Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη της οργάνωσης της οικιακής ομάδας σε μιαν ορεινή κοινότητα Βλάχων της Πίνδου, το Συρράκο. Αναζητούνται τα υποδείγματα σχηματισμού των οικιακών ομάδων και οι κανόνες που διέπουν τη συγκρότηση τους και οδηγούν στη διαμόρφωση κάποιων οικιακών δομών εκείνων οι οποίες εμφανίζονται μέσα από την ανάλυση ως οι πλέον επιθυμητές για τον πληθυσμό της εν λόγω κοινωνίας.
Το χρονικό διάστημα 1850-1930, το οποίο αποτελεί τον χρονικό ορίζοντα της μελέτης οροθετείται σε μεγάλο βαθμό από της διαθέσιμες πηγές. Τρεις καταγραφές του πληθυσμού των ετών 1898, 1905 και 1929 και δύο ομάδες προικοσυμφώνων που αφορούν γάμους στο εσωτερικό της κοινότητας αποτελούν το κύριο σώμα των τεκμηρίων τα οποία έλαβα υπόψη μου. Η πρώτη ομάδα προικοσυμφώνων καλύπτει την περίοδο από το 1835 έως το 1870, ενώ η δεύτερη τα χρόνια απο το 1925 έως το 1934.
Η προσπάθεια διερεύνησης του σώματος των πληροφοριών με οδήγησε στην αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων από καταγραφές των κοπαδιών των κτηνοτρόφων του Συρράκου στις αρχές του 20ου αιώνα, από έναν εκλογικό κατάλογο αρρένων, και από έναν κατάλογο της ακίνητης περιουσίας και της αντίστοιχης φορολόγησης της, του 1899.
Γενικά (υπαίθρια τυροκομεία, οργανωμένα τυροκομεία, γάλατα)
Την άνοιξη, αφού κόβανε τα αρνιά και τα κατσίκια για το Πάσχα όλοι οι κτηνοτρόφοι μαζεύανε τα κοπάδια, τα σμίγανε και τα γαλομετρούσανε. Δηλαδή ανάλογα με τα πόσα πρόβατα ή γίδια είχε ο καθένας του αντιστοιχούσε το γάλα που θα δούλευε ο καθένας με την σειρά του. Υπήρχαν υπαίθρια τυροκομεία (μπατζιά) τρία με τέσσερα σε κάθε χωριό, όπου οι τυροκόμοι παρασκευάζανε το τυρί, το βούτυρο και το μπάτζιο. Όσες οικογένειες δεν θέλανε, δεν πηγαίνανε το γάλα στα μπατζιά, προτιμώντας να κάνουν δικό τους τυρί.
Οι Σαρακατσάνοι έστηναν το μπατζαριό ή φρετζάτο (έτσι λέγεται στα Κουπατσαροχώρια), το τυροκομειό και βουτυροκομειό στον καιρό με τα γάλατα (Δεκέμβρη μέχρι τα τέλη του Αλωνάρη δηλ. Ιούλιο) κοντά στη στρούγκα. Τυροκομούσαν οι ίδιοι και αποθήκευαν τα τυριά στο μπατζαριό και τα πουλούσαν πάλι οι ίδιοι αργότερα. Πολλές φορές έρχονταν ειδικός τεχνίτης (μέσω ενός τυρέμπορου), ο «Μπάτζος», μαζί με τον βοηθό του για την τυροκόμιση.
Οι μετά βαθυτάτου σεβασμού και αρρήτου ευγνωμοσύνης υπογεγραμμένοι Ελληνόβλαχοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί Κρουσόβου, της αναξιοπαθούσης εσχατιάς του Ελληνισμού δεινώς δε δοκιμασθείσης και δοκιμαζομένης έτι, αλλ' όμως στερρώς εχομένης της πατρώας θρησκείας και γλώσσης, της ακροπόλεως ταύτης της Ορθοδοξίας, τέκνα πειθήνια και αφωσιωμένα τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ού μην δ' αλλά και πιστότατοι υπήκοοι της Αυτού Μεγαλειότητος του Άνακτος ημών, αρρήκτω ηθικώ δεσμώ συνηνωμένοι, εν αδιασπάστω συνεκτικώ κρίκω κεκυρωμένω υπό των πατροπαραδότων παραδόσεων, συν τη εν ήθοις τε και εθίμοις κεκτημένη αφοσιώσει μετά των ελληνιστί διαλεγομένων αδελφών ημών, αυθορμήτως, μετ' αποστροφής και αγανακτήσεως, αποκηρύττομεν γεγωνυία τη φωνή και ομοθύμως καταδικάζομεν, ευλαβώς διαμαρτυρίαν ποιούμενοι, ως παντάπασιν εξευτελιστικόν και μονονού παραπαιόντων και παράκρουσιν φρενών υποστάντων, το αντικρύς μωρόν και σαθρότατον διάβημα των ευαριθμότατων αργυρωνήτων, ου μην δε και πάσης αντιλήψεως εχεφρόνων ανθρώπων εστερημένων προπαγανδιστών συμπολιτών ημών, των, καίπερ αφθόνω χρυσίω δημιουργηθέντων και συγκρατουμένων, αλλ' όμως μόλις τον ασήμαντον αριθμόν των 100 οικογενειών απαρτιζόντων...
Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην παρούσα μελέτη καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι οικισμοί της περιοχής του Μετσόβου και γενικά της Πίνδου ανάλογα τη γεωγραφική τους θέση, την ιστορική τους πορεία και τους πόρους που διέθεταν ανέπτυσσαν ένα ευρύ φάσμα αγροτικών δραστηριοτήτων. Αν εξαιρέσουμε τους απόλυτα κτηνοτροφικούς οικισμούς, οι οποίοι εγκαταλείπονταν το χειμώνα από τους κατοίκους τους, οι υπόλοιποι διατηρούσαν πάντα μία γεωργική βάση. Το γεγονός δε ότι η γεωργική παραγωγή δεν ήταν πλεονασματική, δεν την καθιστά μία περιθωριακή οικονομική δομή. Απλώς, η οικονομική και δημογραφική άνοδος που βιώνει η οροσειρά, κυρίως μετά τον 18ο αιώνα διαφοροποιεί την σχέση των οικισμών με την γεωργική οικονομία. Μερικοί εξ’ αυτών διατηρούν στο ακέραιο τη γεωργική τους βάση, σε ορισμένους περιορίζεται σε τμήματα των πληθυσμών, ενώ υπήρξαν και οικισμοί που την ανέτρεψαν εντελώς μεταστρεφόμενοι αποκλειστικά στον κτηνοτροφικό κλάδο. Επίσης, και σε επίπεδο κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων η γεωργική παραγωγή διαφοροποιείται ανάλογα με τους οικονομικούς σκοπούς που εξυπηρετούσε.