Οι Ρουμανίζοντες
Παρά την περιορισμένη εμπλοκή της Ρουμανίας στους Βαλκανικούς πολέμους, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών με τις άλλες βαλκανικές εθνότητες, αυτή κατόρθωσε, σε επίπεδο διπλωματικό-νομικό με κύρια έκφραση τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, να κομίσει σημαντικά οφέλη, καθώς πέτυχε την παραχώρηση εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής αυτονομίας στους Κουτσοβλάχους, τους ευρισκόμενους στην επικράτεια των τριών άλλων κρατών (Ελλάδος, Σερβίας, Βουλγαρίας). Ουσιαστικά κατάφερε ώστε οι πληθυσμοί εκείνοι να ‘’πιστωθούν’’ σε αυτήν ως έχοντες ρουμανική καταγωγή, πραγματώνοντας, σε θεωρητικό πάντοτε επίπεδο, τον στόχο που επί αιώνες είχε θέσει και για την επίτευξη του οποίου είχε δαπανήσει τεράστια ποσά.134 Η παταγώδης αποτυχία της βέβαια στο πρακτικό πεδίο τελούσε σε πλήρη συνάρτηση με το γεγονός της ακμαίας ελληνικής εθνικής συνείδησης της συντριπτικής πλειονότητας των Κουτσοβλάχων, η ταυτότητα και το φρόνημα των οποίων δεν απαλλοτριωνόταν από κανένα χαρτί συνθήκης που υπογράφτηκε για εκείνους χωρίς τη δική τους συμμετοχή. Παράλληλα, προβλεπόταν και η σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής Αρχιεπισκοπής, ενώ τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα επιχορηγούνταν από την ρουμανική κυβέρνηση και θα τελούσαν υπό την επίβλεψη εκάστης των τριών κυβερνήσεων.135
Αδήριτες οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές ανάγκες ώθησαν τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Ηπείρου και της Μακεδονίας, να μεταναστεύσουν κατά την Τουρκοκρατία στις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου δημιούργησαν ανθηρές ελληνικές παροικίες. Οι Έλληνες απόδημοι, με τη σκληρή και τίμια εργασία τους, απέκτησαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μπόρεσαν έτσι να βοηθήσουν τις γενέτειρές τους που ήταν τότε υπόδουλες, αλλά να ευεργετήσουν ακόμη και τις θετές τους πατρίδες.
Η παρουσία ελληνικού στοιχείου, κυρίως βλαχοφώνου, στις σερβικές περιοχές, ανάγεται από τα μέσα του 18ου αιώνα. Προέρχεται κυρίως από τη δυτική Μακεδονία (Μπλάτσι, Κλεισούρα, Καστοριά, Κοζάνη) αλλά και από την Βόρεια Ήπειρο,τα Γιάννενα και τη Μοσχόπολη. Οι Βλάχοι, κυρίως έμποροι και ξενοδόχοι, εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του εμπορικού δρόμου στον άξονα από Θεσσαλονίκη προς Βελεσσά-Σκόπια-Νις-Βελιγράδι –Νόβισαντ-Πέστη-Βιέννη αλλά και βορειότερα έως το Πόζναν της Πολωνίας με τους ονομαστούς Μοσχοπολίτες εμπόρους κρασιού.
Οι Βλάχοι ή οι αυτοαποκαλούμενοι Αρμάνοι στις σερβικές περιοχές αποκαλούνται από τους ντόπιους Σέρβους «Τσιντσάροι». Αναφορικά με την προέλευση του παρωνυμίου αυτού δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη ανάμεσα στους μελετητές. Κάποιοι θεωρούν ότι προέρχεται από το λατινικό «quinque = πέντε» προκειμένου να αποδώσει το στοιχείο εκείνο που απέμεινε από την πέμπτη Ρωμαϊκή λεγεώνα.
