«Η Μοσχόπολις δύναται να καυχηθή, ότι έσχεν ήδη τον δέκατον έβδομον αιώνα και έτι μάλλον τον δέκατον όγδοον άντρας λογίους, οίτινες διά της φιλεργίας αυτών και των συγγραφών ουκ ολίγον συνετέλεσαν εις την ανύψωσιν της αγωγής του υπό των τυράννων δυναστευομένου ελληνικού έθνους».1
Αυτή είναι η εικόνα του πνευματικού περιβάλλοντος της Μοσχόπολης όπως παραδίδεται στις σελίδες του Νέου Ελληνομνήμων του 1913 από τον Σπυρίδωνα Λάμπρου, διαπρεπή Έλληνα ιστορικό και καθηγητή του Πανεπιστημίου των Αθηνών.
Είναι πράγματι γεγονός ότι οι εμπορικές επαφές που είχαν αναπτύξει οι Μοσχοπολίτες με τα ακμάζοντα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου της πόλης τους, αλλά και την πρόκληση μιας ζωηρής πνευματικής κίνησης. Η Νέα Ακαδημία της, η πλούσια Βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο που διέθετε, σε συνδυασμό με το συγγραφικό και διδασκαλικό έργο μιας σειράς επιφανών ανδρών κατέστησαν την πόλη κέντρο αναφοράς της ελληνικής εκπαίδευσης των οθωμανοκρατούμενων χρόνων.2 Εξέχουσα θέση μεταξύ των λογίων της κατέχουν ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης,3 συγγραφέας της Πρωτοπειρίας, ο ιερομόναχος Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης,4 πρώτος μεταφραστής της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα και ο ιερέας Δανιήλ Μοσχοπολίτης,5 ο οποίος συνέγραψε το Τετράγλωσσο Λεξικό.
Σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας κατέχει η εκδοτική προσπάθεια που επιχειρήθηκε στην Μοσχόπολη.6 Οι διαδοχικές λεηλασίες της πόλης, όμως, δεν επέτρεψαν την διάσωση δεδομένων που θα φώτιζαν πτυχές της ίδρυσης και εξέλιξης του μοσχοπολίτικου τυπογραφείου, με αποτέλεσμα σήμερα να γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα με βεβαιότητα και στην ουσία μόνο όσα προέρχονται μέσα από τις σωζόμενες εκδόσεις του. Σχετικά με την σύσταση του τυπογραφείου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, αποκλίνουσες και συγκρουόμενες στην πλειοψηφία τους. Το κτήριο που στεγαζόταν βρισκόταν στο κέντρο της Μοσχόπολης7 αλλά η ακριβής χρονολογία έναρξης της λειτουργίας του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Οι εργασίες ανέγερσης θα κάλυψαν μάλλον το διάστημα 1720-1730, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν ότι το τυπογραφείο είχε αρχίσει την εκδοτική του δραστηριότητα πολύ πιο πριν, το 17108 ή το 17209 χωρίς όμως να εκλείπουν οι μελετητές που θεώρησαν ότι το τυπογραφείο άρχισε να λειτουργεί πολύ αργότερα, γύρω στο 1734.10 Οι λιγοστές πηγές που έχουμε στην διάθεσή μας δεν επιτρέπουν την ασφαλή αποδοχή καμίας εκ των παραπάνω υποθέσεων. Δυστυχώς, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ούτε πόσα βιβλία εκδόθηκαν στο τυπογραφείο, ούτε πότε. Πολλοί κάνουν λόγο για 18 βιβλία11 και κάποιοι για 22.12 Οι καταστροφές της πόλης, όμως, καθώς και ο λιγοστός αριθμός των αντιτύπων δεν επέτρεψαν να διασωθούν παρά ελάχιστα. Σήμερα είναι γνωστές 15 αυτοτελείς εκδόσεις, εκ των οποίων οι 12 έχουν εκκλησιαστικό περιεχόμενο,13 γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκδόσεις κλήθηκαν να καλύψουν πρωτίστως θεολογικές και δευτερευόντως εκπαιδευτικές ανάγκες. Σε αυτή την δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι λεξικογραφικές απόπειρες των δασκάλων Θεόδωρου Καβαλλιώτη και Δανιήλ Μοσχοπολίτη, οι οποίοι επιχείρησαν να αποδώσουν ταυτόχρονα στην ελληνική, τη βλαχική και την αλβανική, ο Μοσχοπολίτης και στην βουλγαρική, τις ίδιες λέξεις, για τις οποίες χρησιμοποίησαν μόνο ελληνικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες. Προσπάθησαν δηλαδή να αποδώσουν τους εκάστοτε φθόγγους με βάση το ελληνικό αλφάβητο.14
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης ήταν εκείνος που σφράγισε με το όνομά του και τη δράση του τα εκπαιδευτικά πράγματα της Μοσχόπολης.15 Για εκείνον δεν γνωρίζουμε ούτε την ακριβή χρονολογία της γέννησής του ούτε τον τόπο καταγωγής του.16 Γνωρίζουμε γενικά ότι γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα και σπούδασε στα Ιωάννινα, κοντά στον σπουδαίο Έλληνα λόγιο και διαφωτιστή, Ευγένιο Βούλγαρη από τον οποίο διδάχθηκε φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και μεταφυσική, έγινε δέκτης των μηνυμάτων του Διαφωτισμού και μετά το τέλος των σπουδών του πήγε στη Μοσχόπολη, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας.17 Δάσκαλος και κατόπιν διευθυντής της Νέας Ακαδημίας, συνέβαλε καθοριστικά στην ανέγερση και την ολοκλήρωσή της, ενώ στο διάστημα της δικής του παρουσίας έφτασε στο ανώτατο σημείο της ακμής της. Πέρα, όμως, από την διδασκαλική του ιδιότητα ο Καβαλλιώτης παρήγαγε και σημαντικό πνευματικό έργο, το οποίο αποτυπώνεται έκδηλα και μέσα από την γόνιμη συγγραφική του παραγωγή.18
Ωστόσο, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ασφάλεια κατά πόσο εκδόθηκαν στην Μοσχόπολη ή κάπου αλλού τα τρία φιλοσοφικού περιεχομένου χειρόγραφά του η Λογική Πραγματεία , η Φυσικής Πραγματεία και η Μεταφυσική.19 Αυτό που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι ότι το 1760 ο Καβαλλιώτης εξέδωσε στην Μοσχόπολη την Εισαγωγή της Γραμματικής, η οποία αποτελείται από 144 σελίδες20 και επανεκδόθηκε στην Βενετία το 1774,21 ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 1770 εξέδωσε στην Βενετία το πιο σημαντικό από τα έργα του, την Πρωτοπειρία.22 Πρόκειται για ένα σύγγραμμα που αποτελείται από 104 σελίδες, είναι γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα και από την αρχή κιόλας καθιστά γνωστό ότι συντάχτηκε με σκοπό να ανταποκρίνεται στις διδακτικές ανάγκες της Νέας Ακαδημίας. Ο θρησκευτικός της χαρακτήρας γίνεται άμεσα αντιληπτός καθώς θρησκευτικού περιεχομένου ξυλογραφίες, προσευχές, κομμάτια της βίβλου, τροπάρια και εκκλησιαστικοί ύμνοι διατρέχουν τις περισσότερες σελίδες της.
