Νεώτεροι ευεργέτες στο δυτικομακεδονικό χώρο. Ο Κλεισουριώτης Γεώργιος Κεχαγιάς

georgios kexagiasΟι ευεργετικές πράξεις αποτέλεσαν το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ατόμων που κατάγονταν από τους ορεινούς πληθυσμούς της Ηπείρου και της Μακεδονίας και διέπρεψαν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους στους χώρους μετανάστευσης. Η Κλεισούρα Καστοριάς καταγράφεται ως ένα από τα κυριότερα κέντρα διοχέτευσης εμπορικών πληθυσμών στις χώρες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, αλλά αποτέλεσε και τον πυρήνα από τον οποίο προήλθαν μεγαλέμποροι των γύρω πόλεων και κωμοπόλεων τον 20ο αιώνα μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση εμπόρου αποτελεί ο Κλεισουριώτης Γεώργιος Κεχαγιάς (1898-1975), ο οποίος διέπρεψε στον επιχειρηματικό χώρο αρχικά στο Αμύνταιο και μετέπειτα στην Πτολεμαΐδα.
Γιός του Ιωάννη και της Αικατερίνης Κεχαγιά, γεννήθηκε στην ιστορική κωμόπολη Κλεισούρα το 1899. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέρφια, τον Δημήτριο (γ. 1876) [1] και τον Στέργιο ή Γούσια ή Τέγα (γ. 1884)[2], και μια αδερφή, τη Σουλτάνα. Ο Γεώργιος Κεχαγιάς παντρεύτηκε με την Κλεισουριώτισσα Αικατερίνη (Κατίνα) Πέκου, κόρη του Γιώγα και της Όπης Πέκου, και δεν απέκτησαν παιδιά.
Τον Νοέμβριο του 1912 μετά την πυρπόληση της Κλεισούρας από τον Οθωμανικό στρατό και τη λεηλάτησή της από στίφη ατάκτων (Βασιβουζούκων), η οικογένειά του κατέφυγε στη γειτονική Βλάστη μέσω του ορεινού όγκου του Μουρικίου και ακολούθως αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στο Σόροβιτς (Αμύνταιο), κωμόπολη που εκείνη την εποχή προσφερόταν για την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων. Εκεί ο Γεώργιος μυήθηκε από τον πατέρα του στο εμπόριο και σταδιακά ανέλαβε την οικογενειακή τους επιχείρηση, αυξάνοντας έτσι την περιουσία τους.

Αναζήτηση