1. Η Λατινική στην Βαλκανική (Latinum Balcanicum)
Θα προσπαθήσουμε επιγραμματικά, με απλά και λίγα λόγια, να δούμε την εξέλιξη της λαϊκής Λατινικής πρώτα στην Δύση και μετά στη Βαλκανική.
Γενικά όλη η προσέγγιση είναι προσαρμοσμένη (ώστε) να γίνει αντιληπτή από τον μέσο αναγνώστη.
Η λαϊκή λατινική ήταν η προφορική γλώσσα όλων των κοινωνικών τάξεων της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν ταυτίζεται βέβαια με την κλασική Λατινική (γραπτή γλώσσα των Ρωμαίων). Μέχρι περίπου τον 8ο μ.Χ. αιώνα η γλώσσα αυτή δεν έχει πάρει μια συγκεκριμένη μορφή για να χαρακτηριστεί νεολατινική. Αυτή η περίοδος ονομάζεται από τους ειδικούς ‘ρωμανική περίοδος των νεολατινικών γλωσσών’. Από τον 9 ο αιώνα στη Δύση έχουμε τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες των νεολατινικών γλωσσών, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται οι νεολατινικές γλώσσες (γαλλική, ισπανική, ιταλική, πορτογαλική κλπ). Άρα, έτσι απλά, έχουμε μια ‘κοινή’ λαϊκή λατινική (ρωμανική) στη Δύση, που εξελίσσεται στη διαμόρφωση των νεολατινικών γλωσσών αυτής (Δύσης).
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει παράλληλα και στη Βαλκανική. Η Ρωμανική (λαϊκή ‘κοινή’ λατινική) λοιπόν Βαλκανική εξελίσσεται στη διαμόρφωση των 5 νεολατινικών γλωσσών της [Δακορουμανική, Ιστρορουμανική, Κουτσοβλαχική, Μεγλενίτικη και Δαλματική (νεκρή πλέον)].
Αυτή την Ρωμανική Βαλκανική ορισμένοι, όμως, γλωσσολόγοι (συνήθως Ρουμάνοι) την ονομάζουν Πρωτορουμανική , Αρχαία Ρουμανική, Κοινή Ρουμανική κ.ά. , πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Παίζεται έτσι ένα παιχνίδι (πολιτικό), τέτοιο ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρώτα γεννιέται η Ρουμανική και από αυτήν προέρχονται τα Βλάχικα, τα Μεγλενίτικα και τα Ιστρορουμανικά ως διάλεκτοί της. Είναι προφανές ότι αυτό το δόγμα (γένεση των βαλκανικών λατινικών ιδιωμάτων από ένα αρχικό πυρήνα - Δακία) εξυπηρετεί τη διεκδίκηση όλων των λατινοφώνων της Βαλκανικής από τους Ρουμάνους.
Ιστορικά δεν στέκει αυτή η υπόθεση και δεν έχουμε κάποια μαρτυρία. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Βαλκανική και μάλιστα πρώτα κατέκτησαν τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, τρεις αιώνες μετά τη Δακία και είναι φυσιολογικό ο γεωγραφικός χώρος όλης της Βαλκανικής να είχε υιοθετήσει λατινοφωνία και όχι μόνο η Δακία!
Άλλωστε, σύγχρονοι Ρουμάνοι γλωσσολόγοι δεν συμφωνούν με τον όρο πρωτορουμανική και υποστηρίζουν ότι η γένεση των ρωμανικών γλωσσών της Βαλκανικής ακολουθεί την παρόμοια με τη Δύση πορεία και οι γλώσσες της είναι αδελφές μεταξύ τους. Ο Ν. Κατσάνης (‘Οι Βλάχοι’, εκδόσεις University Studio Press, Θεσ/νίκη 2010, σελ.100) μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά μια - γλωσσολογικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος - σημαντική διευκρίνιση Ρουμάνας γλωσσολόγου, που υποστήριξε τον όρο ‘πρωτορουμανική’:
«… Πρόσφατο παράδειγμα είναι η περίπτωση της ελληνορουμάνας γλωσσολόγου, με έργο αναγνωρισμένο στην Ευρώπη, της M. Caragiu - Marioteanu , ελληνοβλαχικής καταγωγής αλλά όχι φιλέλληνος. Εν μέσω αφορήτων πιέσεων είχε την τόλμη να υποστηρίξει ότι το ‘πρωτορουμανική’ είναι definitio nominis και όχι definitio rei που σημαίνει ότι είναι ονοματικός προσδιορισμός, άσχετος με την ουσία του προδιορισμένου. Το definitio rei απαιτεί αντιστοιχία ονόματος και περιεχομένου, γεγονός που για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας παραβιάζεται συχνά. Παράδειγμα πρόσφατο η λεγόμενη «Μακεδονική γλώσσα» ονοματικός προσδιορισμός, άσχετος με την έννοια του όρου που στεγάζει, αφού αφορά ένα σλαβοβουλγαρικό ιδίωμα και ένα πληθυσμό σλαβικής καταγωγής, αλλά προσδιορισμός με ειδικό ιστορικό βάρος που ελπίζουν να ανασύρει από την ανυπαρξία ένα νέο έθνος… ».
Η αλήθεια, όπως δείχνουν τα πράγματα, φαίνεται να είναι η εξής: Ερχόμενοι οι Ρωμαίοι ως κατακτητές στη Βαλκανική, επιβάλλουν τη λατινική, εξαφανίζοντας την Ιλλυρική και την Θρακική γλώσσα και συρρικνώνοντας την ελληνική για επτά αιώνες (δεν την εξαφανίζουν). Μετά, όμως, την εισβολή των σλαβικών φυλών (5ος- 6ος αι.), την αντοχή της ελληνικής γλώσσας στο Βυζάντιο, η λατινική συρρικνώνεται και διασώζεται η περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, οι Δαλματικές ακτές και μερικές νησίδες της με τους γνωστούς Βλάχους, Ιστρορουμάνους και Με(ο)γλενίτες.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στους πρώτους επτά αιώνες της Ρωμαϊκής κατάκτησης στη Βαλκανική κυριαρχεί η λατινική γλώσσα στο βορρά και η ελληνική στο νότο. Ο διαχωρισμός αυτός βασίστηκε στον Τσεχοσλοβάκο ιστορικό και πολιτικό Jirecek, ισχύει μέχρι σήμερα στην επιστήμη της ιστορίας και γλωσσολογίας και είναι γνωστός ως γραμμή Jirecek (Λισσός Αλβανίας - Σκόπια - Σόφια - εκβολές Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα).
Άρα η λατινική της Βαλκανικής (Latinum Balcanicum) κληροδότησε τη δακορουμανική (=ρουμανική), την αρωμουνική/κουτσοβλαχική, τη μεγλενίτικη, την ιστρορουμανική και τη δαλματική (νεκρή πλέον), που είναι νεολατινικές γλώσσες και ιδιώματα. Όσον αφορά στη Δαλματική, ο τελευταίος των εκλατινισμένων Ιλλυριών των δαλματικών ακτών, ονόματι Antonio Udina Burbur που τη μίλησε, αποδήμησε το 1898 (‘Etudes de linguistique generale’, Bucuresti, 1983, 424, του ακαδημαϊκού και καθηγητή Γλωσσολογίας του Βουκουρεστίου Α l. Rosseti). Επίσης βλ. Δαλματική γλώσσα: ‘Μαθήματα Ρουμανικής γλώσσας - Κώδικας’, Θεσ/νίκη 1999, του γλωσσολόγου Κωνσταντίνου Δ. Ντίνα, σελ. 9 (Κεφάλαιο: Η Κατάταξη των Ρομανικών Γλωσσών).
2. Απόψεις διαφόρων ειδικών και ερευνητών
Χωρίς να είμαστε ειδικοί, θα τολμούσαμε να πούμε ότι τα ‘βλάχικα/αρμάνικα’ είναι μια μη ομογενοποιημένη, μη κωδικοποιημένη προφορική γλώσσα με πολλά ιδιώματα. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για μια κοινή, επίσημη βλάχικη γλώσσα, όπως έχουμε, για παράδειγμα, την κοινή ελληνική γλώσσα, που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε σήμερα. Έχει βέβαια ‘αδελφική’ σχέση με τη ρουμανική, δεν είναι διάλεκτός της και οι δυο γλώσσες αυτές έχουν την ίδια ‘γιαγιά’, την λατινική. Ωστόσο, αυτό, που θεωρούμε σωστό, ασφαλώς και δεν βρίσκεται στη σφαίρα του απόλυτου και είναι προσωπική άποψη.
Για το συγκεκριμένο θέμα, θα παραθέσουμε πληροφορίες των απόψεων διάφορων επιστημόνων, ερευνητών και επίσημων βλάχικων φορέων, γεγονός που έχει περισσότερο βαρύνουσα σημασία από τη δική μας άποψη.
Στην αρχή θα παραθέσουμε κείμενο (σε αγκύλες), που έγραψε ειδικά για αυτό το πόνημα, μετά από παράκλησή μας, ο συγχωριανός μας και ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Αντώνης Μπουσμπούκης:
[Τ’Αρμάνικα. Τα βλάχικα - αρμάνικα καλούνται διαφορετικά από τους κατά τόπους ομιλητές-τους. Έτσι, στο Βλαχολίβαδο του Ολύμπου, το Μέτσοβο, την Κουτσούφλιανη και τ’άλλα χωριά της ορεινής Καλαμπάκας τα λένε vlâheshti, στα χωριά του Ασπροποτάμου/Αχελώου arumneshti και στα χωριά της βορειότερης Πίνδου armâneshti. Οι τύποι αυτοί προέκυψαν ως πληθυντικός των επιθέτων vlâhescu και armânescu, αντίστοιχα, και χρησιμοποιούνται άλλοτε ως ουσιαστικά: li sburăshti armâneshtili? «τα μιλάς τα βλάχικα;» και άλλοτε (συνήθως) ως επίρρημα: sburăshti armâneshti? «μιλάς βλάχικα;».
Στο χώρο της Βαλκανικής, κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που οι κάτοικοί-της την έλεγαν Ρωμανία και όχι Βυζάντιο, αλλά και Αρμανία, όπως μας πληροφορεί ο ρωσοαμερικάνος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, η λαϊκή λατινική άρχισε την αυτόνομη πορεία-της τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Έτσι, ανάμεσα στον 5ο με 7ο αιώνα, σύμφωνα με την Ιστορία της Ρουμάνικης Γλώσσας, δοκίμιο που συνέταξε η Ακαδημία Βουκουρεστίου (1968,15), η ρωμανική ή αλλιώς λαϊκή λατινική περνάει από τη φάση της όψιμης λατινικής στη φάση νεολατινικών ιδιωμάτων.