Μετά από μια σύντομη εισαγωγή του συγγραφέα ο αναγνώστης διαβάζει διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα και προσευχές. Ακολουθεί το τρίγλωσσο λεξικό και η Πρωτοπειρία συνεχίζει με κείμενα εκκλησιαστικού περιεχομένου αναφερόμενα στον Ευαγγελισμό. Έπεται μια σύντομη εκκλησιαστική ιστορία και ακολουθεί μια πολυσέλιδη συλλογή γνωμικών, νουθεσιών και προτροπών, μέσα από τις οποίες οι νέοι αναγνώστες του βιβλίου καλούνται να σκιαγραφήσουν μια εικόνα του παρελθόντος και του παρόντος, τέτοια που θα τους επιτρέψει στη συνέχεια να διαμορφώσουν την δική τους θεωρία και αντίληψη για το μέλλον, βασισμένη πάντοτε στις αρχές της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Ακολουθούν εκκλησιαστικοί ψαλμοί και τέλος μια σύντομη παράθεση κανόνων της αριθμητικής.23
Μέρος της Πρωτοπειρίας, το οποίο εκτείνεται στις σελίδες 13-58, αποτελεί το περίφημο τρίγλωσσο λεξικό του Καβαλλιώτη. Κάτω από τον τίτλο Λεξικόν Ελληνικόν, απλούν και Βλαχικόν και Αλβανικόν24 βρίσκονται 1170 λέξεις, οι οποίες είναι τοποθετημένες σε τρεις κάθετες στήλες και αποδίδονται παράλληλα στα ελληνικά, τα βλαχικά και τα αλβανικά. Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι για ολόκληρο το λεξικό έχουν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ελληνικοί χαρακτήρες.25 Ο έντονος θρησκευτικός προσανατολισμός από τον οποίο διαπνέεται η Πρωτοπειρία οδήγησε κάποιους στο να υποστηρίξουν ότι η έκδοσή της πιθανώς να είχε θρησκευτικούς σκοπούς. Η διάδοση της ουνίας στην περιοχή, παράλληλα με την αύξηση των εξισλαμισμών, είχαν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και είχαν προκαλέσει τους ορθόδοξους ιερείς να ακολουθήσουν μια αντίστοιχη εκστρατεία με σκοπό την ανατροπή αυτής της κατάστασης.26 Εκτός από αυτά τα δύο έργα στον Καβαλλιώτη έχουν αποδοθεί και κάποια άλλα, τα οποία, όμως, δεν σώζονται. Πρόκειται για μια ιστορία της Ακαδημίας της Μοσχόπολης, διάφορα ποιήματα καθώς και μια μετάφραση της Καινής Διαθήκης από την αλβανική στην ελληνική, για την οποία πολλοί υποστήριξαν ότι ήταν δημιούργημα του Καβαλλιώτη και όχι του Αργυροκαστρίτη. Τέλος, ο Καβαλλιώτης το 1750 επιμελήθηκε και εξέδωσε στη Μοσχόπολη, στο μοναστήρι του Αγίου Ναούμ μια Οκτώηχο.27
Χωρίς αμφιβολία η λεξικογραφική απόπειρα του Καβαλλιώτη αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα δύο φιλολογικά έργα του αποδεικνύουν την αναγνώριση εκ μέρους του, του σημαντικού ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει στο μέλλον η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Καθώς μόνο αυτή είναι σε θέση να προκαλέσει και να επιτύχει την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου έθνους προσπάθησε να την καταστήσει προσιτή τόσο στους μαθητές του, όσο και στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα της περιοχής του.
Αρκετοί ξένοι μελετητές ασχολήθηκαν με το λεξικό του μοσχοπολίτη δασκάλου και ιερέα, άλλοι με περισσότερα και άλλοι με λιγότεροι επιστημονικά κριτήρια,28 ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ένα λεξικό ελληνικών, βλαχικών και αλβανικών λέξεων αποτελεί από μόνο του σπουδαίο υλικό για να προκαλέσει στρατευμένες μελέτες, οι οποίες κάθε φορά υπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα.29 Η αποδοχή της εν λόγω πραγματικότητας επιτείνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς την περίοδο και τον χώρο που γράφτηκε το λεξικό. Έτσι, αν και οι προθέσεις είναι γνωστές, εντούτοις ηχεί κάπως υπερβολική η θεώρηση του Victor Papacostea ότι ο Καβαλλιώτης αποτελεί έναν από τους προδρόμους της συγκριτικής γλωσσολογίας. Εξίσου υπερβολικές είναι άλλωστε και πολλές άλλες θεωρήσεις του Ρουμάνου μελετητή, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καβαλλιώτης τύπωσε την Πρωτοπειρία του στην Βενετία γιατί φοβόταν τις διώξεις που θα του ασκούσαν οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι της πόλης του.
