Καλησπέρα σας! Αντικείμενο του βιβλίου είναι η περιγραφή και η ανάλυση του Αρβανιτοβλάχικου (Καραγκούνικου) γλωσσικού ιδιώματος της Ακαρνανίας. O κ. Βασιλείου έδωσε στη γλωσσολογική επιστήμη και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα μια υποδειγματική περιγραφή της συγκεκριμένης ποικιλίας της Βλάχικης, τόσο σε φωνολογικό όσο και σε μορφοσυντακτικό και λεξιλογικό επίπεδο, εμπλουτίζοντας με τον τρόπο αυτόν τις γνώσεις μας σχετικά με την ομιλουμένη Βλάχικη στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, μίας, δηλαδή, από τις ποικιλίες της Βλάχικης/Αρωμουνικής που μιλιούνται στην Ελλάδα και ταυτοχρόνως μίας από τις λατινογενείς / ρωμανικές γλώσσες των Βαλκανίων (βαλκανορωμανικές ή ανατολικές ρωμανικές γλώσσες ή βαλκανικές λατινικές γλώσσες).
Ο συνάδελφος καθηγητής κ. Αθανάσιος Νάκας ανέπτυξε τη σπουδαιότητα της γλωσσολογικής ανάλυσης και καταγραφής του ιδιώματος. Προσωπικώς, θα ήθελα να οδηγήσω τη σκέψη σας σε άλλες ατραπούς, σε ατραπούς που σχετίζονται με την κοινωνιογλωσσολογική διάσταση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Πέραν του καθαρά προσωπικού, συναισθηματικού θα έλεγα, ενδιαφέροντος να καταγράψει το δομικό σύστημα της πατρογονικής του γλώσσας, της γλώσσας των συντοπιτών του, για ποιον άραγε λόγο ο κ. Βασιλείου κατέγραψε το συγκεκριμένο ιδίωμα;
Βιβλιοπαρουσιάσεις
Καλησπέρα σας! Μεγάλη θα πρέπει να είναι η χαρά και η συγκίνηση του Αντώνη Βασιλείου, αλλά και των διοργανωτών, του ΔΣ της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας -ο Πρόεδρος της οποίας, άλλωστε, κ. Παναγιώτης Κοντός συντονίζει την εκδήλωση- για το γεγονός ότι η παρουσίαση του βιβλίου Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) Ιδίωμα της Ακαρνανίας γίνεται επί παρουσία ενός τόσο πυκνού και εκλεκτού ακροατηρίου.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ενός τμήματος της διδακτορικής διατριβής την οποία ο κ. Βασιλείου εκπόνησε με μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε και από τα σχόλια της 7μελούς εξεταστικής επιτροπής στην οποία συμμετείχα ως μέλος. Με μια τέτοιου είδους αφετηρία, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εξασφαλισμένη αφενός η επιστημονική τεκμηρίωση των θέσεων του συγγραφέα, αφετέρου ο έλεγχος και η εγκυρότητα της βιβλιογραφίας, ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης, δεδομένου, μάλιστα, ότι ορισμένα από τα ζητήματα που θίγονται στο βιβλίο θεωρούνται από κάποιους ως αμφισβητούμενα, ή, ακόμη χειρότερα, έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ξένη προπαγάνδα. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ, είναι γνωστό λ.χ. το πόσο έβλαψε το βλαχικό ζήτημα στην Ελλάδα η ρουμανική προπαγάνδα.
Φωνολογική, λεξιλογική και μορφοσυντακτική περιγραφή
Η απουσία γραφής σε μια γλώσσα και η επακόλουθη έλλειψη ρύθμισης και κανονικοποίησής της (γραμματικές, λεξικά, διδασκαλία, κλπ.) είναι κάποιοι από τους σημαντικότερους παράγοντες οι οποίοι αφενός επιφέρουν εξαιρετικά μεγάλη διαφοροποίηση στο εσωτερικό αυτής της γλώσσας (διάλεκτοι, ιδιώματα) και αφετέρου - σε βάθος χρόνου - έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ίδιας της γλώσσας. Σε αυτό το βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια για την καταγραφή των βασικότερων στοιχείων της γραμματικής του αρβανιτοβλάχικου (καραγκούνικου) γλωσσικού ιδιώματος της Ακαρνανίας, το οποίο εμφανίζει πολλές και σημαντικές διαφορές σε αρκετούς γραμματικούς τομείς (φωνολογία, μορφολογία, λεξιλόγιο, κλπ.) από όλα τα άλλα βλάχικα ιδιώματα. Το υπό εξέταση ιδίωμα παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, μιας και ομιλείται από μια γλωσσική ομάδα που κατοικεί εδώ και αιώνες - απομονωμένη από όλες τις άλλες βλαχόφωνες ομάδες - στο νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα και φυσικά στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ακαρνανία. Σε κάποια φάση της ιστορίας της, μάλιστα, η γλωσσική αυτή ομάδα υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά/αρβανίτικα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το υπό εξέταση ιδίωμα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία επομένως καθιστούν τυπικά και ουσιαστικά το συγκεκριμένο ιδίωμα ξεχωριστή διάλεκτο της βλάχικης γλώσσας, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης ερευνητικής προσέγγισης. Αυτή η προσέγγιση είναι και ο γενικότερος στόχος του συγκεκριμένου πονήματος.
Γεννήθηκα στα κράσπεδα μιας πόλης (Πρέβεζα), όπου και μεγάλωσα με τις αφηγήσεις για τη ζωή στα βουνά. Στη διατριβή μου μελέτησα τη γενέτειρα πόλη, την Πρέβεζα. Παρά το γεγονός όμως ότι γνώρισα τους ορεινούς πολιτισμούς με καθυστέρηση, ήταν –και είναι– εδραία η πεποίθησή μου πως είναι αδύνατον για κάποιον –οποιονδήποτε, αλλά προπάντων τον ερευνητή– να κατανοήσει το νεοελληνικό πολιτισμό χωρίς να στρέψει την προσοχή του, έστω και ως αναγνώστης, στα βουνά που κράτησαν όρθια την Ελλάδα σε καιρούς χαλεπούς, αλλά και όπου αναπτύχθηκαν πολιτισμοί περίοπτοι. Είναι ο πλούτος αυτών των ανθρώπων, ο αποκτημένος στη Διασπορά, που τους επέτρεψε να κοσμήσουν τις πόλεις του νεοελληνικού κράτους με επιβλητικά κτίρια, πανεπιστημιακά ιδρύματα, στά δια, με πολλά και διάφορα. Περπατώντας στην παραλία της Πρέβεζας συναντούσα πάντα το τότε καφενείο Ολύμπια, που ήταν το σπίτι του επιφανούς Συρρακιώτη εμπόρου Μπαλτατζή. Φρόντισε να αφήσει το σπίτι του στο Συρράκο για να υποστηρίξει με τα εισοδήματα των ενοικίων τα άπορα κορίτσια στο γάμο τους. Κάτι αντίστοιχο έπραξε κι ο Χρήστος Δήμας στην Τζούρτζια (Αγία Παρασκευή). Δημιούργησε Αδελφότητα η οποία κράτησε όρθιους πολλούς από τους συμπατριώτες του, που προγραμμάτιζαν την κάθοδο στα χειμαδιά ή τη γαμήλια στρατηγική τους με μεγαλύτερη ευκολία χάρη στην αλληλεγγύη και τα δάνεια της Αδελφότητας.
Η ενασχόληση με τον αστικό χώρο, στον οποίο επικεντρώθηκα στο επιστημονικό μου ξεκίνημα, με διευκόλυνε να αντιληφθώ ότι η ερμηνεία των διαδικασιών και των παραγόντων που διαμόρφωσαν το χώρο και τις πολιτισμικές συμπεριφορές στην ελληνική πόλη δεν είναι αυθύπαρκτη. Τα ίχνη οδηγούν στον ορεινό χώρο. Πολλά κτίρια της Πρέβεζας αλλά και επιφανείς παράγοντες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής είχαν την αναφορά τους σε πληθυσμιακές ομάδες ή οικογένειες που μετακινήθηκαν από τα ορεινά της Ηπείρου.
Είναι ο τίτλος του νέου ιστορικού μου βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Μέσα από συγγράμματα ιστοριοδιφών της περιόδου του 1821, επίσης από τα αρχεία της Παλιγγενεσίας και κατοπινών συγγραφέων, κατόρθωσα να συλλέξω πληροφορίες για να συνθέσω και να βγάλω από την αφάνεια τους πρώτους τέσσερις από τους πολυάριθμους «ήρωες» οι οποίοι, μαζί με μια ολόκληρη στρατιά Άνω Ηπειρωτών αγνώστων στοιχείων (όπως ονομάζονταν τότε), έδωσαν το παρών και έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά πολύ μακριά από την γενέτειρα τους.
Ήρωες που ενίσχυσαν τον αγώνα με τις περιουσίες τους και πότισαν με το αίμα τους τα πεδία μαχών σε κάθε γωνιά της επαναστατημένης Ελλάδας, με την ελπίδα ότι ο πρώτος ανεξάρτητος πυρήνας θα άπλωνε τον βραχίονα μέχρι και την δική τους ιδιαίτερη πατρίδα.
