Γκλίτσα: Νοηματοδότηση και ανανοηματοδότηση «ταπεινών» αντικειμένων

Αναμνηστική φωτογραφία που απεικονίζει ένα τσελιγκόπουλο στον κάμπο της Σαλονίκης, το 1927.Η ενασχόληση μου με την γκλίτσα ως είδος του υλικού πολιτισμού και ως έκφραση της λαϊκής τέχνης προσδιορίστηκε από τον τρόπο αναπαράστασης της τόσο στη διαδικασία της συγκρότησης πολιτισμικής τοπικότητας όσο και στην εστίαση της έρευνας καταγραφής και συλλογής του υλικού πολιτισμού. Όσον αφορά το πρώτο, αντλώ το τεκμηριωτικό υλικό από προσωπική εμπειρία, όταν πριν από πολλά χρόνια άρχισα να επαναδιαπραγματεύομαι τη σχέση μου με το Συρράκο, το γενέθλιο χωριό των γονιών μου, του οποίου η σκιά βάρυνε τους ώμους των γεννημένων στα κράσπεδα ενός μικρού αστικού κέντρου, των Συρρακιωτών δεύτερα γενιάς. Όλο καμάρι ανακοίνωσα την πρόθεση μου να επισκεφτώ το χωριό στον τότε πρόεδρο της κοινότητας, παρουσιάζοντας την γκλίτσα που συνόδευε, όπως είχα ενημερωθεί, την άνοδο των συμπατριωτών στο αυγουστιάτικο πανηγύρι της Παναγίας. «Μην πας χωρίς γκλίτσα», με συμβούλευαν κάποιοι συνομήλικοι. Αγόρασα μία από το Μέτσοβο. «Μην ανεβείς μ’ αυτό το πράμα στο χωριό μας», είπε ο πρόεδρος και ούτε καν πήρε στα χέρια του την ξομπλιασμένη με διάφορα μοτίβα γκλίτσα. Αιφνιδιάστηκα. Περίμενα τον έπαινο κι αντ’ αυτού εισέπραξα έναν υπαινικτικό αποτροπιασμό. «Δεν είναι δικιά μας», συμπλήρωσε ο συνομιλητής μου, «θα σε γελάσουν στην Γκούρα. Δεν τις κεντάμε εμείς». Ομολογώ ότι η αντίδραση με προβλημάτισε. Με στενοχώρησε. Τότε δεν είχα τα θεωρητικά εργαλεία να την εξηγήσω. Δεν είχα ανοιχτεί ακόμη στο επιστημονικό πεδίο. Την απέδωσα σε συρρακιώτικη στενοκεφαλιά. Διαισθανόμουν όμως ότι κινδύνευα να χάσω την αξιοπιστία της προσπάθειας για ανάπτυξη σχέσεων με την πατρογονική μήτρα.

Τα κατα τον γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της Μακεδονίας

Τα κατα τον γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της ΜακεδονίαςΟ πατήρ ή ο πλησιαίτατος των συγγενών του νέου, όταν ούτος υπερβή το εικοστόν της ηλικίας του έτος, αφού σκεφθούν πρότερον οι οικείοι εις το σπίτι των και αποφασίσουν «ποιά κάνει για το παιδί των» (care face trĭ ficiorlu ameu), στέλλουσι τον προξενητήν (pruxenitulu) λεγόμενον, ίνα συναντήση είς το μεσοχώρι ή την οικίαν τον πατέραν ή τον κηδεμόνα της νέας και ομιλήσουν (tră si sburască) δια την ληφθείσαν απόφασιν υπ' αυτών. Αφού λοιπόν αμφότεροι συγκατανεύσωσιν εις την ένωσιν δια γάμου των τέκνων ή ανεψιών αυτών, δια του προξενήτου, «λέγουν για τον αρραβώνα» (ḑicu tră issosiire). Ορίζουν δε συνήθως το προσεχές σάββατον, πάντοτε την εσπέραν και ως εκ τούτου πυρετώδης γίνεται ετοιμασία «για φαγοπότι» (tră mânkare çi bĕare) αλλ' εις την οικίαν του μελλονύμφου μόνον. Η αναμενόμενη «με καρδιοχτύπι» (cu inima la bricu) εσπέρα του Σαββάτου ήλθε και εκκινεί από της του νέου οικίας η υπό την ηγεσίαν του προξενήτου στελλομένη πομπή, αποτελουμένη από πολύ ολίγους πλησιαιτάτους συγγενείς. Ο νέος δεν είναι μετ' αυτών, αλλ' ουδ' οι γονείς του, οίτινες έπεμψαν τας ευχάς των δια την ευόδωσιν της αποστολής των συγγενών. Φθάνουσι δε σιωπηλοί, ίνα μή τις εννοήση αυτούς εις την οικίαν της νέας.

Στέργιος Ζ. Παπαγεωργίου, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 2ος, 1910

Το κατράνι

ΚατράνιΤο κατράνι με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα παραγότανε τουλάχιστον στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία , κατ’ εξοχήν στο Δίστρατο. Το Δίστρατο, πρώην Μπριάζα, είναι ένα βλαχοχώρι στους πρόποδες του Σμόλικα και της Βασιλίτσας, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων. Μέχρι και το τέλος του ″Καποδίστρια″ ήταν αυτόνομη κοινότητα με σημαντικό ρόλο και παρουσία στην περιοχή. Με το πρόγραμμα ″Καλλικράτης″ εντάχθηκε πλέον στο σημερινό Δήμο Κόνιτσας. Οι Διστρατιώτες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν αποκλειστικοί παραγωγοί και διαθέτες του κατρανιού, εξού και το προσωνύμιο ″κατρανάδες″.
Τι είναι όμως το κατράνι ή αλλιώς κατράμι;
Είναι ένα παχύρευστο, ελαιώδες μαύρο υγρό, με πολύ έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά, το οποίο παράγεται από την εξειδικευμένη καύση του δαδιού. Το δαδί (βλαχ. τζάντα) είναι το εσωτερικό μέρος, η καρδιά δηλαδή, των γέρικων ρητινούχων πεύκων που ευδοκιμούν σε πετρώδη και ξηρά εδάφη.

Έλληνες στη Βιέννη 1780-1850, Βάσω Σειρηνίδου

Έλληνες στη Βιέννη, 1780-1850, Βάσω Σειρηνίδου «...Η ανάπτυξη εμπορικών μετακινήσεων από τα νοτιοδυτικά Βαλκάνια στην Κεντρική Ευρώπη υπήρξε μια διαδικασία που συγκροτήθηκε μέσα στην οθωμανική μακρά διάρκεια, έλαβε, όμως, ώθηση από την παγκόσμια οικονομική και πολιτική συγκυρία του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Οι μετακινήσεις αυτές ξεκίνησαν από τους ελληνόφωνους και βλαχόφωνους ορθόδοξους οικισμούς του ορεινού και ημιορεινού χώρου της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και έφεραν στις απαρχές τους το στοιχείο ενός ελλείμματος και μιας κρίσης στους τόπους προέλευσης. Ο προσανατολισμός στο εμπόριο αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό διέξοδο για το «περίσσευμα» του πληθυσμού που προέκυψε από τη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ αριθμού ψυχών και παραγωγικών αποθεμάτων, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις τοπικές οικονομίες στα τέλη του 16ου αιώνα και επιδεινώθηκε με τη γενικότερη οικονομική κρίση του 17ου αιώνα...»
«...Οι κύριοι φορείς της αποδημίας στη Βιέννη ήταν Έλληνες και Βλάχοι της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, που ανήκαν στα ευπορότερα στρώματα των τοπικών τους κοινωνιών. Αυτοί λειτούργησαν ως μοχλός, που προκάλεσε τη συμμετοχή ευρύτερου πληθυσμού: υπηρετικού προσωπικού, νεαρών ανδρών, μαθητευόμενων και υπαλλήλων σε εμπορικούς οίκους, λιγότερο εύπορων εμπόρων.

Αναζήτηση