Εθνοτική και εθνοτοπική ταυτότητα στο Ζαγόρι τον 20ο αιώνα
Από τη δεκαετία του 1990 πληθαίνουν στην ελληνική βιβλιογραφία οι εμπεριστατωμένες εθνογραφικές μελέτες, στις οποίες ο όρος εθνοτική ταυτότητα περιγράφει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα μιας ομάδας ανθρώπων που δεν είναι κατ' ανάγκη μειονότητα. Η τάση αυτή έχει επιτρέψει να έρθουν στο ερευνητικό προσκήνιο ζητήματα όπως οι τρόποι σχηματισμού μιας εθνοτικής ταυτότητας , οι σχέσεις των εθνοτικών ομάδων μεταξύ τους και με την κρατική εξουσία, η μετεξέλιξη μιας εθνοτικής ταυτότητας σε εθνοτοπική με την υιοθέτηση τοπικών πολιτισμικών εκφράσεων από μια εθνοτική ομάδα κτλ.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η παρούσα μελέτη. Ο χώρος της εθνογραφικής έρευνας είναι το Ζαγόρι της Ηπείρου, όπου οι εθνοτικές ομάδες των Βλάχων, των Σαρακατσάνων και των Γύφτων συγχρωτίστηκαν επί μακρόν με το ντόπιο πληθυσμιακό στοιχείο, τους Ζαγορίσιους, διαμορφώνοντας με ποικίλους τρόπους εθνοτοπική συλλογική ταυτότητα. Στο βιβλίο προσεγγίζονται αναλυτικά οι διαδικασίες σχηματισμού της ταυτότητας αυτής με τις διαφορετικές της όψεις, καθώς και η λειτουργικότητά της στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα εκείνου ανάμεσα στις πιο δυναμικές από τις ομάδες αυτές, τους Ζαγορίσιους και τους Σαρακατσάνους.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΑ
Μᾶς γράφουσιν ἐξ Ἰωαννίνων ὅτι κατὰ τᾶς τελευταίας ταύτας ἡμέρας ἐπῆλθε δριμὺς ὁ χειμὼν μετὰ πολλῶν χιόνων. Ἡ θερμοκρασία ἐν τῇ πόλει κατῆλθε 3 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ 0. Ὁμοίως δὲ καὶ εἰς πλέιστα ἄλλα τῆς Ἠπείρου μέρη, συνεχεῖς δὲ βροχαὶ πλημμυρίζουν τᾶς πεδιάδας καὶ τὰ βουνὰ ἐκαλύφθησαν ἀπὸ παχυτάτων στρωμάτων χιόνων.
- Εἰς Σαλαχώραν πρὸς ἐπιθεώρησιν τῶν διαβατηρίων εἶνε διωρισμένος νέος τὶς ἐξ Ἀβδέλας Παῦλος καλούμενος, ρωμουνόφρων, συστημένος εἰς τὴν Ὀθωμ. κυβέρνησιν ὑπό του Μαργαρίτου ὅστις εἰς πάντας τους διὰ τὴν Ἑλλάδα ταξειδεύοντας παρεμβάλλει πολλὰ ἐμπόδια καὶ ἐνίοτε τοὺς ἀναγκάζει νὰ χάσωσι τὸ ἀτμόπλοιον. Ἀφοῦ λάβη πρὸς ἐπιθεώρησιν τὸ διαβατήριον δὲν ἐννοεῖ νὰ τὸ ἐπιστρέψη ἐὰν δὲν φιλοδωρηθῆ. Μάτην οἱ ταξειδιῶται ζητούσι παρ' αὐτοῦ τὸ διαβατήριον. Ὁ Παῦλος ἀποκρίνεται ἀγερώχως «τὸ διαβατήριον θὰ τὸ λάβης ὅταν ἐγὼ θελήσω».
- «Μὰ κύριε Παῦλε, τὸ ἀτμόπλοιον ἀναχωρεῖ».
- «Δὲν πειράζει φεύγεις μὲ τὸ ἄλλο». Ἡ σκηνὴ αὐτὴ λαμβάνει συχνὰ χώραν ἐν Σαλαχώρᾳ, ἐν τῷ ἀπομακρυσμένῳ ἐκείνω τόπω οἱ δὲ ταξειδιῶται ἁπαλλάσονται τῶν βασάνων μόνον ἐὰν προνοήσωσι νὰ θέσωσιν ὑπὸ τὴν χείρα τοῦ Παύλου ὀλίγα ἀργυρὰ νομίσματα. Τὸν ἄθλιον τοῦτον ὑπάλληλον καταγγέλομεν εἰς τὴν ὀθώμ. κυβέρνησιν ἤτις δὲν ἀμφιβάλλομεν ὅτι θὰ ἀπομακρύνη αὐτὸν τῆς θέσεως ἐκείνης καὶ θὰ ἀπαλλάξη οὕτω τοὺς ταξειδιώτας διηνεκοῦς βασάνου.
