Τα Σέρρας αποτελούν ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα πόλεων που από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας διατήρησαν το όνομά τους και την τοποθεσία τους.
1. Τας Σέρρας
Το γεγονός προφανώς οφείλεται στην κομβική του γεωγραφική θέση αλλά και στον γόνιμο κάμπο που παρείχε σε αφθονία δημητριακά και ζωικά προϊόντα, προϋπόθεση απαραίτητη για τη διατήρηση του πληθυσμού.
Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μέχρι τις μέρες μας μεγάλη και συνεχής ήταν η συμβολή των Βλάχων τόσο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης και της περιοχής όσο και στην πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα. Βλάχοι έμποροι, για παράδειγμα, σπουδάζουν τον I. Πανταζίδη από το Κρούσοβο, μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο εύφορος κάμπος των Σερρών και της ευρύτερης περιοχής του δέχτηκε το μεγαλύτερο κύμα μετανάστευσης Βλάχων από άλλες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το γεγονός έπαιξε, όπως αναφέραμε, ο "χρυσοφόρος" κάμπος τους με τις ποικίλες καλλιέργειες και οι μεγάλες οικονομικές προοπτικές που παρουσίαζε η ευρύτερη περιοχή τόσο για τους κτηνοτρόφους Βλάχους όσο και για τους αστικοποιημένους που ασχολούνταν με το εμπόριο, τις μεταφορές και τα επαγγέλματα.
Οι μαρτυρίες των βυζαντινών συγγραφέων για Βλάχους κατά την Βυζαντινή εποχή, όπως αναφέραμε προηγουμένως, δεν θεωρούνται αξιόπιστες και αφορούν πιθανόν Βλάχους μετακινούμενους ή αγωγιάτες που "αλώνιζαν" όλο το χώρο από το Δυρράχιο μέχρι την Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την αρχαία Εγνατία Οδό. Έτσι είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν σε διάφορα σημεία του νομού Σερρών πυρήνες Βλάχων κτηνοτροφών ή αγωγιατών και εμπόρων και αυτό το γεγονός να ενθάρρυνε τους μέτοικους Βλάχους να εγκατασταθούν σε διάφορα σημεία.
Οι Βλάχοι των Σερρών προέρχονται από την Αλβανία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία. Είναι δύσκολο ως αδύνατο να γνωρίζουμε πόσοι ήταν οι Βλάχοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη των Σερρών και. στην ευρύτερη περιοχή που προσδιορίζεται με τα σημερινά σύνορα του νομού Σερρών.
Επειδή οι καταγραφές και οι στατιστικές που υπάρχουν για τον πληθυσμό της Μακεδονίας πάσχουν όλες σχεδόν από ανακρίβειες που προέρχονται από διάφορες σκοπιμότητες, γι' αυτό και εμείς είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τον ακριβή αριθμό του βλαχόφωνου πληθυσμού. Ακόμη, πολλοί από τους Βλαχόφωνους του πρώτου κύματος εγκατέλειφαν νωρίς τη βλαχική γλώσσα και σήμερα είναι δυσδιάκριτοι μέσα στο πληθυσμιακό σύνολο. Θεωρούμε ότι τα στατιστικά στοιχεία που δίνει ο I. Πήχας ("Âromanii din ţinutul Serres", Lumina II, σελ. 40) βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα, γιατί ορισμένα στοιχεία που δίνονται για τον αριθμό βλάχικων οικογενειών επαληθεύονται και από άλλες πηγές.
Για το Σαντζάκι των Σερρών μας δίνει τους παρακάτω αριθμούς οικογενειών.
Τζουμαγιά (Ηράκλεια) 700 οικ., Αλιστράτη 400, Καλύβια Λάι-Λια (Chiare) 130, Χιονοχώρι (Καρλίκιοϊ) 70, Ραχοβίτσα 30.
Καζάς Σιδηροκάστρου (Δεμίρ-Ισάρ): Πορόια 400 οικ., Λόφος 70, Ράμνα 170, Πέτροβα 70, Τσιγκέλι 50, Τσιρβίστα (Καπνόφυτο) - Κρούσοβα (Αχλαδοχώρι) 30, Μαλέσοβα 30
Καζάς Πετρίτσι: Πετρίτσι 120
Καζάς Μελένικου: Σιάτρα 100, Λόποβα 150, Μπούζντοβα 120, Βλάχοι 120, Σπάντσες 30
Καζάς Νευροκοπίου-Ραζλόγκ: Νευροκόπι 200, Κούρτοβα 300, Παπά-τσαϊρ 160, Μαχομία-Ραζλόγκ 230, Μπάτσιοβα 80, Ντοφαντέρι 75, Καραμάντρα 78, Μπίλιτσα 34, Γκόλντοβα 42
Καζάς Άνω Τζουμαγιάς: Περίπου 400 οικ. Ακόμη ως βλαχοχώρια, όχι αμιγή, αναφέρονται τα: Μελενικίτσι, Χριστός, Λευκώνα, Άγιο Πνεύμα, Ροδολίβος, Πρώτη, Νιγρίτα, Παγγαιοχώρια κ.ά.
Προφανώς οι Βλάχοι των Σερρών αποτελούν δυο στρώματα που έρχονται σε δυο κύματα, ένα, παλιότερο, με προέλευση από τη Μοσχόπολη και από οικισμούς γύρω από τη Μοσχόπολη και ακόμη από οικισμούς που δέχτηκαν για ένα χρονικό διάστημα Μοσχοπολίτες πρόσφυγες, όπως το Μπλάτσι, το Νυμφαίο, η Σιάτιστα κ.λπ. Μια πιθανή χρονολογία είναι το 1770 δεδομένου ότι από έγγραφα της Θεσσαλονίκης του 1767 πληροφορούμαστε ότι απαγορεύονται οι μετακινήσεις και πρέπει να επιστρέψουν όσοι μετακινήθηκαν (Βασδραβέλλης). Το 1769 καταστρέφεται η Μοσχόπολη και έχουμε την αναταραχή με τα Ορλωφικά (1768-1774), γεγονότα που συνετέλεσαν στην μετακίνηση των Βλάχων προς την Ανατ. Μακεδονία και Θράκη. Αυτοί κατά κύριο λόγο ήταν αστικοποιημένοι Βλάχοι με κύρια απασχόληση το εμπόριο, τις μεταφορές και τα επαγγέλματα.
Το δεύτερο στρώμα -και μεταγενέστερο- ορίζεται χρονικά από την εποχή που εμφανίζεται η άνοδος του Αλή Πασά, ο οποίος με τις βιαιοπραγίες, τις αρπαγές και τις κακοποιήσεις του πληθυσμού αναγκάζει πολλούς Βλάχους, κυρίως κτηνοτρόφους, να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και μεμονωμένα ή ομαδικά να αναζητήσουν καινούριες πατρίδες. Το δεύτερο αυτό κύμα ήταν στην πλειοψηφία Γραμμουστιάνοι και από άλλα Κουτσοβλάχικα χωριά της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπως από το Ζαγόρι, την Πίνδο και τον Ασπροπόταμο, οι λεγόμενοι Μότσιανοι.
Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η μετανάστευση κατά την εποχή του Ισμαήλ Μπέη, που δέχτηκε ευμενώς τους Βλάχους. Ο Ισμαήλ Μπέης, αλβανικής καταγωγής, κατόρθωσε να καταλάβει την πόλη των Σερρών και με την ανοχή της Πύλης να τη διοικήσει καθώς και όλη την επαρχία με σύνεση και με την παροχή ασφάλειας με έναν ιδιωτικό στρατό που έφτανε τις 10.000 άνδρες. Η διοίκηση του Ισμαήλ Μπέη και η εκ μέρους του κατανόηση ότι η περιοχή έχει άριστες προοπτικές για οικονομική ανάπτυξη είχε ως απο- τέλεσμα να δεχτεί ένα μεγάλο πλήθος Μοσχοπολιτών εμπόρων και κτηνοτρόφων, τους προστάτευσε και τους ενίσχυσε να ιδρύσουν εμπορικούς οίκους στο εξωτερικό και βιοτεχνίες μέσα στην πόλη. Ο Ε.Μ. Cousinery, Voyage dans la Macedoine, II, Παρίσι, 1831 γράφει: "Ο Ισμαήλ Μπέης προσείλκυσε στις Σέρρες κυρίως Βλάχους, οι οποίοι είχαν καταστήματα στη Βιέννη, και τους προστάτεψε και παρότρυνε στη βιοτεχνία τους. Οι Έλληνες, όπως επίσης και οι Βλάχοι των Σερρών, πραγματοποιούν το εμπόριο τους με την Γερμανία, αποστέλλοντας 30 χιλιάδες μπάλες βαμβακιού".
Ένας άλλος λόγος της συμπεριφοράς του Ισμαήλ Μπέη να δέχεται πρόσφυγες από Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία με ευμένεια οφείλονταν και στο θανάσιμο μίσος μεταξύ Αλή Πασά και Ισμαήλ μπέη. Πρέπει όμως να δεχτούμε ότι πριν από αυτές τις μεταναστεύσεις υπήρχαν μικροί πυρήνες Βλάχων στο νομό Σερρών καθώς και σ' όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ένα άλλο τεκμήριο για την ύπαρξη Βλάχων στο νομό Σερρών είναι και η παρατήρηση του Capidan (Aromânii. Dialectul Aroman, Bucuresti 1932) ότι τα ονόματα του Περλεπέ (αρχ. Πρίλαπος) και των Σερρών από τους Βλάχους προφέρονται ως Pirliap και Seary, τύποι που δείχνουν ότι ήταν γνωστά πριν από την Τουρκική κατάκτηση.
Είναι δύσκολο να ανιχνεύσουμε ονόματα των πρώτων Βλάχικων οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στα Σέρρας, γιατί πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν τη Βλάχικη γλώσσα και έγιναν δυσδιάκριτοι ανάμεσα στον πληθυσμό των Σερρών. Παρόλα αυτά από πληροφορίες μελετητών και άλλων ερευνητών, Haciu, Weigand κ.λπ., μπορούμε με κάποια ακρίβεια να ανα φέρουμε οικογένειες που έδρασαν εμπορικά στα Σέρρας και αναδείχτη και στην τοπική κοινωνία.
Από τις παλιότερες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στα Σέρρας ήταν η οικογένεια Δούμπα, για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω. Επίσης αναφέρονται οι οικογένειες Κουκουγκέλη, Καψάλη, πιθανόν μέλη της οικογένειας Σίνα, μολονότι δεν έχουμε συγκριμένες πληροφορίες για δράση της στα Σέρρας. Σημαντική ήταν και η οικογένεια Δούρου, της οποίας ο αρχηγέτης παντρεύτηκε την αδελφή του Στέριου Δούμπα. Η κόρη Δούμπα είχε ένα μεγάλο κτήμα στο Χομόντος, το οποίο διεύθυνε ο άντρας της, ο οποίος ήταν και αντιπρόσωπος του εμπορικού οίκου των Δούμπα στη Βιέννη για την αγορά βαμβακιού και δερμάτων σ' όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Κοντά στον Δούμπα υπήρχαν και άλλοι Βλάχοι, εμπορικοί αντιπρόσωποι ελληνικών εμπορικών οίκων στις παροικίες της Ευρώπης. Μεταξύ αυτών αναφέρονται τα ονόματα του Στέριου Καραμήτσου, Ιωάννη Βολογιάννη, Κοντού, Τέγουζικ και Καπέκη. Σχετικά με την μετοίκηση Βλάχων Μοσχοπολιτών στα Σέρρας, οι νεότερες έρευνες μας υποδεικνύουν και άλλους Βλάχους που εγκαταστάθηκαν στα Σέρρας και άσκησαν το εμπόριο. Είναι γνωστό ότι στην πόλη υπήρχε εμπορικός οίκος των Μετσοβιτών Αδελφών Τζαρτζούλη, των οποίων αδελφός ήταν ο γνωστός λόγιος Ν. Τζαρτζούλης.
