Στις 21 Μαΐου του 1911 ο Γερμανός αλπινιστής και φυσιοδίφης Έντουαρντ Ρίχτερ φθάνει στον Κοκκινοπλό, μέσω Θεσσαλονίκης και Κατερίνης, με σκοπό να ερευνήσει τις κορυφές του Ολύμπου. Εκεί φιλοξενείται, όπως και το προηγούμενο καλοκαίρι, στο σπίτι του Κοκκινοπλίτη εμπόρου Γιάννη Μαρωνίδη, ο οποίος ήταν επίσης πρόεδρος της μυστικής οργάνωσης του Κοκκινοπλού «Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα».
Ιστορίες - γεγονότα
Ας προσπαθήσουμε να πλάσουμε τον τρόπο ζωής των Βλάχων της Όθρυος από μία σπάνια μαρτυρία του εγγονού του ξακουστού οπλαρχηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Θεόδωρου Γενναίου Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον Ιούνιο του 1851 ως ανθυπολοχαγός κινούνταν στην Όθρυ ψάχνοντας έναν ληστή της εποχής. Επειδή παντού έβλεπε Αρβανιτόβλαχους τσομπαναραίους με παράξενες συνήθειες, κατέγραψε τις εντυπώσεις του, τις οποίες αργότερα δημοσίευσε στον «Τηλέγραφο» με τίτλο ¨Ήθη και Έθιμα Αρβανιτοβλάχων ποιμένων¨, και από αυτόν πήρε και αναδημοσίευσε κάποια τμήματα και η «Εστία» της 3ης Μαΐου 1881. Η μαρτυρία αυτή παρουσιάστηκε από τον λαογράφο Γ. Θωμά στο «Α΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών» και αναδημοσιεύθηκε στην «Ηπειρωτική Εστία» το 1989.
Ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος που συντάραξε την ανθρωπότητα και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως ήταν φυσικό έκρουσε και τα ιερά σύνορα της πατρίδος μας, με τους ηρωικούς αγώνες πάνω στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, τα τραγικά γεγονότα της κατοχής και την ευλογημένη ώρα της Λευτεριάς.
Μετά την ανατίναξη της σιδηροδρομικής γέφυρας του Γοργοποτάμου και τις παραπλανητικές επιχειρήσεις των συμμάχων μας κατά την περίοδο Μαΐου – Ιουλίου 1943, οι Γερμανοί άρχισαν από τον Αύγουστο του ιδίου έτους τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους, πρώτα από τα νησιά μας και την Πελοπόννησο και στη συνέχεια προς τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία μας.
Τα παλιά τα χρόνια οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για φωτισμό δαδί. Κάθε νοικοκύρης πήγαινε σε τοποθεσία του δάσους που υπήρχαν πεύκα και έκοβε χοντρούς κορμούς που μετέφερε στο σπίτι του. Εκεί τους τεμάχιζε σε μικρές σχίζες, τις οποίες τοποθετούσαν το βράδυ στο φεγγίτη που τον είχαν κοντά στο τζάκι για να τραβάει ο «μπουχαρής» τον κατάμαυρο και πυκνό καπνό που προερχόταν από το κάψιμό τους.
Τη φροντίδα της τοποθεσίας του φεγγίτη με σχίζες για δαδιού για συνεχή φωτισμό την είχε συνήθως η νοικοκυρά του σπιτιού. Επίσης το δαδί το χρησιμοποιούσαν και για προσάναμμα της φωτιάς. Αργότερα είχανε για επίσημο φωτισμό των δωματίων τις λάμπες που έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο και για τους βοηθητικούς χώρους τα γκαζοκάντηλα.