούσια Δακία, τη σημερινή Ρουμανία. Είχε τους λόγους του. Απεστάλη στη Θεσσαλία να μας επιβάλει νέους φόρους και τον συντρίψαμε. Ωστόσο, αυτό το «γένος άπιστον και πονηρόν» συνέχισε να φυλάγει την Αυτοκρατορία. Ονομάζονται Οδίται επειδή είναι οι φύλακες των βασιλικών οδών. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι, τέλη του 10ου αιώνα, Βλάχοι Οδίται «ανήρεσαν», δηλαδή σκότωσαν, τον Δαβίδ, αδελφό του Τσάρου Σαμουήλ, ανάμεσα Πρέσπες και Καστοριά κοντά στο Πισοδέρι «παρά τας Καλάς Δρυς». Το τοπωνύμιο παραφράζει στην ελληνική γλώσσα το βλάχικο «κάλεα τι ρης», δηλαδή δρόμος του ρήσου, του Λυγκός. Επειδή εκεί αφθονούσαν οι λύγκες, όλη η περιοχή ονομάζεται Λυγκηστίς από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα.
Το 1159 τους συνάντησε στη Ρούμελη ο Ραβίνος Βενιαμίν της Τουδέλας και τους περιγράφει:1
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει.
Όταν οι Σταυροφόροι άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και διεμέλισαν την πατρώα Αυτοκρατορία μας το 1204, οι Βλάχοι κρατούν ελεύθερη την Μέση Ελλάδα υπό τα διάφορα Δεσποτάτα οπότε η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία την οποία οι Οθωμανοί τον 15ο αιώνα την μετέφρασαν στα τούρκικα σε Κιουτσούκ Ουλάχ. Έτσι βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι.
Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μυστρά και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Το 1960 ο W. Miller γράφει:2
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο.
Στις κλεισούρες της Εγνατίας Οδού προς την Πελαγονία το 1.380 έδωσαν τις τελευταίες μάχες κατά των επιδρομέων Οθωμανών που νίκησαν και ανήλθαν στο Κοσσυφοπέδιο. Ωστόσο, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Από τις κλεισώρειες, που έως τότε φύλαγαν επί αιώνες, αποσύρθηκαν ένοπλοι με τις οικογένειές τους και τα κοπάδια τους στις υψηλότερες βουνοκορφές και συνοικίσθηκαν σε απρόσιτα χωριά. Όλα βρίσκονται επάνω στα στρατηγικά περάσματα της εποχής. Για να τα διαφυλάξει από τις επιδρομές τους ο νικητής Σουλτάνος τους αναγνώρισε αμέσως ειδικά προνόμια. Βάσει αυτών οι Βλάχοι παρέμειναν ένοπλοι και αυτοδιοικούμενοι. Υπήχθησαν απ’ ευθείας στην εκάστοτε Βασιλομήτορα Βαλιντέ Σουλτάνα στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους και τα βλαχοχώρια κηρύχθηκαν βακούφια -ιερά κτήματα- άβατα στους Οθωμανούς.
Στα μέσα του 16ου αιώνα ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια και τα αναθέτει όλα στους Βλάχους αρματολούς. Αrmatul στα βλάχικα σημαίνει ο οπλισμένος. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια είναι τα αρματολίκια Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών στη βόρεια Πίνδο, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στη νότια Πίνδο, Μηλιάς στον Όλυμπο, Τεμπών και Ελασσόνος, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου στην Αιτωλοακαρνανία, Πατρατζικίου στο Βελούχι και στις Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο Όλυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας, στα Τέμπη με έδρα τη Ραψάνη οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι, στα Γρεβενά ο Γιάννης Πρίφτη και οι Ζιακαίοι, στον Ασπροπόταμο ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, στα Άγραφα οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γέρο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ράγκος και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά3 ο Βλάχος ιστορικός του Αγώνος Νικόλαος Κασομούλης. Γράφει: Τα αρματολίκια απέβησαν εστία του αγνοτάτου πατριωτισμού και της Μεγάλης Ιδέας, του ονείρου δηλαδή της αποκαταστάσεως του Γένους.
Παράλληλα Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους στη Διασπορά συνέβαλαν αποφασιστικά στην αφύπνιση του Γένους, στη μεταλαμπάδευση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στη διαμόρφωση του Νεοτέρου Ελληνισμού. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής: Στην Πάδοβα ο Βεροιάνος Ιωάννης Κωττούνιος (Βέροια 1572- Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδώνης. Στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845). Στο Παρίσι ο Γρηγόριος Ζαλύκης. Στη Βιέννη ο Δημήτριος Δάρβαρις (1751-1823). Στην Μοσχόπολη ο Αθανάσιος Καβαλλιώτης και ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Στη Βενετία ο Ιωάννης Χαλκεύς και ο Νεκτάριος Τέρπος μεταξύ 1750-1779. Στη Λειψία και στη Χάλλη της Γερμανίας ο Αμβρόσιος Παμπέρης (1768-1802). Στο Αμβούργο και στο Βουκουρέστι Δημήτριος Παμπέρης από το 1706. Στη Χάλλη και στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας ο Κωνσταντίνος Ζουπάν από το 1760. Στην Καστοριά ο Μητροπολίτης της Διονύσιος Μαντούκας (1648-1741). Η Μοσχόπολη ιδρύει την περιώνυμη Νέα Ακαδημία της και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο των Βαλκανίων.
Σ’ αυτό το Βασιλικόν Γένος των Ρωμαίων απηύθυνε το μεγαλειώδες όνειρό του ο Βλάχος Εθναπόστολος Ρήγας ο Βελεστινλής. Γεννήθηκε το 1757 στον βλαχομαχαλά του Βελεστίνου της Θεσσαλίας, όπου παραχείμαζαν τα τσελιγκάτα από το Περιβόλι της Πίνδου και ο πατέρας του είχε καραβάνι. Γι’ αυτό επονομάσθηκε στα βλάχικα κυρατζής που στα ελληνικά εξευγενίσθηκε σε Κυριαζής. Ο Ρήγας διδάχθηκε τα ελληνικά γράμματα στη Ζαγορά του Πηλίου και στα Αμπελάκια, ενώ τα δίδαξε στον Κισσό του Πηλίου. Ως Αρμάνος ένιωθε μέσα του το εύρος της πατρώας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ατένιζε τους πιο ευρείς ορίζοντες από την κορυφή.
Όταν σκότωσε τον Τούρκο αγά, που προσέβαλε τον πατέρα του, προσέφυγε στην προστασία των Βλάχων: πρώτα στον αρματολό θείο του Πάνο Ζήδρο του Βλαχολείβαδου, μετά στον αρματολό του Ολύμπου Πάνο Τσάρα, πεθερό του θειού του, που τον έστειλε στο Άγιον Όρος στον Μετσοβίτη διευθυντή της Αθωνιάδος Σχολής Κωνσταντίνο Τζαρτζούλη. Από εκεί έφτασε συστημένος στο Φανάρι και μετά υπηρέτησε τον Φαναριώτη Ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαο Μαυρογένη ενώ μελετούσε συνάμα στην περιώνυμη Ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου όπου φοιτούσε ο Βλάχος Μέγας Διδάσκαλος του Γένους Νεόφυτος Δούκας από τα Σουδενά. Εκεί ο Ρήγας έγραψε τα επαναστατικά έργα του. Το 1797, ενώ μεσουρανούσε ο Μέγας Ναπολέων και το ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης, ο Ρήγας πήγε στη Βιέννη όπου έλαμπε η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη και τον αγκάλιασε. Εκεί τύπωσαν τα έργα του οι Βλάχοι αδελφών Μαρκίδαι Πούλιου που εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα με τίτλο Εφημερίς.
Με σκοπό να συναντήσει τον προελαύνοντα Ναπολέοντα και να τον πείσει να απελευθερώσει την Ελλάδα, μετέφερε κιβώτια τα επαναστατικά βιβλία του παραμονή Χριστουγέννων στην Τεργέστη όπου, όμως, προδομένος συνελήφθη. Μετά μακρές ανακρίσεις στη Βιέννη οι Αυστριακοί τον παρέδωσαν μαζί με 7 συντρόφους του, Μάρτιο του 1798, στον Οθωμανό πασά του Βελιγραδίου που επί τέσσερις μήνες τον βασάνιζε αλυσοδεμένο στο Φρούριο Νεμπόϊτσα Κούλα. Τη νύχτα της 10ης Ιουλίου 1798 οι Οθωμανοί στραγγάλισαν τον Ρήγα και τους συντρόφους του. Πέταξαν τα βασανισμένα κορμιά στον Δούναβη. Μαζί του και ο Βλάχος σύντροφός του Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα.
