Η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης στο ζήτημα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι μεγάλη. Παρά τις, κατά κανόνα, καλές προθέσεις αξιόλογα κληροδοτήματα περασμένων πολιτισμών αφήνονται να χαθούν. Πολλά μνημεία, αρχαιολογικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί κ.λπ. υποβαθμίζονται και καταστρέφονται, παρά τις συμβάσεις και τους νόμους που υπογραμμίζουν τη σημασία της προστασίας τους. Το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη υποδηλώνει την παρουσία μιας σημαντικής ανασταλτικής παρεμβολής.
Εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί ότι ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, η οικονομική διάσταση του προβλήματος της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά, η αδυναμία εύρεσης των απαραίτητων πόρων αρκεί για να αναιρέσει, στην πράξη, μια νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία. Ή, αντίθετα, η δυνατότητα ενός αρχιτεκτονικού μνημείου –για παράδειγμα– να προσελκύει επισκέπτες αρκεί για να εξασφαλίσει την πλήρη προστασία του.
Στις ανθρωπογεωγραφικές ανιχνεύσεις του βορειοελλαδικού χώρου αλλά και ευρύτερα του νοτιοβαλκανικού περίγυρου επισημαίνεται συχνά η παρουσία των Βλάχων ως μια περίπτωση πληθυσμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου αναπτύσσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα διαχείρισης του ορεινού χώρου.
Παλαιότερες περιηγητικές αφηγήσεις καθώς και νεότερες ιστορικές και εθνογραφικές αναφορές επισημαίνουν τους οικισμούς των Βλάχων ως συμβολικούς τόπους ενός πληθυσμού, όπου η κτηνοτροφία αποτελεί μια καθολική και διαρκής δομή των κοινωνιών τους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτής της εικόνας αποτέλεσε το έναυσμα για μία ανθρωπολογική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου της «μεγάλης κτηνοτροφίας». Αυτή η προσπάθεια, επικεντρωμένη αρχικά στην οροσειρά της Πίνδου, παλαιά κοιτίδα αυτού του πληθυσμού, αν και επιβεβαίωσε τη δομική και διαχρονική σχέση του με την κτηνοτροφική δομή δεν επαλήθευσε την καθολικότητά της τόσο ως προς το μέγεθος της ενασχόλησης όσο και ως προς τις ακολουθούμενες μεθόδους.
Η ανακάλυψη της πόλης από τη λαογραφία και την ανθρωπολογία γίνεται ως αποτέλεσμα των αλλαγών που επήλθαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη μεταπολεμική περίοδο παρατηρήθηκε ένα αυξανόμενο κύμα μετανάστευσης πολιτών από την ύπαιθρο στις πόλεις, ενώ έλαβε χώρα η ανεξαρτητοποίηση πολλών αποικιών, που ανάγκασε πολλούς ανθρωπολόγους να αλλάξουν πεδίο έρευνας. Το ίδιο συνέβη και με τη λαογραφία, που είχε ταυτίσει τον αγροτικό χώρο με το πεδίο έρευνάς της. Και οι δύο επιστήμες, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, είχαν αφήσει την πόλη έξω από τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα.
Η αντίθεση «υπαίθρου και πόλης αποτελεί μια από τις κύριες μορφές μέσα από τις οποίες αποκτούμε συνείδηση ενός σημαντικού μέρους της εμπειρίας μας και των κρίσεων στην κοινωνία μας», υπογραμμίζει ο Williams (1973:426). Έχοντας υπ’ όψη αυτή τη διάσταση, αποκωδικοποιείται εύκολα το αντιθετικό ζεύγος «ύπαιθρος-πόλη». Η ύπαιθρος εμφανίζεται ως αρχετυπική εικόνα στην κοινωνική οργάνωση, ενώ η πόλη αναπαριστάνεται ως η πηγή του κακού. πρόκειται για μια εικόνα που διαχέεται σε διάφορες μορφές. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Ένγκελς για τις συνθήκες ζωής των νεοσχηματισμένων εργατικών στρωμάτων στο κλασικό βιομηχανικό κέντρο του 19ου αιώνα, το Μάντσεστερ στην Αγγλία.