Ανακαλύπτοντας τη μεταβατική και νομαδική κτηνοτροφία στη Μεσόγειο
Στη Μεσόγειο, η μεταβατική και νομαδική κτηνοτροφία (transhumance) αποτελούν παραδοσιακές πρακτικές χιλιάδων ετών, σημαντικότατες για την οικονομία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Αφορούν κυρίως στην εποχική μετακίνηση αιγοπροβάτων, βοοειδών και καμήλων σε βοσκότοπους ορεινών ή πεδινών περιοχών. Αν και οι ρίζες της συγκεκριμένης πρακτικής πάνε πίσω στην προϊστορία, η μεταβατική κτηνοτροφία συνεχίζει ως σήμερα να είναι ζωντανή σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου.
Η φωτογραφική έκθεση «στο διάβα» είναι αφιερωμένη στη ζωή και τον πολιτισμό των μετακινούμενων και νομάδων κτηνοτρόφων της Μεσογείου. Τα έργα έξι εξαιρετικών φωτογράφων από την Ελλάδα, το Μαρόκο, την Τυνησία, την Ισπανία, την Τουρκία και το Λίβανο αναδεικνύουν τα διαφορετικά τοπία και την καθημερινότητα αυτών των θαυμαστών γυναικών, ανδρών και παιδιών. Μας μιλούν για τη ζωή τους, τις απολαύσεις τους, τις δυσκολίες και τις κακουχίες που αντιμετωπίζουν.
Η έκθεση κάνει στη χώρα μας την έκτη στάση της, μετά από την Ελβετία, τη Γαλλία, την Τυνησία, το Λίβανο και την Ισπανία και πριν συνεχίσει το ταξίδι της σε άλλες χώρες της Μεσογείου και όχι μόνο.
Αμφίδρομες σχέσεις με τον γενέθλιο τόπο
Οι εμπορικές μετακινήσεις πληθυσμών της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στη Βόρεια Βαλκανική, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Κεντρική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 17ου και 19ου αιώνα καταγράφεται από την ιστοριογραφία ως μια σημαντική πτυχή στη διαδικασία της οικονομικής ανέλιξης και της εθνικής συγκρότησης των χριστιανικών πληθυσμών του βαλκανικού χώρου. Η ανάδειξη ορισμένων ορεινών οικισμών αυτού του χώρου σε κοιτίδες ενός σημαντικού εμποριοβιοτεχνικού πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραμέτρους αυτής της διεργασίας1. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί η Κλεισούρα, η οποία κατά τη διάρκεια του 18 ου και 19ου αιώνα καθίσταται ένα από τα κυριότερα κέντρα διοχέτευσης εμπορικών πληθυσμών στις χώρες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Αγωγιάτες, εμπορικοί πράκτορες, μεγαλέμποροι, χρηματοπιστωτές, λόγιοι, επιστήμονες, πολιτικοί και άλλοι 2, που διέπρεψαν σε αυτές τις περιοχές, είχαν ως αφετηρία τους την ορεινή πολίχνη της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο γεωγράφος-χαρτογράφος και ιστοριοδίφης Μιχαήλ Χρυσοχόου ή Χρυσικός (1834-1921), από τη Ζίτσα της Ηπείρου, ο οποίος δημοσίευσε πλήθος χαρτών και συνέταξε πλείστες γεωγραφικές μονογραφίες και τοπογραφικούς πίνακες, συνεισφέρει στην επιστήμη της ρωμανολογίας (βλαχολογίας) μία νέα οπτική θεώρηση των πραγμάτων, τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας.
Οι βυζαντινο-βουλγαρικές συγκρούσεις και η οριστική διάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 1018 μ.Χ. φέρνουν στο ιστορικό προσκήνιο των Βαλκανίων ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες που φέρουν τη νεοφανή1 ονομασία Βλάχοι2. Παρά τη γεωγραφική τους διασπορά, αυτοί εμφανίζονται εξαρχής ως φορείς συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, ορισμένα από τα οποία καθίστανται δομικά στοιχεία του τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών τους σε όλη τη διάρκεια του παραδοσιακού κόσμου.
Η επισήμανση μίας ρομανικής γλωσσικής ταυτότητας, επιβίωση μίας ανατολικής εκδοχής της sermo vulgaris3, οδήγησε συχνά την ιστορική έρευνα στην αναζήτηση ενός καταγωγικού μύθου για τους Βλάχους. Επικεντρωμένη, κυρίως, σε ερμηνείες που διαπνέονται από τη σύγχρονη εθνολογική πραγματικότητα του βαλκανικού κόσμου, εμβάθυνε συχνά σε προγενέστερες της εμφάνισής τους εποχές. Αγνοήθηκε, έτσι, σε σημαντικό βαθμό το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου αναδύονται αρχικά οι Βλάχοι, ως διακριτή πληθυσμιακή ομάδα, γεγονός που δεν ευνόησε μία συνολική ανάγνωση των μεσαιωνικών κοινωνιών τους. Ανεξάρτητα, όμως, από τις εθνικές αφηγήσεις αναφορικά με την προέλευσή τους, οι πρώτες ιστορικές αποτυπώσεις σκιαγραφούν έναν πληθυσμό που αναδύθηκε μέσα από τις διαδικασίες συγκρότησης του μεσαιωνικού κόσμου των Βαλκανίων.