Στην ίδια ακριβώς αιτία εντοπίζει ο Papacostea και τους λόγους της εξαφάνισης της Πρωτοπειρίας λίγα μόλις χρόνια μετά την έκδοσή της. Όπως υποστήριξε, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, κάτω από τις μεθοδευμένες πιέσεις του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης άσκησαν από τα τέλη του 18ου αιώνα έναν άκαμπτο πόλεμο σε όλα εκείνα τα βιβλία που είχαν ως στόχο την πνευματική αναγέννηση των υπόδουλων λαών της βαλκανικής χερσονήσου. Όλων εκείνων των διαφορετικών εθνικών ομάδων της βαλκανικής που οραματίζονταν την απελευθέρωσή τους και την ίδρυση ξεχωριστών κρατών.30 Γενικότερα πάντως η ρουμανική προπαγανδιστική ιστοριογραφία προσπάθησε πολλές φορές να ιδιοποιηθεί την εκπαιδευτική και τυπογραφική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην Μοσχόπολη και να θεωρήσει τους λογίους της πόλης ως Ρουμάνους στην καταγωγή.31 Το έργο του Καβαλλιώτη συνέχισε ο μαθητής του Δανιήλ Μοσχοπολίτης, δάσκαλος που ασπάστηκε και αυτός το ιερατικό σχήμα και εξέδωσε δικό του λεξικό. Γεννήθηκε γύρω στα 1754 στην Μοσχόπολη και πέθανε περίπου το 1822, άγνωστο πού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δανιήλ Μιχάλης Αδάμης Χατζής32 και καθιερώθηκε στα εκπαιδευτικά πράγματα με την έκδοση του έργου του Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανικής.33 Γεγονός είναι ότι σε ολόκληρο το βιβλίο δεν σημειώνεται πουθενά η παραμικρή πληροφορία αναφορικά με το τυπογραφείο, τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσής του, στοιχείο που οδήγησε τους κατά καιρούς μελετητές σε διάφορες εικασίες, οι οποίες ωστόσο δεν ταυτίζονται.34 Γενικότερα, η Βενετία και η Βιέννη προβάλλονται ως τόποι έκδοσής του το διάστημα μεταξύ 1794 -1802.35
Η Εισαγωγική Διδασκαλία , αφιερωμένη στον Μητροπολίτη Πελαγονίας Νεκτάριο, απευθυνόταν στους νέους, όπως φαίνεται από τις διαρκείς προσφωνήσεις του συγγραφέα.36 Παρόλο που ο τίτλος παραπέμπει απερίφραστα σε ένα εγχειρίδιο λεξικογραφικού περιεχομένου, εντούτοις εντύπωση προκαλεί ότι το λεξικό όχι μόνο δεν αποτελεί το αποκλειστικό περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά δεν καταλαμβάνει ούτε το μεγαλύτερο τμήμα του. Αποτελεί παράδοξο, αλλά από τις 99 συνολικά σελίδες ο Μοσχοπολίτης κάλυψε ακριβώς τις μισές σελίδες του έργου του για να προβάλλει και να διοχετεύσει στους νέους μαθητές τις θέσεις του στα θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνίας και της εργασίας. Ο Μοσχοπολίτης δηλαδή αντιμετώπισε την Εισαγωγική Διδασκαλία ως ένα μέσο για τη διαπαιδαγώγηση των νέων σε θέματα που ξέφευγαν από τους αυστηρά οριοθετημένους περιορισμούς της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Βασικό ζητούμενό του ήταν να επιτύχει την σωστή κοινωνικοποίηση των μαθητών του, η οποία θα τους οδηγούσε επιτυχώς στην ένταξή τους στο μετέπειτα εργασιακό τους περιβάλλον. Εκτός από τα θέματα της κοινωνίας και της εργασίας, ο Μοσχοπολίτης ασχολήθηκε επίσης και με ζητήματα που σχετίζονταν με τη φύση, την οικονομία, την υγεία, την οικογένεια και τη θρησκεία.37
Αν και αρχικά προβάλλει ως παράδοξη η θεματική του εν λόγω βιβλίου, εντούτοις μια προσεκτικότερη ανάγνωση αποδεικνύει ότι η δομή αυτή δεν προέκυψε καθόλου τυχαία. Η προσπάθεια του συγγραφέα να καταγράψει τις ενδεδειγμένες κοινωνικές συμπεριφορές και τα πρότυπα που πρέπει να έχουν οι νέοι και να τα καταστήσει αυτά προσιτά μέσα από ένα εγχειρίδιο γραμμένο στην απλή Ρωμαϊκή δηλώνει πολλά τόσο για το αναγνωστικό κοινό του βιβλίου, όσο και για τα δεδομένα της περιοχής στην οποία απευθύνθηκε. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε στην εισαγωγή του λεξικού του σκοπός του ήταν: «Ρωμαίικια γλώσσα θέλωντας τους πάντας να διδάξη και τα Βουλγαραλβανικά ήθη να μεταλλάξη».38
Η απλή γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Μοσχοπολίτης συνειδητά μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι σκοπός του ήταν το βιβλίο του να μπορεί να διαβάζεται και από ανθρώπους που δεν κατείχαν κάποια ιδιαίτερη μόρφωση. Ο συγκερασμός αυτός της διατύπωσης σε απλή γλώσσα νοοτροπιών και συμπεριφορών, παράλληλα με ένα τετράγλωσσο λεξικό σκιαγραφούν το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής της Μοσχόπολης, μέσα στο οποίο κατοικούσαν πολλές αλλόγλωσσες ομάδες για τις οποίες απαιτούνταν ένα μέσο γλωσσικής συνεννόησης στις μεταξύ τους σχέσεις. Δεν πρέπει να λησμονείται άλλωστε ότι την περίοδο αυτή δεκάδες Βλάχοι, Αλβανοί και Βούλγαροι είχαν ακολουθήσει τους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στην Κεντρική Ευρώπη αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Σε αυτό το πολυεθνικό εμπορικό περιβάλλον η ελληνική γλώσσα κατείχε την πρώτη θέση για τους λαούς της Βαλκανικής.39