Δεύτερη σημαντική οικογένεια Βλάχων των Σερρών αναφέρεται κλάδος της Μοσχοπολίτικης οικογένειας Τζεχάνη. Γνωρίζουμε (Λάϊος, 1972) ότι ο Σίμων Σίνας ο πρεσβύτερος είχε αδελφή στα Σέρρας, τη Μαρία Βρέττα Τζεχάνη, κοντά στην οποία, μετά το θάνατο της συζύγου του, στέλνει το γιο του Γεώργιο, ο οποίος αργότερα, μετά τις εγκύκλιες σπουδές πηγαίνει στον πατέρα του Σίμωνα στη Βιέννη, για να τον βοηθήσει στις επιχειρήσεις του. Στα Σέρρας υπήρχε επίσης η εταιρεία του Ναούμ Αθανασίου Καρίλλα, ο οποίος επί χρόνια υπήρξε συνεταίρος του Σίμωνος Σίνα, όπως αναφέρει ο Λάϊος, 1972. Επίσης στα Σέρρας εμπορευόταν και ο πατέρας του γνωστού απομνημονευματογράφου της επανάστασης του 1821 Ν. Κασομούλη.
Η οικογένεια Δούμπα, Μοσχοπολίτικης καταγωγής, μετά την καταστροφή τής Μοσχόπολης μεταναστεύει στο Μπλάτσι και, όπως συμβαίνει με πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, μετακινείται από το Μπλάτσι στα Σέρρας, όπου οι οικονομικές προοπτικές ήταν καλύτερες. Αρχηγός της οικογένειας φέρεται ο Στέριος Δούμπας (1794-1870), ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος της ελληνικής Κοινότητας της Βιέννης επί σειρά ετών. Γιος του Μιχάλη Δούμπα και της Αγνής (Αγούσι στα Βλάχικα), έχει αδελφούς τον Νικόλαο Δούμπα, πατέρα του Θεόδωρου Δούμπα, την Αγούσια, σύζυγο του Δούρου, και άλλα τρία αδέλφια. Γιος του Στέριου Δούμπα είναι ο Νικόλαος Δούμπας, που μας ενδιαφέρει. Οι ευεργεσίες της οικογένειας Δούμπα αρχίζουν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών δέχονται τις σημαντικές προσφορές της οικογένειας Δούμπα. Τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης γεννιέται στα Σέρρας, κατ' άλλους στο Μπλάτσι, ο Θεόδωρος Δούμπας, γιος του Νικολάου Δούμπα και ανεψιός του Στέριου Δούμπα. Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στα Σέρρας και εν συνεχεία πηγαίνει για ανώτερες σπουδές στη Βιέννη, όπου ασχολείται με τον εμπορικό οίκο της οικογένειας. Μολονότι μακριά από τα Σέρρας, ενδιαφέρεται για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την οποία ευεργετεί συνεχώς. Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει κατά την πυρπόληση των Σερρών το 1849, όταν αποτεφρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Οι ευεργεσίες του έχουν δυο αποδέχτες, τα νοσοκομεία και τα εκπαιδευτήρια προς ανακούφιση των Σερραίων από τις δυστυχίες που τους επιφύλασσε η μοίρα.
Τα παζάρια και οι Βλάχοι των Σερρών.
Κατ' αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ένα γεγονός σημαντικό. Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου υπήρξαν από τους ιδρυτές πολλών παζαριών σ' όλο τον βορειοελλαδικό χώρο, όπως και στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και στο νομό Σερρών. Οι τοποθεσίες αυτών των παζαριών επιλέγονταν από τους Βλάχους, όταν εκπλήρωναν ορισμένες προϋποθέσεις: ένας χώρος ανοιχτός, με πλούσιες βοσκές, προσιτός σε βασικές οδικές αρτηρίες και στην προσέλευση εμπόρων και αγοραστών, έχοντας και την υποστήριξη των εντόπιων μπέηδων και αγάδων, οι οποίοι είχαν σημαντικά κέρδη από τα παζάρια. Τέλος, όταν επιτύγχανε τον σκοπό του ένα παζάρι, στην περιοχή του άρχιζαν να εγκαθίστανται μόνιμα έμποροι και αγωγιάτες, κυρίως Βλάχοι, αλλά και άλλοι πληθυσμοί. Αυτό είχε σαν συνέπεια την ίδρυση νέων οικισμών και είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι τοποθεσίες παζαριών εξελίχτηκαν σε πολίσματα που στις μέρες μας αποτελούν κωμοπόλεις εύρωστες οικονομικά, που είναι αποτέλεσμα της σωστής επιλογής του χώρου. Τέτοιες περιπτώσεις μπορούμε να αναφέρουμε το Τσοτύλι, την Τζουμαγιά, το Πετρίτσι, την Προσοτσάνη και άλλους μικρότερους οικισμούς. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι Βλάχοι του νομού Σερρών είναι ιδρυτές πολλών πολισμάτων και η παρουσία τους σ' αυτό το χώρο πρόσφερε εθνική υπηρεσία, με το να κατοικηθούν αυτές οι περιοχές με δραστήριους Έλληνες κατοίκους που υπήρξαν ανάχωμα στον εκβουλγαρισμό της περιοχής.
Πολλά παζάρια ήταν γνωστά και στους χρόνους πριν και μετά από την οθωμανική κατάκτηση. Σημαντικότερα αναφέρονται του Περλεπέ, της Ντόλιανης και πιθανόν των Σερρών.
Το παζάρι των Σερρών ονομάζεται Kervan (Κερβάν = καραβάνι) και διαρκούσε 15 μέρες. Γινόταν στις αρχές Σεπτεμβρίου και η αφετηρία του χάνεται στο παρελθόν. Το παζάρι αυτό αποτελούσε το πιο σημαντικό εμπορικό και κοινωνικό γεγονός για την πόλη των Σερρών. Από τις όχθες του Δούναβη και από όλα τα μέρη της Βαλκανικής προσέρχονταν χιλιάδες πραματευτάδων και αγοραστών. Όλα τα καραβάνια που κατευθύνονταν στην Πόλη και το Βουκουρέστι περνούσαν από τα Σέρρας. Οι οικονομικές συναλλαγές ήταν τεράστιες και η συρροή ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και γλωσσών έδινε ιδιαίτερη αίγλη στην πόλη. Έμποροι από την Αλβανία, και κυρίως την Μοσχόπολη, έφερναν υφάσματα και άλλα είδη, όπως οικιακής χρήσης, κοσμήματα, σιδερικά κ.λπ. και διά μέσου του παζαριού διαδίδονταν σ’ όλο το βαλκανικό χώρο. Από τον Δούναβη έρχονταν οι Κιρζιαλίδες, τουρκικής καταγωγής, και αγόραζαν βαμβάκι, που το επεξεργάζονταν στον τόπο τους και πωλούσαν στη Μαύρη Θάλασσα τα προϊόντα τους. Ένα από τα βασικά προϊόντα του Κερβάν ήταν το βαμβάκι και το εμπόριό του, που επέφερε τεράστια κέρδη στους συναλλασσόμενους. Αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών εμπορικών οίκων αγόραζαν μεγάλες ποσότητες βαμβακιού για τις ανάγκες της νεοεμφανιζόμενης ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Ιδιαίτερα ανθηρό ήταν το εμπόριο με τη Γερμανία, γιατί τα γερμανικά υφάσματα είχαν εκτοπίσει, λόγω της ποιότητάς τους, τα γαλλικά, βελγικά και Βενετσιάνικα. Υπολογίζεται ότι 30.000 μπάλες βαμβακιού το χρόνο ταξίδευαν για τις ευρωπαϊκές πόλεις. Αντίστοιχες ήταν και οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων, όπως υφασμάτων, χαρτιού, γυαλικών, κοσμημάτων κ.λπ.
Βλάχοι ασχολούμενοι με το εμπόριο του βαμβακιού ήταν ο Δούρος, γαμπρός του Δούμπα και αντιπρόσωπος του εμπορικού οίκου, ο Στέργιος Καραμήτσος, ο Ιωάννης Βολογιάννης, ο Καπέκης, ο Χατζηδήμου, ο Μπότης, ο Χοντρός, ο Κοντός από τη Μπαϊάσα (Βωβούσα), ο Μιχαλάκης Μπέης, ο Χατζηλαζάρου, ο Κοντοκώστας, ο Γκίκης, ο Δήμτσας και άλλοι.
Ιδιαίτερη λάμψη απόχτησε το Κερβάν επί της εποχής του Ισμαήλ Μπέη, που προστάτεψε το παζάρι παρέχοντας ασφάλεια στους συναλλασσόμενους. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας εμφανίζεται και η καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Με την ταχεία διάδοσή του το καπνεμπόριο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η άριστη ποιότητά του κάνει τον καπνό γνωστό σ’ όλη την Ευρώπη. Ξένοι καπνεμπορικοί οίκοι ιδρύονται στα Σέρρας, χτίζονται τεράστιες καπναποθήκες για την αποθήκευση και επεξεργασία του και χιλιάδες εργατών βρίσκουν δουλειά στα καπνά με συνέπεια την άνοδο του βιοτικού επιπέδου στην πόλη και στην περιφέρεια. Βλάχοι ασχολούμενοι με τον καπνό και το καπνεμπόριο ήταν ο Θωμάς Τίκου-Τικόπουλος, αντιπρόσωπος ξένων εμπορικών οίκων με δραστηριότητα σ’ όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Περίφημος ήταν ο ανεψιός του Μάρκος Τικόπουλος, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος εξπέρ καπνών της περιοχής και ο άνθρωπος που κανόνιζε τις τιμές της αγοράς. Γνωστοί καπνέμποροι ήταν οι Κλεισουριώτες αδελφοί Τορνιβούκα, ιδιοκτήτες στη Θεσσαλονίκη του ξενοδοχείου Μεντιτερρανέ. Κλεισουριώτες με πρακτορεία στη Βιέννη ήταν οι Στ. Βερβέρης, Στ. Σιμότας, οι αδελφοί Μπίκα, οι Βασ. Μπέζας, Καλμπατζιάρης, Μπαμπάς κ.λπ. Κρουσοβίτες έμποροι ήταν ο Ζήσης Σιδέρης, ο Ουζούνης κ.λπ.
Πολλοί Βλάχοι ασχολούνται με το εμπόριο των σιτηρών ή την επεξεργασία του μεταξιού, όπως ο Γκαϊταντζής κ.λπ. Ακόμη, οι περισσότεροι χρυσοχόοι, αν όχι όλοι, ήταν Βλάχοι, κυρίως από το Κρούσοβο, όπως ο Γκούσας Οντσιου, ο Πάιας, ο Κιούσης, συγγενής των Δουμπαίων και από τους πρώτους δολοφονηθέντες κατά την επανάσταση του 1821, και πολλοί άλλοι από τη Νέβεσκα (Νυμφαίο), τον Περλεπέ, τη Σαμαρίνα, όπως ο Μιχ. Δούκας.
Η κατασκευή του σιδηροδρόμου που ένωσε την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι (Μπιτόλια) ήταν ένας λόγος που προκάλεσε στα Σέρρας κέρδη και ζημίες. Οι ζημίες αφορούσαν τις μεταφορές των προϊόντων που αχρήστευσαν μια μεγάλη τάξη, των κιρατζήδων και χαντζήδων. Από την άλλη η επαφή με τη Θεσσαλονίκη και με άλλα κέντρα έγινε ευκολότερη, με συνέπεια να δοθεί ένας κοσμοπολίτικος χαρακτήρας και ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής.