Ο θρύλος του Ρήγα παραμένει, επί δύο συνεχείς αιώνες, ζωντανός και κοινός στις παραδόσεις όλων των βαλκανικών Λαών. Απευθυνόμενος το 1797 σε όλους τους συνοίκους Λαούς της Βαλκανικής αλλά συνάμα και της καθ’ ημάς Ανατολής, πρότεινε μια κοινή συνταγματική Ελληνική Δημοκρατία με απέραντη ευρυχωρία, ανεξιθρησκία και ισονομία, όπου όλοι οι Λαοί, διατηρώντας την ιδιοπροσωπία τους, θα αυτοκυβερνώνται δημοκρατικά με θεμέλιο τα ανθρώπινα δικαιώματα και Βασιληά τον Νόμον εψηφισμένον από όλους τους πολίτες, άνδρες και γυναίκες, σε πλήρη ισοπολιτεία και ελευθερία. Σκοπός του ήταν η κατάλυση της τυραννίας και ο επαναστατικός μετασχηματισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια Κοινοπολιτεία όπου τους συνοίκους Λαούς θα συνείχε η Δημοκρατία και ο ελληνικός πολιτισμός από τον οποίον απέρρεε ο σύγχρονός του γαλλικός Διαφωτισμός. Την Ελληνική Δημοκρατία χάραξε από την Μάλτα έως το Χαλέπι και την Κύπρο κι από τις Παρίστριες Ηγεμονίες και το Βιδίνι έως την Αίγυπτο. Ήταν πολυεθνική, πολυθρησκευτική, ανοικτή και ανεκτική, εδραζομένη στον ελληνικό πολιτισμό, στην ελευθερία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην κοινή ευημερία. Έμβλημά της ο Μέγας Αλέξανδρος διότι ο Ρήγας έχει κατά νουν το προαιώνιο κοσμοείδωλο της ελληνικής Οικουμένης που χάραξε ο Μακεδών στρατηλάτης, πραγμάτωσε η πατρώα μας Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και πνευματικά εκφράζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο σπόρος του Ρήγα βλάστησε την Εθνεγερσία του Εικοσιένα οπότε οι Βλάχοι σπεύδουν στην πρώτη γραμμή της φωτιάς από την πρώτη στιγμή. Είναι έτοιμοι από καιρό. Όταν το 1805, μετά πολιορκία 4,5 μηνών, τα στρατεύματα του Αλή Πασά καταλαμβάνουν τη Νάουσα, οι υπερασπιστές της πραγματοποιούν μια ηρωϊκή έξοδο βγαίνουν στα βουνά και καταλήγουν στον Όλυμπο. Είναι οι Βλάχοι Διαμαντής Νικολάου αρματολός της Καστανιάς, Ρομφέης από τη Σιάτιστα, Νιόπλιος από την Καστοριά και Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι. Στον Όλυμπο συνάζονται και άλλοι Βλάχοι αρματολοί: ο θρυλικός Νικοτσάρας και οι φοβεροί Λαζέοι απ’ το Βλαχολίβαδο και την Μηλιά, ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας από την Καλαμπάκα, ο Γεώργιος Σύρος από τα Σέρβια, ο Μπουκουβάλας από την Θεσσαλία, οι Μπιζιωταίοι από τα Χάσια και τα Σέρβια, ο Γιάννης Σταθάς από τον Βάλτο, γαμπρός του Μπουκουβάλα, οι Τζαχειλαίοι των Τεμπών. Σ’ αυτούς καταφεύγει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά τον χαλασμό Κολοτρωναίων στον Μοριά. Σύντομα το 1807 ξεσπάει ένας ακόμη ρωσοτουρκικός πόλεμος και καταπλέει στο Αιγαίο η ρωσική αρμάδα υπό τον ναύαρχο Δημήτρη Σινιάβιν. Τότε οι Βλάχοι αρματολοί κατέρχονται από τον Όλυμπο και αρματώνουν επτά πειρατικά καράβια, που φέρουν τα ονόματα «Άσπρη Θάλασσα», «Κασσάνδρα», «Όλυμπος», «Βάλτος», «Μοριάς» και «Σκιάθος». Ο στόλος των κουρσάρων, με έδρα την Σκιάθο, κάνει συνεχείς καταδρομές στην Χαλκιδική μέχρι τα παράλια τείχη της Θεσσαλονίκης. Την δόξα τους τραγουδάει η λαϊκή μούσα στο Δημοτικό Τραγούδι.
Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάνδρας.
Είχε πανιά κατάμαυρα και τ’ ουρανού μπαντιέρα.
-Καράβι, ρίξε τα πανιά, καράβι παραδώσου.
-Εγώ δεν ρίχνω τα πανιά, εγώ δεν κάνω πίσω.
Είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα.
