Η παρούσα μελέτη αποτελεί προϊόν ενός μακρόχρονου προβληματισμού που αναπτύχθηκε στα πλαίσια ανθρωπολογικών ερευνών που διεξήγαγα επί σειρά ετών στην περιοχή του Μετσόβου. Αφορά τις συναρτήσεις μεταξύ τοπικής γλώσσας και επιστημονικής προσέγγισης της παραδοσιακής και σύγχρονης κοινωνίας της περιοχής. Αυτή η σχέση, αντιληπτή αρχικά ως μία εθνογλωσσολογική προβληματική, αποτέλεσε το έναυσμα μίας πολύχρονης και εξαντλητικής έρευνας πάνω στο τοπικό ιδίωμα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση ενός τεράστιου γλωσσολογικού υλικού. Παράλληλα η αποτύπωση της τοπικής γλώσσας ανέδειξε ένα μεγάλο όγκο εθνογραφικών πληροφοριών. Η πλήρης δημοσίευση αυτών των στοιχείων παραμένει βασική μας πρόθεση. Έχοντας υπόψη ότι η επιστημονική τους επεξεργασία προϋποθέτει μία μακροχρόνια προσπάθεια κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μία πρώτη θεωρητική νύξη σχετικά με το πλαίσιο αυτής της έρευνας και παράλληλα να παρουσιαστεί ένα πρώτο (σχετικά ανεπεξέργαστο ακόμη) δείγμα του υλικού της.
Γενικά
Τα κύρια στοιχεία της παραδοσιακής διατροφής μας είναι η ποικιλία των φαγητών, όπου δεσπόζουν τα όσπρια, τα δημητριακά, τα άγρια χόρτα, το ελαιόλαδο, τα ψάρια, τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά. Αντίθετα συνιστάται μικρή κατανάλωση κόκκινων κρεάτων και περιορισμένη ποσότητα γαλακτοκομικών.
Η ελληνική παραδοσιακή διατροφή έχει γίνει γνωστή παγκοσμίως, γιατί έχει αποδειχθεί ότι προάγει την υγεία και προλαμβάνει τις ασθένειες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη διατροφή άλλων λαών της γης. Ιδιαίτερα το ελαιόλαδο με την υψηλή διαθρεπτική του αξία αποτελεί τη βάση της ελληνικής μαγειρικής.
Εδώ και αρκετές δεκαετίες γίνεται λόγος για την περίφημη Μεσογειακή Διατροφή και την υπεροχή της σε σχέση με άλλες διατροφικές συνήθειες. Το 1994 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard, Οργανισμός Υγείας Oldways παρουσίασαν την λεγόμενη Πυραμίδα της Μεσογειακής Δίαιτας, αποδεικνύοντας και επιστημονικά ότι η διατροφή των λαών της Μεσογείου, πλούσια σε λαχανικά, όσπρια, φρούτα, δημητριακά και με βασική πηγή λίπους το ελαιόλαδο, συντελεί στη διατήρηση της καλής υγείας και τη μακροζωία.
Το διοικητικό συμβούλιο της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας (Αι.Πο.Ε.) σας προσκαλεί στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αντώνη Βασιλείου «Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό ιδίωμα της Ακαρνανίας: Φωνολογική, λεξιλογική και μορφο-συντακτική περιγραφή».
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή, 11 Μαρτίου 2016 και ώρα 19:30, στην αίθουσα Λόγου και Τέχνης, στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5 & Σταδίου - Αρσάκειο Μέγαρο), Αθήνα.
Εισηγητές:
Αθανάσιος Νάκας, Καθηγητής Γλωσσολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ελένη Σελλά-Μάζη, Καθηγήτρια Γενικής Γλωσσολογίας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την παρουσίαση θα συντονίσει ο κ. Παναγιώτης Κοντός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακαλούμε να μας τιμήσετε με την παρουσία σας.
Φωνολογική, λεξιλογική και μορφοσυντακτική περιγραφή
Η απουσία γραφής σε μια γλώσσα και η επακόλουθη έλλειψη ρύθμισης και κανονικοποίησής της (γραμματικές, λεξικά, διδασκαλία, κλπ.) είναι κάποιοι από τους σημαντικότερους παράγοντες οι οποίοι αφενός επιφέρουν εξαιρετικά μεγάλη διαφοροποίηση στο εσωτερικό αυτής της γλώσσας (διάλεκτοι, ιδιώματα) και αφετέρου - σε βάθος χρόνου - έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ίδιας της γλώσσας. Σε αυτό το βιβλίο γίνεται μια προσπάθεια για την καταγραφή των βασικότερων στοιχείων της γραμματικής του αρβανιτοβλάχικου (καραγκούνικου) γλωσσικού ιδιώματος της Ακαρνανίας, το οποίο εμφανίζει πολλές και σημαντικές διαφορές σε αρκετούς γραμματικούς τομείς (φωνολογία, μορφολογία, λεξιλόγιο, κλπ.) από όλα τα άλλα βλάχικα ιδιώματα. Το υπό εξέταση ιδίωμα παρουσιάζει επίσης ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, μιας και ομιλείται από μια γλωσσική ομάδα που κατοικεί εδώ και αιώνες - απομονωμένη από όλες τις άλλες βλαχόφωνες ομάδες - στο νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα και φυσικά στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ακαρνανία. Σε κάποια φάση της ιστορίας της, μάλιστα, η γλωσσική αυτή ομάδα υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά/αρβανίτικα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το υπό εξέταση ιδίωμα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία επομένως καθιστούν τυπικά και ουσιαστικά το συγκεκριμένο ιδίωμα ξεχωριστή διάλεκτο της βλάχικης γλώσσας, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης ερευνητικής προσέγγισης. Αυτή η προσέγγιση είναι και ο γενικότερος στόχος του συγκεκριμένου πονήματος.