Πριν, όμως, από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συνέβη με την κατάληψη της Ρώμης (476 μ.Χ.) από γερμανικά φύλα, οπότε κόπηκε ο ομφάλιος λώρος της λατινοφωνίας ανάμεσα στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, στις δύο απέναντι χερσονήσους ακούγονταν ρωμανικές διάλεκτοι που σχημάτιζαν την απενινο - βαλκανική γλωσσική ομάδα.
Έκτοτε η διαφοροποίηση ήταν αναπόφευκτη ανάμεσα στα ιδιώματα των δύο χερσονήσων και γενικά με τη λατινόφωνη Δύση. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα η νοητή γραμμή La Spezia - Rimini, που χωρίζει γλωσσικά την Κεντρική από τη Βόρεια Ιταλία, εξακολουθεί να ορίζει στα νότιά-της το continuum/συνεχές της ρωμανοφωνίας, που εκτείνεται μέχρι τον βαλκανικό χώρο. ‘Έτσι, μιλάμε για νεολατινικά ιδιώματα της δυτικής Ρωμανίας (Β. Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία) και της ανατολικής Ρωμανίας (Κεντρική και Ν. Ιταλία και Βαλκάνια). Γιαυτό, οι ιδιαίτερες ομοιότητες ανάμεσα στα ρωμανικά της Βαλκανικής και της Ιταλίας (νότια της γραμμής La Spezia - Rimini) μας επιτρέπουν την ασφαλή υπόθεση ότι τα νεολατινικά της Βαλκανικής μεταγγίστηκαν από φορείς που διακινούνταν ανάμεσα στο Bari, το Brindesi, και τ’αντίπερα λιμάνια του Δυρραχίου, της Αυλώνας και της Απολλωνίας, όπου κατέληγαν παρακλάδια της Εγνατίας Οδού. Έτσι, τα ρουμάνικα, έξω από τα όρια της μεσαιωνικής Ρωμανίας (Βυζαντίου), τα ιστρορουμάνικα στη χερσόνησο της Ίστριας, τα μογλενίτικα ανάμεσα από Κιλκίς και Πέλλα και τα αρμάνικα της Πίνδου διαμορφώθηκαν σ’ένα ευρύ πλαίσιο γεωγραφικού και ιστορικού χώρου, όπου οι αλληλοεπιδράσεις ήταν φυσικό επακόλουθο. Αυτό εξηγεί τόσο την ομοιότητα όσο και τη μεταξύ-τους διαφοροποίηση.
Η αρμάνικη δεν είναι - ασφαλώς - κόρη της λατινικής, όπως είναι η πιο πιστή συνέχειά-της, η τοσκάνικη/φλωρεντινή διάλεκτος, που αναβαθμίστηκε σε εθνική των Ιταλών γλώσσα, είναι ωστόσο εγγονή-της. Εγγονές της λατινικής είναι ακόμα οι άλλες ιταλικές διάλεκτοι, τα ρουμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Εγγονή της λαϊκής λατινικής, η αρμάνικη παραμένει αρκετά πιστή σε φωνητικό, γραμματικό (μορφολογικό) και λιγότερο σε λεξικό επίπεδο, όπου ο λατινογενής πυρήνας-της περιτυλίσσεται μ’ελληνική λεξική επένδυση.
Στο φωνητικό επίπεδο, για παράδειγμα, τα βαλκανικά ρωμανικά ιδιώματα παρουσιάζουν έντονα το φαινόμενο της επικέντρωσης/centralization, δηλ. την πολύ κλειστή προφορά των άτονων φωνηέντων: vâtâmárâ «σκότωσαν» (από το λατιν. victimare «θυσιάζω»). Το ίδιο παρατηρούμε και σε νότια ιταλικά ιδιώματα αλλά εκεί μόνο στο τέλος των λέξεων. Έτσι, με την εμπρόθετη έκφραση (a) Barî «στο Μπάρι» ομοηχεί το (la) barâ «στη μπάρα/λίμνη της» αρμάνικης. Στον ίδιο χώρο ακούμε, για παράδειγμα, το «βλαχοπρεπές» lu picuraru, συνώνυμο με το βλάχικο picurarlu «τσοπάνης».
Για τις αρχικές λέξεις από την ελληνική, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Αρμάνοι, ζώντες για αιώνες σ’ελληνόφωνο περιβάλλον, τις άκουγαν παράλληλα να προφέρονται με τη νεοελληνική προφορά, προς την οποία και τελικά τις προσάρμοσαν. Έτσι, πολλές δάνειες λέξεις από το ελληνικό υπόστρωμα αποχρωματίστηκαν ηχητικά και γιαυτο θεωρούνται νεώτερα δάνεια. Ωστόσο, κάποιες ξέφυγαν από τη τάση αυτή και ακούγονται «αρχαιοπρεπώς»: ciumâ «φούντα μαλλιών», «κορυφή» από το κύμα, sturŭ «στύλος» και στούλος στην Κάλυμνο, njurismâ «μύρισμα» κ.ά. Στις αρχικές λέξεις, που η αρμάνικη προσέλαβε από την ελληνική, σημειώνω εδώ - εντελώς δειγματοληπτικά - μόνο τις ακόλουθες:
- oarâ «προσοχή»: nu lj bâgai oara «δεν του έδωσα προσοχή, δεν τον/το πρόσεξα». Η λέξη αυτή ανάγεται στην ὤρα «προσοχή, ενδιαφέρον, φροντίδα» και όχι στην ὥρα (> oarâ) «εποχή του έτους, ώρα».
- liγuria «το πράγμα» από το ολιγωρία «αμέλεια, περιφρόνηση». Η σημασία «πράγμα» στ’αρμάνικα προέκυψε από τον φόβο του θαυμασμού για κάτι, που του προκαλεί το μάτιασμα. Το ίδιο ακριβώς προληπτικά λέγεται και tutiputa «βιός, περιουσία, κυρίως σε ζωντανά», καθώς με το τίποτα μειώνεται ο θαυμασμός ή - το πιθανότερο - ο βάσκανος φθόνος. Έτσι, η ολιγωρία/liγurίa εμπεριέχει τη σημασία «αδιαφορία/περιφρόνηση» που αποτρέπουν τη βασκανία.
- kelke «ποτήρι - στους Γραμουστιάνους» από το κύλιξ-ικος «ποτήρι».
Στον χώρο του λεξικού, τ’αρμάνικα, ως γλώσσα ενδοοικογενειακή και μη κρατική, δέχθηκε πολλές δάνειες λέξεις από τα ελληνικά, τα τούρκικα και τις γλώσσες του βαλκανικού περίγυρου. Ωστόσο, το βασικό λεξιλόγιό-τους παραμένει λατινικό. Έτσι, ο πρωτογενής τομέας, κτηνοτροφία, και γεωργία, εμπεριέχει σε συντριπτικό βαθμό λατινικούς όρους. Οι κτηνοτροφικοί όροι εξειδικεύτηκαν τόσο πολύ, που πέρασαν και κυριαρχούν σήμερα στο χώρο των ελληνόφωνων κτηνοτρόφων της στεργιανής Ελλάδας. Είναι όροι, που τους λείανε η μακρόχρονη χρήση ως προς τη μορφή και τη σημασία-τους και που, ριζωμένοι στο γλωσσικό επαγγελματικό αίσθημα του λαού, δεν δικαιολογούν τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος διατυπώνει τη λύπη-του διότι οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι δεν έχουν σχετική ελληνική ορολογία, όπως οι νησιώτες κτηνοτρόφοι, αλλά έχουν βλάχικη.
Τα βλάχικα - αρμάνικα έχουν δική-τους (λατινογενή) ορολογία και σε άλλους τομείς, όπως, για παράδειγμα, στη «θρησκευτική ζωή», όπου η χρήση λατινικών όρων μαρτυρεί τον εκχριστιανισμό-τους πριν από τον εκχριστιανισμό των Σλαύων. Το ίδιο σημειώνεται και στα σημασιολογικά πεδία, όπως «άνθρωπος», «φυτά», «ζώα», «καιρικά φαινόμενα» και άλλα. Βλ. μελέτη-μου Σημασιολογικές μεταβολές απ’τα λατινικά και ιταλικά ιδιώματα, Θεσ/νίκη 2003.
Η βλαχοφωνία βρίσκεται σήμερα σε φθίνουσα πορεία στ’αστικά κέντρα, όπου μένουν οι περισσότεροι Αρμάνοι. Εδώ περιορίζεται όλο και πιο πολύ στο στόμα ηλικιωμένων, που την παρεμβάλλουν και στην κυρίαρχη πια ελληνοφωνία-τους. Σε χωριά μόνιμης εγκατάστασης (Μέτσοβο, Λιβάδι, Κουτσούφλιανη, Καλοχώρι Λάρισας κ.ά.) η νέα γενιά τα ομιλεί ή απλώς τα καταλαβαίνει. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής και η απειλούμενη επικράτηση της διεθνούς αγγλικής ως δεύτερης εθνικής γλώσσας σήμερα και ως μόνης αύριο, επισκιάζει όχι μόνο περιφερειακές γλώσσες αλλά κι εθνικές/ επίσημες γλώσσες. Κατά τα άλλα η τάση των ομιλητών να χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο γλώσσες έξω από τον κορμό της εθνικής/κρατικής γλώσσας, τουλάχιστον στα Βαλκάνια, εξηγείται από την επιθυμία για αποφυγή έξωθεν διαχωριστικών παρεμβολών.
