Λέγεται ότι οι βλαχόφωνοι ούτοι περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. κατήλθον από του Αίμου και ότι μετά πολλάς περιπλανήσεις αποκατεστάθησαν εις την και σήμερον υπ' αυτών, κατά το πλείστον, οικουμένην Πίνδον. Αλλ' είτε ούτως έχει το πράγμα είτε είναι ανέκαθεν οι κάτοικοι των μερών εκείνων, είναι όμως εκτός πάσης αμφιβολίας την τε καταγωγήν και τους τρόπους Έλληνες, υποστάντες κατά καιρούς παντοίας βαρβαρικάς επιδρομάς. Περί τούτου πείθεται τις, αν εξετάσει και αυτήν έτι την παράξενον γλώσσαν των, την οποίαν οι αντιφρονούντες προβάλλουσιν ως επιχείρημα κατά της ελληνικότητος αυτών· αλλά πολύ περισσότερον αν εξετάσει την σωματικήν κατασκευήν και ψυχικήν αυτών διάπλασιν, τον τρόπον του βίου, τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας των, τα αισθήματα των, τας παραδόσεις των και προ παντός αλλου τα ήθη και έθιμα αυτών και τα παραμύθια των.
Και περί μεν των άλλων ίσως άλλοτε γράψωμεν. Αλλ' ήδη θα προσπαθήσωμεν να περιγράψωμεν, όσα ηδυνήθημεν να περισυλλέξωμεν έθιμα των Βλαχοφώνων, όπως ακριβώς γίνονται παρ' αυτοίς. Κατά δεν την περιγραφήν των εθίμων ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν σειράν αρξάμενοι από της πρώτης του έτους· τελευταία δε κατετάξαμεν τα συνήθη μεν, αλλ' ουχί εν ωρισμέναις ημέραις τελούμενα.
Βασίλειος Ι. Βήκας, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 6ος, έτη 1917-1918

Ο πατήρ ή ο πλησιαίτατος των συγγενών του νέου, όταν ούτος υπερβή το εικοστόν της ηλικίας του έτος, αφού σκεφθούν πρότερον οι οικείοι εις το σπίτι των και αποφασίσουν «ποιά κάνει για το παιδί των» (care face trĭ ficiorlu ameu), στέλλουσι τον προξενητήν (pruxenitulu) λεγόμενον, ίνα συναντήση είς το μεσοχώρι ή την οικίαν τον πατέραν ή τον κηδεμόνα της νέας και ομιλήσουν (tră si sburască) δια την ληφθείσαν απόφασιν υπ' αυτών. Αφού λοιπόν αμφότεροι συγκατανεύσωσιν εις την ένωσιν δια γάμου των τέκνων ή ανεψιών αυτών, δια του προξενήτου, «λέγουν για τον αρραβώνα» (ḑicu tră issosiire). Ορίζουν δε συνήθως το προσεχές σάββατον, πάντοτε την εσπέραν και ως εκ τούτου πυρετώδης γίνεται ετοιμασία «για φαγοπότι» (tră mânkare çi bĕare) αλλ' εις την οικίαν του μελλονύμφου μόνον. Η αναμενόμενη «με καρδιοχτύπι» (cu inima la bricu) εσπέρα του Σαββάτου ήλθε και εκκινεί από της του νέου οικίας η υπό την ηγεσίαν του προξενήτου στελλομένη πομπή, αποτελουμένη από πολύ ολίγους πλησιαιτάτους συγγενείς. Ο νέος δεν είναι μετ' αυτών, αλλ' ουδ' οι γονείς του, οίτινες έπεμψαν τας ευχάς των δια την ευόδωσιν της αποστολής των συγγενών. Φθάνουσι δε σιωπηλοί, ίνα μή τις εννοήση αυτούς εις την οικίαν της νέας.