Άγνωστος ο αριθμός των δικών μας αγωνιστών του 1821! Μάλλον πάρα πολλές χιλιάδες! Άγνωστο και αν οι πεσόντες ενταφιάστηκαν, ή αν τα οστά τους κάπου ανεμοδέρνονται! Στην γενέτειρα δεν επέστρεψαν, οι καμπάνες δεν χτύπησαν λυπηρά, δεν τους έκλαψαν οι μανάδες, οι αδερφές και οι συγγενείς τους, ούτε οι περιοχές στις οποίες γεννήθηκαν!
Ε, λοιπόν ιερό μας καθήκον να επιστρέψουμε στη γενέτειρα έστω την μνήμη τους, την ιστορία τους που δεν γράφτηκε, που δεν μας διδάχτηκε, που απάτριδες την πέρασαν στην λήθη. Χρέος μας να υποκλιθούμε στην μνήμη τους και να διεκδικήσουμε επίσημα την αναγνώριση του αγώνα και των θυσιών τους.
Νέβεσκα, Αύγουστος 1937
Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το τετράδιο. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί, σ’ όλα είχε πέσει πάνω το ροδοχρυσαφί της δύσης, στα πέτρινα σπίτια με τις πανομοιότυπες στέγες από χοντρή λαμαρίνα, στα καλντερίμια, μέχρι κάτω χαμηλά στην πλατεία. Παιχνίδιζαν τα χρώματα με τις φυλλωσιές των δέντρων και το ελαφρύ αεράκι έκανε χώρο ανάμεσα, να φανεί η εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Οι λόφοι γύρω, λειτουργώντας σαν χωνί, έφερναν στ’ αυτιά της αχνά φωνές παιδιών που έπαιζαν σε κάποια γειτονιά πιο κάτω.
Χαμογέλασε. Πότε ήταν κι αυτή παιδί! Σαν χθες…
Ο δρόσος που ακουμπούσε στα καταπράσινα δέντρα ξεσήκωνε τ’ αρώματά τους. Μπερδεύονταν οι μυρωδιές, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ηρεμία απλώθηκε στην ψυχή.
Ο αγαπημένος Πέτρος φάνηκε στα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να τα κλείνει για να τον βλέπει. Την προηγούμενη νύχτα ήρθε στο όνειρο. Όμορφος και ευθυτενής, χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι. Χαρούμενη τ’ ακούμπησε, κι αυτός με ορμή την έσφιξε στην αγκαλιά. Ανάσανε τη μυρωδιά του και αγαλλίασε. Βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Πόση ώρα πέρασε έτσι ούτε και αυτή ήξερε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, όταν αισθάνθηκε την ψύχρα. Τύλιξε το χοντρό μάλλινο σάλι καλύτερα στους ώμους.
Κυρίες και κύριοι, έχει πολλές φορές μέχρι τώρα τονιστεί ότι με το τέλος του 20ού αιώνα λήγει ουσιαστικά ο ιστορικός ρόλος των Bλάχων ως ενός διακριτού τμήματος του ελληνισμού, του οποίου αποτελούν εκλεκτό τμήμα. Άφησαν στο πέρασμά τους έντονα τα σημάδια της παρουσίας τους σ' όλους τους τομείς της εθνικής και οικονομικής ζωής τού τόπου στον οποίο βρέθηκαν, στην πατρίδα ή στην ξενιτιά, κάτω από ευνοϊκές ή και αντίξοες συνθήκες.
Για τη ζωή και τις δραστηριότητες των Bλάχων, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα τραγούδια και τους θρύλους τους, τις αγωνίες και τους αγώνες τους έχουν γραφεί πολλές χιλιάδες σελίδες, σε βαθμό που να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχουν γραφεί σχεδόν τα πάντα γι' αυτούς.
Όποιος λοιπόν επιχειρεί να ξανακαταπιαστεί με το θέμα πρέπει πράγματι να έχει κάτι καινούργιο να πει ή να δει τα πράγματα από μια άλλη, νέα σκοπιά. Αλλιώς θα ξεπέσει σε κοινοτοπίες και χιλιοειπωμένα πράγματα.
Τα βιβλία που γράφτηκαν για τους Βλάχους συχνά διακρίνονται για μιαν ελιτίστικη αυταρέσκεια να παρουσιάζουν τον συγκεκριμένο πληθυσμό με τον οποίο κάθε φορά καταπιάνονται σαν να ζει αποκομμένος από τις ευρύτερες περιοχές όπου δραστηριοποιείται.