Στις 21 Μαΐου του 1911 ο Γερμανός αλπινιστής και φυσιοδίφης Έντουαρντ Ρίχτερ φθάνει στον Κοκκινοπλό, μέσω Θεσσαλονίκης και Κατερίνης, με σκοπό να ερευνήσει τις κορυφές του Ολύμπου. Εκεί φιλοξενείται, όπως και το προηγούμενο καλοκαίρι, στο σπίτι του Κοκκινοπλίτη εμπόρου Γιάννη Μαρωνίδη, ο οποίος ήταν επίσης πρόεδρος της μυστικής οργάνωσης του Κοκκινοπλού «Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα».
Η εισήγησή μου για την περιοχή των δύο χωριών, θα έχει αναφορά κατά κύριο λόγο στο Συρράκο Ιωαννίνων, αφού λόγω της καταγωγής από αυτό και της χρόνιας ενασχόλησης με την καταγραφή στοιχείων του Λαϊκού Πολιτισμού του, μου αλλά χάριν συντομίας, η πιο τεκμηριωμένη παράθεση των στοιχείων που αφορούν σ’ αυτό, θεωρώ ότι θα βοηθήσει να κατανοηθεί καλύτερα η ιδιαιτερότητα της χορευτικής παράδοσης της περιοχής που αναφερόμαστε, σε σχέση με άλλες της Ηπείρου και της χώρας.
Άλλωστε, σε γενικές γραμμές, τα στοιχεία που αφορούν στην ιδιαιτερότητα των χορών στα δύο χωριά, στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ίδια.
Ο παραδοσιακός χορός δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένος και να εξεταστεί ξεχωριστά από ένα σημαντικό αριθμό στοιχείων που προκάλεσαν την ανάγκη ύπαρξής ή εξέλιξής του, όπως π.χ. την γενικότερη δομή της κοινωνίας, τις κοινωνικές- οικονομικές- πολιτικές- πολιτιστικές συνθήκες, την ιστορία, τις κλιματολογικές συνθήκες, το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων κ.α.
Οι Βλάχοι της περιοχής Αλμυρού είναι γνωστοί με το όρο «Αρβανιτόβλαχοι» ή «Αρβαντόβλαχοι». Ο όρος αυτός υποδηλώνει εκείνους τους Βλαχόφωνους Έλληνες που οι πρόγονοι τους είχαν βρεθεί να κατοικούν στις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου. Αυτή τους η συνύπαρξη με τους εκεί Αρβανίτες είχε σαν αποτέλεσμα την γνώση εκτός της Βλάχικης, της Ελληνικής, επιπροσθέτως και της Αλβανικής γλώσσας, η οποία επικρατούσε ως γλώσσα συνεννόησης και συναλλαγών στις περιοχές τους. Δηλαδή οι Αρβανιτόβλαχοι είναι ένας από τους κλάδους των Βλάχων οι οποίοι στις μέρες μας είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Από την άποψη της γλώσσας δηλαδή, ήταν όλοι τρίγλωσσοι (ελληνικά, βλάχικα και αλβανικά).