Η αρμάνικη, γλώσσα που ακουγόταν κατά μήκος της Εγνατίας Οδού (Calea tseá Marea «Μεγάλη Οδός») στους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής εποχής, ως όψιμη λαϊκή λατινική, από το στόμα στρατιωτών, ελληνο-ρωμαίων επιχειρηματιών, των αλλιώς negotiatores, εξακολουθούσε να λαλείται από τους χαντζήδες/πανδοχείς, που σε όλο το μήκος-της μέχρι το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν κατά κύριο λόγο Βλάχοι - Αρμάνοι. Πάνω στο ατέλειωτο λιθόστρωτό-της, οι κιρατζήδες/αγωγιάτες συνέχιζαν τον επαγγελματικό ρόλο των ημιονηγών του βυζαντινού στρατού, καθώς έπιαναν - θαρρείς - τον απόηχο από την πρώτη καταγραφή βλάχικου λόγου με το περιβόητο torna, torna, frate «γέρνει, γέρνει, αδερφέ» (εννοείται το μουλάρι-σου) του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Στις ημέρες μας τα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως των κιρατζήδων, των βιοτεχνών, των καλλιεργητών της ορεινής γης κ.ά. έχουν φύγει. Έφυγε και η παραδοσιακή λάτρα του σπιτιού. Άλλαξε η ενδυμασία (portulŭ). Άλλαξε και ο τρόπος ζωής σε όλα τα επίπεδα. Μαζί-τους ξεχάστηκαν, λόγω αχρηστίας, και οι λέξεις που τα εξέφραζαν. Οι τοπικές διάλεκτοι φτώχυναν, ενώ οι επίσημες γλώσσες εμπλουτίζονται, απλοποιούνται γραμματικά και αποχρωματίζονται ταυτόχρονα με διεθνείς όρους, και όχι μόνο νεολογικούς για καινούργια πράγματα/έννοιες. Τα εντάξει, θέαμα, αντίο ακούγονται συχνά και ως ok, show, bye-bye και πάει λέγοντας…Ο άνεμος της globalization/παγκοσμιοποίησης μαίνεται σαρωτικά και ακατάπαυστα.
Ενδεικτικά, ωστόσο, για την εκτίμηση που είχαν οι Βλάχοι για τη μητρική-τους γλώσσα είναι ο παρακάτω διάλογος, που έγινε προπολεμικά ανάμεσα στο ληστή Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον δάσκαλο (;) Μίμη Κοντοζίνη στον αυλόγυρο των φυλακών Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ). Ο συγκρατούμενος του Μπαμπάνη αγανακτούσε που άκουγε τον Λεωνίδα να μιλάει βλαχιστί με τους βλαχόφωνους της συμμορίας-του. Κάποια, λοιπόν, μέρα ξέσπασε και του λέει:
- Γιατί, μωρέ, μιλάτε βλάχικα και όχι ελληνικά;
- Γιατί τα βλάχικα, Κοντοζίνη, είναι ευλογημένα από τον Χριστό. Γιατί όσοι μιλούν βλάχικα δεν προσκύνησαν σε τζαμί, όπως το έκαμαν άλλοι. Και μάθε ότι οι Βλάχοι είμαστε πρώτοι στ’άρματα και ότι κοντά από μας έρχονται οι Ρουμελιώτες. Και συ ρε Κοντοζίνη, που είσαι γραμματιζούμενος και θέλεις να μας γίνεις καπετάνιος, όταν το σκάσουμε από ‘δω, τί όνομα είναι αυτό που έχεις; Πάει σε καπετάνιο να λέγεται Καπετάν Μίμης;
- Και πώς πρέπει να λέγομαι;
- Να λέγεσαι Καπετάν Μήτρος ή Καπετάν Μητρούσ hας.
Σημ: Τον παραπάνω διάλογο, καταχωρημένο στην εφημερίδα ΦΩΣ της Θεσ/νίκης, τον απέδωσα κατά προσέγγιση, γιατί προ πολλού έχασα το σχετικό απόκομμα].
Ο καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Νίκος Α. Κατσάνης στην αρχή του προλόγου του βιβλίου του, που αναφέραμε προηγουμένως (‘Οι Βλάχοι’, σελ. 7) τονίζει:
‘ Ακόμη δεν έχει καταγραφή η ιστορία των Βλάχων σχετικά με την προέλευση τους, τη γλώσσα τους και την παράδοσή τους Μολονότι από τη δεκαετία του ’70 η ενασχόληση των ερευνητών με ζητήματα σχετικά με τους Βλάχους κινείται σε καθαρά επιστημονικά πλαίσια με τη δημοσιοποίηση διδακτορικών διατριβών, οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων κλπ, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπολείπονται πολλά ακόμη για να έχουμε μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα γι’αυτό το τμήμα του ελληνικού λαού, που πρόσφερε υπηρεσίες στην εθνική, οικονομική και πολιτική αναγέννηση του ελληνισμού’.
Ο Νίκος Α. Κατσάνης, στο ίδιο βιβλίο, γράφει στη σελίδα 93 - 94 τα εξής:
« Τα βλάχικα ή η αρουμανική, όπως καθιερώθηκε στην επίσημη βιβλιογραφία, είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη, ισότιμη με τη Ρουμανική, την Ιταλική, την Γαλλική κλπ, που προήλθε από τη λατινική προφορική της βαλκανικής λατινικής ( Latinum Balcanicum). Αυτή δεν είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, αλλά κόρη της λατινικής, όπως είναι και η ρουμανική, ιταλική, ισπανική κλπ χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή παράδοση, όπως τόσες άλλες γλώσσες στον κόσμο και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εθνολογικά οι Βλάχοι είναι κάτι άλλο, μιας και η γλώσσα δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο εθνικού προσανατολισμού και μάλιστα στα Βαλκάνια. Π.χ. οι Μεξικανοί, που μιλούν ισπανικά, δεν είναι Ισπανοί, ούτε οι Αφρικανοί, που μιλούν γαλλικά, είναι Γάλλοι ».
Παρακάτω (σελ.100 & 101) ο ίδιος καθηγητής γράφει :
«.. Το ζήτημα της βλάχικης γλώσσας προκάλεσε πολλά δεινά στους Βλάχους. Αμφιβολίες, κρίσεις συναισθηματικής ισορροπίας, διαβάλματα, και άλλες επιπλοκές που οφείλονταν στην κρατική (εννοεί ελληνική) αβελτηρία και στους διαχειριστές του βλάχικου ζητήματος …» και πιο κάτω «… ευτυχώς ή δυστυχώς στην αβελτηρία και στην άγνοια των «διαχειριστών» των βλάχικων πραγμάτων ήρθε σύμμαχος και συνεργάτης η ρουμανική προπαγάνδα που συνετέλεσε στην πρόωρη παρακμή της βλάχικης γλώσσας και της βλάχικης πορείας. Με τη συνθήκη του Βενιζέλου το 1913, ιδρύθηκαν ρουμανικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη, στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο όπου διδάσκονταν η ρουμανική γλώσσα και όχι η βλαχική, με προφανή σκοπό την εξαφάνιση της βλαχικής και τη μετάδοση της ρουμανικής, όπως ακριβώς σήμερα έπραξε και πράττει η Τουρκία με την εξαφάνιση της Πομακικής…».
Στον ‘Πρόλογο’ του βιβλίου ‘ Γραμματική της κοινής Κουτσοβλάχικής’, εκδόσεις Αρχείο Κουτσοβλαχικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1990, στη σελίδα 9, οι συγγραφείς Κ. Ντίνας και Ν. Κατσάνης γράφουν:
« Η σύνθεση μιας Κουτσοβλαχικής Γραμματικής αντιμετωπίζει πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα. Πρώτον γιατί η ελληνική επιστήμη μόλις από τη δεκαετία το ’70 αρχίζει με τρόπο αυστηρά επιστημονικό να ερευνά την κουτσοβλαχική και τις διάφορες ποικιλίες της που ομιλιούνταν στον ελληνικό χώρο και δεύτερον γιατί η παλιότερη βιβλιογραφία, πάντοτε σχεδόν, συνεξέταζε την Κουτσοβλαχική με την Δακορουμανική (=Ρουμανική) και ελάχιστα ενδιαφερόταν για την αυτοτέλεια της πρώτης.
Μια Γραμματική της Κουτσοβλαχικής σήμερα, όπως αναφέρεται παρακάτω, παρουσιάζει περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρά χρηστικό. Στοχεύει στην αποτύπωση της Γραμματικής δομής του δεύτερου γλωσσικού κώδικα ενός εκλεκτού τμήματος του Ελληνισμού, των Βλαχόφωνων Ελλήνων.
Μολονότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται κάποια κίνηση, μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την υποστήριξη των ‘ολιγότερο ομιλούμενων γλωσσών’ έχουμε τη γνώμη ότι η γλωσσική επιστήμη έχει προδικάσει με ακρίβεια την τύχη αυτών των γλωσσών: μοιραία οδηγούνται στην εξαφάνιση του δεύτερου γλωσσικού τους κώδικα αφού, στο μεταξύ, έλειψαν οι αντικειμενικές συνθήκες που το συντηρούσαν όπως π.χ. ιδιαίτερες ασχολίες, κοινωνικές δομές, γεωγραφική απομόνωση κλπ .».
Λίγο πιο κάτω στη σελίδα 11 στην ‘Εισαγωγή’ οι συγγραφείς τονίζουν επίσης μεταξύ άλλων:
«… Η συμβίωση των Βλάχων με τον ελληνικό κόσμο και η προφανής ιστορική και πολιτιστική τους καταγωγή απ’αυτόν, συνετέλεσαν ώστε να μην αισθανθούν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν το επίκτητο γλωσσικό τους όργανο για να εκφράσουν τα πολιτισμικά τους αγαθά αφού αυτά ταυτίζονταν με εκείνα του ελληνόφωνου κόσμου… ».
Ο Νίκος Α. Κατσάνης επίσης στην Εισαγωγή (σελ. κβ΄) του βιβλίου «Οι Νομάδες των Βαλκανίων’ των A. Wace & M. Thompson, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989, γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«… Έτσι λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, από κέντρα σκοτεινά και απροσδιόριστα εξαπολύονται προπαγανδιστικές εκστρατείες με διάφορα έντυπα και κασέτες που αποστέλλονται και στους Κουτσοβλάχους του ελληνικού χώρου με περιεχόμενο υποβαθμισμένο από επιστημονική και γλωσσική άποψη. Πίσω από αυτές τις ενέργειες δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς και στηρίγματα από ‘φιλικές και σύμμαχες’ χώρες, οι οποίες συντηρούν παρόμοιες κινήσεις ως μελλοντικά σημεία ‘πολιτικής τριβής’ για να εκβιάσουν επιθυμητές λύσεις σε διάφορα επίπεδα …».
