Ο βίος και η εθνική δράση του ιατρού Ιωάννη Αργυρόπουλου αποτελούν μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές του Μακεδονικού Αγώνα και καταλαμβάνουν ελάχιστες γραμμές στις σελίδες των βιβλίων ιστορίας της περιόδου αυτής. Εξάλλου ο αγώνας απαιτούσε ανωνυμία και ανιδιοτελή θυσία για την επιτυχία του και αυτά συνέβαλαν να παραμείνουν στην αφάνεια οι ήρωες πρωταγωνιστές του και η δράση τους.
Η παρούσα εισήγηση στηρίζεται σε ένα ανέκδοτο κείμενο του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου1, γιου του Ιωάννη Αργυρόπουλου, σε μια προσπάθειά του να καταγράψει τον βίο και την εθνική δράση του πατέρα του μέσα από τις διηγήσεις που είχε ακούσει και όσα θυμόταν από το ημερολόγιο του πατέρα του. Όπως συνάγεται και από μαρτυρίες άλλων μελών της οικογένειας, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος είχε καταγράψει σε ένα ημερολόγιο πολλά από τα γεγονότα της ζωής του2. Το ημερολόγιο όμως αυτό κάηκε μέσα στο σπίτι του γιου του Χαρίλαου κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος της Κλεισούρας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις 5 Απριλίου 1944.
Η σύνταξη του κειμένου της βιογραφίας του πατέρα του ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο πιθανόν το έτος 1971. Ο ίδιος παρακαλούσε επίμονα, όπως γράφει, τον πατέρα του κατά το τελευταίο έτος της ζωής του να γράψει τα απομνημονεύματά του, δυστυχῶς ὅμως τὸν ἐπρόλαβεν ὁ θάνατος. Αν και δεν προχώρησε ποτέ στην τυπογραφική έκδοση της εξιστόρησης αυτής, φρόντισε εντούτοις για την ευρύτερη διάδοση της στον κύκλο των συγγενών τους υπό τη μορφή αντιγράφων.
Μια πολύτιμος εγκύκλιος της Ρωμουνικής Προπαγάνδας
Εσχάτως περιήλθεν εις χείρας ημών η παρά πόδας έντυπος εγκύκλιος
«Μακεδονοβλαχικός Εκπαιδευτικός Σύλλογος εν Βουκουρεστίω
Προς τους βλάχους της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας.
Βουκουρέστιον, εκ της τυπογραφίας των «Εκκλησιαστικών Βιβλίων» 1895
Αγαπημένοι και καλοί μας αδελφοί Βλάχοι της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας.
Ίσως θα εντραπήτε όταν ακούσητε το όνομα σας Βλάχοι. Διότι έτσι εκατήντησεν αυτό το ένδοξον όνομα, ώστε οι αδελφοί μας Γραικοί με περιφρόνησιν και αηδίαν μας κάμνουν να το προφέρωμεν. Και όμως, αδελφοί, το όνομα αυτό είναι τωόντι ένδοξον και κανέν έθνος της πολιτισμένης Ευρώπης δεν το αρνείται.
Πρώτον, διότι Βλάχοι λέγονται απο τους ξένους και οι πολυάριθμοι πέραν του Δουνάβεως Βλάχοι, οι οποίοι μόνοι σχηματίζουν έναν αριθμόν περισσότερον απο 10 εκατομμύρια ψυχαίς. Δεύτερον, διότι αυτό το ίδιον όνομα χρησιμεύει εις τα σλαυικά έθνη δια την ονομασίας και αυτών των Ιταλών, εξ ου και οι Ούγγροι, τους μεν Βλάχους ονομάζουν Ολάχ, τους δε Ιταλούς Ολάς, όπερ είναι το ίδιον.
ΕΘΝΟΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΑΜΗΧΑΝΙΕΣ
Οι σκέψεις που κατατίθενται σε αυτό το άρθρο είναι προϊόν μιας αμηχανίας. Εννοώ την αμηχανία στην οποία περιέρχεται ένας ερευνητής που ασχολείται με τις εμπορικές μεταναστεύσεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την Κεντρική Ευρώπη κατά τον 18ο και 1% αιώνα, όταν πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα συλλογικό προσδιορισμό για τα υποκείμενα της έρευνας του· την αμηχανία, που προκύπτει από το γεγονός ότι για να περιγράψει το πεδίο αναφοράς του, χρησιμοποιεί όρους που από μόνοι τους αποτελούν ερμηνευτικά πλαίσια ή στην καλύτερη περίπτωση ζητούμενα προς διερεύνηση. Προκειμένου να διευθετήσει το πρόβλημα, ο ερευνητής αναγκάζεται να ακροβατεί μεταξύ διαφόρων προσδιορισμών: έλληνες έμποροι, ορθόδοξοι, βαλκάνιοι, Οθωμανοί υπήκοοι, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί- να βάζει τους προσδιορισμούς σε εισαγωγικά, να δικαιολογεί προλογικά την επιλογή του ενός έναντι του άλλου. Έχοντας υπόψη τη συμβολή του Traian Stoianovich, που ανέδειξε το πολυεθνοτικό περιεχόμενο της έννοιας «Έλληνας» στην περίπτωση των ορθόδοξων εμπόρων στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη1, στέκεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συγκρούσεις μεταξύ μελών των εθνοτικών ομάδων που υπάγονταν στο νοηματικό πεδίο της έννοιας αυτής. Με δεδομένη τη δυσκολία οριστικής απαγκίστρωσης από εθνικές κατηγορίες -και ακριβώς η αμηχανία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, αποτελεί ένδειξη της δυσκολίας αυτής-, αναγνωρίζοντας τουλάχιστον τον ιστορικό χαρακτήρα τους, διερευνά, προσεκτικά, ίχνη ανάλογων διαδικασιών στο αντικείμενο που μελετά.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρατεταμένη οικονομική κρίση σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα και μαζί της ο ενιαίος οικονομικός βαλκανικός χώρος που είχε δημιουργήσει η οθωμανική κατάκτηση. Η ηγεσία των Οθωμανών συνέχιζε να κυβερνά με τον παραδοσιακό τρόπο, ενώ η τεράστια Αυτοκρατορία είχε ανάγκη νέων προσανατολισμών και ριζικών μεταρρυθμίσεων. Η αδυναμία προσαρμογής στις ανάγκες της εποχής ήταν ορατή σε όλους τους τομείς της κοινωνικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα η Υψηλή Πύλη να γίνεται ευπρόσβλητη, κυρίως, από τη Ρωσία και την Αυστρία. Στο πλαίσιο αυτό, κυρίως, δόθηκε η ευκαιρία στους εμπόρους της Βαλκανικής να διασπαρθούν εκτός των ορίων της οθωμανικής επικράτειας και να συσσωρεύσουν κεφάλαια μέσω του εμπορίου.
Σε αντίθεση με την Υψηλή Πύλη, η όμορη Αυτοκρατορία των Αψβούργων παραχώρησε προνόμια στους ορθόδοξους Έλληνες, Βλάχους, Αλβανούς και Σέρβους εμπόρους από τον 18ο αιώνα, με στόχο την ενίσχυση των εξαγωγών, ακολουθώντας εμποροκρατική πολιτική. Τα πρώτα καθοριστικά βήματα της νέας μορφής οργάνωσης του εμπορίου και της προώθησης των νέων προϊόντων της Δύσης έγιναν βόρεια του Δούναβη μέχρι την Τεργέστη και τη Βενετία από τους εμπόρους των Βαλκανίων, που πρώτοι αντελήφθησαν το νέο προσανατολισμό της κοινωνίας και διδάχθηκαν από τις ανάγκες της. Υπό μία έννοια ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος αποτέλεσε την απάντηση της εποχής στον Οθωμανό κατακτητή του παρελθόντος και προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μελλοντικές εξελίξεις στην βαλκανική χερσόνησο. Καθοριστική συνεισφορά στην ανάπτυξη του εμπορίου προς την Αυστρία, όπως και των εισαγωγών προς τις περιοχές της Πύλης, είχαν οι ελληνόφωνοι και οι βλαχόφωνοι έμποροι της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, κ.ά, που κυριάρχησαν εμπορικά στις παραπάνω περιοχές. Διαβάστε online ή κατεβάστε
Φλώρος Φ. Κωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 2013