Εκτός από την πόλη των Σερρών, Βλάχοι ήταν διασπαρμένοι σ’ όλο το νομό, όπου οι κτηνοτρόφοι έβρισκαν πλούσιες βοσκές και ασφάλεια, ιδίως επί Ισμαήλ Μπέη, και χειμαδιά στα παραθαλάσσια μέρη του νομού. Το Μενοίκιο όρος ή Μποζ-νταγ με τις απέραντες και πλούσιες βοσκές και τις πουλιάνες ήταν το βουνό που υποδέχτηκε τους πρώτους Βλάχους κτηνοτρόφους του νομού Σερρών και σήμερα διατηρούνται, σαν ζωντανή ανάμνηση, κτίσματα πέτρινα, ερειπωμένα, όπως η Καραμάντρα και η Ρουστουάκα στην περιοχή του Χιονοχωρίου.
Μετά το θάνατο του Ισμαήλ Μπέη και την εμφάνιση του σιδηροδρόμου, άρχισε και η παρακμή της πόλης, γιατί οι καταπιέσεις, οι διωγμοί και οι αρπαγές δυσκόλεψαν την ελεύθερη άσκηση του εμπορίου. Αυτό συνετέλεσε ώστε πολλοί. Βλάχοι να εγκαταλείψουν την πόλη και ιδίως οι πλουσιότεροι, γιατί προβλέπαν ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια επικερδή εμπορική δραστηριότητα.
Πολλοί από αυτούς τους Βλάχους, που ήταν κτηνοτρόφοι, αρχικά είχαν εγκατασταθεί στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών, όπου απολάμβαναν την ασφάλεια που τους παρείχε η διοίκηση. Έτσι ιδρύονται πολλά πολίσματα, όπως τα Πορόια, η Τζουμαγιά, η Ράμνα, το Πετρίτσι, το Χιονοχώρι (Καρλικιόϊ), και κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως μετά το 1912, προσανατολίζονται προς τα αστικά κέντρα και ιδίως προς την πόλη των Σερρών, επειδή οι κατά καιρούς πολιτικές και πολεμικές περιπέτειες τους αναγκάζουν να εγκαταλείπουν τους αρχικούς οικισμούς τους.
Εν συνεχεία γίνεται αναφορά για διάφορες κωμοπόλεις και χωριά όπου κατοίκησαν και συνεχίζουν να κατοικούν Βλάχοι.
2. Πορόια
Τα Πορόια, Άνω και Κάτω, αποτελούν έναν οικισμό Βλάχων, που βρίσκεται στα ΒΔ του νομού Σερρών και στους πρόποδες του όρους Κερκίνη, γνωστότερου ως Μπέλες, που αποτελεί προέκταση του Ορβήλου και φυσικό σύνορο με τη Βουλγαρία. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 380 μ. σε μια χαράδρωση κατάφυτη από υψηλά και ποικίλα δέντρα, με άφθονα νερά που προσδίδουν ένα εξαίρετο θέαμα φυσικού κάλλους στον επισκέπτη, που και στις μέρες μας τον γοητεύουν. Οι φυσικές ομορφιές του το ανέδειξαν στις μέρες μας γνωστό τόπο ψυχαγωγίας που προσελκύει πολυάριθμους επισκέπτες, Σχολεία, Σωματεία για τις εκδρομές τους και τη διασκέδασή τους.
Η ονομασία Πορόια πιθανόν να προέρχεται από το σλαβικό poroj, που σημαίνει χείμαρρος, όπως πράγματι ανταποκρίνεται στη θέση του. Η ταύτιση με το ελληνικό πόρος, με παρόμοια σημασία, μόνο σε ινδοευρωπάΐκό επίπεδο μπορεί να γίνει αποδεχτή.
Η ονομασία Πορόια φαίνεται να κληρονομήθηκε μόνο ως όνομα και όχι ως πόλισμα, γιατί καμιά πληροφορία, πριν από την έλευση των Βλάχων, δε μας φανερώνει κάτι τέτοιο. Οι πρώτοι οικιστές των Άνω Ποροΐων (Πορόι μπαλαά) ήταν Βλάχοι της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ στα Κάτω Πορόια (Πορόι ασιά), εκτός των Βλάχων, συναντούμε, παλιότερα τουλάχιστον, Τούρκους και μερικούς σλαβόφωνους Έλληνες.
Η ημερομηνία ίδρυσης του οικισμού μάς είναι άγνωστη και μόνο έμμεσα μπορούμε να υπολογίσουμε την αρχή τους, που ανάγεται στα μέσα του 18ου αι., όταν γίνονται οι μεγάλες μετακινήσεις των Βλάχων, δηλ. την εποχή της καταστροφής της Μοσχοπόλης και της γενικότερης αναταραχής εκείνης της περιόδου (Ορλωφικά, Αλή Πασάς κ.λπ.).
Είναι όμως πολύ πιθανόν να υποθέσουμε ότι η τοποθεσία και η γύρω περιοχή ήταν γνωστή σε ορισμένους ποιμνιοτρόφους και αγωγιάτες, που κατά καιρούς επισκέπτονταν το συγκεκριμένο χώρο. Η ύπαρξη Σαρακατσαναίων στο συνοικισμό του Αγίου Δημητρίου πιθανόν υποδηλώνει ότι ο τόπος ήταν πρόσφορος για την κτηνοτροφία των μετακινούμενων πληθυσμών. Δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχουμε μαρτυρίες ή ντοκουμέντα (έγγραφα κ.λπ.) για τους πρώτους οικιστές των Ποροΐων. Αλλά και η παράδοση είναι ασαφής. Η άφιξη Νυμφαιωτών (Νεβεσκιωτών, Νεβεστιάνων), για παράδειγμα, κατά τις διηγήσεις παλιότερων Νυμφαιωτών, οφείλονταν σε ένα ατυχές περιστατικό που συνέβη με τον ιερέα του χωριού, κατά τη διάρκεια που μεταλάβαινε το εκκλησίασμα. Από την ανάγωγη συμπεριφορά τους, αγανάκτησε και τους πέταξε το δισκοπότηρο. Αυτό το γεγονός ήταν φυσικό να κάνει αδύνατη την παρουσία τού παπά στο Νυμφαίο. Με 100 οικογένειες, εγκατέλειψε το χωριό και κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Μακεδονία με τελική εγκατάσταση στα Πορόια και στις γειτονικές κωμοπόλεις και χωριά: Ράμνα, Αλιστράτη, Νιγρίτα, Ροδολίβος κ.λπ., και πιθανόν Δράμα και Καβάλα, μολονότι για τις τελευταίες πόλεις μπορεί να πρόκειται για μεταγενέστερες μεταναστεύσεις.
Γενικά η προέλευση των Ποροϊωτών Βλάχων είναι ποικίλη και οι διάφοροι ερευνητές επισημαίνουν ως τόπο καταγωγής τους την Μοσχόπολη, τα Γιάννενα, το Αργυρόκαστρο, το Μέτσοβο, τα Τρίκαλα, τον Όλυμπο, τη Γράμμουστα, την Αβδέλλα, το Περιβόλι, τη Σαμαρίνα και πιθανόν και άλλα μέρη.
Οι προφορικές μαρτυρίες και οι οικογενειακές παραδόσεις μάς λένε ότι, π.χ., Γραμμουστιάνοι ήταν οι οικογένειες Γκουζέλη, Γκίζα, Καλέση, Αλεξίκη, Μετσοβίτες οι οικογένειες Σύρμου, Σιόντα, Κορδένη, Αβδελλιάτες η οικογένεια Γ. Τζαμπάζη, Νυμφαιώτες οι Κωτούλα, Γκιόση, από το Αργυρόκαστρο οι οικογένειες Σώστη, Μαλμανδούρη, κ.λπ. Στην ανατολική) πλευρά του χωριού, στον Άγιο Δημήτριο, ο οποίος προσονομάζονταν "Πελοπόννησος Μαχαλάς", πιθανόν για τη μεγαλύτερη χρήση της ελληνικής, κατοικούσαν οι οικογένειες Ταντανάση, Παπαθανασίου, Σκιάνδου, Ζωίδη, Μπουτόβαλη, Χονδρογιάννη, Στοΐδη, Κατσούλη, βλάχικης καταγωγής. Ως πρώτοι οικιστές θεωρούνται οι οικογένειες Τζαμπάζη, Μαλμανδούρη, Στοΐδη, Γκουζέλη, Παναγιωτίδη, Σαφαρίκα, Κιατίπη, Κωτούλα, Ζιώγα, Παπαθεοδώρου, Μακίδη κ.ά. Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου συγκατοίκησαν Σαρακατσαναίοι και η κτίση της εκκλησίας οφείλεται στον Σαρακατσάνο Χατζηδουδούβλη. Ελάχιστες σλαβόφωνες ελληνικές οικογένειες με προέλευση από τα βόρεια εγκαταστάθηκαν στη Δυτική πλευρά καθώς και οικογένειες Τούρκων από γειτονικές περιοχές. Στα τελευταία χρόνια, 1922-24, εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες Μικρασιάτες, μετά την αποχώρηση των Τούρκων και των σλαβόφωνων. Σήμερα ο πληθυσμός εμφανίζεται ομογενοποιημένος. Ο Ποροϊώτης Γεώργιος Σταύρου ιδρύει τον οικισμό της Ροδόπολης με το χάνι που διατηρούσε στη θέση Δοβά Τεπέ, όπου σήμερα βρίσκεται ο σιδηροδρομικός Σταθμός της Ροδόπολης, το όνομα της οποίας προέρχεται από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Αρχικά η καλλιέργεια της γης και η παραγωγή σιτηρών, καλαμποκιού και οσπρίων μαζί με την κτηνοτροφία που ασκούσαν οι Σαρακατσαναίοι αλλά και οι βλαχόφωνοι αποτέλεσαν τον κύριο οικονομικό μοχλό του οικισμού και της περιοχής. Με την ίδρυση του σιδηροδρόμου η εμπορική κίνηση αυξάνεται και νέες καλλιέργειες εμφανίζονται, όπως η σηροτροφία, γνωστή από παλιότερα, και η καλλιέργεια καπνού, η οποία δίνει μεγάλη ώθηση στην οικονομία και στη ζωή της κοινότητας. Φαίνεται ότι η κύρια προέλευση των Βλάχων ήταν αστικής κατεύθυνσης, δηλ. ασχολούνταν περισσότερο με τις τέχνες, το εμπόριο και τη βιοτεχνία, παρά με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Ο εμπορικός οίκος του Βλάχου Μπελιμάτση στη Σμύρνη προμηθεύονταν κάλτσες από τα Πορόια. Δέκα υδρόμυλοι άλεσης για όλα τα χωριά της περιοχής και μπατάνια είχαν ιδιοκτήτες τους Τάκου Τζέγκα, Τζαμπάζη, Απ. Ζωίδη, Κ. Γκότση, Τζήμα-Βασδέκα κ.λπ. Τα μπατάνια για την επεξεργασία των μάλλινων ήταν τέσσερα.
Τόσο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα όσο και εναντίον της Ρουμανικής προπαγάνδας πρωταγωνιστούν οι Βλάχοι. Από διάφορες μαρτυρίες Μητροπολιτών και αναφορές των ελληνικών Προξενείων, αναφέρεται ότι η επιτυχία του Μακεδονικού Αγώνα οφείλεται κατά μέγα μέρος στους Κουτσόβλαχους, που ήταν οι καλύτεροι συνεργάτες τους και αγωνιστές, από την περιοχή του Μοναστηριού (Μπιτόλια) ως τα Σέρρας.
Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε μια ακόμη παρέκβαση, γιατί ο ελληνισμός οφείλει πολλά στους Βλαχόφωνους Έλληνες. Οι αποδημίες των Βλάχων, από τα τέλη του 17ου αι. αν όχι και νωρίτερα, στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με τα κοπάδια τους και τις οικογένειές τους γέμισαν ένα εδαφικό κενό στις περιοχές αυτές, που στάθηκαν από τις πρώτες υπό αμφισβήτηση για την ελληνικότητά τους. Στο νομό Σερρών, όπως θα δούμε και αλλού, η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Βλάχων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αν όχι και νωρίτερα, μαζί με Ηπειρώτες και Δυτικομακεδόνες, ενίσχυσε πληθυσμιακά τις περιοχές αυτές και τις ανέδειξε οικονομικά. Κατά την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με όλα του τα παρεπόμενα, οι περιοχές αυτές βρέθηκαν όχι μόνο επανδρωμένες με ελληνικό πληθυσμό αλλά και προετοιμασμένες λόγω των μετακινήσεών τους και της κοσμοπολίτικης νοοτροπίας τους και δράσης, έτοιμες και με οξύ πολιτικό κριτήριο κατά τον αδυσώπητο Μακεδονικό Αγώνα. Επρόκειτο όχι για απλούς και αμετακίνητους πληθυσμούς που αγνοούσαν τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής τους στην Ευρώπη και τη Βαλκανική και η αμάθεια τους καθιστούσε εύκολα θηράματα της ξένης προπαγάνδας, αλλά για ανθρώπους κοσμογυρισμένους για την εποχή τους, με πολιτικό αισθητήριο ανεπτυγμένο, με γνώση για τα τεκταινόμενα στον Βαλκανικό χώρο και έτοιμους να αντιμετωπίσουν κάθε εθνική πρόκληση. Έτσι στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα πολλοί Βλάχοι είναι υποψιασμένοι για το τι πρόκειται να επακολουθήσει και τι πρέπει να γίνει.
Τα Πορόια δεν έμειναν αμέτοχα, όπως και. άλλοι Βλάχικοι πληθυσμοί της περιφέρειας Σερρών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα πολυάριθμα θύματα που πρόσφεραν τόσο οι κτηνοτρόφοι όσο και οι αστοί Βλάχοι. Στην τρομοκρατική προπαγάνδα των Βουλγάρων τα Πορόια μένουν όρθια χάριν στους Κουτσόβλαχους κατοίκους τους, δεδομένου ότι οι ελάχιστοι σλαβόφωνοι κάτοικοί του, που είχαν εγκατασταθεί, γρήγορα παρασύρονται στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Όπως και σε άλλα μέρη, στα Πορόια έχουμε τη συνεργασία της ρουμανικής προπαγάνδας με τους Βουλγάρους. Γίνεται προσπάθεια -και με τη συνδρομή άφθονου χρήματος- να μεταπειστούν οι Βλάχοι και να στραφούν προς τη Βουλγαρική Εξαρχία. Η ρουμανική προπαγάνδα στα Πορόια είχε πρόσκαιρη επιτυχία. Με όργανα τον ελληνοδιδάσκαλο Νικ. Μπάτζιο, φιλοχρήματο χαρακτήρα, και τον Νικόλαο (Κόλτσιο) Τσουραπτσή, ασταθούς χαρακτήρα και συνείδησης, ιδρύουν μικρή ομάδα ρουμανοφρόνων με εκκλησία και σχολείο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί και ένα άλλο γεγονός, όχι άγνωστο και κατά τις πρόσφατες περιπέτειες της χώρας μας, ότι οι προσωπικές δυσαρέσκειες και αντιπαλότητες μεταξύ συγχωριανών οδηγούν ορισμένους σε αντίπαλα στρατόπεδα για καθαρά προσωπικούς και ωφελιμιστικούς λόγους. Έτσι και στα Πορόια έχουμε την συνεργασία Βουλγάρων και ρουμανοφρόνων, γεγονός που προκάλεσε πολλά δεινά στους Βλάχους αλλά και άδικες κατηγορίες της ρουμανικής προπαγάνδας εναντίον των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων. Η πλειονότητα των Βλάχων των Ποροΐων δεν επέτρεψε τη ρουμανική προπαγάνδα στην κοινότητά τους, γιατί, γρήγορα απομονώθηκαν οι πρωτεργάτες της και, σύμφωνα με μαρτυρίες του Μητροπολίτη Μελενίκου Αιμιλιανού από αναφορά του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι μισές από τις ρουμανόφρονες οικογένειες, ο παπά-Στέργιος, δυο αζάδες και επίτροποι της εκκλησίας με αναφορά τους προς τις Τουρκικές αρχές και στο Πατριαρχείο ζητούν την επαναφορά τους στους κόλπους της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης "...από διετίας και επέκεινα ο ιερεύς Παπαστέργιος, δύο Αζάδες και έφοροι της Σχολής και είκοσι οικογενειαι της ρωμανιζούσης Κοινότητας Άνω Ποροΐων..." Η αναστροφή του κλίματος στα Πορόια υπέρ της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού είχε ως τίμημα μια από τις ειδεχθέστερες πράξεις της βουλγαρο-ρουμανιζούσης συνεργασίας. Την Κυριακή του Θωμά, μετά το Πάσχα, οι παραπάνω συνεργαζόμενοι περιέλουσαν με πετρέλαιο την εκκλησία των Ποροίων και την αποτέφρωσαν. Ως συνέπεια της καταστροφής έχουμε ένα αξιομνημόνευτο και ιλαροτραγικό περιστατικό που μας περιγράφει ο Πέτρος Πένας στο βιβλίο του Τα Άνω Πορόια Σερρών, Αθήνα, 1989. Μετά την πυρπόληση της εκκλησίας, η ελληνοβλαχική κοινότητα συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού. Οι αντίπαλοι, βουλγαρίζοντες και ρουμανίζοντες, για να ματαιώσουν το ξαναχτίσιμο, ανέθεσαν στις γυναίκες τους το έργο της παρεμπόδισης, φοβούμενοι προφανώς τις Τουρκικές αρχές. Έτσι οι γυναίκες τους συγκεντρώνονται στον προαύλιο χώρο όπου βρίσκονταν τα υλικά με σκοπό τον διασκορπισμό τους και την αχρήστευσή τους. Η πληροφορία όμως ήταν γνωστή και οι Βλάχες γυναίκες ανέλαβαν την αντιμετώπισή τους. Γίνεται πράγματι ένας γυναικείος καβγάς με μαλλιοτραβήγματα μεταξύ των γυναικών και μπροστά στα μάτια των αντρών, που παρακολουθούσαν ως θεατές. Ο αγώνας έληξε με νίκη των ορθοδόξων γυναικών του Πατριαρχείου ενώ οι αντίπαλες καταντροπιασμένες, ενώπιον των αντρών, αποχώρησαν. Οι κακουργίες όμως των Βουλγάρων συνεχίζονται με φόνους, όπως του μεγαλεμπόρου των Ποροΐων Γιάννη Τζαμπάζη και του επιτρόπου και έφορου του σχολείου Ηλία Πένκα.
Στα Πορόια συγκροτήθηκε επιτροπή του Μακεδονικού Αγώνα από έντιμους και δραστήριους Ποροϊώτες. Η συνεργασία τους με το ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης ήταν άριστη και τα αποτελέσματα θετικά. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Στέργιος Γκίνης, Νικόλαος Σώστης, Στέφανος Στεφανούσης, Ηλίας Σύρμος, Χρ. Ζώγας, Θεοχ. Ταντανάσης, Ηλίας Πένκας, ο γιατρός Τιμολ. Εμμανουήλ, ο Παπαθεοδώρου, ο Χονδρογιάννης και άλλοι. Κοντά σ’ αυτούς υπήρχαν και πολλοί άλλοι, που αποτέλεσαν μέλη της επιτροπής, πληροφοριοδότες και τροφοδότες των αντάρτικών σωμάτων.
Τα πρώτα αντάρτικα σώματα του Βασίλη Εμμανουήλ και του Κωνσταντίνου ή Τσάμη έφεραν μεγάλη ανακούφιση, μολονότι ήταν χωρίς εξοπλισμό και με πρωτόπειρους αρχηγούς. Αργότερα το κενό καλύπτεται από τα οργανωμένα και εμπειροπόλεμα σώματα του Αλέξανδρου και του Βλάχμπεη, που άρχισαν να δραστηριοποιούνται από το 1906, με επιθέσεις εναντίον των βουλγαρικών συμμοριών, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων των γειτονικών χωριών. Τα αποτελέσματα ήταν εμφανή, γιατί μόλις επικράτησε ησυχία και ασφάλεια στην περιοχή και εξουδετερώθηκαν οι βουλγαρικοί εκβιασμοί, πολλά χωριά με αίτησή τους προς τις τουρκικές αρχές και προς τον Μητροπολίτη Μελενίκου Αιμιλιανό ξαναγέμισαν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εγκαταλείποντας την από δεκαετία προσχώρησή τους στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Η συμμετοχή των Βλάχων Ποροϊωτών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ήταν έντονη και συνεχής, τόσο ως μέλη αντάρτικών σωμάτων όσο και ως πληροφοριοδότες, οδηγοί και τροφοδότες.
Η συνεισφορά των Βλάχων του νομού Σερρών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα δεν εκτιμήθηκε ακόμη στις σωστές διαστάσεις της. Υπήρξε σημαντική, γιατί όπως αναφέραμε, οι Βλαχόφωνοι Έλληνες ενίσχυσαν τις περιοχές αυτές πληθυσμιακά με ελληνικό στοιχείο και υπερασπίστηκαν τις εστίες τους με αίμα και μεγάλες θυσίες.
3. Ηράκλεια Σερρών (Κάτω Τζουμαγιά)
Σύμφωνα με τον Γ. Καφταντζή, η Κάτω Τζουμαγιά, σημερινή Ηράκλεια, βρίσκεται στο κέντρο του τετραγώνου που σχηματίζεται με βόρεια και δυτικά σύνορα τον Στρυμόνα, ανατολικά τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη - Σέρρες και νότια το δημόσιο δρόμο Θεσσαλονίκης - Σερρών.
Πρόκειται για ομαλή εδαφική έκταση, κατά μέγα μέρος προσχωσιγενή, εύφορη και καρποφόρα, όπως και όλος ο νομός Σερρών. Τα δυο ποτάμια, Τσάι και Ασμάκι, είναι συνδεδεμένα με τη ζωή του οικισμού, γιατί πότιζαν τα αγροκτήματά τους και ψυχαγωγούσαν τους κατοίκους του. "Εξοχή Τσάϊ, έξωθεν της πόλεως, τοποθεσία θελκτική και σύδενδρος μετά ύδατος πηγαίου και καφείου", γράφει ο Αρβανίτης, σελ. 132. Επίσης "... πόλις υπό παντοίων δένδρων πλαισιουμένη, μετά κήπων θελκτικών, υψηλών οικιών, κανονικαιν οδών και καθαρών ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφείων".
Τα ίδια αναφέρει και ο Ίων Δραγούμης, Μακεδονικό Ημερολόγιο, 1908, 258.
Το όνομα Ηράκλεια αποτελεί νεότερη ονοματοδοσία, του 1926, και συνδέεται με την αρχαία Σιντική Ηράκλεια, που δεν είναι σίγουρο που ακριβώς βρισκόταν και με μεγαλύτερη πιθανότητα να βρίσκεται στο σημερινό Πετρίτσι. Η παλιότερη ονομασία του οικισμού ήταν Βαρακλή Τζουμαγιά ή Κάτω Τζουμαγιά. Η λέξη Τζουμαγιά στα τουρκικά σημαίνει ημέρα Παρασκευή (Cuma). Σύμφωνα με κάποια από τις παραδόσεις της ίδρυσης του οικισμού, όταν οι Βλάχοι από τη γειτονική Ράμνα ζήτησαν από τους Τούρκους να εγκατασταθούν και να ανοίξουν μαγαζιά, έγιναν δεκτοί και μια Παρασκευή έγιναν τα εγκαίνια με ύψωμα της σημαίας (μπαϊράκ στα τούρκικα) και αυτό το γεγονός συνδέθηκε με την ίδρυση του οικισμού.
