Οικονομία, επαγγέλματα, θρησκεία, εκκλησιαστικά μνημεία κ.α

Τσελιγκάτα Βλάχων και Σαρακατσάνων

Γκεσέμι περιβολιώτικου κοπαδιού στην τοποθεσία "Λα κουπάνιϊ"ΓΕΝΙΚΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ - ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟΥ 

Ο αναγνώστης θα μπορούσε να θέσει το εξής ερώτημα: Τι μας ενδιαφέρει τώρα να μάθουμε για τα τσελιγκάτα και ποια ήταν αυτά, μιας και το θέμα αυτό ανήκει πλέον στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι αξίζει τον κόπο να αναφερθούν και αυτό θα διαπιστωθεί με τα παρακάτω γραφόμενα.
Οι συντεχνίες, ενώσεις δηλαδή που προστατεύουν ένα επάγγελμα, αποτέλεσαν ένα σημαντικό φαινόμενο στην βυζαντινή εποχή και ιδιαίτερα στον ελληνικό πολιτισμικό χώρο της Τουρκοκρατίας. Τέτοιες «συνεταιρικές» ενώσεις ήταν οι τεκτονικές ενώσεις (χτίστες-μαραγκοί), τα καραβάνια (αγωγιάτες), οι ενώσεις ψαράδων, ορυχείων, ναυτικών κλπ (καθολικό φαινόμενο στην περίοδο της τουρκοκρατίας).
Ειδικότερα, οι κτηνοτρόφοι δημιούργησαν από παλιά ένα είδος άτυπου κτηνοτροφικού ορεινού συνεταιρισμού, το τσελιγκάτο, όπως επικράτησε να λέγεται, οργάνωση που διακρίθηκε για το δυναμισμό και την αντοχή της σχεδόν μέχρι την εποχή μας.

Το παραδοσιακό κτηνοτροφικό κοπάδι

Κοπάδι προβάτωνΓΕΝΙΚΑ - ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΟΠΑΔΙΩΝ - ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΖΩΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ, ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ, ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Ανατρέχοντας στα λεξικά, διαπιστώνουμε ότι η λέξη κοπάδι (κουπίι) παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κόπτω», αλλά εμφανίζεται μεταγενέστερα ως υποκοριστικό του ουσιαστικού «κοπή» που σημαίνει τμήμα, τεμάχιο (Μπαμπινιώτης). Άρα κοπάδι σημαίνει «τμήμα πολλών ατόμων του ίδιου είδους μαζί».
Ο σαρακατσάνος συγγραφέας Ν. Κατσαρός, όσον αφορά στο τσελιγκάτο, θεωρεί ότι, κοπάδι είναι ένα τμήμα ζώων ενός τσελιγκάτου που αποκόπτεται από τα άλλα λόγω διαφορετικότητας και αρκετές φορές για έναν ξεχωριστό προορισμό (στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, κοπάδια προβάτων, γιδιών κλπ).
Η κατανομή των προβάτων γίνεται με κριτήρια την ηλικία τους και τη δυνατότητά τους να γεννήσουν τον ερχόμενο χειμώνα, την κατάσταση τους από πλευράς εγκυμοσύνης, την παραγωγή ή μη γάλακτος, τη μορφολογία του εδάφους, την εποχή κλπ.

