Από τον 16ο αιώνα μέχρι τα τέλη 19ου αυτός ο τόσο ολιγάριθμος λατινόφωνος ελληνικός πληθυσμός των Βλάχων εγκατέστησε σταδιακά και τροφοδότησε ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη και τη Λειψία, από τον Δούναβη μέχρι τον Νείλο και από την Μόσχα μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Είναι απίστευτο αλλά αληθινό ότι τόσο λίγοι έγιναν τόσο ισχυροί, απέκτησαν τόσο πλούτο, κυριάρχησαν σε τόσο απέραντο χώρο πέντε τουλάχιστον Αυτοκρατοριών. Καλλιέργησαν σε υψηλό βαθμό την ελληνική παιδεία, προετοίμασαν την Εθνεγερσία και χρύσωσαν την Πατρίδα.
Στα βουνά τους ανέπτυξαν την κάθετη οικιακή αλλά μεγάλη βιοτεχνία που κατεργάζονταν σε πολύτιμα είδη μεγάλης ζήτησης τα πρωτογενή προϊόντα από τα κοπάδια τους: το γάλα, το μαλλί και το δέρμα. Τυριά, κασέρια, μανούρια, κάπες, σαγιάκια, στρατιωτικοί μανδύες, προβιές και κατεργασμένα δέρματα μεταφέρονταν με τα βλάχικα καραβάνια στα μεγάλα παζάρια και, πολύ σύντομα, σε τεράστιες αποστάσεις. Στα κοπάδια τους ανέτρεφαν τα άλογα και τα μουλάρια για τα καραβάνια τους. Ταξίδευαν ασφαλέστερα από όλους επειδή Βλάχοι αρματολοί κρατούσαν όλες τις κλεισούρες και τα χάνια των μεγάλων δρόμων. Έτσι σώρευαν προστιθεμένη αξία και ασκούσαν μονοπωλιακά το εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από και προς τη Δύση-Ανατολή. Παράλληλα ανέπτυξαν με μεγάλη τέχνη την ασημουργία και την αγιογραφία. Ταυτόχρονα πολλοί Βλάχοι, παλαιοί αξιωματούχοι της πατρώας Αυτοκρατορίας, ενεργούσαν στις κεντρικές πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, το Μοναστήρι, τα Γιάννενα, η Λάρισα, τα Τρίκαλα κ.α. Συνδέθηκαν μεταξύ τους σε ένα τεράστιο εμπορικό δίκτυο εμπορίου και ευημερίας. Οι Βλάχοι ακολουθούσαν μέχρι το Δυρράχιο την αρχαία Εγνατία Οδό αλλά την έτρεψαν βορειότερα έως την αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Στον κόμβο της παραλλαγής αυτής ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη. Είχε 60.000 έως, κατ’ άλλους, 80.000 κατοίκους. Μέχρι την εγκατάλειψή της το 1768 ήταν το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια κέντρο της ελληνικής παιδείας και οικονομίας. Καλλιέργησε τα Ελληνικά Γράμματα, ίδρυσε την Νέα Ακαδημία και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά το Πατριαρχείο. Ανέπτυξε την οικονομία της σε διεθνή κλίμακα με κάθετη οργάνωση του εμπορίου, της παραγωγής και της μεταφοράς. Το 1947 ο Βλάχος επιφανής ερευνητής Κωνσταντίνος Μέρτζιος[1] και μετά δέκα χρόνια ο Μοσχοπολίτης Μητροπολίτης Ιωακείμ Μαρτινιανός δημοσίευσαν από τα Ενετικά Αρχεία με πλήρη στοιχεία δεκάδες εμπορικούς οίκους Βλάχων που εμπορεύονταν στη Βενετία από τον 16οέως και 18ο αιώνα. Κατάγονταν από τη Μοσχόπολη, τη Σίπισχα, τη Νικολίτσα, τη Καβάγια, τη Λάγγα, την Αχρίδα, τη Μηλόβιστα, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη και τους Καλαρρύτες.[2]
Οι Καλαρρύτες στην Ήπειρο ήταν μεγάλο κέντρο βιοτεχνιών. Τέλη του 18ουαιώνα παρήγαγαν στρατιωτικές στολές για την Στρατιά του Ναπολέοντος. Διατηρούσαν εμπορικό στόλο και διαμετακομιστικούς σταθμούς στη Σαρδηνία και στη Μασσαλία Τα καραβάνια από το γειτονικό Συρράκο έφταναν μέχρι τη Ραγούζα προς τη Βενετία, έως τη Βιέννη και την Οδησσό. Κοσμοπολίτες οι Βλάχοι εκόμιζαν εδώ, από τις αυτοκρατορικές πόλεις, πλούτο, πολιτισμό και προ πάντων φως. Κατάπληκτος ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στον Αλή πασά αρχές του 19ου αιώνα, βρίσκει στα δύο απρόσιτα βλαχοχώρια και καταγράψει βαρύτιμες βιβλιοθήκες με κλασικούς αρχαίους Έλληνες και Λατίνους και συγχρόνους Γάλλους συγγραφείς. Από τους Καλαρρύτες κατάγεται ο Σωτήρης Βούλγαρης, ιδρυτής του διεθνούς οίκου κοσμημάτων Bulgari.
