Χωμένη και χαμένη στις δασοσκέπαστες βορινές πλαγιές του Σμόλικα, σε υψόμετρο 1360 μέτρων και σ’ απόσταση 42 χιλιομέτρων από την Κόνιτσα, η Φούρκα είναι το χωριό που «έζησε» περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο, την εποποιία του αποσπάσματος της Πίνδου και τη συντριβή της φημισμένης Μεραρχίας των Ιταλών αλπινιστών Τζούλια στον πόλεμο του 40.
Αποκομμένο ουσιαστικά το μικρό χωριό απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, μ’ όλη την ύπαρξη ενός πανάθλιου αμαξόδρομου που το δένει τον καιρό της καλοσύνης με το Κεράσοβο, μ’ ένα ψυχομέτρι από μεσοκαιρίτες και γέροντες που δε φτάνουν μήτε στους εκατό, ζει τη δική του σιωπηλή και στερημένη απ’ τ’ αγαθά του πολιτισμού ζωή κι αφουγκράζεται με τις ώρες τους απόηχους της πρόσφατης δόξας του. Της δόξας που κέρδισε τις πρώτες μέρες του πολέμου του 40, όταν ανυποψίαστο γίνονταν το επίκεντρο της μεγάλης μάχης της Πίνδου, δόξας για την οποία και τιμήθηκε απ’ το Έθνος με τον Πολεμικό Σταυρό, τιμή που σπάνια απονέμεται σε χωριό για το σύνολο των εθνικών του υπηρεσιών.
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσης1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων της ευρύτερης περιοχής της Βέροιας ήταν ελεύθερες να συνεχίσουν τη δράση τους με ιδιαίτερη άνεση. Οι σχετικές διπλωματικές πιέσεις της Ρουμανίας και η αποδοχή μεγάλου μέρους των απαιτήσεών της από το Βενιζέλο, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, παρείχαν τα απαραίτητα εχέγγυα. Οι διασπαστικές βλάχικες και όχι ρουμανικές κοινότητες, που είχαν σκόπιμα αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν, ουσιαστικά με τη συγκατάθεση του επίσημου ελληνικού κράτους, στις λεγόμενες «κουτσοβλαχικές» κοινότητες των διπλωματικών εγγράφων υπό ρουμανική αρωγή και προστασία2 . Αν και στην πράξη, θα μπορούσαν κανείς να τις χαρακτηρίσει πραγματικές, ρουμανικές, μειονοτικές κοινότητες.
Γεννήθηκε στην Αχρίδα το 1836 από γονείς Βλάχους καταγόμενους από την περιοχή της Μοσχοπόλης.
Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκανε στην Αχρίδα και το Μοναστήρι. Είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Μαργαρίτη Δήμιτσα, στο ιδιωτικό σχολείο του οποίου, στο Μοναστήρι, δίδαξε επί ένα χρονικό διάστημα και βοήθησε τον δάσκαλό του στην συγγραφή των διαφόρων μελετών του.
Ο Δήμιτσας τον προέτρεψε να μεταβεί, το 1856, στην Αθήνα, να τελειώσει εκεί το Γυμνάσιο και να εγγραφεί στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1859 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του αντέγραφε διάφορα έγγραφα και συγγράμματα και από το δεύτερο χρόνο των σπουδών του έλαβε υποτροφία από το Βελλίειο κληροδότημα. Συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, τόσο για το Μακεδονικό ζήτημα όσο και τις αντικαθεστωτικές κατά της βασιλείας του Ὀθωνα.
Όταν τιμά κανείς ανθρώπους της συνέπειας και του χρέους, άξιους και υπεύθυνους πολίτες – ανθρώπους δηλαδή της πόλης – με κοινωνική προσφορά, τιμά πρώτα τον ίδιο τον εαυτό του. Στον τόπο μας πολύ δύσκολα λέγεται ο καλός λόγος, ο δίκαιος έπαινος, “φιλότιμοι γαρ και φιλοκατήγοροι οι Έλληνες”. Η αναγνώριση και η αποδοχή συμπολιτών μας που επάξια ξεχωρίζουν με το ήθος και την ανιδιοτελή προσφορά τους στα κοινά – ιδιαίτερα όσο αυτοί είναι ζωντανοί – σχεδόν σπανίζουν στον τόπο μας. Όταν αυτοί φύγουν από τη ζωή – φύγουν μέσα από τα πόδια μας – τότε όλοι ανταγωνίζονται στους επαίνους και τα εγκώμια. “Γιατί κανείς πριν πέσει κάτω νεκρός το μέτρο του να δώσει δεν μπορεί;”. Η οικογένεια Ζάννα ανήκει στην εξαίρεση. Η τιμή και ο δίκαιος έπαινος δεν άργησε να έλθει. Οι άνθρωποί της τιμήθηκαν και τιμούνται όσο ζουν. Η αναγνώριση των αγώνων και του έργου τους είναι καθολική και αναμφισβήτητη.
Η οικογένεια Ζάννα είναι μια οικογένεια ευπατριδών, σεμνών και ενάρετων ανθρώπων του χρέους, των αγώνων και της κοινωνικής προσφοράς. Ταπεινών και γενναιόφρονων στο έπακρο. Πρωτοστάτησαν και πρόσφεραν σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής αποβλέποντας πάντοτε στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στον αδύνατο και στον αναξιοπαθούντα στους σκληρούς καιρούς των πολέμων και της Κατοχής.