Εκείνη την χρονιά o Νικοτσάρας πραγματοποιεί ένα εκπληκτικής τόλμης εγχείρημα. Αποβιβάζεται από τα κουρσάρικα με 300 άνδρες στον κόλπο του Ορφανού, στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, και, με το σπαθί στο χέρι, διασχίζει την Ανατολική Μακεδονία προς βορράν με στόχο στα βουνά της Ρίλας στην Βουλγαρία, ώστε από εκεί, στρεφόμενος δυτικά στα νώτα των τουρκικών στρατευμάτων, να ενωθεί με τους μαχόμενους Σέρβους του Καραγεώργη. Συναντά, όμως, ισχυρή αντίσταση στην Ρίλα και επιστρέφει. Στη Ζίχνα, όμως, έξω από την Ελευθερούπολη, πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις κρατούν την γέφυρα. Ο Νικοτσάρας με τους πολεμιστές του διασπά τον κλοιό και φτάνει πίσω στον Σταυρό της Χαλκιδικής, από όπου τον παραλαμβάνουν λαβωμένο τα κουρσάρικα καράβια. Κάνει νέα καταδρομή στα παράλια του Ολύμπου, όπου όμως τραυματίζεται θανάσιμα και πεθαίνει, Ιούλιο μήνα του 1807. Τον άθλο του διέσωσε στο δημοτικό τραγούδι:
T’ έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα,
μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί ουδέ βαρύς χειμώνας.
Ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια,
με Σέρρες και με Έλυμπο, με δώδεκα ταμπούρια.
Εντωμεταξύ ο παπά-Θύμιος Βλαχάβας κατέρχεται στη Θεσσαλία και την ξεσηκώνει, αλλά τον Μάϊο του 1808 οι δυνάμεις του συντρίβονται έξω από την Καλαμπάκα. Ο παπά-Θύμιος Βλαχάβας αιχμαλωτίζεται και μεταφέρεται στην αυλή του Αλή πασά, στα Γιάννενα, όπου μέσα σε φρικτά βασανιστήρια θανατώνεται.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο ήταν συγγενής των Λαζέων αρματολών και στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν ήδη πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου στο αρματολίκι της Μηλιάς Ολύμπου. Το 1807 πετυχαίνει όσα δεν πέτυχε ο Νικοτσάρας. Με ισχυρό σώμα Βλάχων διασχίζει τη Μακεδονία και φτάνει στην Σερβία όπου έχουν επαναστατήσει οι Σέρβοι χαϊντούκοι -αρματολοί- υπό τον Καραγεώργη. Μάχεται στο πλευρό τους. Γίνεται αδελφοποιητός του Καραγεώργη και παντρεύεται την πανέμορφη Στάνα, την χήρα φίλου του Βέλκου Πέτροβιτς, ονομαστού χαϊντούκου. Τότε επιχειρείται να τεθεί σε εφαρμογή το μεγαλόπνοο σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή για την εξέγερση όλων των Λαών της Βαλκανικής. Ο τότε Ηγεμόνας της Βλαχίας Κωνσταντίνος Υψηλάντης, πατέρας του Αλεξάνδρου, στέλνει στον Γ. Ολύμπιο την Ελληνική Λεγεώνα που είχε συγκροτήσει μυστικά στην Βλαχία από τις εκτεταμένες εκεί ελληνικές κοινότητες και ο Μακεδών πολεμικός αρχηγός, τον Ιούνιο του 1807, συμβάλλει αποφασιστικά στην περιφανή νίκη του Καραγεώργη κατά των Τούρκων στο Στούβικ. Όταν ο Κων. Υψηλάντης αναγκάζεται να παραιτηθεί και επιστρέφει στην Ρωσία, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ακαταπόνητος, τίθεται υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού πρίγκιπος Κουτούζωφ -του μετέπειτα νικητή του Ναπολέοντος- που χτυπάει τους Τούρκους στο Οστρόβι, όπου συλλαμβάνει 3.500 αιχμαλώτους. Στο Βιδίνι, στον Δούναβη, όπου αναμετρώνται σκληρά Ρώσοι-Τούρκοι, χυμάει πεζή στους φοβερούς σπαθοφόρους και λογχοφόρους σπαχήδες ιππείς. Ο Τσάρος της Ρωσίας του απονέμει το παράσημο της Αγίας Άννης και τον προάγει σε συνταγματάρχη του ρωσικού Στρατού. Το 1815, μετά την λήξη των ναπολεοντείων πολέμων, ο Γ. Ολύμπιος ακολούθησε τον Τσάρο, ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας, στο Συνέδριο της Βιέννης όπου γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Επιστρέφει στις Ηγεμονίες και το 1816 στην Βεσσαραβία μυείται στην Φιλική Εταιρεία, όπου αναδεικνύεται Πρώτος των Δώδεκα Αποστόλων της.