Λέγεται ότι οι βλαχόφωνοι ούτοι περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. κατήλθον από του Αίμου και ότι μετά πολλάς περιπλανήσεις αποκατεστάθησαν εις την και σήμερον υπ' αυτών, κατά το πλείστον, οικουμένην Πίνδον. Αλλ' είτε ούτως έχει το πράγμα είτε είναι ανέκαθεν οι κάτοικοι των μερών εκείνων, είναι όμως εκτός πάσης αμφιβολίας την τε καταγωγήν και τους τρόπους Έλληνες, υποστάντες κατά καιρούς παντοίας βαρβαρικάς επιδρομάς. Περί τούτου πείθεται τις, αν εξετάσει και αυτήν έτι την παράξενον γλώσσαν των, την οποίαν οι αντιφρονούντες προβάλλουσιν ως επιχείρημα κατά της ελληνικότητος αυτών· αλλά πολύ περισσότερον αν εξετάσει την σωματικήν κατασκευήν και ψυχικήν αυτών διάπλασιν, τον τρόπον του βίου, τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας των, τα αισθήματα των, τας παραδόσεις των και προ παντός αλλου τα ήθη και έθιμα αυτών και τα παραμύθια των.
Και περί μεν των άλλων ίσως άλλοτε γράψωμεν. Αλλ' ήδη θα προσπαθήσωμεν να περιγράψωμεν, όσα ηδυνήθημεν να περισυλλέξωμεν έθιμα των Βλαχοφώνων, όπως ακριβώς γίνονται παρ' αυτοίς. Κατά δεν την περιγραφήν των εθίμων ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν σειράν αρξάμενοι από της πρώτης του έτους· τελευταία δε κατετάξαμεν τα συνήθη μεν, αλλ' ουχί εν ωρισμέναις ημέραις τελούμενα.
Βασίλειος Ι. Βήκας, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 6ος, έτη 1917-1918
Η ενασχόληση μου με την γκλίτσα ως είδος του υλικού πολιτισμού και ως έκφραση της λαϊκής τέχνης προσδιορίστηκε από τον τρόπο αναπαράστασης της τόσο στη διαδικασία της συγκρότησης πολιτισμικής τοπικότητας όσο και στην εστίαση της έρευνας καταγραφής και συλλογής του υλικού πολιτισμού. Όσον αφορά το πρώτο, αντλώ το τεκμηριωτικό υλικό από προσωπική εμπειρία, όταν πριν από πολλά χρόνια άρχισα να επαναδιαπραγματεύομαι τη σχέση μου με το Συρράκο, το γενέθλιο χωριό των γονιών μου, του οποίου η σκιά βάρυνε τους ώμους των γεννημένων στα κράσπεδα ενός μικρού αστικού κέντρου, των Συρρακιωτών δεύτερα γενιάς. Όλο καμάρι ανακοίνωσα την πρόθεση μου να επισκεφτώ το χωριό στον τότε πρόεδρο της κοινότητας, παρουσιάζοντας την γκλίτσα που συνόδευε, όπως είχα ενημερωθεί, την άνοδο των συμπατριωτών στο αυγουστιάτικο πανηγύρι της Παναγίας. «Μην πας χωρίς γκλίτσα», με συμβούλευαν κάποιοι συνομήλικοι. Αγόρασα μία από το Μέτσοβο. «Μην ανεβείς μ’ αυτό το πράμα στο χωριό μας», είπε ο πρόεδρος και ούτε καν πήρε στα χέρια του την ξομπλιασμένη με διάφορα μοτίβα γκλίτσα. Αιφνιδιάστηκα. Περίμενα τον έπαινο κι αντ’ αυτού εισέπραξα έναν υπαινικτικό αποτροπιασμό. «Δεν είναι δικιά μας», συμπλήρωσε ο συνομιλητής μου, «θα σε γελάσουν στην Γκούρα. Δεν τις κεντάμε εμείς». Ομολογώ ότι η αντίδραση με προβλημάτισε. Με στενοχώρησε. Τότε δεν είχα τα θεωρητικά εργαλεία να την εξηγήσω. Δεν είχα ανοιχτεί ακόμη στο επιστημονικό πεδίο. Την απέδωσα σε συρρακιώτικη στενοκεφαλιά. Διαισθανόμουν όμως ότι κινδύνευα να χάσω την αξιοπιστία της προσπάθειας για ανάπτυξη σχέσεων με την πατρογονική μήτρα.