Οι ανάγκες δηλαδή που κλήθηκε καλύψει η έκδοση του τετράγλωσσου λεξικού του καταδεικνύουν βαθύτερες οικονομικές, πολιτισμικές και εθνικές συνισταμένες που όριζαν την καθημερινή ζωή της ευημερούσας πόλης.40 Με βάση αυτά τα δεδομένα προβάλλει ενδιαφέρουσα η θέση της Αγγελικής Κωνσταντακοπούλου που διέκρινε στο Λεξικό του Μοσχοπολίτη να συμβαίνουν «δύο παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες διαδικασίες».41 Η μια από αυτές στόχευε στην κοινωνική και η άλλη στην πολιτισμική αναγέννηση του αναγνωστικού κοινού. Η πολύχρονη επαφή με την φωτισμένη Δύση είχε ήδη προκαλέσει τον σχηματισμό ενδεδειγμένων κοινωνικών προτύπων και συμπεριφορών. Για τους δεκάδες αλλόφωνους που ζούσαν στην Μοσχόπολη και αναζητούσαν διαρκώς την κοινωνική και οικονομική τους ανέλιξη τόσο μέσα όσο και έξω από αυτήν, ο Δανιήλ βεβαίωσε ότι μπορούν να τις επιτύχουν. Εκείνο που προαπαιτούνταν ήταν ο γλωσσικός τους εξελληνισμός.
Ο πολιτισμικός χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος προβλήθηκε και μέσα από την Πρωτοπειρία του Καβαλλιώτη, εξακολουθεί να υφίσταται και για τον Μοσχοπολίτη, ο οποίος, όμως, έδωσε στην γλώσσα και μια νέα συνισταμένη, αυτήν της κοινωνικής λειτουργίας που μπορεί να επιτελέσει. Οι νεαροί μαθητές του στο σχολείο, όλοι εκείνοι που αποτελούσαν την ανερχόμενη γενιά της πόλης, έπρεπε να αποκτήσουν το πολιτισμικό υπόβαθρό που μπορούσε να τους προσφέρει η ελληνική γλώσσα, αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο που παρείχαν οι καταξιωμένες και αναγνωρισμένες κοινωνικές αντιλήψεις. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να επιτύχουν στην πορεία της ζωής τους.42
Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η Πρωτοπειρία του Θεόδωρου Καβαλλιώτη επηρέασε καθοριστικά τον Δανιήλ Μοσχοπολίτη. Παρά τα εμφανή κοινά τους στοιχεία, όμως, υπάρχουν και έκδηλες διαφορές ανάμεσα στα δύο έργα. Εκείνο που διαπνέει την Πρωτοπειρία από την αρχή μέχρι το τέλος της είναι ο έντονος θρησκευτικός της χαρακτήρας. Οι περισσότερες σελίδες της έχουν εκκλησιαστικό περιεχόμενο, ενώ ακόμα και στην ανάλυση ζητημάτων που ξεφεύγουν της εκκλησίας κυριαρχεί η έννοια του Θεού. Αντίθετα, η Εισαγωγική Διδασκαλία του Μοσχοπολίτη περιλαμβάνει ένα μόνο κείμενο θεολογικής φύσης, την «Χριστιανική Διδασκαλία», ενώ όλο το υπόλοιπο μέρος της διατρέχεται από χρηστικές γνώσεις που πρέπει να έχουν οι νέοι, γνώσεις που θα τους εξυπηρετούσαν στις καθημερινές τους επαγγελματικές και κοινωνικές ανάγκες. Επιπλέον, ουσιώδεις διαφορές εντοπίζονται και ως προς την γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι δύο λόγιοι. Ο Καβαλλιώτης χρησιμοποίησε την αρχαΐζουσα, ενώ ο Μοσχοπολίτης την απλή καθομιλουμένη. Η πραγματικότητα αυτή τοποθετεί τα δύο έργα σε διαφορετική βάση, τόσο αναφορικά με τον λειτουργικό σκοπό που κλήθηκαν να επιτελέσουν, όσο και για το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνονταν. Ο Καβαλλιώτης μπορούσε να γίνει προσιτός σε ένα κοινό που γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και διακρινόταν από βαθύτερη μόρφωση, ενώ αντίθετα ο Μοσχοπολίτης απευθυνόταν σε ένα κοινό με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Εκείνο επίσης που προκαλεί εντύπωση είναι ότι από τις 1170 λέξεις που χρησιμοποίησε ο Καβαλλιώτης και από τις 800 περίπου που χρησιμοποίησε ο Μοσχοπολίτης, μόνο οι 296 είναι κοινές. Η διαφορετικότητα λοιπόν που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο, την γλώσσα και το αναγνωστικό κοινό των δύο εκδόσεων επιτρέπουν να ληφθούν κάποιες αποστάσεις σχετικά με το κατά πόσο η Πρωτοπειρία στάθηκε ως πρότυπο για την Εισαγωγική Διδασκαλία, όπως υποστήριξαν κάποιοι μελετητές.43 Σε κάθε περίπτωση αυτό που παραμένει δεδομένο και στοιχειοθετεί την κοινή βάση των δύο έργων είναι η βαθιά πεποίθηση των συγγραφέων τους ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί το κυρίαρχο γλωσσικό όργανο επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς της Βαλκανικής.44
Η παιδεία που προκύπτει μέσα από την ορθή γνώση και χρήση της γλώσσας επιτρέπει την κοινωνική, επαγγελματική και πολιτισμική πρόοδο των ατόμων. Αυτή η παιδεία εκδηλώνεται μέσα από συγκεκριμένες συμπεριφορές, την ποικιλία των οποίων προσπάθησαν να καλύψουν οι δύο λόγιοι. Είναι σημαντικό δηλαδή να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τη σημασία των δύο αυτών λεξικών μέσα στο πολύγλωσσο και πολυεθνοτικό περιβάλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με έναν τέτοιο τρόπο που θα ξεπερνά τον αρχικό, αλλά και περιορισμένο χαρακτήρα τους, ως μέσου δηλαδή εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, και θα τα αντιμετωπίζει ως ένα «πολιτισμικό όργανο» που αντικατοπτρίζει, προσδιορίζει και ερμηνεύει ένα πολυεδρικό σύστημα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και εθνικών συνισταμένων.45
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι προσπάθειες καταγραφής και μετάφρασης βλαχικών λέξεων είχαν επίσης γίνει από τους Κωνσταντίνο Ουκούτα, Κωνσταντίνο Ρόζια, Μιχαήλ Μποϊατζή και Δημήτρη Δάρβαρη, οι οποίοι εξέδωσαν και κυκλοφόρησαν τις εργασίες τους στο εξωτερικό. Ωστόσο θα ήταν μεγάλο λάθος οι εν λόγω λεξικογραφικές προσπάθειες και θέσεις των συγγραφέων να συγχέονται με τις αντίστοιχες των Καβαλλιώτη και Μοσχοπολίτη, καθώς στόχευαν και υπηρετούσαν εντελώς διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς που αφορούσαν στην παρουσία των Ελλήνων στην Αυστροουγγαρία.