Το πασαλίκι του Βελιγραδίου, που ελεγχόταν από τους Σέρβους χαϊντούκους του Καραγεώργη, έπεσε όταν οι Ρώσοι δεν βοήθησαν αποφασιστικά και επέλασε από την Ρούμελη ο Χουρσίτ πασάς. Ο Καραγεώργης κατέφυγε στην Βοσνία. Ο αντίπαλός του Μίλος Οβρένοβιτς συνθηκολόγησε και αναγνωρίσθηκε υποτελής Ηγεμών.
Ο Ιωάννης Γεωργίου Φαρμάκης γεννήθηκε στο Μπλάτσι (Βλάστη) της Δ. Μακεδονίας το 1772. Διέθετε ένα πελώριο ένοπλο τσελιγκάτο και συγκρούσθηκε άγρια με τους Αλβανούς επιδρομείς του Αλή Τεπελενλή πασά, αλλά έχασε τα πάντα. Για λίγα χρόνια αναδεικνύεται αρματολός της Καλαμαριάς. Υπερασπίζεται τη Νάουσα και, μετά, ενώνεται στον Όλυμπο με τους άλλους Βλάχους αρματολούς. Το 1807 ακολουθεί τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα και κατατάσσεται στον ρωσικό στρατό που υπό τον Έλληνα στρατηγό Εμμανουήλ Παπαδόπουλο πολεμά εναντίον των Γάλλων. Αλλά σύντομα οι Ρώσοι αποχωρούν και το 1816 ο Γιάννης Φαρμάκης ταξιδεύει προς την Πετρούπολη να διεκδικήσει τους μισθούς του. Τότε συναντά στην Οδησσό τον Εμμανουήλ Ξάνθο και μυείται στην Φιλική Εταιρεία. Χρίεται Αρχηγός των «Αφιερωμένων». Αρχίζει το μεγάλο έργο του στην Μακεδονία υπό το ψευδώνυμο Ιωάννης Πικρός. Μυεί πολλούς επιφανείς. Ανάμεσά τους είναι οι Βλάχοι προεστοί της Θεσσαλονίκης Στέφανος Τάττης και Νάνος Γούτα Καυταντζόγλου. Αρχές του 1820 φτάνει στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου συναντάται με τον Γεωργάκη Ολύμπιο, τον Παπαφλέσσα, τον Χριστόφορο Περραιβό και τον Γ. Λεβέντη, οι οποίοι αποτελούν την ηγετική πεντάδα της Φιλικής Εταιρείας και συνδέονται, μέσω του Γ. Λασσάνη, με τον Υψηλάντη. Εκεί τότε αποφασίζουν να εξεγερθεί απ’ άκρη σ’ άκρη το Γένος το 1821 παραμονή του Ευαγγελισμού. Πράγματι την 23η Μαρτίου 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς κηρύσσει την Επανάσταση στο Άγιον, οι Μανιάτες μπαίνουν ελευθερωτές στην Καλαμάτα και στο Ιάσιο της Μολδαβίας ο πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης, «Αντιπρόσωπος της Υπερτάτης Αρχής» και επίτιμος υπασπιστής του Τσάρου, υψώνει το λάβαρο του Ιερού Αγώνα από τον εξώστη του αρχοντικού που ανήκε στον Βλάχο Κροίσο Κωνσταντίνο Μπέλλιο, συγχωριανό του Φαρμάκη.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Φαρμάκης είναι οι καπετάνιοι του Υψηλάντη. Στις παρίστριες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας πολέμησαν σκληρά και συνέχισαν να πολεμούν όταν, μετά την καταστροφή του Ιερού Λόχου στο Δραγασάνι, ο Υψηλάντης πέρασε τα σύνορα όπου οι αρχές των Αψβούργων τον φυλάκισαν μέχρι τον θάνατό του. Παίρνοντας τα βουνά οχυρώθηκαν στη Μονή του Σέκου, στα Καρπάθια, όπου τους πολιόρκησαν ισχυρότατες δυνάμεις των Οθωμανών. Ο Φαρμάκης πίστεψε στις διαβεβαιώσεις των ξένων Προξένων ότι μπορεί να αποχωρήσει ελεύθερος με τους άντρες του και τα όπλα τους αλλά οι Οθωμανοί παρασπόνδησαν. Τον έπιασαν, τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί τον έγδαραν ζωντανό. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος άφησε τους πολιορκητές να εισέλθουν στο Μοναστήρι. Έβαλε φωτιά στα βαρέλια με το μπαρούτι και έγινε Ολοκαύτωμα μαζί με τα λιγοστά πια παλληκάρια τους και τα λεφούσια των Τούρκων. Θρηνεί ο Λαός:
Μας ήρθ’ η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε το χινόπωρο, πικρό φαρμακωμένο.
