Από τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε παύσει κάθε αντίσταση στη Μικρή και στη Μεγάλη Βλαχία, ο αγώνας περιορίσθηκε στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί το ισχυρό επαναστατικό σώμα του Ολύμπιου και του Φαρμάκη και μικρές επαναστατικές ομάδες, που συνέπρατταν μαζί του, παρενοχλούσαν τον εχθρό αδιάκοπα σχεδόν, αν και ο ίδιος ο Ολύμπιος εξακολουθούσε να είναι άρρωστος, και συχνές ήταν οι συμπλοκές η και μεγαλύτερες συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα.
Οι φήμες, για τις συμπλοκές και τις συγκρούσεις αυτές, εξογκώνοντας τα γεγονότα, ανέβαζαν σε χιλιάδες ανδρών τις απώλειες των Τούρκων. Έτσι, ο Αθανάσιος Ξόδιλος σε επιστολή του από 23 Σεπτεμβρίου, που αναφέρεται σε γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου, γράφει από το Ρέννι προς τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό:
«Ο ήρως Ολύμπιος εις τα βουνά της Μολδαβίας κατέστρεψε και τετάρτην φοράν χιλιάδας βαρβάρων, όπου εκινούντο εναντίον του, με νίκην λαμπράν».
Στην αυγή της λογοτεχνικής δημιουργίας κάθε λαού βρίσκεται το δημοτικό τραγούδι. Άλλωστε είναι αυτονόητο ότι ο προφορικός λόγος προηγείται του γραπτού. Έτσι και στην ελληνική λογοτεχνία. Πρώτα δημιουργήθηκαν τα δημοτικά τραγούδια που μιλούσαν για έργα και ημέρες θεών, ημιθέων, ηρώων, κοινών θνητών. Αυτά και η γλώσσα τους έθρεψαν τον Όμηρο. Ύστερα ήρθαν οι λυρικοί ποιητές. Οι πεζογράφοι ακολούθησαν. Έτσι έγινε στην Αρχαία Ελλάδα.
Έτσι, όμως, έγινε και στη Νέα Ελλάδα. Στην αυγή της νεοελληνικής λογοτεχνίας βρίσκονται πάλι τα δημοτικά τραγούδια είναι τα Ακριτικά. Αυτά έθρεψαν το λόγιο έπος «Διγενής Ακρίτας». Μόνο που δεν ακολούθησαν αμέσως, όπως θα ανέμενε κανείς, η λυρική ποίηση και η έντεχνη πεζογραφία. Και τούτο διότι οι βυζαντινοί λόγιοι, προσηλωμένοι στην καθαρεύουσα της εποχής, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ποιητική καλλιεργημένη λαϊκή γλώσσα των δημοτικών / ακριτικών τραγουδιών. Ύστερα, ανακόπηκε και η πνευματική πορεία του Έθνους.
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η πόλη της Πρέβεζας και ιδίως οι αλλαγές που υπέστη στο οικονομικό, οικιστικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο ως συνέπεια της απώλειας του διαμετακομιστικού της ρόλου.
Οι Συρρακιώτες είναι η δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα, μετά τους Λευκαδίτες, που αναπτύχθηκαν οικονομικά, πολιτισμικά στην Πρέβεζα μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλη σημασία δίνεται στα αίτια που τους οδήγησαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Πρέβεζα. Επίσης, περιγράφεται η αυτονόμηση των τυροκόμων από τους κτηνοτρόφους, τα κονάκια τους και οι οικισμοί που δημιουργήθηκαν με τη μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη. Επισημαίνεται η μετάβαση των Συρρακιωτών στη νέα παραγωγική δραστηριότητα, την τοματοκαλλιέργεια, καθώς και οι λόγοι που τους ώθησαν σ' αυτό το άλμα.
Οι Συρρακιώτες δεν είναι βέβαια νεοφερμένοι στην Πρέβεζα. Η βιοτεχνική ακμή του ορεινού χώρου στην Ελλάδα επηρέασε και το Συρράκο, που γνώρισε σημαντική άνθηση στην «κατασκευή διαφόρων ειδών μάλλινων υφασμάτων και τυροκομικών προϊόντων». Το Συρράκο, το οποίο είναι «κωμόπολις της Ηπείρου εν τη περιφέρεια Μαλακασίου» και «κείται ανατολικώς των Ιωαννίνων και εις δεκάωρον απόστασιν επί των απόκρημνων κλιτύων της Πίνδου», εκμεταλλεύθηκε με τον καλύτερο τρόπο τα πολλά πρόβατα που είχε και ανέπτυξε μια αξιοθαύμαστη παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η άνθηση αυτή όμως έφερε τους Συρρακιώτες και στην Πρέβεζα, που ήταν διαμετακομιστικό κέντρο της Ηπείρου. Ήρθαν στην πόλη οι ραφτάδες, μια από τις κοινωνικές ομάδες του Συρράκου. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι στη Λάμαρη ξεχείμαζε η άλλη κοινωνική ομάδα του Συρράκου, οι κτηνοτρόφοι, γίνεται κατανοητό πως η ανάπτυξη της τυροκομίας προσέλκυσε όσους Συρρακιώτες ασχολούνταν με το εμπόριο, αφού λόγω καταγωγής είχαν εξασφαλισμένη την προτίμηση των κτηνοτρόφων. Διαβάστε online ή κατεβάστε