Έτσι οι πρώτοι οικιστές της K. Τζουμαγιάς - Ηράκλειας ήταν Βλάχοι που ήρθαν από διάφορα μέρη της Ηπειροθεσσαλίας και από τη Δυτική Μακεδονία. Ειδικότερα έχουμε έποικους από Άγραφα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Αμπελάκια, Ραφάνη, Λιτόχωρο, Κοκκινοπλό, Λιβάδι Ολυμπου, Νέβεσκα (Νυμφαίο), Νάουσα.
Φαίνεται ότι μέχρι το 1750 δεν υπήρχε η Τζουμαγιά. Μόνο μετά το 1764 έχουμε ομάδες Τούρκων οικιστών στην τοποθεσία αυτή. Φαίνεται σημαντικό ρόλο για την ίδρυση της Ηράκλειας να έπαιξε η θέση της και το γεγονός ότι πριν από την ίδρυσή της πρέπει να ήταν τόπος παζαριού κάθε Παρασκευή και ακόμη τον μήνα Αύγουστο να γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρη με επισκέπτες όχι μόνο από τον ελλαδικό χώρο αλλά και από την άλλη Βαλκανική. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ένας τόπος κατάλληλος που τηρούσε ορισμένες προϋποθέσεις για την παραμονή μεγάλου αριθμού ζώων και ανθρώπων, να ορίζεται ως τόπος παζαριού σε εβδομαδιαία βάση. Ανάλογα με την δημοσιότητά του ο τόπος αυτός εξελισσόταν αργότερα σε οικισμό με την εγκατάσταση μόνιμων επαγγελματίίόν και εμπόρων. Παρόμοια περίπτωση είναι το πασίγνωστο παζάρι της Ντόλιανης, κοντά στον Στρυμόνα, σε άγνωστη σχεδόν τοποθεσία, ακατοίκητη αλλά που διέθετε όλα τα απαραίτητα για να φιλοξενήσει ανθρώπους και ζώα. Μια γλαφυρή και διαφωτιστική περιγραφή μάς δίνει ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεπή για το παζάρι της Ντόλιανης.
Έτσι και στην Ηράκλεια, μετά την καθιέρωση του παζαριού, έχουμε την πρώτη εγκατάσταση Τούρκων και μετά από λίγα χρόνια, κατά την παράδοση, Βλάχοι από τη Ράμνα ζητούν την άδεια από τους Τούρκους να συγκατοικήσουν. Τους δίνεται η άδεια και αρχίζει η εποίκηση του οικισμού από βλαχόφωνους της Ράμνας και των Ποροΐων καθώς και από τους γειτονικούς βλαχόφωνους οικισμούς οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως και μετακινήθηκαν από αυτούς προς την Ηράκλεια, το μέλλον της οποίας προοιωνίζονταν λαμπρό από εμπορική δραστηριότητα και ανάπτυξη.
Μετά την εγκατάσταση των Τούρκων και των Βλάχων, στη συνέχεια έρχονται νέοι έποικοι από διάφορα μέρη, έως και σλαβόφωνοι από τα μέρη της Βουλγαρίας ως εργάτες στα κτήματα και τα τσιφλίκια των Τούρκων, τους οποίους αποκαλούσαν μπουτσιούμι (κούτσουρα). Επίσης θα πρέπει να ήρθαν αργότερα και άλλοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί από Ηπειροθεσσαλία και Δυτική Μακεδονία καθώς και Σαρακατσαναίοι.
Εδώ πρέπει να τονιστεί για μια ακόμη φορά ο σημαντικός ρόλος των Βλαχόφωνων Ελλήνων στην εποίκιση περιοχών κρίσιμων για την νεότερη ιστορία της Ελλάδας, όπως διαμορφώθηκαν οι διάφορες καταστάσεις κατά την εγκατάλειψη της Βαλκανικής από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η παρουσία Βλαχόφωνων Ελλήνων και η δημιουργία πολισμάτων στην Ανατολική Μακεδονία εμπέδωσαν τα εθνικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Το παζάρι της Ηράκλειας δηλώνει την αξία της ως εμπορικό κέντρο και αυτό αποδεικνύεται από το ότι προσέλκυσε Βλάχους αστικοποιημένους με τάσεις προς το εμπόριο και τις τέχνες και λιγότερο κτηνοτρόφους.
Η επιμέρους ονομασίες του παζαριού ως Μπαλούκ Παζαρί (Ψαράδικο, μανάβικο, παντοπωλείο), Ασιό Παζαρί (Ψαθοπάζαρο), Ατ Παζαρί (Αλογοπάζαρο), δηλώνει την ευρύτητα των εμπορικών συναλλαγών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα πολλά χάνια, πάνω από δέκα, που φιλοξενούσε, όπως του Α. Πιπέρκα, Χατζηαγγέλου, Ν. Καλαμαρτζή, κ.λπ. Η πληθώρα και η ποικιλία των εμπορευμάτων καθώς και η προσέλκυση παζαριωτών απ' όλη την Βαλκανική και από διαφορετικής προέλευσης πληθυσμών, της προσέδωσαν και την ονομασία Κιουτσούκ Ισταμπούλ.
Σύμφωνα με την παράδοση, όπως μας πληροφορεί ο Γ. Καφταντζής, οικογένειες Βλάχων από το Λιβάδι Ολύμπου (Λιβαδιάνοι) ήταν οι Κωστίτση, Σιράκου, Γκουρνέλη, Φαρδέλλα, Βαβάσκα, Τασίκα, Βεληγρατλή. Κοκκινοπλιώτες ήταν οι οικογένειες Μπιζάλα, Παπίτσα, Ασπροποταμίτες οι Καλαμαρτζή, Αβδελλιώτες οι Βάκα, Δαρδακούλη, Τολίκα, Προσινικλή, γιατί προηγουμένως είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Πρόσνικ, Πατσιάκα, Τάτση, Βουβουσιώτες οι Τζεμαΐλα, Κατσιαβάκη, Βλάχμπεη, από Αρτα οι Καπετάνου, από Νάουσα οι Καφταντζή κ.λπ.
Ελληνόφωνες οικογένειες, μολονότι τα επώνυμά τους είναι βλαχογενή, ήταν οι Παράσχου, Σαρακύρου, Νάστου, Κουκουμιάφκα, Αθανασούλη, Μπαγιάτικου, Χατζηαγγέλου, Κασάπη, Κατσαρού, Μπέσκου, Σφαιρίδου κ.λπ. Στις Βλάχικες οικογένειες εντάσσονται και οι Πετρισλήδες (από Πετρίτσι), κλπ.
Όπως συμβαίνει σ’ όλους τους οικισμούς, μετά την ίδρυσή τους παρατηρείται προσέλευση κατοίκων από γειτονικούς οικισμούς. Το ίδιο έγινε και με την Ηράκλεια. Τα γύρω χωριά απ' τα οποία προέρχονται είναι τα: Σπάτοβο, Λάτροβο, Κόπροβο (πβ. επώνυμα: Κοπρόβαλης, Μπρισνόβαλης, Βισόκαλης (από Βισόκα Λαγκαδά), Λαγκάζαλης (Λαγκαδά) κ.λπ. Η Ηράκλεια έφτασε να έχει μέχρι 10.000 κατοίκους σύμφωνα με διάφορα οδοιπορικά και Προξενικές αναφορές.
Μετά το 1912 η Ηράκλεια γνωρίζει μεγάλες περιπέτειες κατά την πρόσκαιρη βουλγαροκρατία. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων και Τούρκων εκτοπίζονται στην Βουλγαρία, από τους οποίους μόνον ελάχιστοι επιστρέφουν στην Ηράκλεια. Το 1925 εγκαθίστανται στην Ηράκλεια και Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το 1928 η Ηράκλεια έχει. 2.366 κατοίκους, η απογραφή του 1961 έδωσε 3.965 κατοίκους και ο συνοικισμός των Σαρακατσαναίων 123.
Η προσπάθεια της Ρουμανικής προπαγάνδας για ίδρυση σχολείου στην Ηράκλεια, στο σπίτι του Μιχαλούση Μαργαρίτη, ναυάγησε από την αρχή, μετά τον φόνο του Μιχαλούση το 1907. Ο ίδιος ο Μιχαλούσης, τύπος τυχοδιωκτικός, είχε δώσει παλιότερα άλλο σπίτι του για την ίδρυση βουλγαρικής εκκλησίας, και εξαρχής προσπάθησε να παρασύρει φτωχούς και απλούς Βλάχους ανεπιτυχώς στα προπαγανδιστικά του σχέδια.
Το 1870 αρχίζει ουσιαστικά η δράση της βουλγαρικής προπαγάνδας με την ίδρυση της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, μια και κατά την ημερομηνία αυτή αποφασίζεται ο προσηλυτισμός του Μακεδονικού πληθυσμού στην Βουλγαρική Εξαρχία και η απόσχισή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολύ σύντομα η προπαγάνδα δεν αρκέστηκε στα λόγια αλλά πέρασε σε βίαιη και ένοπλη δράση κατά του ελληνικού πληθυσμού με την καθοδήγηση Βουλγάρων αξιωματικών. Η κορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα φτάνει για την περιοχή το 1903.
Σ' αυτή την τρομοκρατική κίνηση ανατάχτηκε ο ελληνισμός της περιοχής με τους Βλάχους σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Μόνο αργότερα, το 1904, αφυπνίζεται το Ελληνικό κράτος και αναλαμβάνει και αυτό ένοπλη ανταρτική δράση εναντίον των Βουλγάρων, μια και μέχρι τότε στάθηκε ανίκανο να ξεπεράσει τις εσωτερικές έριδες ακόμα και μεταξύ των Ελληνικών Μακεδονικών Κομιτάτων.
Στις 15 Απριλίου του 1906 στα Σέρρας υποβλήθηκε έγγραφη διαμαρτυρία προς τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο από τους αντιπροσώπους ένδεκα ελληνικών Κοινοτήτων της περιοχής Σερρών με την οποία αποκήρυσσαν το διαμελισμό τής Μακεδονίας.
Οι πρώτες ένοπλες ελληνικές ανταρτικές ομάδες δεν απέδωσαν εξαιτίας της απειρίας των ηγετών τους και των μεταξύ τους διαφωνιών. Τον Μάιο του 1904 συγκροτείται η πρώτη ανταρτική ομάδα στην Ηράκλεια και έχει παρουσία καθόλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Την αποτελούσαν αρχικά 6 άντρες με αρχηγό τον Θανάση Χατζηπανταζή από το Πρόσνικ, ο Θ. Τζιντζής, ο Γιάννης Βισόκαλης, ο Γιάννης Πούλιος, ο Τάκης Μπαχτσεβαντζής, ο Χρ. Κιουτσούκης και ο Ηλίας Λατρόβαλης. Η περιοχή δράσης της και η έδρα της ήταν η Ηράκλεια και μέχρι το Μπέλες και το Μελένικο. Αμέσως φάνηκαν τα ευεργετικά αποτελέσματα της δράσης της, που ήταν η επαναφορά της αυτοπεποίθησης των κατοίκων και η αναζωπύρωση του εθνικού συναισθήματος. Ψυχή της ομάδας ήταν ο αγωνιστής Δημητρός Ρώτσκας με έμπιστους συνεργάτες του τους Τζουμαγιώτες Νικολάκη Καλαμαρτζή, Γιάννη Πατσιάκα και πολλούς άλλους Τζουμαγιώτες. Έτσι η Τζουμαγιά γίνεται εθνικό οπλοστάσιο και ορμητήριο εθναποστόλων. Μια από τις πρώτες σημαντικές ενέργειες ήταν η εκτέλεση του βουλγαρόφρονου Βούτσιου Μήντσιου.
