Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, Φράτς Αρμούν γκίνι ανταμουσίμ.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δ.Σ της Ομοσπονδίας μας και προσωπικά τον πρόεδρο Μιχάλη Μαγειρία για την τιμή που μου έκαναν να είμαι εισηγητής σε αυτή την αξιόλογη ημερίδα που γίνεται στα πλαίσια του 30ου Παν. Ανταμώματος. Συμπληρώνονται φέτος 30 χρόνια από τη διοργάνωση του 1ου Ανταμώματος Βλάχων, της πρώτης ουσιαστικά προσπάθειας οργάνωσης των συλλόγων μας σε δευτεροβάθμιο θεσμικό φορέα του Βλαχόφωνου Ελληνισμού, διαγράφοντας παράλληλα 30 χρόνια ζωής και δράσης της Ομοσπονδίας μας, αγώνων και προσφοράς στην υπόθεση του Βλαχόφωνου Ελληνισμού.
Στρογγυλή καθώς είναι η επέτειος, αξίζει τον κόπο να γίνει μία συνοπτική αναφορά στη ζωή, τον ρόλο και στις δραστηριότητες της Ομοσπονδίας μας.
Στο βιβλίο αποτυπώνονται βιώματα και αποθανατίζονται σκηνές και έθιμα της ζωής των μετακινούμενων Βλάχων, μιας ζωής μακρινής αλλά ζωντανής στη μνήμη όσων την έζησαν και ενδιαφέρουσας για όσους θα ήθελαν να τη γνωρίσουν. Η συγγραφέας μέσα από αυτά τα προσωπικά βιώματα, τις αναμνήσεις και αφηγήσεις των ηλικιωμένων, καταγράφει με νοσταλγία μία ζωή ανεπιστρεπτί χαμένη που καταλήγει να φαίνεται ένα μεγάλο παραμύθι. Η έκδοση συμπληρώνεται από σημαντικό φωτογραφικό υλικό των αρχών του προηγούμενου αιώνα και από χρήσιμο γλωσσάρι.
«...Τελευταίες στροφές, τελευταίες ανηφοριές και κατηφοριές. Η αγωνία στο κατακόρυφο· μεγάλων κυρίως όμως των μικρών· αγωνία που στεγνώνει το στόμα, ανεβάζει τους παλμούς. Αγωνία που κάνει την απόσταση να φαίνεται μεγαλύτερη, να νομίζεις πως ο δρόμος δεν τελειώνει, πως το χωριό μετακινείται όπως αγαπημένο πρόσωπο που κάνει τσαλίμια.
Τι απόλαυση να βλέπουν, στο τέλος της τελευταίας στροφής, να ξεπροβάλει ο αγαπημένος χώρος! Να ξεδιπλώνεται σαν χάρτης η πάνω γειτονιά, το μεσοχώρι, ο κάτω μαχαλάς, όλα πεντακάθαρα, στραφταλιστά στον ανοιξιάτικο ήλιο, που τα εξωραΐζει όπως η αγάπη τους. Ψάχνουν όλα τα μάτια ανυπόμονα να εντοπίσουν τα σπίτια τους, τις εκκλησίες, τα ξωκλήσια.
Οι ευεργετικές πράξεις αποτέλεσαν το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα ατόμων που κατάγονταν από τους ορεινούς πληθυσμούς της Ηπείρου και της Μακεδονίας και διέπρεψαν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους στους χώρους μετανάστευσης. Η Κλεισούρα Καστοριάς καταγράφεται ως ένα από τα κυριότερα κέντρα διοχέτευσης εμπορικών πληθυσμών στις χώρες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, αλλά αποτέλεσε και τον πυρήνα από τον οποίο προήλθαν μεγαλέμποροι των γύρω πόλεων και κωμοπόλεων τον 20ο αιώνα μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς.
Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση εμπόρου αποτελεί ο Κλεισουριώτης Γεώργιος Κεχαγιάς (1898-1975), ο οποίος διέπρεψε στον επιχειρηματικό χώρο αρχικά στο Αμύνταιο και μετέπειτα στην Πτολεμαΐδα.
Γιός του Ιωάννη και της Αικατερίνης Κεχαγιά, γεννήθηκε στην ιστορική κωμόπολη Κλεισούρα το 1899. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέρφια, τον Δημήτριο (γ. 1876) [1] και τον Στέργιο ή Γούσια ή Τέγα (γ. 1884)[2], και μια αδερφή, τη Σουλτάνα. Ο Γεώργιος Κεχαγιάς παντρεύτηκε με την Κλεισουριώτισσα Αικατερίνη (Κατίνα) Πέκου, κόρη του Γιώγα και της Όπης Πέκου, και δεν απέκτησαν παιδιά.
Τον Νοέμβριο του 1912 μετά την πυρπόληση της Κλεισούρας από τον Οθωμανικό στρατό και τη λεηλάτησή της από στίφη ατάκτων (Βασιβουζούκων), η οικογένειά του κατέφυγε στη γειτονική Βλάστη μέσω του ορεινού όγκου του Μουρικίου και ακολούθως αναζήτησε μια καλύτερη τύχη στο Σόροβιτς (Αμύνταιο), κωμόπολη που εκείνη την εποχή προσφερόταν για την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων. Εκεί ο Γεώργιος μυήθηκε από τον πατέρα του στο εμπόριο και σταδιακά ανέλαβε την οικογενειακή τους επιχείρηση, αυξάνοντας έτσι την περιουσία τους.