Το βιβλίο χωρίζεται σε δεκαεπτά κεφάλαια καλύπτοντας την ιστορία του Ασπροποτάμου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις ημέρες μας. Ο διαχωρισμός της ύλης σε τόσα κεφάλαια έγινε ώστε το βιβλίο να λειτουργήσει ως ένα πλήρες θεματικό και χρονικό λεξικό, όπου ο αναγνώστης θα μπορεί με σχετική ευκολία να ανατρέξει και να μελετήσει τα ιστορικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου ασπροποταμίτικου οικισμού ή μιας ορισμένης χρονικής περιόδου. Έτσι κάποιες επικαλύψεις και επαναλήψεις ήταν αναπόφευκτες.
Βιβλιοπαρουσιάσεις
Συμπληρωματικές δραστηριότητες των κτηνοτρόφων της Πίνδου.
Οι νομάδες και ημινομάδες βλάχικοι πληθυσμοί έχουν απασχολήσει δια μακρών την ελληνική λαογραφία, αλλά και πολλούς και ποικίλους κλάδους της ελληνικής επιστήμης. Η σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη και σπουδαία, βρίσκεται δε εν εξελίξει. Σημαντικό σταθμό στην επιστημονική αυτή πορεία αποτελεί η μετά χείρας μελέτη του Στέλιου Α. Μουζάκη, γνωστού για τις πολλές, πρωτότυπες, τεκμηριωμένες και άκρως ενδιαφέρουσες μελέτες του, στις οποίες πάντοτε προέχει η διεπιστημονική και η διαθεματική προσέγγιση του εκάστοτε ερευνώμενου θέματος. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας συνδυάζει τη λαογραφία με την οικονομική ιστορία, μελετώντας τις μετακινήσεις και τις δραστηριότητες του Αναγνώστη Βασιλάκη και του τσελιγγάτου του, ανάμεσα στη Βωβούσα και στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Εξετάζει αλληλοδιαδόχως το ιστορικό πλαίσιο, τα κοινοτικά έσοδα, αλλά και τη συγκρότηση και τη δράση του τσελιγγάτου, τα παραγόμενα σε αυτό κτηνοτροφικά προϊόντα και τις πωλήσεις τους, τις συναλλαγές με μέλη του τσελιγγάτου, αλλά και με τις εκάστοτε κρατικές διοικητικές αρχές.
Μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του ασπροποταμίτη εκπαιδευτικού Δημήτρη Ι. Κωνσταντινίδη με τον τίτλο «Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι». Για τη στόχευση του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει στον πρόλογό του: «Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες λόγιοι από τα χωριά του Ασπροποτάμου έχουν καταγράψει με ενάργεια την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Θεωρώ ωστόσο ότι λείπει από την σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία μια συνολική προσέγγιση της ασπροποταμίτικης κοινωνίας, η οποία να καλύπτει την πολύπτυχη δραστηριότητά της μέσα από μια συγκροτημένη πολυθεματική σύνθεση της εθνικής, θρησκευτικής, εκπαιδευτικής, πολιτιστικής, οικονομικής, εμπορικής και επαγγελματικής δράσης των μελών της. Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει η παρούσα έκδοση προσθέτοντας νέες πληροφορίες, αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες και σημαντικά ντοκουμέντα, τα οποία αποκάλυψε η ιστορική σκαπάνη μόλις την τελευταία δεκαετία».
Η έκδοση χωρίζεται σε δεκαεπτά κεφάλαια καλύπτοντας την ιστορία του Ασπροποτάμου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις μέρες μας. Διαχωρίζοντας την ύλη σε τόσα κεφάλαια, το βιβλίο λειτουργεί ως ένα πλήρες θεματικό και χρονικό λεξικό, όπου ο αναγνώστης μπορεί με ευκολία να ανατρέξει στα ιστορικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου ασπροποταμίτικου οικισμού ή μιας ορισμένης χρονικής περιόδου.
Επανεκδίδουμε, μετά από 245 χρόνια, το σπάνιο, πολύτιμο, συνάμα αγνοημένο -αν και πολυσυζητημένο- έργο του Θεόδωρου Α. Καβαλλιώτη (Θ.Α.Κ.), λαμπρής προσωπικότητας του νεοελληνικού διαφωτισμού, γνωστό ως τρίγλωσσο Λεξικό (Ρωμαίικα, Βλάχικα, Αλβανίτικα), με τον τίτλο: «Πρωτοπειρία παρά του σοφολογιωτάτου και αιδεσιμωτάτου διδασκάλου ιεροκήρυκος και πρωτοπαπά κυρίου Θεοδώρου Αναστασίου Καβαλλιώτου του Μοσχοπολίτου, ξυντεθείσα και νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα δαπάνη του εντιμοτάτου, και χρησιμωτάτου κυρίου Γεωργίου Τρικούπα, του και Κοσμήσκη επιλεγομένου εκ πατρίδος Μοσχοπόλεως. Ενετήισιν 1770. Παρά Αντονίω τω Βόρτολι. Superiorum permissu, ac privilegio».