Όταν η Σερραϊκή Κοινότητα αποφάσισε την επαναλειτουργία του Μοναστηριού του Σταυρού, 10 χλμ. από τα Σέρρας, την Κυριακή 13-9-1904 ξεκίνησε από την πόλη των Σερρών η μεγαλειώδης πορεία προς το Μοναστήρι με τη συμμετοχή χιλιάδων Σερραίων και χωρικών της γύρω περιοχής. Την μεγαλειώδη αυτή συγκέντρωση διαφύλαξε το σώμα του Χατζηπανταζή ύστερα από οδηγίες του Ελληνικού Προξενείου. Το πολυπληθές κοινό γιόρτασε με νταούλια, χορούς και τραγούδια το χαρμόσυνο γεγονός αλλά το τίμημα πλήρωσαν λίγες μέρες αργότερα ο βλάχος αγροφύλακας Τέγος Ζαπάρας και ο Γιάννης Ιωαννίδης, που εκτελέστηκαν από βουλγαρική συμμορία.
Στην ομάδα του Χατζηπανταζή αργότερα προστέθηκαν ο Ηλίας Μήλιος, ο Σαπρής Τσιάταρος, ο Θωμάς Ζεμπίρης, ο Γιάννης Κέπας, ο Θανάσης Χατζηκυριακόπουλος, ο Ηλίας Νεολιανλής, ο Δημ. Τσβανταρλής, ο Τάκης Μπαχτσεβανζής ή Κηπουρός και άλλοι.
Με εντολή του Ελληνικού Προξενείου η ομάδα του Καπετάν Θανάση με τον Τάκη Κηπουρό δολοφονούν τον δραστήριο και πράκτορα των Βουλγάρων βιβλιοπώλη των Σερρών Νίκωφ. Κατά την εκτέλεση του Νίκωφ από απροσεξία τραυματίστηκε θανάσιμα ο καπετάν Θανάσης, που πέθανε μετά από δυο-τρεις μέρες και θάφτηκε στη Μητρόπολη Σερρών.
Μετά τον θάνατο του Χατζηπανταζή την αρχηγία της ομάδας ανέλαβε ο Στέργιος Βλάχμπεης, από την Κάτω Τζουμαγιά, έμπειρος και τολμηρός αρχηγός με μεγάλη δράση εναντίον των Βουλγάρων. Για την παρουσία και τη δράση του στο χώρο των Ποροΐων και του Λαλιά έχουμε τη μαρτυρία και σχετικού βλάχικου τραγουδιού. Μια τέτοια ενέργεια ήταν και ο φόνος του γνωστού Μιχαλούση Μαργαρίτη στις 12-1-1907 από τον καπετάν Στέργιο και τον Νίκο Τζαβάρα στη Τζουμαγιά. Ο Μαργαρίτης, τύπος τυχοδιωκτικός, ξεκίνησε ως ρουμανόφρων και σύντομα συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους.
Στο αντάρτικό σώμα Τζουμαγιάς το Ελληνικό Προξενείο των Σερρών ανέθετε τις πιο δύσκολες αποστολές, όπως την εκτέλεση του βούλγαρου κρεοπώλη και ζωέμπορα Πέτρου Σκρέκα στην πόλη των Σερρών με εκτελεστές τον Νάσιο Φεγγαρά και τον Χρίστο Κηπουρό. Η όλη επιχείρηση ήταν εκδικητική για τον φόνο ενός Έλληνα, ονόματι Ηλία, από τους Βούλγαρους.
Ο Βλάχμπεης ανέλαβε και άλλες παρόμοιες αποστολές, όπως την εξόντωση κάποιου Δίγκα, καταδότη των Τούρκων στην υπόθεση του καπετάν Μητρούση. Ο φόνος του Τάσκα Νούση, αδελφού του Ρώτσκα, βρήκε τον εκδικητή του στο πρόσωπο του καπετάν Στέριου και του Θ. Τζιντζή, που εκτέλεσαν τον βούλγαρο παπά της Τζουμαγιάς Παπαδημήτρη ("αρνησίθρησκον και αρνησίπατριν" κατά το ελληνικό Προξενείο), μια και ο εν λόγω παπάς ήταν βλάχος που εντάχθηκε στον βουλγαρισμό.
4. Παπά - Τσαΐρ
Το Παπά - Τσαΐρ είναι τοποθεσία μέσα σε βουλγαρικό έδαφος και στις παρυφές των συνόρων του νομού Σερρών. Απέχει τέσσερις ώρες προς τα βόρεια από το Νευροκόπι. Αποτελούσε θερινό οικισμό Βλάχων Γραμμουστιάνων και Ασπροποταμιτών (Μότσιανων) από το χαψιό Μουτζιάρα, που είχαν την έδρα τους στην περιοχή του Άνω Νευροκοπίου. Σύμφωνα με διάφορες στατιστικές αναφέρεται ότι 120-160 οικογένειες Βλάχων (το 1905 120) διέμεναν εκεί κατά τους θερινούς μήνες και διέθεταν περίπου 6.000 γιδοπρόβατα και 1.000 φορτηγά ζώα, άλογα και μουλάρια. Έμεναν εκεί τους έξι θερινούς μήνες και ξεχείμαζαν τους άλλους έξι στα νότια τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, όπως στα Βρασνά και το Ροδολίβος.
Οι σχέσεις τους με τους Βούλγαρους, που ήταν Εξαρχικοί, ήταν κακές και τους αντιπαθούσαν για τους εκβιασμούς και τις απειλές που χρησιμοποιούσαν εναντίον τους.
Τον Απρίλιο του 1904 έχουμε αναφορά προς τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ σχετικά με την Ρουμανική προπαγάνδα των Βλάχικων κοινοτήτων Παπά Τσαΐρ και Σπάρτσιστας. Γνωρίζουμε ότι το 1903 έρχονται από τη Βέροια 10 Ρουμανίζοντες Βλάχοι μαζί με τον καθαιρεθέντα από τον Μητροπολίτη Γρεβενών ιερέα Ιωάννη από τη Σαμαρίνα για να υποστηρίξουν τη Ρουμανική προπαγάνδα. Έχουμε γραπτές μαρτυρίες του αρχιδιακόνου Θεμιστοκλή προς το Ελληνικό Προξενείο Σερρών στις 16-1-1904. Επίσης το 1904 έχουμε αναφορά του Μητροπολίτη Θεοδώρητου για το Παπά Τσαΐρ προς την Ιερά Σύνοδο για την εκκλησιαστική κατάσταση της επαρχίας Νευροκοπίου. Λέγει χαρακτηριστικά: "Παπά Τσαΐρ, βόρεια του Νευροκοπίου σε βουλγαρικό έδαφος. Το χειμώνα οι Βλάχοι κατεβαίνουν από το Παπά Τσαΐρ και ξεχειμάζουν στα χωριά Ροδολίβος και Βρασνά. Το χωριό έχει 100-120 σπίτια και εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Όταν το Παπά Τσαΐρ δίνεται στους Βούλγαρους, οι κάτοικοι του οικισμού περιέρχονται σε απελπιστική θέση γιατί οι Βούλγαροι με κάθε τρόπο προσπαθούν να εξοντώσουν τους Βλάχους κατοίκους επειδή είναι Έλληνες στο φρόνημα και αποτελούν εμπόδιο στα σχέδιά των".
Το 1913, στις 14 Σεπτεμβρίου, γίνεται η σφαγή του Βασίλη, μελλοντικού γαμπρού του τσέλνικα Καραθανάση Τέγα και το Παπά-Τσαΐρ λεηλατείται και καίγεται. Αφορμή για την καταστροφή του από τους Βούλγαρους ο δήθεν φόνος βούλγαρου αξιωματικού από τον Βλάχο Δήμο Καραγκιόζη, ενώ η αιτία ήταν το μίσος τους εναντίον των Βλάχων. Υπολογίζεται ότι 45 περίπου Βλάχοι του οικισμού έχασαν τη ζωή τους από τις θηριωδίες των Βουλγάρων. Όταν ανακαταλαμβάνεται το ίδιο έτος ο οικισμός από τον ελληνικό στρατό, δίνονται στους Βλάχους κάτοικους 100 μουλάρια του στρατού για την μετακίνησή τους προς το Νευροκόπι, Οχυρό Δράμας, και εν συνεχεία έχουμε την διασπορά των Παπατσαϊρινών σ’ όλο το νομό Σερρών και το νομό Δράμας και ιδίως στα χωριά Προσοτσάνη, Μικρόπολη, Ροδολίβος, Πρώτη κ.α. Γνωστός τσέλιγκας που Παπά Τσαΐρ ήταν ο Τζήμος.
5. Ράμνα
Σήμερα ακατοίκητος οικισμός με το όνομα Άνω Ομαλό. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του όρους Κερκίνη (Μπέλες) και 7 χλμ. ΒΔ από το Πετρίτσι και σε υψόμετρο 800 μ. Η θέση του είναι σε μια μικρή προεξέχουσα πεδιάδα με απεριόριστη θέα προς τον κάμπο των Σερρών και την διαδρομή του Στρυμόνα ποταμού. Στο τέλος του 19ου αιώνα, που την επισκέπτεται ο Βάιγκαντ, έχει 65 σπίτια και είναι αμιγές βλαχοχώρι. Παλιότερα είχε 150-170 σπίτια αλλά νωρίς πολλοί, κάτοικοί του μετακινήθηκαν προς την Τζουμαγιά, το Σιδηρόκαστρο, το Ν. Πετρίτσι και σε άλλα χωριά του νομού Σερρών. Η προέλευση των κατοίκων της είναι από το Ζαγόρι, την Σαμαρίνα, το Νυμφαίο (Νέβεσκα), την Αβδέλλα, την Μπαϊάσα, Γράμμουστα κ.α. Οι Μπαϊασιώτες φτάνουν στα 1830 κυρίως στη Ράμνα αλλά και σε άλλα χωριά, όπως το Αχλαδοχώρι, το Άγγιστρο κ.λπ., ενώ στην πλειονότητά τους ήταν κιρατζήδες. Οι κάτοικοι της Ράμνας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα αντιστάθηκαν τόσο ενάντια στη Βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα όσο και στην πίεση των Ρουμανιζόντων, με αποτέλεσμα στις να απαχθούν από τη Ράμνα 5 Βλάχοι κάτοικοί της σε εκδίκηση της απόφασης των Βλάχων να μην υποκύψουν στους Εξαρχικούς. Παράλληλα γνωρίζουμε ότι ο κομιτατζής Παύλος ταμπουρώνεται σε σπίτι της Ράμνας και. οι Βλάχοι καίνε το σπίτι με τον κομιτατζή μέσα.
Στις 13/26 Μαίου 1916 καταλαμβάνουν την Ράμνα βουλγαρογερμανικά στρατεύματα. Πολλοί κάτοικοί της μετακινούνται προς το Ν. Πετρίτσι και αλλού, ενώ το 1940 κατεβαίνουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ράμνας στο Ν. Πετρίτσι και σε άλλα χωριά.
Τρεις κάτοικοι της Ράμνος, γνωστοί μόνο με τα μικρά τους ονόματα, Αγγελος, Ιωάννης, Πέτρος, εντάσσονται στο πρώτο αντάρτικό σώμα του Πέιου την περίοδο του Μακεδονικού Αγιονα.
Κάτοικοι της Ράμνας θεωρούνται από τους πρώτους κάτοικους και ιδρυτές της Τζουμαγιάς, όταν ζητούν την άδεια από τους Τούρκους να εγκατασταθούν στο χώρο αυτό. Την εποχή που ο Βάιγκαντ επικέφτεται τη Ράμνα, στο τέλος 19ου αι., τον πληροφορούν ότι το χωριό τους είναι 100 ετών.
