Της Ιωάννας Συγκούνα, Φιλολόγου
Πολλές φορές όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί για την προέλευση του ονόματος «Χρούσιας» του παραπόταμου του Αράχθου που περνάει δίπλα από το Συρράκο δίνοντάς του ζωή, παλμό και μαγευτικούς ήχους στην απέραντη ηρεμία και ησυχία που κυριεύει τον κάθε κάτοικο, περιηγητή, επισκέπτη.
Ανατρέχοντας στο διαδίκτυο καθώς και στο πεντάτομο έργο «Ελληνική Μυθολογία» της Εκδοτικής Αθηνών (της οποίας κύριος συγγραφέας και επιμελητής είναι ο Ιωάννης Κακριδής), θεωρώ ότι ανακαλύπτει κανείς την αλήθεια.
Η Κρανιά ή Κρανέα κτίσθηκε, κατά τον Γάλλο συγγραφέα Pouqueville, το έτος 1507. Πιο παλιότερα όμως και πριν να εγκατασταθεί το χωριό στη σημερινή θέση, λέγονταν Τούργια και βρισκόταν δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κρανιάς, στα ριζά του όρους Λύγκος, εκεί όπου και σήμερα ακόμη το μέρος εκείνο ονομάζεται Ντούργια, ή Μπαλιοχώρι.
Η Κρανιά βρίσκεται στα δυτικά όρια του Νομού Γρεβενών και στο τρίγωνο τριών μεγάλων διαμερισμάτων της χώρας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Το χωριό είναι εγκατεστημένο σε μια μικρή κοιλάδα με πολλές κρανιές, στον ορεινό όγκο της Βόρειας Πίνδου, και συνορεύει: ανατολικά με την Καλλιθέα και τα Πριόνια, δυτικά με το Μικρολείβαδο και το Περιβόλι, βόρεια με το Μοναχήτι και το Κυπουριό και Νότια με τη Μηλιά, που υπάγεται στο Νομό Ιωαννίνων, και την Παλαιά Κουτσούφλιανη (Πλατανιά), που υπάγεται στο Νομό Τρικάλων.
Ιστορία και Γεωγραφική Θέση
Ένδοξο και ιστορικό χωριό που βρίσκεται 52 χλμ., νοτιοανατολικά των Ιωαννίνων ,της πρωτεύουσας πόλης της Ηπείρου , σε υψόμετρο 1200 μ.
Είναι χτισμένο πάνω σε απότομη πλαγιά, θέση που παρέχει φυσική οχύρωση και ασφάλεια, στο όρος Περιστέρι (Λάκμος), πάνω στην οροσειρά της Πίνδου.
Στον Πίνδο, το μυθικό γιο του βασιλιά της Μακεδονίας που φθόνησαν τα αδέρφια του και αγάπησαν οι ντόπιοι. Που άφησε εδώ ψηλά την τελευταία του πνοή μαζί με το όνομά του, όταν τα αδέρφια του έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα του.
Το Συρράκο χωρίζεται από το δίδυμο χωριό των Καλαρρυτών με μια βαθιά χαράδρα απαράμιλλης ομορφιάς, την οποία διαρρέει ο παραπόταμος του Αράχθου, Χρούσιας.
Για να προσδιορίσουμε την μουσικοχορευτική παράδοση των Βλάχων, θα πρέπει να μιλήσουμε για την ύπαρξη τοπικών παραδόσεων, οι οποίες εντάσσονται βέβαια μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο καθίσταται αυτομάτως πλουσιότερο και γονιμότερο. Η ευρεία γεωγραφική διασπορά των Βλάχων και οι αναπόφευκτες επιρροές τις οποίες δέχονται από τα διάφορα περιβάλλοντα, συντελούν στη διαμόρφωση τοπικής μουσικοχορευτικής παράδοσης, η οποία μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο, αλλά κρατά και ένα γενικότερο χαρακτήρα, ο οποίος διαμορφώθηκε διαχρονικά από την κοινή χρήση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Βλάχων, ως κλειστής πληθυσμιακής ομάδας.
Για παράδειγμα υπάρχουν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο κοινοί χοροί και τραγούδια Βλαχόφωνα και Ελληνόφωνα, αλλά υπάρχουν και διαφοροποιήσεις ή παραλλαγές πάνω στο ίδιο μουσικοχορευτικό μοτίβο κατά τόπους, όπως υπάρχουν και ιδιαίτερες μουσικοχορευτικές παραδόσεις από περιοχή σε περιοχή.