Νταλιάνα.
Επίθετο βλάχικο, χαρισμένο από τον πατέρα στην κόρη του Αλεξάντρα, μια γυναίκα δυνατή, λεβέντισσα, όπως πολλές γυναίκες της υπαίθρου και όχι μόνο, τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Γυναίκες που κόντρα στις σκληρές κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της νιότης τους ή εξ αιτίας αυτών διαμόρφωσαν γρανιτένιο χαρακτήρα και θέληση ατσάλινη ώστε να υπερβούν την ίδια τους τη φύση και σε πείσμα της τσιγκούνας τύχης τους -πόλεμοι, κοινωνική κριτική, αδυσώπητη ενίοτε, οικονομικές στερήσεις- να μεγαλουργήσουν σε αυτό που ήταν το δικό τους μετερίζι παραδοσιακά, η οικογένεια. Η δημιουργία δεμένων και αγαπημένων πολυπληθών οικογενειών ήταν ο στόχος και η δικαίωση πολλών δυναμικών και ανήσυχων γυναικών τα «σφιχτά», από πολλές απόψεις, εκείνα χρόνια.
Η ιστορία εξελίσσεται σε ένα χώρο με ιδιαίτερα δύσκολο τρόπο ζωής τουλάχιστον τα πρώτα πενήντα χρόνια του προηγούμενου αιώνα. Ήταν ο τρόπος ζωής κάποιων βλαχόφωνων οικογενειών που, λόγω επαγγέλματος και καιρικών συνθηκών, αναγκάζονταν να μετακινούνται κάθε χρόνο από τα ορεινά, αφιλόξενα το χειμώνα για εκείνους και τα κοπάδια τους, στα πεδινά. Στη διαρκή αυτή «περιπέτεια», οι γυναίκες σύντροφοι και συνοδοιπόροι επωμίζονταν ένα μεγάλο κομμάτι των εργασιών και συμβίωναν τις αναπόφευκτες δυσκολίες.