Ο συγγραφέας Γιώργης Έξαρχος στο βιβλίο του ‘Οι Ελληνόβλαχοι’ τόμος Α΄, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, στο κεφάλαιο που το τιτλοφορεί ‘ Αρμάνικη: Κρεολή Ελληνολατινική γλώσσα’ (σελ. 144-155) μας λέει ότι η αρμάνικη-βλάχικη αποτελεί έναν αυτοτελή κλάδο της δημώδους λατινικής των Βαλκανίων και όχι παρακλάδι της δακορουμάνικης. Χωρίζεται σε δυο βασικές διαλεκτικές ομάδες (βόρεια και νότια). Ο συγγραφέας επιμένει στο γεγονός ότι δεν έχουν καταγραφεί συστηματικά και επιστημονικά τα γλωσσικά ιδιώματα των βλαχοχωριών και όσα λεξικά της αρμάνικης κυκλοφόρησαν από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι των ημερών μας παρέχουν μικρό ποσοστό του συνολικού εν χρήσει γλωσσικού πλούτου των Αρμάνων, οπότε οι οποιεσδήποτε μελέτες με βάση αυτά τα λεξικά μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος εκτιμήσεις και συμπεράσματα. Πιο μπροστά επίσης στη σελίδα 76 του ίδιου βιβλίου ο συγγραφέας ονομάζει τα βλάχικα ‘ κρεολή - μεικτή γλώσσα των Αρμάνων- Βλάχων’.
Ο ρωμανιστής - βαλκανολόγος Αχιλλέας Λαζάρου στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο ‘Η Αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής - Βλάχοι ’, Αθήνα 1976, β΄ έκδοση 1986, στη σελίδα 173, μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηριστικά:
«… Ένεκα τούτων οι Ρουμάνοι κυρίως γλωσσολόγοι επί τους ζητήματος τούτου παραμένουν εισέτι χωρισμένοι εις δύο παρατάξεις, εμφανώς ανίσους. Εις τήν μίαν ανήκουν οι A. Graur και I. Coteanu , οι οποίοι δέχονται την Αρωμουνικήν ως γλώσσαν, εις τήν ετέραν οι D. Macrea, R. Todoran, A Rosseti και B. Cazacu , οι οποίοι ομιλούν περί διαλέκτου.
Καθ’ημάς - σύμφωνα με τη γνώμη του - η γένεσις τής Αρωμουνικής προηγείται τών άλλων τριών τής Βαλκανικής Λατινικής (εννοεί ρουμανική, ιστρορουμανική καί μεγλενίτικη) , αλλά το περιβάλλον εντός τού οποίου εγεννήθη δέν επέτρεψε τήν διαμόρφωσιν εις ανεξάρτητον γλώσσαν. Διότι οι Αρωμούνοι ομιλούντες καί τήν Ελληνικήν δέν αισθάνθηκαν τήν ανάγκην νά καλλιεργήσουν τήν δημώδη Λατινικήν. Τουναντίον οι Δάκες ενστερνίστηκαν τήν νέαν γλώσσαν ως μοναδικόν εκφραστικόν όργανον καί διέσωσαν προφορικώς μέχρι τού ιστ΄ (16ου) αι., ότε εχρησιμοποίουν αυτήν καί γραπτώς. Όθεν ουδόλως δικαιολογείται καί ο χαρακτηρισμός τής Αρωμουνικής ως διαλέκτου τής Ρουμανικής. Απλούστατα είναι ρωμανικόν ιδίωμα …».
Επίσης ο ίδιος επιστήμονας (σελ. 232-233) γράφει:
«… Πριν ή γίνη λόγος περί των φωνητικών μεταβολών εις την Αρωμουνικήν υπομημνίσκεται ότι η Αρωμουνική δεν είναι ενιαία και δεν έφθασε να δημιουργήση μίαν μορφήν Κοινής, διότι ουδέποτε εκαλλιεργήθη γραπτώς …».
O ιστορικός, ερευνητής και φιλόλογος Δρ. Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας στη μελέτη του ‘ Η σημερινή κατάσταση της κουτσοβλαχικής γλώσσας στον Ελλαδικό χώρο : (ιστορική, εθνολογική, κοινωνική και γλωσσολογική διάσταση) στο περιοδικό ‘ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ’ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τόμος 31, Θεσσαλονίκη, 1998, γράφει στο επίλογο επί λέξη τα παρακάτω:
[1. Η κουτσοβλαχική γλώσσα, ενώ μιλιόταν αδιάλειπτα στο κλειστό κοινωνικό της περιβάλλον μέχρι το 1860, στη συνέχεια άρχισε, εξαιτίας της ρουμανικής προπαγάνδας, να μπαίνει σε δοκιμασία. Μετά τις οικονομικές και δημογραφικές ανακατατάξεις που επήλθαν στα βόρεια τμήματα του ελλαδικού χώρου, στα 1912, και κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κουτσοβλαχικός πληθυσμός άρχισε να εγκαταλείπει τις πατροπαράδοτες εστίες, καθώς και την αντίστοιχη παράδοσή του. Το αποτέλεσμα ήταν να μετακινείται στα αστικά κέντρα και να σηματοδοτείται μ’ αυτόν τον τρόπο η συρρίκνωση του γλωσσικού του ιδιώματος. Παρ’ όλα αυτά όμως διαχρονικά επέζησε σε ικανοποιητικό βαθμό μέχρι και τη δεκαετία του 1960-1970.
Σήμερα η κουτσοβλαχική γλώσσα δεν μιλιέται πλέον παρά ελάχιστα και η τέλεια εξαφάνισή της είναι ορατή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και αφού βέβαια ο δίγλωσσος κουτσοβλαχικός πληθυσμός χάνει την επίκτητη γλώσσα του και ενσωματώνεται πλήρως στην ελληνοφωνία, χάνει και την προσωνυμία του ως «Κουτσόβλαχοι», αφού η γλώσσα του αποτελούσε το μόνο ειδοποιό στοιχείο που τον χαρακτήριζε. Έτσι, με το τέλος του αιώνα μας κλείνει ένας μακραίωνος κύκλος της κουτσοβλαχικής γλώσσας, καθώς και ο ιστορικός ρόλος των Κουτσοβλάχων, οι οποίοι πρόσφεραν τα πάντα στην ιδέα και το όραμα του ελληνισμού με την ανεκτίμητη εθνική, οικονομική και πολιτισμική τους δραστηριότητα.
2. Οι επιστήμονες και οι μελετητές, γενικά, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν επιστημονικά στο έπακρο την παρουσία της γλώσσας και του πολιτισμού των Κουτσοβλάχων. Στην ελληνική βιβλιογραφία όμως μπορούμε να πούμε πως έγιναν σημαντικά βήματα -κυρίως μετά το 1970- με τα οποία διασώθηκε σημαντικά η ιστορία του κουτσοβλαχικού γλωσσικού κώδικα και του κουτσοβλαχικού πολιτισμού.
3. Ειδικά όμως για την κουτσοβλαχική γλώσσα και τη λεξικογραφία της ό,τι μελετήθηκε και ό,τι γράφτηκε παρουσιάζει περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρά χρηστικό. Με την έννοια αυτή δεν έχει νόημα να «ανασυσταθεί» η γλώσσα, ίσως ακόμα και να «διδαχτεί», και κάποιες ουτοπικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή ικανοποιούν αποκλειστικά προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις παρά επιστημονική αναγκαιότητα.
4. Για την επιστήμη ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία του κουτσοβλαχικού φαινομένου -αυτή που συντελέστηκε και αυτή που μελλοντικά θα το διευκρινίσει ακόμα περισσότερο. Οφείλει όμως να επαγρυπνεί διαρκώς μπροστά σε οποιαδήποτε προσπάθεια «ενδιαφερόντων» για τις «άτεχνες» γλώσσες (χωρίς γραφή και λογοτεχνία) και τους δίγλωσσους πληθυσμούς.
Τέτοιες προσπάθειες, μέχρι κι αυτή ακόμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλες τις αγνές προθέσεις και το επιστημονικό ενδιαφέρον, είναι δυνατό γενικά να δημιουργήσουν προβλήματα -εθνικά, γλωσσικά και κοινωνικά- εκεί που δεν υπάρχουν. Και είναι δυνατό ακόμα να μη συμβάλουν προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των λαών και των πολιτισμών τους και σε περιοχές μάλιστα που τόσο έχουν ταλαιπωρηθεί κατά καιρούς τους δυο τελευταίους αιώνες, όπως ο πολύπαθος και υπερευαίσθητος βαλκανικός χώρος.
Τα σχετικά ενδιαφέροντα θα είναι πράγματι επιστημονικά και ωφέλιμα, αν παραμένουν σταθερά στη βάση της επιστήμης και δεν πιέζονται στο βωμό των σκοπιμοτήτων].
Ο γνωστός διαλεκτολόγος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος στο βιβλίο του ‘Γλώσσες και Διάλεκτοι της Ευρώπης’ τόμος Α΄, εκδόσεις ‘Γρηγόρη’, Αθήνα 1998, στις σελίδες (1) 569 και (2) 572 αντίστοιχα γράφει:
(1) «…Η αρωμουνική ή κουτσοβλαχική διάλεκτος
Είναι τά κοινώς λεγόμενα ‘βλάχικα’, το λατινογενές ιδίωμα που μιλούν μερικές χιλιάδες διγλώσσων τώρα πια ατόμων («βλάχικα» και ελληνικά) στην Πίνδο (με κέντρο το Μέτσοβο), στη ΒΔ Θεσσαλία (με κέντρο την Κουτσούφλιανη), στα νότια του Ολύμπου (με κέντρο το χωριό Λιβάδι), σε μερικά χωριά της Πιερίας (π.χ. το Δίον), της Βέροιας και της Φλώρινας, σε ωρισμένες αλβανικές περιοχές μεταξύ Αυλώνα και Δυρραχίου και στα δυτικά της Κορυτσάς με κέντρο τη Μοσχόπολη) καθώς και σε μερικά χωριά δυτικά και βορειοδυτικά από το Μοναστήρι της τέως Γιουγκοσλαβίας. Συνολικά οι ομιληταί της αρωμουνικής σ’όλες τις βαλκανικές χώρες είναι 300 (κατ’ άλλους 600) χιλιάδες άτομα. Τα αρωμουνικά δεν είναι διάλεκτος της ρουμανικής γλώσσας, όπως τα θέλουν μερικοί γλωσσολόγοι και μη, αλλά ένα νεολατινικό ιδίωμα που διαμορφώθηκε στην Πίνδο στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας. Μοιάζουν με τη ρουμανική, αφού αυτές οι δυο γλώσσες ανήκουν στη βαλκανο - ρομανική νεολατινική γλωσσική ομάδα, έχουν όμως και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η συγγένεια αρωμουνικής και μεγλενίτικης είναι στενή…».
