1. Οι απαρχές
Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς νεολατινική - ρωμανική γλώσσα, με βαθιές επιρροές της ελληνικής, κυρίως σε επίπεδο λεκτικών δανείων. Επομένως, θα πρέπει να θεωρείται ως μια πολιτισμική απόρροια της μακράς ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αρχαιολογικές και κυρίως επιγραφολογικές έρευνες και μελέτες έρχονται να πιστοποιήσουν την παρουσία ενός αξιόλογου λατινόφωνου πληθυσμού και κυρίως στα αστικά κέντρα της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως στην περίπτωση των Φιλίππων, κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών Χρόνων. Μόνο υποθετικά θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια απάντηση στο ερώτημα τι απέγιναν αυτοί οι λατινόφωνοι πληθυσμοί στους πολυτάραχους χρόνους που ακολούθησαν. Μπορεί να εξαφανίστηκαν, να αφομοιώθηκαν ή και να μετακινήθηκαν, καθώς η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταλλασσόταν παίρνοντας τη μορφή της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, κατά την ιουστινιάνια περίοδο στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα. Όπως και να έχει, η πρώτη αναφορά με χρήση του όρου «Βλάχος» γίνεται μερικούς αιώνες αργότερα, προς τα τέλη του 10ου αιώνα, για κάποιους «Βλάχους οδίτες» που έδρασαν αρκετά μακριά προς τα δυτικά στην περιοχή των Πρεσπών.
Η Μηλιά ή Αμέρου, στην τοπική βλάχικη διάλεκτο, είναι ένα όμορφο, με περίσσιες φυσικές καλλονές, βλαχοχώρι της Πίνδου, κτισμένο σε υψόμετρο 1300 μέτρα. Η πλούσια παράδοσή του διατηρείται αρκετά ζωντανή σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτήν την απόμερη γωνιά έχει ραγδαία διεισδύσει ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Νομαρχιακώς υπάγεται στο νομό Ιωαννίνων και, ειδικότερα, στην επαρχία Μετσόβου, έχει όμως πρόσβαση, λόγω της θέσης ( είναι χτισμένη στη συμβολή των συνόρων τριών νομών, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Γρεβενών) στα Γρεβενά και στα Τρίκαλα. Η γεωγραφική της θέση προσδιόρισε και την ιστορική της μοίρα, μια μοίρα ταραχώδη και περιπετειώδη, όπως μπορεί κανείς να εικάσει από τις σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που διασώθηκαν. Γιατί ο ένας από τους δύο φυσικούς δρόμους που ένωναν την Ήπειρο με την Μακεδονία διερχόταν από τη Μηλιά και ήταν επόμενο, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, κυρίως όμως κατά τη νεότερη και τη σύγχρονη, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η εμπορική και στρατιωτική κίνηση να είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Η κίνηση αυτή ανακόπηκε μεταπολεμικά, ελλείψει ασφαλτοστρωμένου αυτοκινητόδρομου, για να αυξηθεί και πάλι κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, γιατί, επιτέλους, η σύνδεση Ηπείρου – Μακεδονίας με την σύγχρονη Εγνατία Οδό είναι γεγονός.