Σε μια γενικότερη θεώρηση εκείνο που προκύπτει από τη μελέτη των εκδόσεων του μοσχοπολίτικου τυπογραφείου είναι ότι τόσο το περιεχόμενό τους, όσο και οι χρηματοδότες τους καθιστούν χωρίς καμία αμφιβολία φανερούς τους σκοπούς που προσπαθούσε να καλύψει. Ο μεγάλος αριθμός των ακολουθιών που εκδόθηκαν, ακολουθίες κυρίως νεομαρτύρων,46 επεδίωκαν την τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος του υπόδουλου ποιμνίου, σε μια εποχή που οι εξωμοσίες είχαν λάβει εξαιρετικά αυξητικές τάσεις, ενώ και η διείσδυση του καθολικισμού γινόταν με γοργούς ρυθμούς από την παπική εκκλησία (Propaganda Fide).47 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει ότι το τυπογραφείο της Μοσχόπολης λειτούργησε όχι ως ένας φορέας που θα επέφερε κέρδος στον ιδιοκτήτη του, αλλά ως ένα κέντρο που στόχευε στην πνευματική καθοδήγηση. Ένα κέντρο που σκοπό του είχε να εξυπηρετήσει πολύ συγκεκριμένες ανάγκες όχι μόνο της ίδιας της Μοσχόπολης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της. Το περιεχόμενο των εκδόσεων μπορεί κάτω από μια γενικευμένη οπτική να είχε καθολικό χαρακτήρα, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες ολόκληρου του υπόδουλου Γένους, αλλά κυρίως τις ειδικότερες ανάγκες της περιοχής που εκτεινόταν γύρω από την Μοσχόπολη.
Η λεξικογραφική δραστηριότητα στη Μοσχόπολη – Μια προσπάθεια προώθησης της ελληνικής γλώσσας στη νότια βαλκανική
Νάντια Καρακώστα
Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ελληνισμός και Βαλκάνια – αμφίδρομες σχέσεις: γλώσσα, ιστορία, λογοτεχνία, πολιτισμός (1453-2019). Πρακτικά 4ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών των Βαλκανικών Χωρών, Τόμος Γ΄
Πρακτικά 4ου Συνεδρίου των Νεοελληνιστών των Βαλκανικών Χωρών (Κομοτηνή, 22-24 Νοεμβρίου 2019)
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών, Εργαστήριο Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
Κομοτηνή 2022
ABSTRACT
Moschopolis (alb.Voskopojë) is located around 20 km, northwest of Korca, at an altitude of 1.200 meters. Because of the greatness that Moschopo-lis possessed during its prosperity at the 17th century, the city soon drew theattention of many researchers. More specifically, the economic growth and prosperity of the city caused the interest of all those who studied its economic structures and functions.The spectacular economic and cultural growth in conjunction with thepolitical and social structures, that Mo-schopolis developed, deservingly highlighted it as one of the most impor-tant commercial and industrial centres of Southeastern Europe, a contem-porary community which contributed more than any other to diffusion of European Enlightenment to the territories of the Balkan Peninsula.
Prominent among its scholars are Theodoros Kavalliotis, author of Protopiria, the monk Gregory of Argyrokastritis, the first translator of the New Testament into Albanian, and the priest Daniel Moschopolitis, who wrote thefour languages Lexicon.The printing house of Moschopolis func-tioned not as a body that would bring profit to its owner, but as a center that aimed at spiritual guidance. A center that aimed to serve very specific needs not only of Moschopolis itself, but also of its wider area. The content of the publications may, from a generalized point of view, be of a universal character, however in no case did it serve the needs of the entire enslaved Greeks, but mainly the special needs of the area that stretched around Moschopolis.
1. Σπ. Λάμπρου, «Ιστορικά σημειώματα περί του Ηπειρωτικού ζητήματος», Νέος Ελληνομνήμων Ι΄ (1913), σ. 370-443.
2. Θ. Βελλιανίτης, «Μια εξαφανισθείσα πόλις. Η Μοσχόπολις της Β. Ηπείρου», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος (1922), σ. 226-239· Κ. Μοσκώφ, «Τα όρια του νεοελληνικού διαφωτισμού», στο βιβλίοτου Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909. Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου , Αθήνα 21974: [χ.ο.], σ. 96-102.