(2) «…Οι Αρωμούνοι ή Κουτσόβλαχοι της Ελλάδος ζώντας μέσα σε ελληνικό περιβάλλον και δίγλωσσοι όντες οι ίδιοι (δηλ. αι ελληνόφωνοι ταυτόχρονα, πλην ελαχίστων υπέργηρων) έχουν επηρεασθή αναπόφευκτα από την ελληνική. Ως βεβαιωτικό μόριο έχουν ανέκαθεν το ελληνικό ‘ναι’ αγνοώντ aς το ‘ da’ της ρουμανικής που έχει σλαβική προέλευσι. Το αρωμουνικό τους ιδίωμα (που η χρήσις του εξ άλλου περιορίζεται ολοένα και περισσότερο) είναι πια ένα ελληνο - βλαχικό jargon, όπου οι λέξεις πολιτισμού είναι ελληνικές και παραμένουν αρωμουνικά μόνο τα ρήματα (αν και όχι όλα), οι προθέσεις, το επιτασσόμενο άρθρο, ένας αριθμός ουσιαστικών και επιθέτων καθώς και οι αντωνυμίες. Για παράδειγμα αναφέρουμε τις φράσεις:
Σινιτιρισμόλου (=ο Συνεταιρισμός) βα λια (=θα πάρει) δάνειο dι λα τράπεζâ (από την τράπεζα).
Δικηγόρλου βα παράτς (=θέλει παράδες) για τα δικαστικά έξοδα, αντουκίς (=κατάλαβες;).
Β’α dρέμ (=θα κάνουμε) ουνâ (= ένα) υπόμνημα λα (=στο) Yπουργείου, σνίγκα ουν (=κι ακόμα ένα) λα (=στον) Nομάρχουλ…».
Θα κάνουμε επίσης μια αναφορά στον ρουμάνο ακαδημαϊκό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου και τακτικό μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, τον Τεοντόρ Καπιντάν (1879 - 1953), ο οποίος έζησε στον προηγούμενο αιώνα. Αυτός ασχολήθηκε πάρα πολύ με το θέμα των Βλάχων και ήταν ο κατεξοχήν επιστημονικός εκπρόσωπος της Ρουμάνικης προπαγάνδας (ρουμανική προέλευση των Βλάχων). Είχε μάλιστα εκδόσει τεράστιο έργο με τίτλο οι ‘Μακεδονοαρμάνοι’. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του είχε υποστηρίξει ότι τα βλάχικα είναι διάλεκτος της Ρουμανικής.
Στο Περιοδικό, όμως, ‘Μπαλκάνια’ ( Balcania, 7, 1938, 49) στο τέλος της ζωής του, στο κύκνειό του άσμα, ο Καπιντάν, θεωρητικός της ρουμανικής διεκδίκησης των Βαλκανίων Βλάχων, γράφει ότι τα βλάχικα είναι ρωμανικό ιδίωμα. Αυτό όμως δεν το γνωρίζουν πολλοί. Μάλιστα λέει χαρακτηριστικά ότι σε αυτό το ιδίωμα υπάρχουν αρχαία ελληνικά δομικά - συντακτικά στοιχεία, π.χ. ο απλός και τετελεσμένος μέλλων και οι δυνητικές εγκλίσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Σόφιας και ακαδημαϊκό Vl. Georgiev, δεν δανείζονται, όπως οι λέξεις. Είναι μάλιστα σοβαρό τεκμήριο ελληνικότητας η ύπαρξη αυτών των στοιχείων στο ιδίωμα αυτό.
Ο Σταμάτης Μπέης, ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών στον πρόλογο του ‘Λεξικού Αρωμανικής Γλώσσας’ της Κ. Λέντζιου Τρίκου (Θεσ/νίκη 2014) σημειώνει ότι η βλάχικη γλώσσα δεν έχει γραπτή, ενοποιημένη και επίσημη μορφή εξ αιτίας του γεγονότος της μεγάλης διασποράς των ομιλητών σε περιοχές που δεν έχουν γεωγραφική συνέχεια. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνολο ιδιωμάτων, η διαφοροποίηση των οποίων, εκτός της γεωγραφικής ασυνέχειας, οφείλεται και στις διαδοχικές μετακινήσεις των Βλάχων στον βαλκανικό χώρο. Ο Σ. Μπέης, επίσης, θεωρεί ότι τα βλάχικα είναι μειονοτική γλώσσα και δεν έχει αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος. Δεν υπάρχει, λέει, αυτή η αναγνώριση ‘… εξαιτίας της λογικής που διέπει τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους-έθνους, το οποίο συνδέει την πολιτική με την πολιτιστική διάσταση της ταυτότητας, δηλαδή την ιθαγένεια, λογική που παραμένει επίσημη θέση του κράτους μέχρι σήμερα… ’ (σελ. 333, Όψεις του Γλωσσικού Ηγεμονισμού στην Ελλάδα’ από το βιβλίο ‘Μειονότητες στην Ελλάδα, Νοέμβριος 2002, Επιστημονικό Συμπόσιο, έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας).
Ο έγκριτος φιλόλογος και συγγραφέας Κώστας Ε. Προκόβας στο βιβλίο του ‘Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Ολύμπου’, Θεσ/νίκη 2006, στον πρόλογο τονίζει ότι η Κουτσοβλαχική δεν έχει γραπτή παράδοση γιατί οι Κουτσόβλαχοι, όντας αυτόχθονες στον ελληνικό χώρο, ένιωθαν κομμάτι του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού και δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να αναζητήσουν άλλη γραφή εκτός της ελληνικής για να εκφραστούν στο γραπτό λόγο.
H Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων στην ιστοσελίδα της με σχετικό Δελτίο Τύπου (http://www.vlachs popsv.gr/index.php/diabimata/70-vlachs) γράφει τα εξής:
Δελτίο Τύπου - ΠΟΠΣΒ (σχετικά με τη γλώσσα), Λάρισα, αριθ. πρωτ. 44
(δημοσιεύθηκε 08.07.2011)
« Με αφορμή δημοσιεύματα στον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, καθώς και αναρτήσεις σε ιστολόγια ή ψηφοφορίες στο facebook, σχετικά με τη βλάχικη γλώσσα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων τονίζει:
Όταν μιλάμε για βλάχικη γλώσσα (νεολογισμοί: αρωμουνική, αρμάνικη, κουτσοβλαχική) στο χώρο της Νοτίου Βαλκανικής εννοούμε τα βλάχικα, δηλαδή το σύνολο των βλάχικων προφορικών διαλέκτων. Η γλώσσα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα προφορική και δεν έχει αποκτήσει μια ενιαία μορφή, κοινά αποδεκτή, από όλες τις ομάδες των βλαχοφώνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις γύρω βαλκανικές χώρες. Τα βλάχικα, σύμφωνα και με τους ειδικούς γλωσσολόγους, είναι το σύνολο μιας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας.
Επίσης να σημειωθεί ότι τα βλάχικα είναι μια από τις τέσσερις ρομανικές (δηλαδή νεολατινικές) γλώσσες της Βαλκανικής λατινικής. Ο εγγραμματισμός της ως νεολατινικής γλώσσας από τους ειδικούς επιστήμονες γίνεται με λατινικό αλφάβητο και τη χρήση εν μέρει ελληνικών στοιχείων. Τα βλάχικα που ομιλούνται από Έλληνες, δεν είναι ούτε ξένη ούτε μειονοτική γλώσσα. Είναι μια άλλη γλώσσα και συνιστά στοιχείο της υπερχιλιετούς προφορικής πολιτισμικής κληρονομιάς της πατρίδας μας. Η επιστημονική καταγραφή, μελέτη και διάσωσή τους είναι η καλύτερη απάντηση τόσο στους αδαείς κινδυνολογούντες φοβικούς όσο και στους επαγγελματίες ακτιβιστές και κατασκευαστές μιας ‘εθνικής’ αρμάνικης/βλάχικης γλώσσας ».
Για το Διοικητικό Συμβούλιο:
Ο Πρόεδρος: Μαγειρίας Μιχάλης
Η Γραμματέας: Τσακνάκη - Νιτσιάκου Αγγελική
Τέλος, θα αναφέρουμε περιληπτικά και την άποψη της γλωσσολόγου Matilda Caragiou Marioteanu (1927-2009), καθηγήτριας του πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Είναι αντλημένη από τον ‘Δωδεκάλογό της για τους Αρμάνους’, που είναι δημοσιευμένος στο βιβλίο του Γ. Έξαρχου με τίτλο ‘ Αρμάνοι’ (σελ. 220 - 230). Σημειώνουμε επιγραμματικά:
[«Αριθμός 1. Οι Αρμάνοι και η μητρική τους γλώσσα υπάρχουν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια».
«Αριθμός 3. Η παλαιά ρουμανική γλώσσα (προρουμανική, κοινή ρουμανική, πρωτόγονη ρουμανική, πρωτορουμανική) που ομιλείτο σε αυτόν τον χώρο ήταν μια ενιαία γλώσσα».
«Αριθμός 5. Η παλαιά ρουμανική γλώσσα διαιρέθηκε στις σημερινές τέσσερις υποστάσεις της». Εδώ η καθηγήτρια εξηγεί ότι ο κοινός κορμός είναι ‘ η κοινή ρουμανική, η οποία απλώνεται άθικτη στις τέσσερις σημερινές υποστάσεις της και ανταποκρίνεται στις τέσσερις ομάδες των παλαιών ρουμάνων ’ (δακορουμανική, αρμάνικη, μεγλενίτικη και ιστριανή). Αργότερα καταλήγει: ‘ η κοινή ρουμανική είναι μια ιστορική γλώσσα, που έχει ένα δικό της επίθετο, ρουμανική γλώσσα. Τούτο το επίθετο ανήκει σε καθεμιά από τις ομιλούμενες γλώσσες από τους ρουμάνους (βλάχους, για τους γείτονες) βορείως και νοτίως του Δουνάβεως, οι οποίες είναι ιστορικές διάλεκτοι της κοινής ρουμανικής. Όμως από την άλλη πλευρά, η καθεμιά από τις υποστάσεις τούτης της ιστορικής γλώσσας, της κοινής ρουμανικής, είναι μια λειτουργική γλώσσα, μια γλώσσα που λειτουργεί ως τέτοια ’. Εξηγεί, ωστόσο, ότι αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός (ρουμανική)είναι definitio nominis και όχι definitio rei (την διευκρίνιση της αυτή την υπογράμμισε και ο Ν. Κατσάνης - το γράψαμε προηγουμένως) και σημειώνει ότι υπάρχει ‘ ματαιότητα στις συζητήσεις περί των ορίων της γλώσσας και της διαλέκτου ’.
