Νέβεσκα, Αύγουστος 1937
Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το τετράδιο. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί, σ’ όλα είχε πέσει πάνω το ροδοχρυσαφί της δύσης, στα πέτρινα σπίτια με τις πανομοιότυπες στέγες από χοντρή λαμαρίνα, στα καλντερίμια, μέχρι κάτω χαμηλά στην πλατεία. Παιχνίδιζαν τα χρώματα με τις φυλλωσιές των δέντρων και το ελαφρύ αεράκι έκανε χώρο ανάμεσα, να φανεί η εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Οι λόφοι γύρω, λειτουργώντας σαν χωνί, έφερναν στ’ αυτιά της αχνά φωνές παιδιών που έπαιζαν σε κάποια γειτονιά πιο κάτω.
Χαμογέλασε. Πότε ήταν κι αυτή παιδί! Σαν χθες…
Ο δρόσος που ακουμπούσε στα καταπράσινα δέντρα ξεσήκωνε τ’ αρώματά τους. Μπερδεύονταν οι μυρωδιές, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ηρεμία απλώθηκε στην ψυχή.
Ο αγαπημένος Πέτρος φάνηκε στα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να τα κλείνει για να τον βλέπει. Την προηγούμενη νύχτα ήρθε στο όνειρο. Όμορφος και ευθυτενής, χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι. Χαρούμενη τ’ ακούμπησε, κι αυτός με ορμή την έσφιξε στην αγκαλιά. Ανάσανε τη μυρωδιά του και αγαλλίασε. Βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Πόση ώρα πέρασε έτσι ούτε και αυτή ήξερε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, όταν αισθάνθηκε την ψύχρα. Τύλιξε το χοντρό μάλλινο σάλι καλύτερα στους ώμους.
Εν ώρα καθ' ην το λεγόμενον Ελληνορρωμουνικόν ζήτημα ετέθη επί του διπλωματικού τάπητος και εισήλθεν εις την διεθνή δικαιοδοσίαν, αι δε μεταξύ των δύο διαφερομένων Κρατών σχέσεις περιήλθον, ένεκεν αυτού, εις οξύ σημείον, πάσα πληροφορία συμβάλλουσα εις κατανόησιν αυτού και διευκρινίζουσα την ιστορικήν αλήθειαν, τα μάλιστα συντελεί εις διαφώτισην της κοινής εν τε τη ημεδεπή και τη αλλοδαπή γνώμης και εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Εκ της σκέψεως ταύτης ωρμόμενοι εθεωρήσαμεν λυσιτελές να φέρωμεν εις φως μελέτην περί Κουτσοβλάχων του αειμνήστου πατρός ημών Παναγιώτου Αραβαντινού, τοσούτω μάλλον, όσω το έργον τούτο, προϊόν του καλάμου συγγραφέως ασχοληθέντος καθ’ όλον τον βίον αυτού εις ιστορικάς και εθνολογικάς έρευνας, ικανά δε φιλοπονήσαντος έργα, αναγόμενα μεν ιδία εις την Ήπειρον, άλλ' ως εκ της συγγενούς και συναφούς ύλης στενήν έχοντα σχέσιν προς τας ιστορικάς περιπετείας και των όμορων αυτή Ελληνικών χωρών, δύναται εύλογως ν' άξιοι ποιάν τινα αυθεντείαν και κύρος.
Το εκδιδόμενον ύφ' ημών τούτο έργον αποτελεί μέρος ολοκλήρου συγγραφής, πραγματευομένης περί της Ηπείρου υπό ιστορικήν, γεωγραφικήν και εθνολογικήν έποψιν, υπό τον τίτλον «Περιγραφή της Ηπείρου», συνταχθείσης δε επί τη βάσει διαγράμματος διαγωνισμού προκηρυχθέντος υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και υποβληθείσης το 1872 υπό την κρίσιν της οικείας επιτροπής, παρ' ης εκρίθη αξία ευφημοτάτης μνείας, τυχούσα και μέρους του βραβείου.
Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε στες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε στην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και στα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε στα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη στα κουρασμένα μάτια μας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η εθνολογική (εθνοκοινωνιολογική και ιστορικο-γεωγραφική) μελέτη των πολιτισμικών στοιχείων μιας κοινωνίας μπορεί να μας δώσει μια σφαιρική εικόνα της λειτουργίας και της διαχρονικής εξέλιξης του κοινωνικού και πολιτισμικού της συστήματος. Ταυτόχρονα μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση των εθνογενετικών και εθνομεταμορφωτικών διαδικασιών που συμβαίνουν σε ένα γεωγραφικό χώρο.
Η εργασία αυτή, που μπόρεσε τελικά να τυπωθεί μετά από δέκα περίπου χρόνια, αφότου έλαβε την οριστική μορφή της, είχε πολλές περιπέτειες. Το 1984, με την έκδοση του βιβλίου μου «Η εξαγορά της νύφης», είχε αναγγελθεί η δημοσίευσή της στον 26ο τόμο της Επετηρίδας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Ο τόμος όμως αυτός μετά από έξι χρόνια δεν έχει αρχίσει ακόμα να τυπώνεται και κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πότε θα γίνει αυτό. Έτσι η κακοδαιμονία που μαστίζει θεσμούς και ιδρύματα στην Ελλάδα και οφείλεται είτε σε οικονομικούς λόγους είτε στον ανθρώπινο παράγοντα, δεν επέτρεψε να παρουσιασθεί η εργασία στον παραπάνω τόμο.
Η έκδοση της εργασίας αυτοτελώς σε μορφή μικρής μονογραφίας κρίθηκε αναγκαία από τη στιγμή που η μελέτη αποτέλεσε το θέμα (σενάριο) εθνογραφικής ταινίας (ντοκυμανταίρ) στα πλαίσια σχετικού προγράμματος του Υπουργείου Πολιτισμού.