Μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του ασπροποταμίτη εκπαιδευτικού Δημήτρη Ι. Κωνσταντινίδη με τον τίτλο «Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι». Για τη στόχευση του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει στον πρόλογό του: «Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες λόγιοι από τα χωριά του Ασπροποτάμου έχουν καταγράψει με ενάργεια την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Θεωρώ ωστόσο ότι λείπει από την σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία μια συνολική προσέγγιση της ασπροποταμίτικης κοινωνίας, η οποία να καλύπτει την πολύπτυχη δραστηριότητά της μέσα από μια συγκροτημένη πολυθεματική σύνθεση της εθνικής, θρησκευτικής, εκπαιδευτικής, πολιτιστικής, οικονομικής, εμπορικής και επαγγελματικής δράσης των μελών της. Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει η παρούσα έκδοση προσθέτοντας νέες πληροφορίες, αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες και σημαντικά ντοκουμέντα, τα οποία αποκάλυψε η ιστορική σκαπάνη μόλις την τελευταία δεκαετία».
Η έκδοση χωρίζεται σε δεκαεπτά κεφάλαια καλύπτοντας την ιστορία του Ασπροποτάμου από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις μέρες μας. Διαχωρίζοντας την ύλη σε τόσα κεφάλαια, το βιβλίο λειτουργεί ως ένα πλήρες θεματικό και χρονικό λεξικό, όπου ο αναγνώστης μπορεί με ευκολία να ανατρέξει στα ιστορικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου ασπροποταμίτικου οικισμού ή μιας ορισμένης χρονικής περιόδου.
Εισαγωγικά
Α. Η διαμόρφωση της κουτσοβλαχικής γλώσσας
1. Στα πλαίσια του γλωσσικού χάρτη του ελλαδικού χώρου εντάσσεται και η κουτσοβλαχική γλώσσα1 που πλέον σήμερα δεν λειτουργεί όπως παλαιότερα και ούτε έχει τη δυναμική της διαφοροποίησης και επισήμανσης του συγκεκριμένου πληθυσμιακού τμήματος που τη μιλά. Τα άτομα δηλαδή που τη χρησιμοποιούν, οι αποκαλούμενοι από τη γλωσσολογική επιστήμη Κουτσόβλαχοι2, ελαττώνονται στον αριθμό και δεν τα συναντούμε σε συγκεκριμένους οικισμούς. Έτσι η κουτσοβλαχική γλώσσα, που έτσι κι αλλιώς πάντοτε αποτελούσε μια γλωσσική μειονότητα, σήμερα χάνει έστω και αυτή τη «μειονοτική της αυτοτέλεια» και φθίνει καθημερινά μέχρι το βαθμό της εξαφάνισής της, όπως θα προκύψει από τις διαπιστώσεις αυτής της εργασίας.
Για την ιστορία του πράγματος όμως, τη διαχρονική θεώρηση και τη διευκόλυνση της μελέτης της σημερινής γλωσσολογικής κατάστασης της κουτσοβλαχικής γλώσσας, καθώς και άλλων συναφών παραμέτρων (ιστορικών, εθνολογικών, λαογραφικών, κοινωνιολογικών και γλωσσογεωγραφικών), που αφορούν τον κουτσοβλαχικό πληθυσμό, θα δοθεί ένα σύντομο διαγραμματικό πλαίσιο.
Οι σανταλίδες (Santalaceae) είναι οικογένεια ποωδών και ξυλωδών φυτών, τα οποία, αν και αποκτούν πολυάριθμους βλαστούς και πράσινα φύλλα, αναπτύσσονται συχνά ημιπαρασιτικά, με ριζικά απομυζητικά όργανα, στα υπόγεια μέρη γειτονικών ειδών. Έχουν μικρά άνθη, αρσενικά, θηλυκά και με τα δύο φύλλα μόνοικα ή δίοικα και ο καρπός τους είναι δρύπη ή κάρυο. Η οικογένεια των Σανταλιδών περιλαμβάνει κυρίως είδη γνωστά στις ανατολικές Ινδίες και στο αρχιπέλαγος της Μαλαισίας. Στην ελληνική χλωρίδα αντιπροσωπεύονται από το γένος θέσιο ή θήσειο και από το μικρό θάμνο όσυρη.
Το Thesium vlachorum (Θέσιο των ορέων των Βλάχων) είναι ένα ξυλώδες πολυετές τοπικό ενδημικό είδος της περιοχής του Γράμμου που έχει βρεθεί βόρεια της θέσης Επάνω Αρένας σε υψόμετρο 1900-2050 μ. Φύεται σε πετρώδεις πλαγιές, πετρώδεις θαμνοτόπους και βραχώδη εδάφη ενώ συναντάται σε υψόμετρο 1900-2050μ. Το Thesium vlachorum είναι ένα απειλούμενο είδος που υφίσταται τον κίνδυνο εξαφάνισης αν δε ληφθούν μέτρα για την προστασία του. Περιλαμβάνεται στο κόκκινο βιβλίο των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας (RDB). Η περαιτέρω μελέτη και παρακολούθηση του πληθυσμού, το μέγεθος του οποίου μέχρι σήμερα είναι άγνωστο, κρίνεται απαραίτητη. Η προστασία του είδους εξαρτάται από τη βόσκηση, η οποία θα πρέπει να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα.