Παροιμίες, ευχές, εκφράσεις, γνωμικά στα βλάχικα και η μετάφραση τους.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε όσες γνωρίζετε.
Λέξη, φράση, όνομα | Ερμηνεία (Μετάφραση) |
---|---|
σ ντούτσι νσους νγκιος κα σουβάνιτσα |
πηγαινει πανω κατω σαν σουβάνιτσα (η σαίτα του αργαλειού) |
Σ' νου τσα σ - άφλα φρίνα του τράστου |
Να μη σου βρεθεί αλεύρι στο ταγάρι (κατάρα)
|
Σ'όφλε ντι κεραμίδε |
Να το βρει από κεραμίδι
|
Σα τσα σι αστίγκα νούμα ντι του λούμε |
Να σου σβηστεί το όνομα από τον κόσμο (κατάρα που ευρύτερα σημαίνει να μην αφήσεις γενιά, να μη διαιωνιστεί το όνομά σου)
|
σαετζάτς |
εξήντα |
σάπτετζατς |
εβδομήντα |
σάπτι, σιάπτι |
επτά |
σβόμου |
αναβλύζω, αναδίδω
|
σεάρα, σιάρα |
απόγευμα
|
σιάσι |
έξι |
σίμπατου, σούμπουτου, σέμπιτε |
σάββατο
|
Σίντζι,απα νού σ-ανταρα |
Το αίμα,νερό δεν γίνεται
|
σκίν |
αγκάθι |
σκιράτου | γραμμένος |
σκότου |
βγάζω
|
σκότου κάπου | βγάζω κεφάλι, σηκώνω κεφάλι, διαφωνώ, επαναστατώ |
σκρίου, σκρέσκου | γράφω |
σκρίτου |
γραμμένος
|
σλάμπα, σλάμπε |
άσχημη κακιά |
Σοάρλι Μαρτιουτάλου μουσκουλάτου τσι σι νσοάρα κου φιουνάλου τραμαντάνου τσι παν’ λα πράντζου να του |
Ο ήλιος του Μάρτη ο δαγκωνιάρης
που ανταμώνει με το σφυριχτό αέρα
που μέχρι το μεσημέρι μας λιώνει
κι ως το απόγευμα μας γδέρνει.
|
σομ |
ύπνος
|
σόορι |
ήλιος
|
σορ |
αδερφή
|
σόριι | ήλιος |
σόρικου |
ποντίκι
|
σότσου, σοτς |
φίλος |
Σουγκινέ νου σντιγκιντέμ φόρτικα, νου φάτσι ντι πικουράριε | Του Αη Μήνα δεν ανοίγουμε ψαλίδι, δεν κάνει για τους τσομπαναραίους. |
σουπσέρ |
λεπτό
|
σουσέρι |
τέλος, λήξη, παύση
|
σούφλιτου |
ψυχή
|
στέι, στε | σταμάτα, στάσου |
στι τάγκλιε Ντουμιτζέλου | να σε κόψει ο Θεός |
Στι αγκουντιάστε ρουφέι |
Να σε χτυπήσει κεραυνός
|
Στι βεντ καλουγκράου |
Να σε δω καλόγρια
|
στι για ντράκου |
να σε πάρει ο διάολος |
Στι κλίντι ντέρα, στι κίντε ντέρα |
Να σου κλειστεί η πόρτα. Εκφραση που ρίχνει κατάρα ή ανάθεμα σε κάποιον καθώς του εύχεται κλείσιμο της πόρτας της τύχης του (ντέρα λέγαν την πόρτα της καλύβας και όχι του σπιτιού) |
Στι πιστράστε |
Να γκρεμοτσακιστείς
|
στιμερία |
Παναγία
|
στίου, στσίου |
ξέρω, γνωρίζω
|
στιούτου |
σοφός, ειδήμων (έξυπνος)
|
στρίνγκου |
σφίγγω
|
Σ’ φιάτσι φιλουργιάνα |
Έγινε της Φυλλουριάς (για μεγάλο κακό, συμφορά)
|