Τα καραούλια φώναξαν, που πέρα απ’ του Σέκου
πολλή μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα σύντροφοι φθάνουν
μόνο Τουρκιά μας πλάκωσε, χιλιάδες δέκα πέντε.
Στη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες σφαγιάζονται και τα γυναικόπαιδά τους πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα. Ανάμεσά τους πολλοί Βλάχοι. Ο Φιλικός Στέφανος Τάττης και πολλοί εξέχοντες δραπετεύουν. Η περιουσία τους δημεύεται. Ο Φιλικός Νάνος Γούτα Καυταντζόγλου, ο πλουσιότερος της πόλης, έχει αποθάνει το 1819 και αφήνει την τεράστια περιουσία του στους τρεις εγγονούς του που ονομάζονται Λυσίμαχος, Λύσανδρος και Δαΐφρων. Αρχαία ελληνικά ονόματα φέρουν έως τις μέρες μας οι Βλάχοι ώστε να σημαίνουν την καταγωγή τους. Επί παραδείγματι Πανδώρα η γιαγιά μου από το Πισοδέρι, Φιλώτας ο αδελφός της, Λυσίμαχος ο ανεψιός της, Ευτέρπη η ανεψιά της. Η οικογένεια Καυταντζόγλου επικηρύσσεται και η περιουσία της δημεύεται. Ακόμη και το 1835 ένα φιρμάνι εκπλειστηριάζει ακίνητα του Νάνου: τρία αρχοντικά, ένα μεγάλο κεντρικό οικόπεδο στα ερείπια μεγάρου και δύο διώροφες αποθήκες στο λιμάνι. Τα εγγόνια του, όμως, είχαν φυγαδευθεί. Ο εγγονός του Λύσανδρος αναδεικνύεται μέγας αρχιτέκτων στην Ευρώπη. Το 1844 καλείται στην πρωτεύουσα Αθήνα όπου διευθύνει πρώτος το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, δωρεά των Βλάχων. Έργα του στην Αθήνα είναι το μνημειώδες κτίριο του Πολυτεχνείου, το Αρσάκειο και οι ναοί της Αγίας Ειρήνης, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών. Στην Πάτρα ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Ανδρέου. Σχεδιάζει επίσης το βραβευμένο μνημείο Πανελλήνιον Ηρώον το οποίο προικοδοτεί με πλούσιο κληροδότημα και την εντολή να ανεγερθεί αυτό στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, στην κορυφή του Σεΐχ Σου, όταν απελευθερωθεί. Με αυτό το κληροδότημα έγινε το μεγάλο Καυταντζόγλειο Στάδιο.
Εντωμεταξύ Ελεύθεροι Πολιορκημένοι οι Βλάχοι υπερασπίζονται το Μεσολόγγι όπου προσήλθαν εθελοντές 300 από την Πίνδο υπό τον Βλάχο αρματολό των Γρεβενών Γιαννούλα Ζιάκα και εκατοντάδες άλλοι από τον Ασπροπόταμο έως τη Νέβεσκα. Διοικητές της Φρουράς ήσαν οι Βλάχοι αρματολοί του Ασπροποτάμου Νικόλαος Στορνάρης και Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Την Ηρωϊκή Έξοδο περιγράφει συνταρακτικά ο αυτόπτης μάρτυράς της Νικόλαος Κασομούλης, Βλάχος από το Πισοδέρι, γραμματικός του καπετάν Νικολάου Στορνάρη. Στο βιβλίο του Ενθυμήματα Στρατιωτικά, το αντικειμενικότερο όλων, γράφει για την Έξοδο:
Εις την φωτιά αυτήν ενεθυμήθην την Παναγίαν και είπα: «Παναγία μου, φύλαξε μας». Από τον προμαχώνα της ακρογιαλιάς είδα τον αδελφόν μου Μήτρον ορμούντα με το ένα χέρι στα μάτια και με το άλλο στο γιαταγάνι. Και έκτοτε δεν τον ματαείδα. Ήτον είκοσι χρονών τότες.
Οι Βλάχοι αποδεκατίζονται στην Ηρωική Έξοδο. Διασώζονται λίγοι και μερικά παλικάρια από τη Σαμαρίνα. Τα υμνεί το Δημοτικό Τραγούδι:
Παιδιά της Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα.