6. Χιονοχώρι (Καρλίκιοϊ)
Το Χιονοχώρι (παλιότερα Καρλίκιοϊ) βρίσκεται σε υψόμετρο 750-800 μ. στο Μενοίκιο όρος και με θέα τον κάμπο των Σερρών. Απέχει 15 χλμ. περίπου από την πόλη των Σερρών. Οι αρχικοί του κάτοικοι ήταν 70 περίπου οικογένειες με 240 άτομα κατά μια στατιστική χωρίς να αντιπροσωπεύει διαχρονικά τον αριθμό των κατοίκων. Η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν από την Αβδέλλα και ήρθαν έχοντας πληροφορίες για τις βοσκές της περιοχής. Όταν έρχονται στο χωριό, βρίσκουν ήδη εγκαταστημένες μερικές οικογένειες Βλάχων που προέρχονταν από διάφορα μέρη. Ανάμεσα σ' αυτές οι πιο γνωστές είναι αυτές των Καρτάλη (Ζήση) και Τσιτάκα, και των λίγων Σλαβόφωνων από την Κεράντσα (Κερανίτσα), οι οποίοι εγκαθίστανται στο Καρλίκιοϊ πιθανόν και εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας. Μετά το 1926 το χωριό κατοικείται αποκλειστικά από Βλάχους.
Πιθανόν, αρχικά, κατά την Βυζαντινή εποχή, να ήταν ασκηταριό, όπου το 1260, όπως αναφέρουν οι πηγές, ο Ιωαννίκιος, ο μετέπειτα κτίτωρ της I. Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερροιν "ήλθεν το πρώτον εις το μέρος όπου σήμερον το χωρίον Χιονοχώρι. Εκεί εύρεν εν μικρόν κελλίον με εκκλησίαν των Αγίων Αναργύρων και κατώκησεν εις αυτό”.
Σε φορολογικό τουρκικό κώδικα του 1465 αναφέρεται ως Αγιά Νάργυρ και από το 1568 ως Καρλίκιοϊ. Επιγραφή του 1865 αναφέρεται σε ανακατασκευή του ναού των Αγίων Αναργύρων. Το 1870 χτίζεται κοντά στο κελλί του Ιωαννικίου, το οποίο ανακαλύπτεται συμπτωματικά από γιδοβοσκό μέσα σε πυκνό δάσος από βελανιδιές, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Σώζεται φορητή εικόνα του Αγίου Μοδέστου, προστάτη των ζώων, με χρονολογία 1868, αφιέρωμα της οικογένειας Καρτάλη, όπου απεικονίζεται ο αφιερωτής να βόσκει πρόβατα, γίδια και βόδια φορώντας τσιπούνε βίνιτα.
Ανάμεσα στους πρώτους οικιστές λογίζονται επίσης οι οικογένειες Δούρα, Μπέλλα, Χαλίλη, Ταΐρη κ.λπ. Γύρω στα 1870 έρχεται στο Χιονοχώρι η μεγάλη φάρα του Βαρσάμη από την Αβδέλλα (οικ. Τραγούδα, Ταράση, Παπάνα). Αργότερα έρχονται οι οικογένειες Σπασέγγου από Άγιο Πνεύμα (Βιζνίκιοϊ), Σερέτη από το Νέο Σούλι (Σουμπάσκιοϊ) καθώς και οι οικογένειες Κοκκώνη (Τζίγκα) και Λεπενιώτη από τα Καλύβια Λαϊλιά. Μετά το κάψιμο της Ραχοβίτσας έρχονται και οι οικογένειες Βέρρου από τη Ραχοβίτσα και Γαλάνη από Ντουκλί (Ελαιώνας).
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα το Χιονοχώρι υπόφερε πολλά από τους εξαρχικούς Βουλγαρόφρονες των γειτονικών χωριών Ντράνοβα και Μούκλιανη που υποστήριζαν τους κομιτατζήδες. Θύμα των Βούλγαρων κομιτατζήδων υπήρξε και ο δολοφονηθείς Γεώργιος Τούσκας (Πέννας, Τα Άνω Πορόια, Αθήνα, 1989, σελ. 278), καθώς και η απαγωγή 5 Ραμνιωτών με τη βοήθεια των Ρουμανιζόντων. Τα πρώτα θύματα της βουλγαρικής δράσης, το 1903, υπήρξαν οι Γουγούνας, στο Μπελ Τραπ, και ο αγροφύλακας Γιαννούλης (πβ. και το τοπωνύμιο Γκούβα αλ Γιαννούλη. Κατοπινά θύματα υπήρξαν οι παρακάτω Χιονοχωρίτες, όταν την 21η Μαΐου του 1908 Βούλγαροι, ντυμένοι σαν Τούρκοι χωροφύλακες, στη θέση Κάρπα τους κατασφάζουν: Δραγούμης, Κ., Κοκκώνης, Α., Μητρούλιας Ναούμ, Τσιτάκας, Σ., Χαχάμης Αθαν. και Δημήτριος. Στην τοποθεσία Σπανακλίκ χάνουν τη ζωή τους οι Μπουσνάκης Μπούσιος, Μπατογιάννης, I. Ταράσης, Δ., Τραγούδας, Ν. (Μαρτυρίες του Δημητριού Γ. Ταράση και πληροφορίες του Γεωργίου Δ. Ταράση).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το Χιονοχώρι εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του, οι οποίοι μετακινούνται προς την Οινούσα, στην πόλη των Σερρών και σε άλλα χωριά του νομού, ενώ η φυγή είχε αρχίσει από τη δεκαετία του ’50. Η κύρια απασχόληση των Χιονοχωριτών ήταν η αιγοπροβατοτροφία (με ακμή τη δεκαετία του ’50, 40.000 γοδοπρόβατα) και τα καλοκαίρια έβοσκαν τα κοπάδια τους στις περιοχές του Μενοίκιου όρους (Μποζ-νταγ) και ειδικά στην Τσέκουβα, Σουπάκι, Καλοπότι, Ουζουντζιά κ.α.
Σήμερα το Χιονοχώρι ξαναχτίζεται από τους παλιούς του κατοίκους ως θερινό θέρετρο.
7. Καραμάντρα- Ρουστουάκα
Δύο γειτονικές εξαιρετικές τοποθεσίες στο Μενοίκιο όρος (Μποζ-νταγ), που φιλοξένησαν στις βοσκές τους τους πρώτους Βλάχους που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό. Στη θέση Καραμάντρα και σε υψόμετρο 1600 μ. υπάρχει μάντρα, η οποία κατασκευάστηκε πιθανόν από Αρβανίτες και σήμερα αντιπροσωπεύεται από ένα οίκημα χτισμένο με ξερολιθιά και η στέγη του αποτελεί συνέχεια της τοιχοποιίας, παρόμοιο με τα ποιμενικά οικήματα της Σαρδηνίας. Από προφορικές μαρτυρίες (Γεώργιος Δ. Ταράσης) γνωρίζουμε ότι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα χρησιμοποιείται από την οικογένεια Σερέτη (Σπράγκατου), η οποία ξεχείμαζε στο Νέο Σούλι. Ακολουθούν οι Γραμμουστιάνικες οικογένειες Κωτικώστα και Γιαννούση από περιοχή Σιδηροκάστρου. Έπεται η οικογένεια Στέργιου Τσερμεντζέλη (Κιρκινέζου) από το χωριό Χριστός από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τα 1920 περίπου. Τέλος, οι οικογένειες Κοκκώνη (Τζίγκα) και Γαλάνη (Καντρή). Σε κάποια χρονική στιγμή ως ιδιοκτήτης της Καραμάντρας αναφέρεται και η οικογένεια Βέρρου (Νταγιάντα). Προφανώς η πέτρινη καλύβα αποτελούσε τυροκομείο μεγάλου τσέλιγκα ή ήταν συνεταιρικό από το σμίξιμο των κοπαδιών. Ένα ποσό κασεριών πήγαινε στην αγορά των Σερρών.
Μεγάλη διαμάχη μεταξύ της οικογένειας Τσερμεντζέλη και Χιονοχωριτών, η οποία πήρε και ένοπλη μορφή, κατέληξε στη δημιουργία όμοιου περίπου κτίσματος στη θέση Ρουστουάκα, που κατά την παράδοση κατασκευάστηκε το 1914-15 από πετράδες της Βροντούς κατά παραγγελία των Χιονοχωριτών.
Ο τόπος αυτός ανέκαθεν υπήρξε σημείο αντιπαράθεσης με τους Βουλγάρους. Στις 21 Μαίου του 1908, κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ομάδα Βουλγάρων κομιτατζήδων με αρχηγό τον βοεβόδα Πανίτσα, με έδρα και ορμητήριο το Καλαπόδι Δράμας, συνεδριάζουν στο χωριό Ντράνοβα για κακούργηματική δράση. Η συμμορία, αφού πήρε ως οδηγό από το χωριό Καρλίκοβα ένα βλάχο προδότη, ανεβαίνει στη θέση Χούνια. Εκεί χωρίζεται σε δυο ομάδες, η μια πηγαίνει προς την θέση Κάρπα (1500 μ. υψόμετρο) και η άλλη στη θέση Σπανακλίκι. Η πρώτη ομάδα, ντυμένοι με στολές τούρκων χωροφυλάκων, φτάνει στα κοπάδια που φύλαγαν λίγοι Βλάχοι, γιατί γιόρταζαν στο χωριό τον Άγιο Κωνσταντίνο, και με μπαμπεσιά συλλαμβάνουν τους Α. Κοκκώνη, γαμπρό του Μπατογιάννη, τον Αθαν. Χαχάμη, επίσης γαμπρό του Μπατογιάννη, και τον δεκαετή γιο του Δημήτριο, τον Ναούμ Μητρούλια και τον Κων. Δραγούμη, και τους κατακρεουργούν. Ανάμεσα στους κομιτατζήδες και ένας βλάχος Χιονοχωρίτης, Λίπσιος Ντάγκα Ταγάρης, κατ' άλλους Κατσιούλης, Βλάχος από τη Ντριάνοβα. Η άλλη ομάδα φτάνει στο Σπανακλϊκι και στη θέση Λαπούσου πιάνουν και σφάζουν τον Μπατογιάννη και εκτελούν τους Μπούσιο Μπουσνάκη, Νικ. Τραγούδα - Σκαριώτη, Δημ. Ταράση-Τραγούδα. Ο Γεωρ. Τραγούδας, μαζί με τον μικρό Νικ. Μπουσνάκη, που έφερνε νερό από τη βρύση, τους αντιλαμβάνεται και ειδοποιεί τους γύρω Βλάχους. Ακούει ο Κων. Τραγούδας, που ήταν στη βρύση του Γκρέκου, φωνάζει, ακούνε οι Ζήσης και Ιωαν. Παντανέλας και ο δεύτερος κατεβαίνει στη θέση Γκαρντάτα, πυροβολεί και ειδοποιεί για τους κομιτατζήδες. Το χωριό αναστατώνεται, παίρνουν τα όπλα οι Ταράσης, Κων. Τραγούδας, Μπούσιος, Κων. Παπάνας, Ιωάννης βεοχάρης (Τσότσας). Κυνηγούν τους κομιτατζήδες που πάνε προς τη θέση Κούτλα, για να πάνε στη Βουλγαρία. Αλλά στην τοποθεσία Ουρμαντζίκι τους προφταίνουν, τους πυροβολούν και κατορθώνουν να πάρουν πίσω 1.000 πρόβατα.
Στις 24 του Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, μολονότι είχε γίνει το Χουριέτ, μεταρρυθμίσεις που εξίσωναν τους υπηκόους του Οθωμανικού κράτους, ομάδα Μακεδονομάχων Ελληνοβλάχων ανταρτών στη σημερινή θέση της Οινούσας σκοτώνουν σε αντίποινα της πιο πάνω σφαγής 9 άτομα. Μεταξύ των ανταρτών και 4 Χιονοχωρίτες. Το γεγονός αναφέρεται στο ελληνικό Προξενείο Σερρών και ο Πρόξενος για να εξευμενίσει τους Τούρκους παραδίδει 4 αντάρτες Χιονοχωρίτες στις αρχές, οι οποίοι μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες και δίκες αθωώνονται.
