Πεσόντες υπέρ πατρίδος στη λήθη από απάτριδες

Πεσόντες υπέρ Πατρίδος στη λήθη από απάτριδες, Τηλέμαχος ΛαχανάςΕίναι ο τίτλος του νέου ιστορικού μου βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Μέσα από συγγράμματα ιστοριοδιφών της περιόδου του 1821, επίσης από τα αρχεία της Παλιγγενεσίας και κατοπινών συγγραφέων, κατόρθωσα να συλλέξω πληροφορίες για να συνθέσω και να βγάλω από την αφάνεια τους πρώτους τέσσερις από τους πολυάριθμους «ήρωες» οι οποίοι, μαζί με μια ολόκληρη στρατιά Άνω Ηπειρωτών αγνώστων στοιχείων (όπως ονομάζονταν τότε), έδωσαν το παρών και έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά πολύ μακριά από την γενέτειρα τους.
Ήρωες που ενίσχυσαν τον αγώνα με τις περιουσίες τους και πότισαν με το αίμα τους τα πεδία μαχών σε κάθε γωνιά της επαναστατημένης Ελλάδας, με την ελπίδα ότι ο πρώτος ανεξάρτητος πυρήνας θα άπλωνε τον βραχίονα μέχρι και την δική τους ιδιαίτερη πατρίδα.
Άγνωστος ο αριθμός των δικών μας αγωνιστών του 1821! Μάλλον πάρα πολλές χιλιάδες! Άγνωστο και αν οι πεσόντες ενταφιάστηκαν, ή αν τα οστά τους κάπου ανεμοδέρνονται! Στην γενέτειρα δεν επέστρεψαν, οι καμπάνες δεν χτύπησαν λυπηρά, δεν τους έκλαψαν οι μανάδες, οι αδερφές και οι συγγενείς τους, ούτε οι περιοχές στις οποίες  γεννήθηκαν!
Ε, λοιπόν ιερό μας καθήκον να επιστρέψουμε στη γενέτειρα έστω την μνήμη τους, την ιστορία τους που δεν γράφτηκε, που δεν μας διδάχτηκε, που απάτριδες την πέρασαν στην λήθη. Χρέος μας να υποκλιθούμε στην μνήμη τους και να διεκδικήσουμε επίσημα την αναγνώριση του αγώνα και των θυσιών τους.

Ντουλμπέρα

Ντουλμπέρα, της Χριστίνας ΡούσσουΝέβεσκα, Αύγουστος 1937
Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το τετράδιο. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί, σ’ όλα είχε πέσει πάνω το ροδοχρυσαφί της δύσης, στα πέτρινα σπίτια με τις πανομοιότυπες στέγες από χοντρή λαμαρίνα, στα καλντερίμια, μέχρι κάτω χαμηλά στην πλατεία. Παιχνίδιζαν τα χρώματα με τις φυλλωσιές των δέντρων και το ελαφρύ αεράκι έκανε χώρο ανάμεσα, να φανεί η εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Οι λόφοι γύρω, λειτουργώντας σαν χωνί, έφερναν στ’ αυτιά της αχνά φωνές παιδιών που έπαιζαν σε κάποια γειτονιά πιο κάτω.
Χαμογέλασε. Πότε ήταν κι αυτή παιδί! Σαν χθες…
Ο δρόσος που ακουμπούσε στα καταπράσινα δέντρα ξεσήκωνε τ’ αρώματά τους. Μπερδεύονταν οι μυρωδιές, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ηρεμία απλώθηκε στην ψυχή.
Ο αγαπημένος Πέτρος φάνηκε στα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να τα κλείνει για να τον βλέπει. Την προηγούμενη νύχτα ήρθε στο όνειρο. Όμορφος και ευθυτενής, χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι. Χαρούμενη τ’ ακούμπησε, κι αυτός με ορμή την έσφιξε στην αγκαλιά. Ανάσανε τη μυρωδιά του και αγαλλίασε. Βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Πόση ώρα πέρασε έτσι ούτε και αυτή ήξερε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, όταν αισθάνθηκε την ψύχρα. Τύλιξε το χοντρό μάλλινο σάλι καλύτερα στους ώμους.

Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, Παναγιώτης Αραβαντινός

Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, Παναγιώτης ΑραβαντινόςΕν ώρα καθ' ην το λεγόμενον Ελληνορρωμουνικόν ζήτημα ετέθη επί του διπλωματικού τάπητος  και εισήλθεν εις την διεθνή δικαιοδοσίαν, αι δε μεταξύ των δύο διαφερομένων Κρατών σχέσεις περιήλθον, ένεκεν αυτού, εις οξύ σημείον, πάσα πληροφορία συμβάλλουσα εις κατανόησιν αυτού και διευκρινίζουσα την ιστορικήν αλήθειαν, τα μάλιστα συντελεί εις διαφώτισην της κοινής εν τε τη ημεδεπή και τη αλλοδαπή γνώμης και εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Εκ της σκέψεως ταύτης ωρμόμενοι εθεωρήσαμεν λυσιτελές να φέρωμεν εις φως μελέτην περί Κουτσοβλάχων του αειμνήστου πατρός ημών Παναγιώτου Αραβαντινού, τοσούτω μάλλον, όσω το έργον τούτο, προϊόν του καλάμου συγγραφέως ασχοληθέντος καθ’ όλον τον βίον αυτού εις ιστορικάς και εθνολογικάς έρευνας, ικανά δε φιλοπονήσαντος έργα, αναγόμενα μεν ιδία εις την Ήπειρον, άλλ' ως εκ της συγγενούς και συναφούς ύλης στενήν έχοντα σχέσιν προς τας ιστορικάς περιπετείας και των όμορων αυτή Ελληνικών χωρών, δύναται εύλογως ν' άξιοι ποιάν τινα αυθεντείαν και κύρος.
Το εκδιδόμενον ύφ' ημών τούτο έργον αποτελεί μέρος ολοκλήρου συγγραφής, πραγματευομένης περί της Ηπείρου υπό ιστορικήν, γεωγραφικήν και εθνολογικήν έποψιν, υπό τον τίτλον «Περιγραφή της Ηπείρου», συνταχθείσης δε επί τη βάσει διαγράμματος διαγωνισμού προκηρυχθέντος υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και υποβληθείσης το 1872 υπό την κρίσιν της οικείας επιτροπής, παρ' ης εκρίθη αξία ευφημοτάτης μνείας, τυχούσα και μέρους του βραβείου.

Στα χαλάσματα

Η καλυβα στο νάνιΜόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε στες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε στην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και στα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε στα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη στα κουρασμένα μάτια μας.

Αναζήτηση