Το μπαρούτι και το αίμα λέρωσε τις λευκές φουστανέλες τους κατά την Έξοδο. Αλλά πολλά έπεσαν. Και το Βλαχόπουλο, που ψυχορραγεί, τα παρακαλεί:
Σαν πάτε πίσω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα,
τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μη πείτε,
ωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδελφή μου,
μη πείτε πως σκοτώθηκα, μόν’ πείτε πως παντρεύτηκα στα έρημα τα ξένα,
παιδιά της Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα.
Αυτή είναι η ζώσα Ιστορία. Σε σύνοψη η αυθεντική, αυτοφυής Αρχαία Τραγωδία. Βλάχοι πολεμούν στη Ρούμελη και στον Μοριά. Ο Τόλιος Λάζος του Ολύμπου με 300 Βλαχόπουλα ακολουθεί τον Τιμολέοντα Βάσο στην Κρήτη όπου μάχεται και, όταν η εξέγερση αποτυγχάνει εκεί, ο Λάζος επιστρέφει στον Μοριά και συνεχίζει.
Τον Ιερό Αγώνα υμνούν οι Βλάχοι εξάδελφοι ποιητές Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Γεώργιος Ζαλοκώστας. Πρωταγωνιστής Στον Ιερό Αγώνα και, μετά, στα πρώτα βήματα του Βασιλείου της Ελλάδος είναι ο Βλάχος Ιωάννης Κωλέττης, ιατρός από το Συρράκο της Ηπείρου. Υπήρξε εμβληματική μορφή της Εθνεγερσίας, πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός, ρηξικέλευθος νομοθέτης και πτέρας της Μεγάλης Ιδέας. Την διετύπωσε το 1843 όταν οι αυτόχθονες νοτιοελλαδίτες μονοπώλησαν όλες τις εθνικές γαίες και το Κράτος όπου απέκλεισαν τους χιλιάδες Έλληνες του μικρού Βασιλείου που είχαν σπεύσει εθελοντές στον Αγώνα απ’ άκρη σ’ άκρη του Γένους και είχαν ποτίσει με το αίμα τους την πρώτη τότε ελληνική γη. Αυτοί οι γενναίοι αδελφοί κηρύχθηκαν ετερόχθονες. Στερήθηκαν όλα τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους: ούτε πολίτες ούτε πια στρατιώτες ούτε αγρότες. Απλώς είλωτες! Αυτό είναι το εθνικό όνειδος των τότε αυτοχθόνων πολιτικών και κοτζαμπάσηδων.
Τότε ο Κωλέττης, ετερόχθων και αυτός, διεκήρυξε στη Συντακτική Εθνική Συνέλευση του1843 είπε:
Το Βασίλειον της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί έν μέρος, το πλέον μικρόν και το πλέον πτωχόν της Ελλάδος. Ο Έλλην δεν είναι μόνον αυτός ο οποίος κατοικεί το Βασίλειον της Ελλάδος, αλλά και εκείνος επίσης όστις κατοικεί την Θεσσαλονίκην ή τα Ιωάννινα ή τας Σέρρας ή την Αδριανούπολιν ή την Κωνσταντινούπολιν ή την Τραπεζούντα ή την Κρήτην ή την Σάμον ή οιανδήποτε χώραν της Ιστορίας ή της φυλής της Ελληνικής .
Μετά εβδομήντα χρόνια, τα περισσότερα μέρη, που μνημόνευσε ονομαστικά, είχαν απελευθερωθεί και η Ελλάδα τετραπλασιάσθηκε. Είχε και αυτός τις μεγάλες αδυναμίες για να επιβιώσει απέναντι στα μεγάλα «τζάκια» του Μοριά αλλά όλοι οι νόμοι του άντεξαν επί γενεές, πολλοί έως το 1936, το 1940, ακόμη και πέρα από το 1964. Είναι νόμοι καινοτόμοι, θεμελιώδεις και σήμερα επίκαιροι παρά ποτέ.
Η ώρα των Βλάχων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Το 1830 ο Γεώργιος Σ. Σίνας απέστειλε στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την πλουσιοπάροχη βοήθεια των Βλάχων της Βιέννης για τα ορφανά του Αγώνα. Είναι η πρώτη συνεισφορά Ελλήνων στο νέο Κράτος. Και στις 16 Μαΐου 1830 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του απαντά:4
Εδέχθημεν μετά πολλής ευγνωμοσύνης την ποσότητα των 2.007/100 διστήλων τα οποία μετά των εν Βιέννη συμπολιτών σας Γραικο-Βλάχων προσεφέρετε δωρεάν. Είθε το ιδικόν σας παράδειγμα να εγείρη και άλλους ομογενείς. Εκφράζομεν προς σε, Κύριε, και προς τους συμπολίτας σου Γραικο-Βλάχους πολλήν ευγνωμοσύνην εκ μέρους των ορφανών και, παρ’ ημών, την εξαίρετον υπόληψιν.