Οι Βλάχες του Μετζιτιέ

Κεστρινιώτες - Αρβανιτόβλαχοι από την ΉπειροΟικονομία, κοινωνία και κοινωνικό φύλο σε μια κοινότητα του Πωγωνίου (Ήπειρος)*
Πριν προχωρήσω στο θέμα μου για τη θέση της γυναίκας θα κάνω μια σύντομη αναφορά στην οικονομία και την κοινωνία των Βλάχων του Κεφαλόβρυσου ή Μετζιτιέ.
Ο ορεινός χώρος της Μερόπης (Νεμέρτσικας) είναι ο τόπος της οικονομικής δραστηριότητας (ημινομαδικής κτηνοτροφίας) των Αρβανιτόβλαχων κατοίκων του Κεφαλόβρυσου (πρ. Μετζιτιέ) Πωγωνίου, το οποίο είναι κτισμένο στους πρόποδες του βουνού. Το Κεφαλόβρυσο είναι κτισμένο σε υψόμετρο 650 μ. Την παλαιά ονομασία του (Μετζιτιέ) την οφείλει, σύμφωνα με την παράδοση, στο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ, ο οποίος διέθεσε το χώρο για να χτιστεί το χωριό, μεταφέροντας τους κατοίκους από την Παλιόχωρα (της οποίας τα ερείπια βρίσκονται σε υψόμετρο 1.000 μ. περίπου στη Νεμέρτσικα. Αυτό συνέβη μετά την εξόντωση του Αλή Πασά από τους Τούρκους, με τον οποίο οι ντόπιοι Βλάχοι (Αρβανιτόβλαχοι) είχαν πολύ στενές σχέσεις. Το μέτρο αυτό απέβλεπε στον άμεσο έλεγχο τους από τις τουρκικές αρχές, γιατί ήταν πάντα ανήσυχα και επαναστατικά στοιχεία. Το 1991 το Κεφαλόβρυσο είχε 1.122 μόνιμους κατοίκους, ενώ το 1940, ο πληθυσμός του ήταν 1.463 κάτοικοι. Μεγάλο μέρος των κατοίκων μετοίκισε μετά το 1960 στη Γερμανία, ενώ πολλοί άλλοι εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Πολιτισμικές μεταφορές και ελληνικές παροικίες

Εισαγωγή εις την Ελληνικήν γλώσσαν, Δημητρίου Νικολάου ΔαρβάρεωςΝέες αναγνώσεις μιας παλιάς ιστορίας με αφορμή το παράδειγμα του Δημητρίου Δάρβαρη.
Στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνήσει τους δρόμους μέσα από τους οποίους ένας εμβληματικός τόπος της ελληνικής ιστορίας, ακαδημαϊκής και δημόσιας, με ιστοριογραφική παράδοση σχεδόν ενός αιώνα, όπως η ιστορία των παροικιών, μπορεί να συναντηθεί και να εμπλουτιστεί ερευνητικά από μια σχετικά πρόσφατη προβληματική της ευρωπαϊκής συγκριτικής ιστορίας που καλεί για πιο διευρυμένες αναγνώσεις εκείνου που έχει καθιερωθεί να θεωρείται εθνικά μοναδικό και κατά τόπους ιδιαίτερο, δηλαδή, από την προβληματική των πολιτισμικών μεταφορών.
Βέβαια, σε όσους και όσες αντλούν την ερευνητική τους ταυτότητα από τον σκληρό πυρήνα της ιστορίας των παροικιών, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πιθανό να μην φαίνεται ούτε τόσο προκλητικό ούτε τόσο πρωτότυπο. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο, παραδοσιακό ιστοριογραφικό πεδίο, τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει επιδείξει μια μοναδική κινητικότητα ως προς την ανανέωση των ερωτημάτων και των εργαλείων του, καθώς και μια ιδιαίτερη διάθεση ανταπόκρισης σε σύγχρονα ιστοριογραφικά ρεύματα και σε προβληματισμούς της διεθνούς ιστορικής κοινότητας. Η μελέτη του πάλαι ποτέ ένδοξου «παροικιακού ελληνισμού» ή των «ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού» έχει πλέον συναντηθεί και δοκιμαστεί με τις σύγχρονες θεωρήσεις του μεταναστευτικού φαινομένου, με τις θεωρίες της διασποράς, της διεθνικότητας, όσο και με εργαλεία και θεματικές της επιχειρηματικής ιστορίας, της δικτυακής ανάλυσης και της μικροϊστορίας.1

Αναζήτηση