Φωνή της Ηπείρου, 4 Δεκεμβρίου 1892, Έτος Α', Αριθμ. 12
Οικονομία, κοινωνία και κοινωνικό φύλο σε μια κοινότητα του Πωγωνίου (Ήπειρος)*
Πριν προχωρήσω στο θέμα μου για τη θέση της γυναίκας θα κάνω μια σύντομη αναφορά στην οικονομία και την κοινωνία των Βλάχων του Κεφαλόβρυσου ή Μετζιτιέ.
Ο ορεινός χώρος της Μερόπης (Νεμέρτσικας) είναι ο τόπος της οικονομικής δραστηριότητας (ημινομαδικής κτηνοτροφίας) των Αρβανιτόβλαχων κατοίκων του Κεφαλόβρυσου (πρ. Μετζιτιέ) Πωγωνίου, το οποίο είναι κτισμένο στους πρόποδες του βουνού. Το Κεφαλόβρυσο είναι κτισμένο σε υψόμετρο 650 μ. Την παλαιά ονομασία του (Μετζιτιέ) την οφείλει, σύμφωνα με την παράδοση, στο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ, ο οποίος διέθεσε το χώρο για να χτιστεί το χωριό, μεταφέροντας τους κατοίκους από την Παλιόχωρα (της οποίας τα ερείπια βρίσκονται σε υψόμετρο 1.000 μ. περίπου στη Νεμέρτσικα. Αυτό συνέβη μετά την εξόντωση του Αλή Πασά από τους Τούρκους, με τον οποίο οι ντόπιοι Βλάχοι (Αρβανιτόβλαχοι) είχαν πολύ στενές σχέσεις. Το μέτρο αυτό απέβλεπε στον άμεσο έλεγχο τους από τις τουρκικές αρχές, γιατί ήταν πάντα ανήσυχα και επαναστατικά στοιχεία. Το 1991 το Κεφαλόβρυσο είχε 1.122 μόνιμους κατοίκους, ενώ το 1940, ο πληθυσμός του ήταν 1.463 κάτοικοι. Μεγάλο μέρος των κατοίκων μετοίκισε μετά το 1960 στη Γερμανία, ενώ πολλοί άλλοι εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η ρουμανική προπαγάνδα αποτέλεσε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας φαινόμενο ιδιότυπο. Ενώ έπρεπε να εκφράζει, όπως συνέβαινε με τα άλλα βαλκανικά κράτη, τους πόθους του ρουμανικού λαού για την απελευθέρωση των δούλων αδελφών που βρίσκονταν στις επαρχίες της Αυστροουγγαρίας, με την επενέργεια παραγόντων, που υπηρετούσαν τους σχεδιασμούς μιας ανεδαφικής μεγαλοϊδεατικής πολιτικής και τις περιστασιακές ανάγκες, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, άσχετες κατά βάση με τους πόθους του λαού που εξέφραζε. Έτσι, ο αλυτρωτικός αγώνας των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας και των άλλων γειτονικών περιοχών τοποθετήθηκε σ' ένα πεδίο, όπου ο συμβιβασμός και οι χαμηλοί τόνοι αποτελούσαν χαρακτηριστικά στοιχεία της δραστηριότητας που αναπτυσσόταν· κι όλα αυτά για χάρη μιας πολιτικής που απέβλεπε στη διάσωση «αδελφών», σκορπισμένων σ' όλη την έκταση της Βαλκανικής, σε περιοχές όπου δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να επεκταθεί η κυριαρχία του ρουμανικού κράτους. Οι «αδελφοί» ήταν οι Κουτσόβλαχοι. Η ομοιότητα ορισμένων στοιχείων του γλωσσικού ιδιώματος που χρησιμοποιούν με τη ρουμανική γλώσσα, θεωρήθηκε από τους Ρουμάνους ως η κύρια απόδειξη της φυλετικής συγγένειας και πάνω σ' αυτό στηρίχτηκε η οργάνωση της προπαγάνδας τους.