«Αριθμός 6. Η αρμάνικη είναι η μητρική γλώσσα των Αρμάνων και τους παρέχει εθνογλωσσική συνείδηση»].
Υπάρχουν και άλλες απόψεις, που είτε μας διαφεύγουν είτε δεν έχουμε τον χώρο να τις εκθέσουμε για ευνόητους λόγους. Ωστόσο, συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι επιστήμονες, ερευνητές, φορείς κλπ έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τα βλάχικα/αρμάνικα (γλώσσα / ιδίωμα / διάλεκτος / jargon ή οτιδήποτε άλλο). Δεν μπορούμε λοιπόν να υποστηρίζουμε αυτή τη στιγμή ότι για το θέμα των βλάχικων/αρμάνικων ‘η επιστήμη έχει μιλήσει τελεσίδικα’, όπως μερικοί διατείνονται. Το θέμα δεν είναι τόσο απλό, αφού υπάρχουν πολλές απόψεις και πολλά ακόμα να ερευνηθούν. Άλλωστε, όπως μας λένε οι ανά τον κόσμο γλωσσολόγοι - για παράδειγμα, η Νέλλη Κωστούλα-Μακράκη, διδάκτωρ του πανεπιστημίου Στοκχόλμης - η διαδικασία τυποποίησης μιας γλώσσας συνδέεται με έναν αριθμό κοινωνικο-ιστορικών παραγόντων, όπως ο αλφαβιτισμός, ο εθνικισμός και η πολιτιστική και εθνοτική ταυτότητα. Από ό,τι, δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε υπάρχει και η πολιτική. Μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο μεγάλος Ρώσος γλωσσολόγος Max Weinseich: ‘Η γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό’.
3 . Γλωσσικές σχέσεις ελληνικών και βλάχικων
Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν γλωσσικές σχέσεις ανάμεσα στα ελληνικά και βλάχικα γιατί, αφενός μεν όλες οι γλώσσες του κόσμου έχουν σχέσεις μεταξύ τους και αλληλοεπιδράσεις και αφετέρου ο ίδιος γεωγραφικός χώρος εξέλιξής τους το επιτρέπει. Παραθέτουμε ακολούθως απόψεις μερικών ερευνητών και ειδικών επιστημόνων:
α . Για το θέμα αυτό γράψαμε την άποψη του γλωσσολόγου Αντώνη Μπουσμπούκη στο προηγούμενο υποκεφάλαιο ‘ Απόψεις διαφόρων ειδικών’. Θεωρήσαμε ότι δεν είναι δεοντολογικό να ‘σπάσουμε’ το κείμενό του.
β . Ο καθηγητής γλωσσολογίας Νίκος Α. Κατσάνης στην Εισαγωγή (σελ. κβ΄) του βιβλίου Οι Νομάδες των Βαλκανίων των A. Wace & M. Thompson, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989, γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«… Οι σχέσεις της ελληνικής με την κουτσοβλαχική είναι μακροχρόνιες και βαθιές. Η επίδραση της ελληνικής στην Κουτσοβλαχική είναι ισχυρότερη από κάθε άλλη βαλκανική γλώσσα σε επίπεδο φωνητικό και λεξιλογικό. Φωνήματα από την ελληνική, παραγωγικές καταλήξεις, προθήματα και πάμπολλες λέξεις έχουν διαποτίσει την ΚΒ σε υψηλό βαθμό ώστε πολλοί, κυρίως ερασιτέχνες, να θεωρήσουν την ΚΒ μη νεολατινική γλώσσα. Μια συστηματικότερη μελέτη είναι δυνατόν να αποδείξει ότι το νεολατινικό αυτό ιδίωμα επικάθεται σε ελληνόφωνους ομιλητές, οι οποίοι στη συνέχεια γίνονται δίγλωσσοι» …».
Ο ίδιος καθηγητής στο βιβλίο του ‘Οι Βλάχοι’, ό.π. και στο κεφάλαιο ‘Γλωσσικές σχέσεις Ελληνικής και Κουτσοβλαχικής’ (σελ. 109-115) μας πληροφορεί ότι η επίδραση της ελληνικής στην ΚΒ είναι κυρίως λεξιλογική (25-30%) και λιγότερο φωνητική και μορφολογική. Στο επίπεδο της φωνητικής τα φαινόμενα της κώφωσης (lemnu -> limnusu «ξύλο ->ξυλάκι) και της αποκοπής (musatâ->msatâ «όμορφη») που υπάρχουν στα ελληνικά ιδιώματα, υπάρχουν και στην ΚΒ. Πρέπει να σημειωθούν τα ελληνικά φωνήματα /γ, δ, θ/ που υπάρχουν και στην ΚΒ. Όσον αφορά στο επίπεδο της μορφολογίας η υιοθέτηση ελληνικών προθημάτων συμβαίνει στην ΚΒ (cacu-zburescu «κακομιλώ»), όπως και υιοθέτηση ελληνικών καταλήξεων (cafe ->cafedzi «καφές ->καφέδες», Sarmaniotu «Σαμαρινιώτης»).
Όσον αφορά στο λεξιλόγιο ο καθηγητής επισημαίνει ότι τα αρχαιοελληνικά δάνεια στις λατινογενείς γλώσσες της βαλκανικής (άρα και στην ΚΒ) αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και αντιπαράθεσης. Η πλευρά της Ρουμανίας, λέει ο καθηγητής, ότι μείωσε τη σημασία τους για ευνοϊκούς για αυτή (Ρουμανία) λόγους. Εκθέτει το πρόβλημα και τα ερωτήματα (τρία) που ανακύπτουν από αυτό. Νομίζουμε ότι καταλήγει στο ότι η ύπαρξη παλιών αρχαιοελληνικών γλωσσικών καταλοίπων στους Βλάχους δεν είναι δανεισμός από τη λατινική, αλλά κατευθείαν επιβίωσή τους. Για να στηρίξει αυτή την άποψή, φέρνει αρκετά παραδείγματα (mic,proaspitṷ, tšiumă, stupṷ, sterpu, sturṷ, broască cu osu, broaticu κ.α.), τα οποία βέβαια δεν θα τα αναλύσουμε για ευνόητους λόγους (δεν είμαστε γλωσσολόγοι και ο χώρος στο πόνημα μας είναι λιγοστός). Στη σελίδα μάλιστα 114 καταλήγει στο εξής:
«…Από τα παραδείγματα που αναφέραμε πολλές λέξεις ή μάλλον όλες μπορούσαν να προέρχονται κατευθείαν από την ελληνική, ως μητρική γλώσσα των Βλάχων και όχι από την λατινική στην οποία πολλές λέξεις δεν εμφανίζονται ούτε σε γραπτά μνημεία ούτε σε επιγραφές …».
Τα ίδια περίπου πρεσβεύει και ο γλωσσολόγος Κ. Ντίνας (βλ. ‘ Η Κουτσοβλαχική στο πλαίσιο των νεολατινικών γλωσσών ’, 8ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Λιβάδι Ολύμπου, 26-27 Μαΐου 2006, 1η Πανελλήνια Σύναξη Βλάχικων Συλλόγων, Τιμή στον Βλαχόφωνο Ελληνισμό, Θεσσαλονίκη, 3-4 Φεβρουαρίου 2007).
γ . Ο βαλκανολόγος - ρωμανιστής Α. Λαζάρου στη διδακτορική του διατριβή «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής », Αθήνα α΄ έκδοση 1976 και β΄ έκδοση 1986, θέτει ‘ ως στόχο την συστηματική ανάλυσιν της δομής της αρωμουνικής επί ιστορικού, δευτερευόντως δε και επί συγχρονικού, επιπέδου και την σύγκρισιν της Αρωμουνικής και της Ελληνικής εις τρεις περιοχάς της γλώσσης: την φωνητικήν - φωνολογίαν, την μορφολογίαν και το λεξιλόγιον’ . Στο τρίτο κεφάλαιο, το οποίο είναι και το σημαντικότερο της διατριβής, συγκρίνει την Αρωμουνική προς την ελληνική στο φωνολογικό, μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο με αξιόπιστα και επιστημονικής βάσης στοιχεία και διαπιστώνει σημαντικότατη σχέση. Ο γλωσσολόγος Α. Μπουσμπούκης, ο οποίος, μεταξύ άλλων πολλών σχολιαστών και βιβλιοκριτών, σχολιάζει το έργο του Α. Λαζάρου στον πρόλογο της β΄ έκδοσης της διατριβής, γράφει - μεταξύ άλλων - ότι αυτή η μελέτη διακρίνεται από ‘ εμβρίθεια και γλωσσικοϊστορικό πλούτο’ και επαναλαμβάνει ένα σύντομο συμπέρασμα του συγγραφέα από τη σελ. 317, που έχει ως εξής:
«… Όντως η ελληνική απετέλεσε την επίσημον γραπτήν γλώσσαν των λαών της Βαλκανικής επί αιώνας. Τα ελληνίζοντα στοιχεία της Τοτσκικής και της βουλγαρικής γίνονται ευχερέστερον νοητά, εάν ληφθή υπόψιν ότι αμφότερα έχουν διαμορφωθή κατά μέγα μέρος παρά την ‘Γραμμήν Jirecek ’.
Όθεν αι επί του μορφολογικού και συντακτικού συστήματος επελθούσαι μεταβολαί (εννοεί της Αρωμουνικής) εισήχθησαν υπό διγλώσσων, ομιλούντων την Ελληνική ως πρώτην γλώσσαν, ήτοι δεν έλαβεν χώραν απλή εξωτερική επίδρασις …».
δ . Ο συγγραφέας Γιώργης Έξαρχος στο βιβλίο (σελ 146), που αναφέραμε προηγουμένως (Ελληνόβλαχοι), γράφει για το θέμα:
«… Στην αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα διασώζονται λέξεις της ομηρικής και προομηρικής περιόδου, λέξεις που δεν τις συναντάμε στη λατινική και στη ρουμάνικη γλώσσα, γεγονός που μπορεί να εκληφθεί ως τεκμήριο ισχυρό ότι οι πρόγονοι των Αρμάνων-Βλάχων κατοικούσαν στη ελληνική χερσόνησο τουλάχιστον από το 8ο π. Χ. αιώνα, στα χρόνια του Ομήρου.