Ο Κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας
Οι Βλάχοι χρυσώνουν το Γένος και την πρωτεύουσά του Αθήνα ως εξής:
Οι Μετσοβίτες Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας ανεγείρουν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο. Η χήρα του Μιχαήλ Τοσίτσα δωρίζει το οικόπεδο για το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο Γεώργιος Αβέρωφ χαρίζει τη Σχολή των Ευελπίδων, τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, το Εφηβείον, μετέπειτα φυλακές Αβέρωφ, το ένδοξο θωρηκτό «Αβέρωφ» και τις Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια. Ο βαρόνος Σίμων Σίνας και ο γιος του Γεώργιος ανεγείρουν την Ακαδημία Αθηνών, τον Μητροπολιτικό Ναό και το Εθνικό Αστεροσκοπείο στην Αθήνα. Επίσης τον Μητροπολιτικό Ναό στη Σύρο. Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας χαρίζουν τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη και στην Αθήνα. Στην μικρή πρωτεύουσα δωρίζουν το Παρθεναγωγείο. Δημιουργούν το Ζάππειο Μέγαρο και τον Κήπο του Ζαππείου για να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τους αναβιώνει ένας Βλάχος, ο Δημήτριος Βικέλας από τη Βέροια, γεννημένος στη Σύρο.
Ο Απόστολος Αρσάκης ιδρύει τα Αρσάκεια Σχολεία και ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία. Ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος χαρίζει τη Βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το Δημοτικό Νοσοκομείο «Η Ελπίς» στον Δήμο Αθηναίων. Χρηματοδοτεί την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας και στην Αταλάντη χτίζει τον οικισμό Νέα Πέλλα όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν κατά την Εθνεγερσία στη Νότιο Ελλάδα.
Οι Βλάχοι ευεργέτες με συνεισφορές ιδρύουν το Οφθαλμιατρείο και κοσμούν το Πανεπιστήμιό της με τη ζωφόρο του και με τους ανδριάντες των προπυλαίων του.
Ο Ιωάννης Μπάγκας χαρίζει το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος» στην πλατεία Ομονοίας και, με τις προσόδους του, το Μπάγκειον Ίδρυμα χρηματοδοτεί σχολεία και μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος, βαθύπλουτος τραπεζίτης στην Πόλη, ιδρύει τα Ζωγράφεια Σχολεία, αγαθοεργά ιδρύματα και Βιβλιοθήκη. Ο Γεώργιος Σταύρου ιδρύει την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι αδελφοί Λάμπρου καταθέτουν τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ιδρύουν τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και συνιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Ο Σπυρίδων Λάμπρου, κορυφαίος ιστορικός, αναδεικνύεται Πρωθυπουργός. Κόρη του Βλαχοπούλα είναι η πρώτη Ελληνίδα υπουργός Λίνα Τσαλδάρη.
Μεγάλες ευεργεσίες αφιερώνουν οι επιφανείς Βλάχοι σ’ όλον τον ελληνικό χώρο, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και στη Διασπορά.
Ν. Ι. Μέρτζος
1. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σ. 223 κ.ε.
2. W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σ. 475.
3. Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, Γ. Βλαχογιάννης (επιμ.), τ. Α΄, Τυπογραφείο Α. Ι. Βάρσου 1940, σ. 3 κ.ε.
4. Ελληνική Ορθόδοξος Διασπορά στην Ουγγαρία, Ν.Α. Κοζάνης, 2010, σ. 46.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΓΑΛΟΛΙΒΑΔΙΩΤΩΝ ΠΑΙΚΟΥ
Λαγκαδά 8 & Ειρήνης 5, 54623 Θεσσαλονίκη, 3210514407
Μεγάλη Πανηγυρική Ομιλία για την επέτειο του ‘21
“Οι Αρμάνοι στο Βασιλικόν Γένος μας και στον Ιερό Αγώνα του 1821”.
Ομιλητής: Νίκος Μέρτζος
Σάββατο 18 Μαρτίου 2017, ώρα 18.30, αίθουσα Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Εθνικής Αμύνης 4, Θεσσαλονίκη