Βλάχοι, προερχόμενοι αποκλειστικά από τον ελληνικό χώρο, επισημαίνονται από τον 17ο αιώνα κιόλας στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων στην οποία ανήκαν τότε επίσης η Κροατία, η Σλοβενία, η βόρεια Σερβία, η Τρανσυλβανία. Σ’ αυτές -και προς αυτές- τις περιοχές οι Βλάχοι από τον 17ο αιώνα ήδη ασκούσαν επικερδές εμπόριο, επιστήμες και τέχνες. Διατηρούσαν τα πλείστα χάνια κατά μήκος των βασιλικών οδών από την Κωνσταντινούπολη έως τη Βιέννη. Μετά την καταναγκαστική εγκατάλειψη της Μοσχόπολης εγκαταστάθηκαν στο Σεμλίνο, στα σύνορα Οθωμανών-Αψβούργων, και συνέχισαν το διεθνές εμπόριο.
Διακρίνονταν στους πολέμους και στις επαναστάσεις όλων των συνοίκων τους Λαών. Έστρωναν δρόμους, έχτιζαν περίτεχνα γεφύρια, ανέπλαθαν τις πόλεις. Βλάχοι βαρόνοι και τραπεζίτες μεσουράνησαν στη Βιέννη, στην Πέστη, στο Βελιγράδι, στην Οδησσό, στην Αίγυπτο. Όλα αυτά -και όχι μόνον- μοιάζουν παραμυθένια αλλά είναι πλήρως τεκμηριωμένα. Ζωντανή απόδειξη τα χωριά μας όπως Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρρύτες, Λάϊστα, Νυμφαίον, Κρούσοβο κ.α. μα και η Θεσσαλονίκη μας.
Η ώρα των Βλάχων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Το 1830 ο Γεώργιος Σ. Σίνας γενάρχης των ομωνύμων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών από τη Μοσχόπολη, απέστειλε στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την πλουσιοπάροχη βοήθεια των Βλάχων της Βιέννης για τα ορφανά του Αγώνα. Είναι η πρώτη εισφορά Ελλήνων στο νέο Κράτος. 16 Μαΐου 1830 ο Κυβερνήτης έγραφε στον Σίνα:[3]
Εδέχθημεν μετά πολλής ευγνωμοσύνης την ποσότητα των 2.007/100 διστήλων τα οποία μετά των εν Βιέννη συμπολιτών σας Γραικο-Βλάχων προσεφέρετε δωρεάν. Είθε το ιδικόν σας παράδειγμα να εγείρη και άλλους ομογενείς. Εκφράζομεν προς σε, Κύριε, και προς τους συμπολίτας σου Γραικο-Βλάχους πολλήν ευγνωμοσύνην εκ μέρους των ορφανών και, παρ’ ημών, την εξαίρετον υπόληψιν.