3. Για τη ζωή και τη δράση του Θεόδωρου Καβαλλιώτη βλ. Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π.· T. A. Kaballiotes – A. Hetzer, Das Dreisprachige Wö rterverzeichnis Von Theodoros Anastasiu Kavalliotis: Aus Moschopolis, Gedruckt 1770 In Venedig: Albanisch-deutsch-neugriechisch-aromunisch., Hamburg 1981: Buske· V. Papacostea, “Teodor Anastasie Cavallioti. Trei manuscrise inedite” [Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης. Τρία ανέκδοτα χειρόγραφα], Revista Istorică Română 1 (1931), σ. 383-402, 2 (1932), σ. 59-82· M. Ruffini, “Teodoro Anastasie Cavallioti, scrittore moscopolitano dal sec. XVIII”,Rivistad’ Albania 2 (1942), σ. 110-125· Κ. Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, Αθήνα 21928: Τύποις Ι. Βάρτσου, σ. 18· Γ. Ζαβίρας – Τ. Γριτσόπουλος, Νέα Ελλάς, ή, Ελληνικόν θέατρον, Αθήνα 1972: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σ. 319-320. Ο γιος του, Αναστάσιος Καβαλλιώτης χειροτονήθηκε και αυτός ιερέας και προσέφερε τις υπηρεσίες του το 1808 στον ελληνορθόδοξο ναό του Miskolc, βλ. σχετικά M. D. Peyfuss, «Η “Νέα Ακαδημεία” της Μοσχόπολης (1744-1769)», Ελληνικά ιστορικά εκπαιδευτήρια στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα Πρακτικά Συνεδρίου , Αθήνα 2002: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σ. 153-158· V. Papacostea, “Povestea unei cârti. Protopirialui Cavallioti ‘einunicum’. Extras din omagiului Const. Kitrescu” [Η ιστορία ενός βιβλίου. Η Πρωτοπειρία του Καβαλλιώτη “ein unicum”], μτφρ. Μαρία Παπαγεωργίου, Δελτίον Ρουμανικής Βιβλιογραφίας 3 (1970), σ. 7-16.
4. Ε. Κουρίλας, Αλβανικαί Μελέται, η μετάφρασις της Καινής Διαθήκης εις το Αλβανικόν, Θεσσα-λονίκη 1933: Μ. Τριανταφύλλου και Σιας, σ. 1-4· Γ. Κονιδάρης, Η ελληνική εκκλησία ως πολιτιστική δύναμις εν τη ιστορία της χερσονήσου του Αίμου, Αθήνα 1948: [χ.ό.], σ. 187-189.
5. Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Νεοελληνική Φιλολογία ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι Βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ’ Ελλήνων εις την ομιλουμένην, ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν, Αθήνα 1854: Βιλαράς – Λιούμης, σ. 259.
6. Αποκλειστικά για το τυπογραφείο της Μοσχόπολης βλ. M. D. Peyfuss, Die Druckereivon Moscho-polis, 1731-1769, Buchdruckund Heiligenverehrungim Erzbistum Achrida , Vienna 1996: Böhlau, σ. 47-94· ο ίδιος, “The Printing Shop of Moschopolis”, Μοσχόπολις Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1999: Ε.Μ.Σ., σ. 199-206· Χρ. Πατρινέλης, Το ελληνικό βιβλίο κατά την Τουρκοκρατία (1476-1820), Θεσσαλονίκη 1989: Α.Π.Θ., σ. 23-24.
7. Κων. Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, ό.π., σ. 15· Θ. Βελλιανίτης, «Μια εξαφανισθείσα πόλις», ό.π.
8. Μ. Παρανίκας, Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 Μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ΄.) εκατονταετηρίδος , Κωνσταντινούπολη 1867: Α. Κορομηλάς, σ. 80· Αντ. Σπηλιωτόπουλος, Βλαχόφωνοι Έλληνες και η Ρουμανική προπαγάνδα, Αθήνα 1905: Το Κράτος, σ. 33.
9. Κων. Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, ό.π., σ. 15· Δ. Καλλίμαχος, «Ο πολιτισμόςτης Μοσχοπόλεως», Παναθήναια 27 (1913), σ. 5-12· Θ. Βελλιανίτης, «Μια εξαφανισθείσα πόλις», ό.π.
10. Βλ. σχετικά Σπ. Λάμπρου, «Ιστορικά σημειώματα», ό.π.· Παν. Αραβαντινός, Ιστορία της ελληνικής παιδείας παρ’ Έλλησιν, εισ.-επιμ. Ε. Ι. Νικολαΐδου, Ιωάννινα 1986: Ε.Η.Μ., σ. 239· ο ίδιος, Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία, τ. Α΄, εισ. Κ. Θ. Δημαράς, επιμ. Ε. Ι. Νικολαΐδου, Ιωάννινα 1984: Ε.Η.Μ., σ. 123, σημ. 1.
11. Ε. Κουρίλας, «Η Μοσχόπολις και η Νέα Ακαδημεία αυτής. Η καταγωγή των Κουτσοβλάχων και η εγγραμμάτισις της γλώσσης αυτών», Θεολογία 12 (1934), σ. 69-84, 149-161, 314-335.
12. Ν. Σκιαδάς, «Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης και οι εκδόσεις του»,Νέα Εστία 83 (1968), σ. 802-808· ο ίδιος, Χρονικό της Ελληνικής τυπογραφίας, τ. Α΄, Αθήνα 1976: Gutenberg, σ. 69· Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας 1500-1769, Αθήνα 1941: Περιηγητική Λέσχη, σ. 24.
13. Γ. Μπώκος, Τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στο χώρο της «Καθ’ ημάς Ανατολής» (1627-1827) , Αθήνα 1997: Ε.Λ.Ι.Α, σ. 89-90.