Τούτο το Τρίγλωσσον Λεξικόν τον Καβαλλιώτου περιέχει 1.170 λέξεις γραμμένες με το ελληνικό αλφάβητο στα ρωμαίικα (νεοελληνικά), βλάχικα (αρμάνικα των Ελληνοβλάχων) και αλβανίτικα (τοσκικα της νότιας Αλβανίας), καταχωρισμένες ανά γράμμα, ως ακολούθως: Α-105, Β-43, Γ-48, Δ-48, Ε-45, Ζ-11, Η-5, Θ-25,1-5, Κ-176, Λ-49, Μ-90, Ν-18, Ξ-13, Ο-27, Π-119, Ρ-18, Σ-131, Τ-55, Υ-11, Φ-55, Χ-50, Ψ-19, Ω-3 = 1.170 λέξεις. Λεξικογραφούμε τις 1.170 λέξεις με την κατάταξη που ο ίδιος ο συγγραφέας δημοσιοποίησε: Ρωμαίικα - Βλάχικα - Αλβανίτικα....
“Eίναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας” (Γ. Σεφέρης)
Tο ταξίδι στη χώρα των λέξεων είναι μια γοητευτική περιπέτεια. Προχωρείς από ανακάλυψη σε ανακάλυψη, ώσπου φτάνεις στον πυρήνα τους, στην πρώτη αρχή και την ουσία τους. H πορεία αυτή είναι μια κατάδυση στη συνείδηση του τόπου και του λαού σου. Tα τελευταία χρόνια μπήκα και εγώ “ανεπαισθήτως” σε αυτή την περιπέτεια. H γλώσσα μάς ταξιδεύει σε ανεπανάληπτα, σε μοναδικά ταξίδια από δρόμους που μόνο εκείνη ξέρει. Όλα σχεδόν τα χρόνια ήμουν δάσκαλος, όσο ήμουν δάσκαλος. Eίναι πολύ ακριβός ο τίτλος του δασκάλου. Λίγοι τον δικαιούνται. Eδώ και λίγα μόλις χρόνια κατάλαβα πόση γοητεία ασκούν οι λέξεις. Kάνεις ευχάριστη παρέα με τις λέξεις και νιώθεις δημιουργός. Kάποιες από αυτές δεν τις βρίσκει κανείς ούτε στα λεξικά. Πανέμορφες λέξεις βγήκαν βίαια στη σύνταξη. Nέες λέξεις εισέβαλαν πανηγυρικά στο λεξιλόγιό μας. Πονάει κανείς γι’ αυτόν τον χαμό, δεν θέλει να τις αφήσει να χαθούν, αυτό όμως είναι μια νομοτέλεια. Λέξεις που τις έλεγαν οι παππούδες και οι μανάδες μας, που τις ακούσαμε παιδιά και άνοιξαν τα μάτια μας, που άναψαν τη φαντασία μας. Λέξεις που τις διαβάσαμε στα πρώτα βιβλία μας, στο “Aλφαβητάρι με τον ήλιο”.
Η ανακάλυψη της πόλης από τη λαογραφία και την ανθρωπολογία γίνεται ως αποτέλεσμα των αλλαγών που επήλθαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη μεταπολεμική περίοδο παρατηρήθηκε ένα αυξανόμενο κύμα μετανάστευσης πολιτών από την ύπαιθρο στις πόλεις, ενώ έλαβε χώρα η ανεξαρτητοποίηση πολλών αποικιών, που ανάγκασε πολλούς ανθρωπολόγους να αλλάξουν πεδίο έρευνας. Το ίδιο συνέβη και με τη λαογραφία, που είχε ταυτίσει τον αγροτικό χώρο με το πεδίο έρευνάς της. Και οι δύο επιστήμες, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, είχαν αφήσει την πόλη έξω από τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα.
Η αντίθεση «υπαίθρου και πόλης αποτελεί μια από τις κύριες μορφές μέσα από τις οποίες αποκτούμε συνείδηση ενός σημαντικού μέρους της εμπειρίας μας και των κρίσεων στην κοινωνία μας», υπογραμμίζει ο Williams (1973:426). Έχοντας υπ’ όψη αυτή τη διάσταση, αποκωδικοποιείται εύκολα το αντιθετικό ζεύγος «ύπαιθρος-πόλη». Η ύπαιθρος εμφανίζεται ως αρχετυπική εικόνα στην κοινωνική οργάνωση, ενώ η πόλη αναπαριστάνεται ως η πηγή του κακού. πρόκειται για μια εικόνα που διαχέεται σε διάφορες μορφές. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Ένγκελς για τις συνθήκες ζωής των νεοσχηματισμένων εργατικών στρωμάτων στο κλασικό βιομηχανικό κέντρο του 19ου αιώνα, το Μάντσεστερ στην Αγγλία.