Το Κεφαλόβρυσο, είναι ένα από τα χωριά της επαρχίας ΠΩΓΩΝΙΟΥ, η οποία ανήκει στο ΝΟΜΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Από την 1η Ιανουαρίου του 1998 είναι και έδρα του νέου Δήμου, Δήμου που προέκυψε από την συνένωση 9 Κοινοτήτων (Α.Κοσμάς, Βασιλικό, Κακόλακος, Κ.Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, Μερόπη, Ρουψιά, Παλαιόπυργος, Ωραιόκαστρο), το δε όνομα του νέου Δήμου είναι ΑΝΩ ΠΩΓΩΝΙ. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί είναι και εκείνοι που απασχολούνται στο (μοναδικό) εργοστάσιο της περιοχής. (εδώ παράγονται τα EURO της Ελλάδας)
Στους πρόποδες του βουνού Βαλαώρα, με μερικά μικρότερα άλλα βουνά γύρω του,έχει ειδυλλιακή θέση,κάτι σαν φυσική προστασία από τα θεριά της φύσης.
Ένα έθιμο στενά δεμένο με την Κλεισούρα είναι τα αργκουτσιάρια (argutsiarli) και τελείται ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Τα αργκουτσιάρια σηματοδοτούν το χαρακτήρα της Κλεισουριώτικης Πρωτοχρονιάς και συνδυάζουν το ηρωικό στοιχείο με την πανάρχαια διονυσιακή τελετή.
Το δρώμενο αυτό διατηρεί πάντα το παλιό τυπικό και κάθε χρόνο σκορπά ρίγη σιγκίνησης στους παλιούς αλλά και τους νέους, που το κάνουν δική τους υπόθεση. Γλωσσολογικά, αν προσπαθήσει κανείς να βρει την ετυμολογία της λέξης, ίσως θα πρέπει να αποδεχτεί ως ρίζα την λατινική λέξη ROGATOR (= ζητιάνος) και το ρήμα της βλάχικης γλώσσας rogu ή arogu που σημαίνει παρακαλώ, δέομαι. Η λέξη ίσως προέρχεται και απ’ την λατινική RUGA (= ρυτίδα προσώπου) και το ρήμα RUGOARE (= ρυτιδούμαι, ασχημίζω), που στα βλάχικα μεταπλάστηκαν σε RUGA-TSI-ARE (= αυτός που έχει ρυτιδωμένο πρόσωπο). Πράγματι, παλαιότερα, η ομάδα των μεταμφιεσμένων ανδρών περιφερόταν στους δρόμους τον χωριού χορεύοντας και μαζεύοντας φαγητά, γλυκά ή χρήματα που στο τέλος τα κατανάλωναν σε κοινό γλέντι ( σήμερα διατηρούνται ελάχιστα κατάλοιπα αυτής της πράξης).
Λέγεται ότι τα χρόνια εκείνα και πριν να παραχωρηθούν κάποια προνόμια από τον Σουλτάνο στους Βλαχόφωνους, στην Κρανιά λειτουργούσε κρυφό σχολειό από έναν ιερομόναχο ασκητή στο βακούφικο δάσος βελανιδιάς του Αγίου Αθανασίου. Εκεί τα Βλαχοελληνόπουλα της περιοχής μάθαιναν τα πρώτα λιγοστά τους γράμματα που ήταν ανάγνωση, γραφή και πατριδογνωσία.
Αν και κρυφό το μικρό σχολειό, με κάποια πονηριά το έμαθε ο πανούργος Αλή Πασάς, ο οποίος είχε στο νου του να κάνει τσιφλίκια τα χωράφια και τα δάση στα κεφαλοχώρια της περιοχής, όπως της Κρανιάς, της Μηλιάς, του Μετσόβου,της Κουτσούφλιανης και άλλων περιοχών. Την πρόθεση αυτή ο Αλή Πασάς την είχε ανακοινώσει στα κεφαλοχώρια της περιοχής και μάλιστα είχε αρχίσει η σχετική απογραφή των εκτάσεων που προόριζε για τσιφλίκια. Όταν ο αδίστακτος Αλής έμαθε για το σχολείο της Κρανιάς, θέλησε να στείλει το γιο του Μουχτάρ Αλή, για να μάθει την ελληνική γλώσσα, όπως το απαιτούσε η θέση του.
Ο πιστός φίλος και προστάτης της ελληνικής κτηνοτροφίας
Εδώ και αιώνες ο ποιμενικός σκύλος είναι ο αχώριστος σύντροφος και ο πιστός φύλακας των τσομπάνηδων και των κοπαδιών. Με χαρακτηριστικά προσαρμοσμένα από τα βάθη των αιώνων στις δύσκολες συνθήκες της ορεινής κτηνοτροφίας, είναι δυνατός και όμορφος.
Αυτός είναι, με λίγα λόγια, ο Ελληνικός Ποιμενικός, μία πανάρχαια φυλή σκύλου που ζει στην ορεινή Ελλάδα και που – δυστυχώς – στις μέρες μας μειώνεται πληθυσμιακά.
Οι πρώτες αναφορές για τον Ελληνικό Ποιμενικό γίνονται στην αρχαία ελληνική μυθολογία όπου ο θεός Απόλλωνας εξημέρωσε το σκύλο για να συντροφεύει τη θεά 'Aρτεμη στο κυνήγι. Κατά το Νίκανδρο οι ηπειρωτικοί σκύλοι πλάστηκαν από τον Ήφαιστο. Οι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν, ότι πρόγονοί μας διέκριναν τις φυλές των σκύλων σε δύο βασικές κατηγορίες, τους κυνηγετικούς και τους ποιμενικούς. Οι ποιμενικοί ονομάζονταν και «Μολοσσοί», επειδή η αρχαία ελληνική Μολλοσία ήταν η σημερινή Ήπειρος - ή «Ηπειρωτικοί».