14. Ν. Σκιαδάς, Χρονικό της Ελληνικής τυπογραφίας, τ. Β΄, Αθήνα 1981: Gutenberg, σ. 305. Για το ζήτημα της λεξικογραφικής αποκωδικοποίησης της βλαχικής βλ. M. D. Peyfuss, Die Aromunische Frage, Ihre Entwicklung von den Ursprüngen bis zum Frieden von Bukarest (1913) unddie Haltung Österreich-Ungarns , Vienna 1974: Böhlau, σ. 23-30· Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια (1750-1850). Το τετράγλωσσο λεξικό του Δανιήλ Μοσχοπολίτη , Ιωάννινα 1988: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σ. 32-33.
15. Για την ζωή και τη δράση του Θεόδωρου Καβαλλιώτη βλ. Ε. Κεκρίδης,Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π.· Κων. Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως, ό.π., σ. 18·
Ζαβίρας – Τ. Γριτσόπουλος, Νέα Ελλάς, ό.π., σ. 319-320. Ο γιος του, Αναστάσιος Καβαλλιώτης χειροτονήθηκε και αυτός ιερέας και προσέφερε τις υπηρεσίες του το 1808 στον ελληνορθόδοξο ναό του Μίσκολτς. Βλ. σχετικά M. D. Peyfuss, «Η “Νέα Ακαδημεία” της Μοσχόπολης», ό.π.· V. Papacostea, “Povestea unei cârti” [Η ιστορία ενός βιβλίου], ό.π.
16. Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες αναφορικά με την καταγωγή του Καβαλλιώτη, καθώς πολλοί έχουν αμφισβητήσει το κατά πόσο γεννήθηκε στην Μοσχόπολη και όχι στην Καβάλα. Βλ. σχετικά Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 20-31.
17. Ό.π., σ. 50-51.
18. V. Papacostea, “Teodor Anastasie Cavallioti”, ό.π.
19. Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 111-114, 116-117, 119-123, 131-138· ο ίδιος, «Η ελληνική παιδεία στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών. Ένα Μοσχοπολίτικο εγχειρίδιο φυσικής του 18ου αιώνα», Χριστιανική Μακεδονία, Πελαγονία. Μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη-Αχρίδα. Πρακτικά Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 2004: University Studio Press, σ. 541-550.
20. Θ. Παπαδόπουλος, Ελληνική βιβλιογραφία (1466ci-1800). Αλφαβητική και χρονολογική ανακατάταξις , τ. Α΄, Αθήνα 1984: Ακαδημία Αθηνών, σ. 218· M. D. Peyfuss, Die Druckerei von Moschopolis, ό.π., σ. 156-159· Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 140-142, όπου και ο πλήρης τίτλος του έργου.
21. Π. Λάμπρου, «Ιστορική πραγματεία περί της αρχής και προόδου της τυπογραφίας εν Ελλάδι μέχρι του έτους 1821», Χρυσαλλίς 3 (1865), σ. 361-364, 398-402· Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 50-51· M. Ruffini, “Teodoro Anastasie Cavallioti”, ό.π.
22. M. Ruffini, “Teodoro Anastasie Cavallioti”, ό.π.· Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης , ό.π., σ. 61-62· ο ίδιος, «Η Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως και η ακτινοβολία της στον βαλκανικό χώρο», Μοσχόπολις Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1999: Ε.Μ.Σ., σ. 79-95. Βλ. αναλυτικά T. A. Kaballiotes – A. Hetzer, Das dreisprachige Worterverzeichnis, ό.π.· Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 148-149.
23. Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 150-153.
24. T. A. Kaballiotes – A. Hetzer, Das dreisprachige Worterverzeichnis, ό.π.· V. Papacostea, “Teodor Anastasie Cavallioti”, ό.π.· M. Ruffini, “Teodoro Anastasie Cavallioti”, ό.π.
25. T. A. Kaballiotes – A. Hetzer, Das dreisprachige Worterverzeichnis, ό.π.· Ν. Σκιαδάς, «Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης», ό.π.· H. F. Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, v. 1, London 1869: John Murray, σ. 289-290· Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 153-155. Ο J. Thunmann επανατύπωσε και κυκλοφόρησε το λεξικό του Καβαλλιώτη προσθέτοντας και μια τέταρτη στήλη με τις λατινικές ονομασίες των λέξεων, A. Boué, Die Europaische Tϋrkei. Deutsch herausgegeben von der Bau ė – Stiftnügs – Commission der kaiserlichen Akademie der Wissenschaften in Wien , v. 1, Wien 1889: Tempsky, σ. 369.
26. Αναμφίβολα από τους πλέον αναγνωρισμένους και ακάματους εκφραστές αυτής της προσπάθειας ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Ε. Κεκρίδης, «Η Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως», ό.π.· ο ίδιος, «Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Νεκτάριος και η “Εισαγωγική Διδασκαλία” του Δανιήλ Μοσχοπολίτη», Χριστιανική Μακεδονία, Πελαγονία, ό.π., σ. 277-291.
27. Ε. Κεκρίδης, Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, ό.π., σ. 161, 163-165.
28. Για παράδειγμα η μελέτη του A. Hetzer βρίσκεται διαμετρικά απέναντι από αυτήν του Αλβανού ερευνητή M. Qafëzezi, “Priftër të qëmocëm punëtorë të shqipes. Protopapa Theodor Nastas Kavalioti Voskopojari (1726-1891)” [Ιερωσύνη των Αλβανών εργαζομένων. Ο πρωτόπαπας Θεόδω-ρος Αναστασίου Καβαλλιώτης από την Μοσχόπολη (1726-1891)], Leka 6/τχ. 8 (1934), σ. 268-274.
29. V. Papacostea, “Teodor Anastasie Cavallioti”, ό.π.· ο ίδιος, “Povestea unei cârti”, ό.π. Στην πρώτη του, ρουμανική έκδοση, Povestea unei cărţi. Protopiria lui Cavalioti. Extrăs din omagiu Const. Kiriţescu [Η ιστορία ενός βιβλίου. Η Πρωτοπειρία του Καβαλλιώτη. Απόσπασμα από την ελεγεία του Κωσνταντίνου Κιριτέσκου], Bucharest 1937: s.n., σ. 3.
