Το Σάββατο 17 Ιανουαρίου στην κατάμεστη αίθουσα του αμφιθεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών διεξήχθη η καθιερωμένη Ημερίδα της ΠΟΠΣΒ με θέμα : «Η συνεισφορά του Βλαχόφωνου Ελληνισμού στον Μακεδονικό Αγώνα μέσα από τα αρχεία της ΔΕΠΑΘΑ» και εισηγητή τον Αριστοτέλη Νικ. Σπυριδόπουλο (υπ. Δρ Ιστορίας ΑΠΘ), και τον κ. Δημήτριο Κωστόπουλο πρόεδρο των φίλων του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Την έναρξη της εκδήλωσης κήρυξε ο Πρόεδρος της ΠΟΠΣΒ κ. Μιχάλης Μαγειρίας που τόνισε σχετικά: «Η αποψινή μας εκδήλωση είναι αφιερωμένη στη συμβολή των Βλάχων στο Μακεδονικό Αγώνα. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, με συνέπεια τα τελευταία χρόνια, δίνει βήμα σε νέους ερευνητές, επιστήμονες που με το έργο τους φωτίζουν πολύπλευρα την παρουσία και συμβολή της βλαχόφωνης Ρωμιοσύνης στη συγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας αλλά και του νεοελληνικού κράτους. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το ενδιαφέρον μας για τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, ιστορικό χώρο παρουσίας και δράσης των Βλάχων ως αναπόσπαστου στοιχείου της Ρωμιοσύνης. Η αποψινή εισήγηση του κ. Σπυριδόπουλου, ενός νέου επιστήμονα του οικείου Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, αναδεικνύει το θέμα και συμβάλλει στην αυτογνωσία μας».
ΔΙΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΩΝ
Διαμαρτυρία της Κοινότητος Σαμαρίνης της επαρχίας Γρεβενών
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι κάτοικοι της κωμοπόλεως Σαμαρίνης, κατά τον χειμώνα μακράν της κωμοπόλεως πατρίδος ημών διεσκορπισμένοι όντες, μετα πλείστης αθυμίας και θλίψεως επληροφορούμεθα περί των πιέσεων, ας χάριν ημών υφίστατο, ως και περί του δεινού αγώνος, ον διεξήγεν η πανσεβάστος ημών Μήτηρ Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, προς απόκρουσιν και καταπολέμησιν των παντοίων του εθνισμού ημών εχθρών. Τώρα μόλις συγκεντρωθέντες εν τη πατρίδι ημών, πρώτιστον αισθανόμεθα καθήκον να εκφράσωμεν την βαθυτάτην ημών ευγνωμοσύνην, τη τε Υ. Θειοτάτη Παναγιότητι και τη περι Αυτήν ιερά Συνόδω δια την υπέρ ημών προστασίαν και να διακηρύξωμεν και πάλιν, δι' όλων των δυνάμεων της ψυχής ημών, ότι πιστότατοι διατελούντες υπήκοοι της Α. Α. Μεγαλειότητος του ευεργετικωτάτου ημών ανακτός Σουλτάν Αβδούλ Χαμίτ Χαν, εσμέν, είμεθα και θα είμεθα τέκνα αφωσιωμένα της φιλοστόργου ημών Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αδιασπάστως ηνωμένοι μετά των λοιπών αδελφών ημών Ελλήνων, μεθ' ών κοινήν έχομεν την καταγωγήν, τα ήθη, τα έθιμα, τας παραδόσεις και την δράσιν, ότι ουδέν μας συνδέει πρός τους παρά τον Δούναβιν ραδιούργους, οίτινες, επωφελούμενοι γλωσσικού ιδιώματος, κρίμασιν οις οίδε Κύριος παραμέιναντος εν ημίν, καίτοι όλως διαφόρου της γλώσσης των Μολδοβλάχων, απεπειράθησαν, μάτην εργαζόμενοι και δαπανώντες επι μακράν σειράν ετών δια να αποκτήσωσι προσηλύτους, να ενσπείρωσι την διχόνοιαν, τας έριδας και τα μίση μεταξύ αδελφών.
ΓΕΝΙΚΑ - ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΟΠΑΔΙΩΝ - ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΖΩΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ, ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ, ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Ανατρέχοντας στα λεξικά, διαπιστώνουμε ότι η λέξη κοπάδι (κουπίι) παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κόπτω», αλλά εμφανίζεται μεταγενέστερα ως υποκοριστικό του ουσιαστικού «κοπή» που σημαίνει τμήμα, τεμάχιο (Μπαμπινιώτης). Άρα κοπάδι σημαίνει «τμήμα πολλών ατόμων του ίδιου είδους μαζί».
Ο σαρακατσάνος συγγραφέας Ν. Κατσαρός, όσον αφορά στο τσελιγκάτο, θεωρεί ότι, κοπάδι είναι ένα τμήμα ζώων ενός τσελιγκάτου που αποκόπτεται από τα άλλα λόγω διαφορετικότητας και αρκετές φορές για έναν ξεχωριστό προορισμό (στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, κοπάδια προβάτων, γιδιών κλπ).
Η κατανομή των προβάτων γίνεται με κριτήρια την ηλικία τους και τη δυνατότητά τους να γεννήσουν τον ερχόμενο χειμώνα, την κατάσταση τους από πλευράς εγκυμοσύνης, την παραγωγή ή μη γάλακτος, τη μορφολογία του εδάφους, την εποχή κλπ.
ΕΝΑ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΩΝ
Η λειτουργική πολυγλωσσία στην αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε τις ρίζες της σε αντίστοιχη ποικιλία κοινωνικοπολιτικών χώρων. Ο συνδυασμός δύο ή και περισσότερων γλωσσών αποτελούσε πραγματικότητα, τουλάχιστον στις πόλεις της τεράστιας επικράτειας, ενώ παντού βέβαια υπήρχε και η παράλληλη χρήση πολλών διαλέκτων και κοινωνιολέκτων μέσα σε μια γλώσσα, φαινόμενο πολύ πιο έντονο πριν την κανονικοποίηση των ευρωπαϊκών εθνικών γλωσσών1. Όσο οι γλωσσικές πρακτικές δεν συνδέονταν με τη συνειδητή αποδοχή υπερτοπικής ταυτότητας υπήρχε ευρεία κοινωνική αποδοχή της χρήσης μη μητρικών γλωσσών. Απ' τη στιγμή όμως που κάθε πράξη, συνεπώς και η χρήση μίας από τις πολλές γλώσσες, μπορούσε να ερμηνευθεί και ως επιλογή μίας εθνικής ταυτότητας, η λειτουργική πολυγλωσσία βρέθηκε αντιμέτωπη με την ιδεολογική μονογλωσσία και υποχώρησε σταδιακά2.
Η γλωσσική διαφορά αποτελούσε και αποτελεί ένα από τα εύκολα αναγνωρίσιμα διακριτικά χαρακτηριστικά μέσα σε κοινωνικές ομάδες· δεν αποτελεί όμως από τη φύση της και κατ' ανάγκη επικοινωνιακό πρόβλημα. Από την πρακτική διάκριση του Κικέρωνα μεταξύ sermo patrius και Ελληνικής, της γλώσσας της φιλοσοφίας, μέχρι ακόμα και τη θετική κοινωνική φόρτιση της μητρικής με την έννοια της ομιλούμενης, σε αντιδιαστολή με τη γραπτή, κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους, η μητρική γλώσσα δεν νοείται ως το μόνο γνήσιο μέσο έκφρασης.