Στην αρμάνικη- βλάχικη διασώζονται λέξεις της γλώσσας των αρχαίων Μακεδόνων, λέξεις που κατέγραψε ως «μακεδονικές» ο Ησίοχος (5ος μ.Χ. αιώνας), γεγονός που μπορεί να εκληφθεί ως τεκμήριο ισχυρό ότι ένα τμήμα των Ελληνοβλάχων-Αρμάνων είναι απόγονοι των Μακεδόνων του Φιλίππου και του Μεγαλέξανδρου.
Στην αρμάνικη-βλάχικη διασώζονται λέξεις της τσακώνικης, ήτοι της πλησιέστερης από τις ελληνικές διαλέκτους προς τη γλώσσα των Δωριέων, γεγονός που μπορεί να εκληφθεί ως ισχυρό τεκμήριο ότι οι Ελληνόβλαχοι-Αρμάνοι είναι δωρικής φυλετικής προέλευσης- και, ως γνωστόν, οι Δωριείς είναι το πρώτο ελληνικό φύλο και από αυτούς κατάγονται οι μετέπειτα Έλληνες, όνομα που επεκτάθηκε και στα άλλα φύλα του αρχαίου κόσμου που κατοικούσαν την ελληνική χερσόνησο …».
ε. Ο Κωνσταντίνος Νικολαϊδης στο λεξικό του με τίτλο‘Ετυμολογικόν Λεξικό της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης’ (1909, εν Αθήναις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου), ένα έργο πολύ πρωτοπόρο για την εποχή του, γράφει στον πρόλογο (σελ. κγ΄):
«… Και αυτοί οι αριθμοί μονονουχί φωνήν αφιέντες λέγουσιν, ότι μέγα υφίσταται χάσμα μεταξύ της Κουτσοβλαχικής και Ρουμανικής, ιδίως δε εις το λεξιλόγιον. Διότι εκ των αναγεγραμμένων εν τω παρόντι λεξικώ 6.657 κουτσοβλαχικών λέξεων, αι 2.605 κατάγονται εκ της λατινικής, 3.460 εκ της ελληνικής , 15 εκ της αλβανικής, 185 εκ της σλαβικής, αι δε λοιπαί είναι πεποιημέναι, τινές δε αγνώστου καταγωγής …». Χρησιμοποιεί μάλιστα και έναν κατάλογο λέξεων ‘ εκ της αρχαίας Ελληνικής και της Βυζαντινής’, πάλι στον πρόλογο (σελ. ί).
ζ . Μία σημαντική και πολύτιμη εργασία είναι και το βιβλίο του Σαμαριναίου κ. Λεωνίδα Ζ. Τζημοζιώγα, « Ετυμολογικοί περίπατοι σε συνάρτηση με το Ελληνοβλαχικό ιδίωμα». Το βιβλίο εκδόθηκε στο τέλος του 2007 και είναι καρπός πολύχρονης και επίμοχθης έρευνας, γεγονός που φαίνεται στην λεπτομερή ετυμολογική ανάλυση 209 λημμάτων των βλάχικων από την αρχαία ελληνική και 48 από την αρχαία Πελασγική. Το βιβλίο προλογίζει ο ρωμανιστής - βαλκανολογος Δρ Αχ. Λαζάρου, ο οποίος παραθέτει εμπεριστατωμένα στοιχεία από ειδικούς (Ισίδωρος Σεβίλλης, Κικέρων, Ιωάννης Λυδός, Pierre Boyance, Lorenzo Braccesi, Luis Robert, A. Meillet, E. Gabba, Bruno Lavanini, E. Peruzzi, J Berard, G.B. Pellegrini, M. I Finley κ.ά.) για την υπεροχή της ελληνικής γλώσσας στην αρχαιότητα και όσον αφορά τα βλάχικα μας εκπλήσσει με την τελευταία πρόταση του προλόγου του:
«… Όμως αναντίρρητα καταπλήσσει ο Ν.G.L Hammond, ο οποίος ολόκληρη την ζωή του αφιέρωσε στην έρευνα και σπουδή του Βορειοελλαδικού χώρου, ιδίως Ηπείρου και Μακεδονίας, διαχρονική και διεπιστημονική, κατά δε τα τέλη χαρακτήρισε τα Βλάχικα ως διάλεκτο της Ελληνικής! ».
η . Ο συγγραφέας και ερασιτέχνης ερευνητής Δημήτρης Στεργίου στην Εισαγωγή (σελ.7-16) του βιβλίου του με τίτλο ‘ Λεξικό - 4.500 Μυκηναϊκές, Ομηρικές, Βυζαντινές και νεοελληνικές ρίζεις στο βλάχικο λόγο ’, εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2007 τολμάει περισσότερο και πιστεύει ότι τα βλάχικα (τα αποκαλεί ελληνοβλάχικα) είναι διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής και ότι τα λατινικά, που υπάρχουν σε αυτά, απλά ‘επικάθησαν’ σε ελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Ένα βασικό επιχείρημα και διαπίστωση (μεταξύ άλλων) που προβάλει ο συγγραφέας είναι ότι οι χιλιάδες μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις που υπάρχουν στο βιβλίο-λεξικό του δεν συναντιούνται στις άλλες ‘βλάχικες’ (εννοεί λατινόφωνες) γλώσσες της Βαλκανικής και αλλού. Δεν έχει κανείς παρά να μελετήσει το βιβλίο αυτό.
4 . Πρώτες γραπτές μαρτυρίες
Τα βλάχικα/ αρωμουνικά/αρμάνικα/κουτσοβλαχικά ήταν ανέκαθεν προφορική γλώσσα επειδή ήταν πάντοτε στη σκιά της ελληνικής (προφορικής και γραπτής). Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω έγιναν προσπάθειες για δημιουργία γραπτού βλάχικου λόγου. Οι πρώτες μαρτυρίες του εμφανίζονται αργά (18ος αι. και μετά), παρατίθενται παρακάτω και εξηγούνται οι λόγοι ύπαρξής του από τους ειδικούς.
Θα ξεκινήσουμε από σωζόμενες επιγραφές σε εικόνες και αγγεία, οι οποίες ήταν γραμμένες στη βλάχικη γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες:
α . Παλιότερη σωζόμενη μαρτυρία (αρχές 18ου αιώνα) είναι η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία . Το βλάχικο κείμενο είναι με ελληνικούς χαρακτήρες ως εξής:Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόι πεκετόσσλοιι , = Παρθένε, μητέρα του Θεού, δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς. Βέβαια επάνω στην εικόνα υπάρχει το ίδιο κείμενο σε αλβανικά (με ελληνικούς χαρακτήρες), καθώς και ελληνική επιγραφή (με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες).
[Ο ερευνητής Ν. Σιώκης σε σχετική ανακοίνωσή του ( Η βλάχικη γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησής της από Βλάχους αποδήμους - τέλη 18ου - τέλη 19ου αιώνα , Σιώκης Νικόλαος, περ. ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, τ. 47 & 48, Θεσσαλονίκη 2002) γράφει:
«…Από τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα προέρχεται το πρώτο γραπτό δείγμα βλάχικης γλώσσας, χωρίς ωστόσο να σώζεται και σήμερα η σχετική επιγραφική μαρτυρία. Στο ναό του Αγίου Ζαχαρία του κατεστραμμένου σήμερα βλάχικου οικισμού Άγιος Ζαχαρίας ή εκ παραφθοράς Ζαγάρι Γράμμου, η κατεστραμμένη κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού ήταν γραμμένη στα βλάχικα με ελληνικούς χαρακτήρες και το κείμενό της είχε ως εξής: Κάρι βα σ’ ίντρα τρου αέστα μπισιάρικα σι βα σ’ ινκλίνα κου εβλάβιε Ντουμνιτζάου βα λι ατζιούτα = Όποιος θα μπει σ’ αυτόν το ναό και θα προσκυνήσει με ευλάβεια, ο Θεός θα τον βοηθήσει…». Η επιγραφή, όμως, σημειώνουμε ότι δεν σώζεται].
β . Στις αρχές του 18ου αιώνα επίσης γράφηκε και τοΑρωμουνικό Λειτουργικό ή Liturgier Armanesc ’, που ανακαλύφθηκε το 1939 στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων από τον Ilo Mitke- Qafezezi, ο οποίος μετέγραψε το βλάχικο κείμενο στο αλβανικό αλφάβητο. Το χειρόγραφο αυτό χάθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κείμενο είναι γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες και καταλαμβάνει 24 σελίδες. Παρόλο που δεν έχουμε καμία πληροφορία για το συγγραφέα, τον τίτλο, τον τόπο και το χρόνο συγγραφής, ηM. Caragiu-Marioț eanu, που μετέγραψε το κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι γράφηκε περίπου στο β΄ μισό του 18ου αιώνα στη Μοσχόπολη από κάποιο μοναχό της Μονής Προδρόμου, αποκλείοντας ωστόσο τους γνωστούς λόγιους.
γ. Στα τέλη του 18ου αι. (1789) έχουμε την Επιγραφή σε μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων, που είναι χαραγμένη από το ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου από τη Σαμαρίνα. Είναι γραμμένη σε τρεις γλώσσες (λόγια ελληνική, απλή ελληνική της εποχής και βλάχικη). Το κείμενο στα βλάχικα με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το εξής: ΊΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ, ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ. ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚ Η. Στα απλά ελληνικά γράφεται ως εξής: ΣΚΙΑΖΟΥ ΚΙ’ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. ΤΡΕΜΕ Κ’ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ. ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ , ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ.
δ . Σημαντικό είναι και το τετράστιχο Αγγείο Simota (Κύπελο Σιμώτα), που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα (βρίσκεται σήμερα στη Ρουμανία). Πρόκειται για ένα μαστραπά κατασκευασμένο στη πόλη Πεσάρο της Ιταλίας κατά παραγγελία Καλαριτινών Βλάχων εμπόρων. Στη μια πλευρά υπάρχει το ελληνικό κείμενο ‘ Καλαρρυτιώτες χαίρεζαι, Πίεται με υγύαν, Κρασή γλυκόν και κόκυνον, Π’ ευφρένη την καρδίαν’ και στην άλλη βλάχικο με ελληνικούς χαρακτήρες: Καιλερύτου αμέου, μπιά γύνου κα πι ατέου. Μούλτου σε νου μπιάε, σε νου τε βεμάη. Τρα σε νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπέτου έου. Ούναι ουάρε σε μπιάη, σι ακάσε τζη σε βάι. Ελεύθερη απόδοση: Καλαριτινέ μου, πιες κρασί σα νάτανε δικό σου, αλλά μην πιείς πολύ, αναγούλα μη σούρθει. Δε σε μεθώ δε θέλω το κακό σου. Πιες μια γουλιά, σύρε στο σπιτικό σου.