Οι Βλάχοι χρυσώνουν το Γένος και την πρωτεύουσα Αθήνα. Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας ανεγείρουν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο. Η χήρα του Μιχαήλ Τοσίτσα δωρίζει το οικόπεδο για το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο βαρόνος Σίμων Σίνας και ο γιος του Γεώργιος ανεγείρουν την Ακαδημία Αθηνών, τον Μητροπολιτικό Ναό και το Εθνικό Αστεροσκοπείο στην Αθήνα. Επίσης τον Μητροπολιτικό Ναό στη Σύρο. Ο Γεώργιος Αβέρωφ χαρίζει τη Σχολή των Ευελπίδων, τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, το Εφηβείον, μετέπειτα φυλακές Αβέρωφ, το ένδοξο θωρηκτό «Αβέρωφ» και τις Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια. Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας χαρίζουν τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη και στην Αθήνα. Στην μικρή πρωτεύουσα δωρίζουν επίσης το Παρθεναγωγείο, το Ζάππειο Μέγαρο και τον Κήπο του Ζαππείου. Σκοπός τους ήταν να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Απόστολος Αρσάκης ιδρύει τα Αρσάκεια Σχολεία και ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία. Ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος χαρίζει τη Βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το Δημοτικό Νοσοκομείο «Η Ελπίς» στον Δήμο Αθηναίων. Χρηματοδοτεί την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας και στην Αταλάντη χτίζει τον οικισμό Νέα Πέλλα όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν κατά την Εθνεγερσία στη Νότιο Ελλάδα. Οι Βλάχοι ευεργέτες με συνεισφορές ιδρύουν το Οφθαλμιατρείο και κοσμούν το Πανεπιστήμιό της με τη ζωφόρο του και με τους ανδριάντες των προπυλαίων του.
Ο Ιωάννης Μπάγκας χαρίζει το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος» στην πλατεία Ομονοίας και, με τις προσόδους του, το Μπάγκειον Ίδρυμα χρηματοδοτεί σχολεία και μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος, βαθύπλουτος τραπεζίτης στην Πόλη, ιδρύει τα Ζωγράφεια Σχολεία, αγαθοεργά ιδρύματα και Βιβλιοθήκη. Οι αδελφοί Λάμπρου καταθέτουν τον πυρήνα του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ιδρύουν τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και την Αρχαιολογική Εταιρεία. Ο Γεώργιος Σταύρου ιδρύει την Εθνική Τράπεζα.
Πρώτοι και στα Γράμματα. Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους διέλαμψαν στη Διασπορά, όπου ανθούσε ο βλαχόφωνος Ελληνισμός. Συνέβαλαν αποφασιστικά στην αφύπνιση του Γένους, στη μεταλαμπάδευση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στη διαμόρφωση του Νεοτέρου Ελληνισμού. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής: Στην Πάδοβα ο Βεροιάνος Ιωάννης Κωττούνιος (Βέροια 1572-Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδώνης. Στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845). Στο Παρίσι ο Γρηγόριος Ζαλύκης. Στη Βιέννη ο Δημήτριος Δάρβαρις (1751-1823). Στην περιώνυμη Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως ο Αθανάσιος Καβαλλιώτης και ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Στη Βενετία ο Ιωάννης Χαλκεύς και ο Νεκτάριος Τέρπος μεταξύ 1750- 1779. Στη Λειψία και στη Χάλλη της Γερμανίας ο Αμβρόσιος Παμπέρης (1768-1802). Στο Αμβούργο και στο Βουκουρέστι Δημήτριος Παμπέρης από το 1706. Στη Χάλλη και στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας ο Κωνσταντίνος Ζουπάν από το 1760. Στην Καστοριά ο Μητροπολίτης της Διονύσιος Μαντούκας (1648-1741).
Ν. Ι. Μέρτζος
πηγή: http://taxalia.blogspot.gr
[1] Κωνσταντίνου Δ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ., 11947.
[2] Ιωακείμ Μαρτιανού Η Μοσχόπολις 1330-1930, Θεσσαλονίκη, Ε.Μ.Σ.,1957.
[3] Ελληνική Ορθόδοξος Διασπορά στην Ουγγαρία, Ν.Α. Κοζάνης, 2010, σ. 46.