ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΜΕ ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Το τατουάζ αποτελεί μια συνήθεια πολύ διαδεδομένη σε αρκετούς λαούς τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και σήμερα. Το σημάδεμα αυτό του προσώπου και του σώματος στην αρχαιότητα ονομαζόταν στίξη (χτύπημα) ή κατάστιξη και η πράξη στιγματισμός. Η αρχαία αυτή ελληνική λέξη κατάστιξη αντικαταστάθηκε από την ξενικής προέλευσης λέξη «τατουάζ». Αρχικά το τατουάζ σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών ήταν μόνο ζωγραφιστό αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία του βελονισμού[1][3] για να αποχτήσει μονιμότερο χαρακτήρα και να γίνει ανεξίτηλο. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν από διάφορους λαούς για το τρύπημα του δέρματος ήταν η βελόνα του ραψίματος κυρίως στην Ευρώπη και σε άλλες πρωτόγονες κοινωνίες αγκάθια φυτών ή ψαριών αιχμηρά κόκαλα κ.ά.
Το Σάββατο της 10ης Ιουλίου 1943 μια μέρα αποφράς για τους κατοίκους του Κεφαλοβρύσου και τούτο διότι τότε οι Γερμανοί Ναζιστές του Χίτλερ εν ονόματι της νέας τάξης πραγμάτων, έμπαιναν για πρώτη και τελευταία φορά στο μικρό τότε Κεφαλόβρυσο, συνελάμβαναν 18 Κεφαλοβρυσίτες, 3 άλλους εντοπίτες και με πρωτοφανή κυνικότητα τους έκαιγαν ζωντανούς μέσα σε δύο σπίτια του χωριού. Κουρμπάνι στην Ελλάδα και τις πανανθρώπινες αξίες της τιμής, της Ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Το μπρότζι των βλάχων του Κεφαλοβρύσου στην Πατρίδα.
Η ανάμνηση εκείνου του γεγονότος προκαλεί ακόμα φρίκη και αποτροπιασμό, αλλά και πολλά ερωτηματικά, καθώς ακόμα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, παρόλο που πέρασαν εξήντα χρόνια από τότε, ποιός ήταν ο λόγος εκείνης της αιματοχυσίας.
Η χρονιά που διανύσαμε, το 2001, είχε ανακηρυχθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης «Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών» και κύριος σκοπός αυτής της κίνησης ήταν η προβολή του γλωσσικού πλούτου της Ευρώπης, η υποστήριξη της εκμάθησης περισσότερων ξένων γλωσσών και ιδιαίτερα των λιγότερο ομιλουμένων γλωσσών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προαγωγή της γλωσσικής πολυμορφίας1
Παρ’ όλα αυτά όμως στη χώρα μας δεν υπήρξε καμιά σχεδόν δραστηριότητα. Οι μοναδικές προτάσεις που έγιναν από κάποιους πολιτικούς (υπουργούς και ευρωβουλευτές) αφορούσαν την προώθηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας ως μητρικών των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών. Όσον αφορά τις άλλες, τις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στην Ελλάδα, την αρβανίτικη, τη βλάχικη, την πομάκικη, τη σλαβομακεδονική και την τουρκική, όχι μόνο δεν έγιναν ανάλογες δηλώσεις και προτάσεις, αλλά αντίθετα υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις εκ μέρους ακαδημαϊκών και βουλευτών που διέσυραν τη χώρα μας έναντι των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνέτειναν στην έναρξη της «απόσχισής» της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.