Λεξικό
Βλαχο-ελληνικό λεξικό με λέξεις που ανανεώνονται καθημερινά.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε λέξεις - λήμματα τα οποία δημοσιεύονται μετά από έγκριση του διαχειριστή.
Λεξικά
Λήμμα | Ερμηνεία (μετάφραση) |
---|---|
βάκα |
αγελάδα
|
βάλιε |
κοιλάδα
|
βεάρα |
Καλοκαίρι
|
βέγκλιου, βέγκιου |
φυλάγω
|
βεντ, βεντς, βέντι, βιντέμ, βιντέτς, βεντ |
βλέπω,βλέπεις,βλέπει,βλέπουμε,βλέπεται,βλέπουν.
κοιτώ
|
βέντουα |
χήρα
|
βέντουου |
χήρος
|
βέστου |
αυτός που περιέχει μαλλί, ρούχο που είναι κατασκευασμένο από μαλλί, μάλλινος
|
βεχώρε |
ποτέ
|
βινίς |
ήρθες
|
βίνιτου |
κυανός
|
βίντου |
αέρας
|
βιργέρι |
μάλωμα
|
βόι |
εσείς
|
βόι, νου βόι, τι βόι, βρέι |
θέλω, δε θέλω, σε θέλω, θέλεις
|
βούλπια, βούλπε |
αλεπού
|
βούλτουρου |
αετός
|
γιέσπι, γιάσπε |
σφήκα
|
γίνγκιτς |
είκοσι
|
γίνου |
έρχομαι
|
γίσου |
όνειρο
|
γιτσάι, γκιτσάι |
πάγωσα,κρύωσα
|
γκαλίνα |
κότα
|
γκαρντίνα |
κήπος
|
γκέλα |
φαγητό
|
γκέμου |
κουβάρι
|
Γκίνι |
Καλά
|
γκλάρου |
χαζός
|
γκόλε |
μόνο
|
γκούβα |
τρύπα, λακούβα
|
γκούρα |
στόμα ή πηγή του χωριού (μεταφ. μεγάλο στόμα που αναβλύζει νερό)
|
γκούρα |
στόμα
|
γκρέου |
βαρύς
|
γκρέστ, γκρέσκου |
μιλάω
|
γκρέστι |
μιλάει
|
γκροάσου |
παχύς
|
γκρόσου |
χοντρός
|
γουμάρου |
γάιδαρος
|
γράου, γκράου |
έγκυος
|
διότου |
πουλάρι αλόγου
|
διφτέρι |
τεφτέρι - μπλοκάκι
|
έου, ιό |
εγώ
|
έστ, έσκου, χίου |
είμαι, υπάρχω
|
έσταν, έστανου |
φέτος
|
ζμπόρλου |
λόγος
|
θιάμα, νιχιάμα | λίγο |
ιαρά |
ήταν
|
ιάστι |
είναι (από το αρχαιοελληνικό εστί)
|
ίνιμα |
ψυχή, καρδιά
|
κάλντι |
ζεστό
|