Σήμερα επικρατεί η ιδέα για την διατήρηση των μνημείων αυτών, της Καραμάντρας και της Ρουστόκας, που χρήζουν προστασίας.
8. Μελενικίτσι
Στις 2 Αυγούστου του 1905 δυο Μακεδονομάχοι, ο Στέργιος (Τέγος) Ζαπάρας και ο Ιωάννης (Γραμματικός), αποκεφαλίστηκαν από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες και ειδικά από την συμμορία του Ράδου. Τη μέρα της κηδείας οι Σερραίοι σε ένδειξη πένθους έκλεισαν τα καταστήματά τους. Στις 4 Αυγούστου, δυο μέρες αργότερα, ο Μητροπολίτης Σερρών αναφέρει το γεγονός του φόνου του Ιωάννη, επιστάτη του τσιφλικιού Μιχαήλ Βέη και του φύλακα Τέγου Ζαπάρα. "Την 22αν Σεπτεμβρίου 4 κάτοικοι του Μελενικιτσίου δολοφονούνται έξω από το χωριό και μεταξύ αυτών και ο Προεστός, γιος του δολοφονηθέντος προ έτους Προεστού”.
9. Οινούσα (Ντερβέσιανη)
Βλάχοι από το Χιονοχώρι μετοίκησαν στην Οινούσα, όταν εγκαταλείφτηκε από τους Χιονοχώριτες.
10. Ραχοβίτσα
Χωριό του νομού Σερρών σε απόσταση 10 χλμ. ΒΑ από την πόλη. Σήμερα συναντούμε το θέρετρο Νέα Ελβετία. Ο Σερρών Γρηγόριος στις 4 Αυγούστου του 1905 αναφέρει τον αποκεφαλισμό Μακεδονομάχου: "Συμμορία του κομιτατζή Ράδου έξωθεν του χωρίου Ραχοβίτσα συνέλαβε τους αδελφούς Αβράμιον και Θεόδωρον και κατακρεούργησεν αυτούς". Κατά μια στατιστική, πριν από το 1912 υπήρχαν 30 οικογένειες Βλάχων, 75 άτομα περίπου και αρκετοί σλαβόφωνοι σχισματικοί. Το 1913 ο ελληνικός στρατός καίει τα σπίτια των σλαβόφωνων και, όταν επανέρχονται οι Βούλγαροι, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο καταστρέφουν τους Βλάχους κατοίκους. Από τη Ραχοβίτσα με ενδιάμεσο σταθμό τον Άγιο Γεώργιο Κρυονερίτη των Σερρών η οικογένεια Βέρρου κατευθύνθηκε στο Χιονοχώρι και η οικογένεια Μισιάκα Μίσιου στα Καλύβια του Λαϊ-Λιά. Από τη Ραχοβίτσα κατάγεται και η οικογένεια Φάκη.
11. Καλύβια Λαϊ Λιά
Ο Λάϊ-Λιάς βρίσκεται σε απόσταση 30 χλμ. από τα Σέρρας, στο ομώνυμο όρος και σε υψόμετρο 800 περίπου μέτρων. Περιμετρικά του οικισμού υπήρχε ρέμα και πρώτη μνεία για τον οικισμό γίνεται από τους Wace-Thompson (A.J. Wace - M.S. Thompson, The Nomads of the Balkans, London, 1914 (= Οι νομάδες των Βαλκανίων. Θεσσαλονίκη 1989, Αδελφοί Κυριακίδη), "Άνω Λαϊλιάς, γνωστός στους Βλάχους και ως Κασαμπάς". Προπολεμικά και μέχρι το 1940 τα Βλάχικα Καλύβια του Λαϊλιά είχαν δυο συνοικίες με 130 οικογένειες και 400 περίπου άτομα. Μια συνοικία αποτελούνταν από Αβδελλιώτες και μια από Γραμμουστιάνους. Γνωστές Γραμμουστιάνικες οικογένειες του Λεβέντη (τυροκόμοι από τη δεκαετία του ’30 ώς το ’80) και του Παρίση. Αβδελλιατικες οι κτηνοτροφικές οικογένειες Πράπα, Πούλιου (που ασχολήθηκε με τυροκομία, ζωεμπόριο και οινοποιία), Τσερμεντζέλη (Κιρκινέζου), Τζήμα, Γεωργαντά, Πουλιάκη, Κοσκινά (Ζαρόση) και Φαρμάκη, η οποία μέχρι τις μέρες μας ασχολείται με την εμπορία κρεάτων. Εκεί περνούσαν τους θερινούς μήνες ενώ το χειμώνα οι Γραμμουστιάνοι ξεχείμαζαν στο Σιδηρόκαστρο και οι Αβδελλιάτες στα χωριά Χριστός, Λευκώνα, Μελενικίτσι και στον οικισμό Καπετανούδι (Μουράμουρι) καθώς και στα Σέρρας. Το 1938 ένα μεγάλο τμήμα του οικισμού (η συνοικία των Γραμμουστιάνων) κάηκε από άγνωστη αιτία. Τα Καλύβια ήταν πέτρινα, ξύλινα και κλαδόχτιστα. Υπήρχαν και άλλοι οικισμοί (Κασαμπάς) και μεταξύ αυτών ήταν και τα Βλάχικα Καλύβια. Οι Βούλγαροι τους Βλάχους των Καλυβιών τους ονόμαζαν Τσερλίστι Βλαχ, ενώ οι άλλοι Βλάχοι "Βλάχοι του Ανήλιου".
Γιόρταζαν των Αγίων Αποστόλων (Σουνκέντρου) 29/30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου, το Δεκαπενταύγουστο και την "Μικρή Παναγιά", 8 Σεπτεμβρίου. Οι Καλυβιώτες είχαν αρχίσει να χτίζουν εκκλησία, που το 1930 ήταν μισοχτισμένη, για να μην αναγκάζονται να πηγαίνουν στα γειτονικά χωριά Αχλαδοχώρι και Καπνόφυτο.
Η συμμετοχή των Λαϊλιωτών στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν αποφασιστικής σημασίας όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από το 1896 ως το 1917 στο Λαϊλιά έχουμε 32 θύματα σύμφωνα με τον Πασχάλη Πουλιάκα (Ιστορικές μαρτυρίες και μνήμες - Ήθη έθιμα και παραμύθια της ελληνικής Βλαχουριάς, Λευκώνα, 1995). Μερικά από γνωστά ονόματα θυμάτων είναι: Στέριος Ζαπάρας, Ιωάννης Λάπας, Δημήτριος Γκότσης, Δήμος Τζίμας, Γεώργιος Μπέικας, Γκόγκος Μητροτώνης, Ιωάννης Γκόγκος, Στέριος Λεπενιώτης, Νικόλαος Γιαννούλης, Δημήτριος Σιαπαρδάνης, Αθανάσιος Τζιώγας, Νικόλαος και Στέργιος Γραμματίκας, Στέργιος Γρέντσιος.
Αρχές της δεκαετίας του ’40 αρχίζουν τα Καλύβια να εγκαταλείπονται και οι κάτοικοί του μετακινούνται προς την πόλη των Σερρών και σε διάφορα χωριά του νομού.
12. Χριστός Άνω - Χριστός Κάτω
Τη δεκαετία του ’60 ο Άνω Χριστός εγκαταλείπεται από τους Βλάχους κατοίκους του και 80 περίπου οικογένειες μετακινούνται προς τα Σέρρας και το χωριό Κάτω Χριστός, δημιουργώντας ιδιαίτερη συνοικία, γιατί ο Κάτω Χριστός δημιουργήθηκε από τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας το 1920. Η ιστορία του Άνω Χριστός είναι πολύ παλιά και ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με τον Καφταντζή, Ιστορία πόλεως Σερρών, σελ. 31, έχουμε μαρτυρίες από Χρυσόβουλλα του 1309, 1329,1345: μετόχιον το του Γκουσταλέγκους του Σοτήρος Χριστού, νυν ζευγολατείον Χριστός ώραν προς Δυσμάς των Σερρών απέχον και έχον 300 χριστιανούς κατοίκους. Σήμερον χωρίον Χριστός 9 χλμ. δυτικά των Σερρών.
Οι Βλάχοι κατοικούν μόνιμα στο Άνω Χριστός μετά τη λήξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου και την επιστροφή των εξορισθέντων στην Βουλγαρία το 1919. Πρώτη οικογένεια θεωρείται του τσέλιγκα Στέργιου Τσερμεντζέλη και μετά του Στέργιου Κοσκινά (Ζαρόση).
13. Νέο Πετρίτσι (Βέτερνα)
Το Ν. Πετρίτσι δεν υπήρξε αμιγές βλαχοχώρι αλλά αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της Ράμνας. Το 1916, όταν η Ράμνα καταλαμβάνεται από τα βουλγαρογερμανικά στρατεύματα, κατεβαίνουν πολλές οικογένειες στο Ν. Πετρίτσι και το 1940 κατεβαίνουν στο Πετρίτσι και οι τελευταίες οικογένειες της Ράμνας. Οι Βλάχοι του Ν. Πετριτσίου ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν στα χέρια τους την εμπορική κίνηση του τόπου του χωριού τους και της γειτονικής Βυρώνειας. Πετριτσιώτες θεωρούν ότι κατάγονται και από το Νυμφαίο, Αβδέλλα, Μπαϊάσα κ.λπ.
14. Κάτω Νευροκόπι (Ζίρνοβο)
Στο Νευροκόπι γίνονταν η ετήσια εμποροπανήγυρη από 25 Αυγούστου ως 14 Σεπτεμβρίου. Εκεί έρχονταν από διάφορα μέρη εμπορευόμενοι και αγοραστές. Η βουλγαρική προπαγάνδα απαγόρευσε την παρουσία γυναικών με τις τοπικές τους ενδυμασίες και τα στολίδια για λόγους, τάχα, ηθικής τάξης ενώ η αλήθεια ήταν η εμπορική εξασθένηση των Ελλήνων και Βλάχων
15. Σιδηρόκαστρο
Οι Βλάχοι του Σιδηροκάστρου προέρχονται κυρίως από αστικοποίηση των Γραμμουστιάνων του Λαϊ-Λιά, του Καπνόφυτου και του Αχλαδοχωρίου. Επίσης από Λουπουβιάνους, Σιατρουβιάνους και Μποζντουβάνους (χωριά στη σημερινή Βουλγαρία), που παραχείμαζαν στην περιοχή.
16. Λιπόσι
Σήμερα ονομάζεται Φυλλίρα και βρίσκεται ανάμεσα στα Πορόια και στη Ράμνα, απέχει 3 χλμ. βόρεια του χωριού Νεοχώρι. Είναι ακατοίκητο και προφανώς παλιότερα ήταν βλαχοχώρι μαζί με ντόπιους. Καταστρέφεται κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ως πολεμικό μέτωπο. Γνωστές μεγάλες οικογένειες Μπάρα και Αλέξη.
17. Ροδολίβος
Γνωστός βλάχος ο αντικέρ και χρυσοχόος Γούδου με δουλειές στην Πόλη.
18. Αλιστράτη
Νεβεσκιώτες μετοίκησαν και ασχολήθηκαν με καπνά, ορυζώνες, σιτηρά και τριανταφυλλόνερο, αναφέρει ο Ε.Μ. Cousinery, (Voyage dans la Macedoine, II, 4. Παρίσι, 1831).
πηγή:
Οι Βλάχοι του Νοµού Σερρών και της Ανατολικής Μακεδονίας
Νίκος Α. Κατσάνης - Κώστας Δ. Ντίνας