Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη χρονιά, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και τις Πρέσπες, σε κάποια τοποθεσία με το όνομα Καλάς Δρύς, κάποιοι βλάχοι οδίτες, δηλαδή κάποιοι μεταφορείς, σκότωσαν το Δαβίδ, έναν από τους αδελφούς του τότε Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού, που μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1020, εντάχθηκε στην επισκοπή Βρεανύτης ήτοι Βλάχων Επισκοπή, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος φέρεται να αναδιοργάνωσε την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Η επισκοπή των Βλάχων μοιάζει να θεσμοθετήθηκε οριστικά στα χρόνια των Κομνηνών, στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο αείμνηστος ερευνητής Σωκράτης Λιάκος έχει επισημάνει μία πιθανή συγγενική σχέση ανάμεσα στους πρώτους οικιστές του οικισμού της Νικολίτσας στις βόρειες πλαγιές του Γράμμου, σήμερα λίγο πίσω από τη συνοριακή γραμμή, και την άρχουσα βυζαντινή οικογένεια Νικολίτσα. Η οικογένεια αυτή παρουσιάζεται να είχε βλάχικη καταγωγή ή τουλάχιστον ισχυρές διασυνδέσεις με τους βλάχικους πληθυσμούς της σημερινής κεντρικής Ελλάδας. Τα μέλη της αναφέρονται ως πρωταγωνιστές σοβαρών δρώμενων και διαπλοκών στην περιοχή της Θεσσαλίας, ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα, υπηρετώντας άλλοτε τους Βυζαντινούς κι άλλοτε τους Βούλγαρους.