30. V. Papacostea, “Teodor Anastasie Cavallioti”, ό.π.· ο ίδιος, “Povestea unei cârti”, ό.π.· ο ίδιος, Povestea unei cărţi, ό.π., σ. 8-16.
31. S. Lambru, Narrating national utopia. The case of Moschopolis in the Aromanian national discourse . Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://institutulxenopol.tripod.com/xenopoliana/ arhiva/2001/pagini/7.htm (τελευταία πρόσβαση 14/09/20).
32. Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π., σ. 32-33.
33. Η πιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη μελέτη του λεξικού του Μοσχοπολίτη έχει γίνει από την Αγγελική Κωνσταντακοπούλου στην μονογραφία της Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π.
34. Θ. Παπαδόπουλος, Ελληνική βιβλιογραφία, τ. Α΄, ό.π., σ. 140· M. E. Picot, Les Roumains de la Macédoine, Paris 1875: Ernest Leroux, σ. 22· Φ. Μιχαλόπουλος, «Συμβολαί εις την Ηπειρωτικήν Βιβλιογραφίαν», Ηπειρωτικά Χρονικά 9 (1934), σ. 173-181.
35. Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π., σ. 64-66.
36. Ό.π., σ. 33.
37. Βλ. αναλυτικά ό.π., σ. 66-114· Ε. Κεκρίδης, «Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Νεκτάριος», ό.π.
38. Δ. Μοσχοπολίτης, Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής, Κωνσταντινούπολη 1802: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.
39. Για την σπουδαιότητα και την εκτεταμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στο εμπόριο της εποχής, η οποία λειτούργησε ως lingua franca βλ. το εμπεριστατωμένο άρθρο του T. Stoianovich, “The Conquering Balkan Orthodox Merchant”, Journal of Economic History 20 (1960), σ. 234-313.
40. Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Νεοελληνική Φιλολογία, ό.π., σ. 259.
41. Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π., σ. 115.
42. Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π., σ. 12-13, 115-116, 141-144· R. Clogg, “Aspects of the Movement for Greek Independence”, στον τόμο R. Clogg (ed), The Struggle for Greek Independence, London 1973: Macmillan, σ. 1-40· Ε. Κεκρίδης, «Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Νεκτάριος», ό.π.
43. Ο Ν. Σκιαδάς σημείωσε ότι το λεξικό του Μοσχοπολίτη ήταν στην πραγματικότητα δεύτερη έκδοση του λεξικού του Καβαλλιώτη με την προσθήκη βουλγαρικού ονοματολογίου. Βλ. σχετικά Ν. Σκιαδάς, «Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης», ό.π.· ο ίδιος, Χρονικό της Ελληνικής τυπογραφίας, τ. Α΄, ό.π., σ. 70.
44. Για όλα τα παραπάνω βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια, ό.π.,σ.59-63.
45. T. A. Kaballiotes – A. Hetzer,Das Dreisprachige Wörterverzeichnis, ό.π.· A. Boué, Die Europaische Tϋrkei, ό.π., σ. 369· Ι. Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800. Το έθνος, η πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων , τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2000: Βάνιας, σ. 75-76· ο ίδιος, Η «Πέραν Ελλάς» και οι «Άλλοι» Έλληνες. Το σύγχρονο Ελληνικό Έθνος και οι Ετερόγλωσσοι Σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912), Θεσσαλονίκη 2003: Βάνιας, σ. 158, 165-170· Κων. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Ήπειρος, Θεσσαλονίκη 1992: Αφοί Κυριακίδη, σ. 300. Για μια συνολικότερη θεώρηση της πνευματικής κατάστασης που επικρατούσε στα Βαλκάνια, όπου και αναφορά στο λεξικό του Μοσχοπολίτη βλ. P. Kitromilides, “‘Imagined Communities’ and the origins of the national question in the Balkans”, European History Quarterly 19/2 (1989), σ. 149-192, επανακυκλοφόρησε το 1994 με τον ίδιο τίτλο, σε έκδοση συλλογής άρθρων του συγγραφέα Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy. Studies in the Culture and Political Thought of South-Eastern Europe , Aldershot: Variorum, 1994.
46. Για τις ακολουθίες βλ. αναλυτικά M. D. Peyfuss, Die Druckerei von Moschopolis, ό.π., σ. 95-140, 146-155· ο ίδιος, «Η “Νέα Ακαδημεία” της Μοσχόπολης», ό.π.· Κ. Νιχωρίτης, «Οι εκδόσεις της Μοσχόπολης και οι Άγιοι Επτάριθμοι», Ηπειρωτικά Γράμματα 10 (Οκτώβριος 2006), σ. 299-322. Βλ. επίσης Γ. Μπώκος, Τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία, ό.π., σ. 89-90· Ö. Fϋves, «Κατάλογος των ελληνικών εντύπων της βιβλιοθήκης του ελληνορθόδοξου σερβικού επισκοπάτου στο Σαιν-Εντρέ της Ουγγαρίας»,Ο Ερανιστής 3 (1965), σ. 97-105· Θ. Παπαδόπουλος,Ελληνική βιβλιογραφία, τ. Α΄, ό.π., σ. 335, τ. Β΄, (παράρτημα) προσθήκαι-συμπληρώσεις-διορθώσεις, Αθήνα 1986: Ακαδημία Αθηνών, σ. 429.
47. Χ. Παπαστάθης, «Το Μοσχοπολίτικο “Συνταγμάτιον Ορθόδοξον” και η ιταλική του μετάφραση από μαθητή του Νικηφόρου Θεοτόκη», Ελληνικά 25 (1925), σ. 192-199· Ν. Σκιαδάς, «Το τυπογραφείο της Μοσχόπολης», ό.π.· Γ. Μπώκος, Τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία, ό.π., σ. 81· Ε. Κουρίλας, «Η Μοσχόπολις και η Νέα Ακαδημεία αυτής», ό.π.· M. D. Peyfuss, Die Druckerei von Moschopolis, ό.π., σ. 159-165.