ε . Οφείλουμε να αναφέρουμε επίσης τον ‘ Codex Dimonie’ (Κώδικας Δαιμονίου). Είναι ένα πολυσέλιδο βλάχικο χειρόγραφο με θρησκευτικό περιεχόμενο. Τον ανακάλυψε το 1889 στην Αχρίδα, ο γερμανός εθνολόγος G. Weigand. Μάλλον γράφτηκε το 1803. Χρησιμοποιείται το ελληνικό αλφάβητο.
στ. Ταυτόχρονα έχουμε και δείγματα των αρμάνικων/βλάχικων από λόγιους και λεξικογράφους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα γραπτά κείμενα τα συναντάμε στη Μοσχόπολη και στη περιοχή της Ηπείρου και είναι με ελληνικό αλφάβητο.
Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πρώτης ομάδας είναι οι Θ. Α. Καβαλιώτης και Δανιήλ Μοσχοπολίτης, ‘πρόδρομοι της συγκριτικής γλωσσολογίας’ (κατά τον Ν. Κατσάνη). Σκοπός αυτών των λογίων, που ζουν στον ελληνόφωνο κόσμο και στους τόπους της μόνιμης κατοικίας των Βλάχων, είναι η παροχή βοήθειας για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στους αλλόγλωσσους ομιλητές. Έχουμε λοιπόν:
- Την ‘Πρωτοπειρία’, Βενετία 1770, του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλιώτη. Είναι ένα τρίγλωσσο λεξικογραφικό (ελληνική, βλάχικη, αλβανική) και χρησιμοποιείται ελληνικό αλφάβητο. Αποτελεί τη πρώτη αξιόλογη μαρτυρία της κουτσοβλαχικής σε γραπτό λόγο.
- Την ‘Εισαγωγική διδασκαλία’, Βενετία 1794, του Δανιήλ Μοσχοπολίτη. Περιέχει τετράγλωσσο λεξικό στην απλή νεοελληνική, τη βλάχικη, τη βουλγαρική, και την αλβανική και στην πραγματικότητα είναι ένα φρασεολόγιο. Χρησιμοποιείται ελληνικό αλφάβητο.
Στη δεύτερη ομάδα (τέλη 18ου - αρχές 19ου αι.) κουτσοβλαχικών κειμένων ανήκουν τα έργα των Κ. Ουκούτα (‘Νέα Παιδαγωγία’, Βιέννη 1797), Γ.Κ. Ρόζια (‘ Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζόμενων Βλάχων’, Πέστη, 1808 & ‘Τέχνη της ρωμανικής αναγνώσεως’, Βούδα, 1809) Μ. Μπογιατζή (‘Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική’, Βιέννη 1813) κ.α.
Αυτοί οι βλαχόφωνοι λόγιοι διαμένουν σε διάφορες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι κ.α.). Οι γλωσσολόγοι Ν. Κατσάνης Κ. Ντίνας στο βιβλίο τους ‘Γραμματική της Κοινής κουτσοβλαχικής’, Θεσ/νίκη 1990, σελ.14-15 γράφουν επί λέξη τα εξής:
«…Στόχος αυτής της ομάδας είναι η ενσωμάτωση της ΚΒ στη Δακορουμανική και για την επίτευξη του σκοπού τους συνθέτουν Γραμματικά έργα που αποβλέπουν στην εκμάθηση, καλλιέργεια και ενοποίηση των δυο ιδιωμάτων, της ΚΒ με την Δακορουμανική. Η αντίληψη αυτή είχε αρνητικές συνέπειες στο έργο τους όπως την απομάκρυνση τους από την ορθή περιγραφή της Γραμματικής δομής του ιδιώματος, την υιοθέτηση πολλών δακορουμανισμών, την εισαγωγή νεολογισμών και αυθαίρετων γραμματικών τύπων που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη …».
Η τρίτη ομάδα βλάχικων κειμένων (τέλη 19ου - αρχές 20ου) ανήκει σε βλαχόφωνους λόγιους, απόφοιτους των Ρουμανικών σχολείων που ασχολήθηκαν με την έντεχνη λογοτεχνία, ποίηση και πεζογραφία και καταγραφή λαϊκών βλάχικων κειμένων ( Κ. Μπελιμάτσης, Γ. Μούρνου, Νούσης Τούλιου, Ν. Μπατζαρίας κ.α.). Και στην τρίτη ομάδα υπάρχουν οι δακορουμανισμοί, οι νεολογισμοί και οι αυθαίρετες κατασκευές.
Για το έργο του Μ. Μπογιατζή ‘Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική’, που αναφέραμε προηγουμένως οι Ν. Κατσάνης και Κ. Ντίνας στο ίδιο βιβλίο (‘Γραμματική της Κοινής Κουτσοβλαχικής’) γράφουν ότι η γραμματική αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη κατεξοχήν Γραμματική της ΚΒ συνθεμένη με τα κλασικά πρότυπα των Γραμματικών έργων της εποχής και διαφαίνεται η πρόθεση του συγγραφέα για την ενοποίηση της ΚΒ με τη Δακορουμανική (σελ 15). Μάλιστα στο τέλος της σελ. 15 και αρχές 16 γράφουν χαρακτηριστικά: «…Εάν θέλουμε να αξιολογήσουμε το έργο του Μπογιατζή σχετικά με το πόσο αντιπροσωπεύει την ΚΒ γλώσσα, μπορούμε να αναφέρουμε την σχετική κρίση του Th. Capidan , Aromâ nii, 1932, 79: ‘Η γλώσσα του Μπογιατζή είναι διάστικτη από δακορουμανισμούς, νεολογισμούς και προσωπικές κατασκευές οι οποίες δύσκολα αναγνωρίζονται από τους γνώστες του ΚΒ ιδιώματος. Εξ αιτίας αυτής της ανάμειξης ξένων τύπων του διαλεκτικού λεξιλογίου και της τάσης του συγγραφέα να δώσει στη γλώσσα μια πιο λόγια μορφή, η φράση του εμφανίζεται πολύ ασαφής…».
Έγραψαν και άλλοι γραμματικές, λεξικά και έργα για την αρωμουνική (I.C. Massimu, D. Athanasescu,T. Cipariu, I. Caragiani, G. Silasi, T. Iliescu, S. Mihaileanu, I. Coteanu, M. Caragiu Marioțeanu, M. Niculescu,G Weigand, P. Papahagi, Meyer, J. Dalametra, G. Pascu, C. Geagea, T. Papahagi, Th. Capidan, Saramandu, Kramer, Dahmen, Neiescu, Turculet, Vrabie, Bara, Sobolev, Liaku-Anovska, Kokka, Ionescu-Ruxandoiu, Al. Philippide, S. Pușcariu, Al. Rosetti, O. Densusianu, F. Miklosich κ .ά .), όμως, όλες σχεδόν οι μελέτες της ΚΒ συσχετιζόταν και συνεξετάζοταν με τη δακορουμανική. Ευτυχώς σήμερα επεμβαίνει η ελληνική επιστήμη και εξετάζει την βλαχική με αυστηρά επιστημονικά έργα.
Κείμενα βλάχικα (ποίηση- πεζογραφία, συλλογές τραγουδιών) εμφανίζονται και στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτά ανήκουν σε βλαχόφωνους λόγιους των ρουμανικών σχολείων, με τα οποία η Ρουμανία επεδίωξε - ανεπιτυχώς βέβαια - να δημιουργήσει ρουμανική εθνική συνείδηση στους Βλάχους.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζεται μια έντονη εκδοτική κίνηση όχι τόσο στην Ελλάδα, όσο στις Βαλκανικές χώρες, όπου ζουν χιλιάδες Βλάχοι, όπως και στους Βλάχους της Διασποράς (Αμερική, Αυστραλία, Δυτική Ευρώπη). Αυτή συνίσταται όχι μόνο στην αναπαραγωγή ιστορικών ντοκουμέντων και στην καταγραφή της γλώσσας (γραμματικές, λεξικά), αλλά και σε πρωτότυπη δημιουργία (ποίηση, πεζογραφία).
Φαίνεται καθαρά από τις κινήσεις στο εξωτερικό ότι γίνεται προσπάθεια δημιουργίας γραπτού αρμάνικου λόγου - όπως στην τρίτη ομάδα που αναφέραμε προηγουμένως - που ξεκινάει από τους ίδιους τους Βλάχους για προσωπικούς λόγους (συναισθηματικοί λόγοι για τη διατήρηση της γλώσσας ή ακόμα και λόγοι για εθνική αφύπνιση) και όχι όπως στο παρελθόν: για να βοηθηθούν οι βλαχόφωνοι να μάθουν την ελληνική γλώσσα (πρώτη ομάδα) ή να ενσωματώσουν τα βλάχικα στα δακορουμανικά (δεύτερη ομάδα).
Οφείλουμε να μην παραλείψουμε τα εξής έργα Ελλήνων συγγραφέων και επιστημόνων (20ου και 21ου αι.):
‘Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής γλώσσης’ , Νικολαϊδης, Κων/νος, 1909.
‘Η Αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής’ , διδακτορική διατριβή, Α. Λαζάρου, Αθήνα 1976, β’ έκδοση 1986.
‘Ελληνικές επιδράσεις στα Κουτσοβλάχικα’ , διδακτορική διατριβή, Ν. Κατσάνης, 1977.
‘Γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας’ , Κολτσίδας Αντώνιος, 1978 & 1993.
‘Το ρήμα της Αρωμουνικής’ , διδακτορική διατριβή, Α. Μπουσμπούκης, Αθήνα 1982.
‘Το κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας - Φωνολογική ανάλυση’ , διδακτορική διατριβή, Κώστας Ντίνας, Θεσ/νίκη 1986.
‘Γραμματική της κοινής Κουτσοβλαχικής’ , Ν. Κατσάνης, Κ. Ντίνας, Θεσ/νίκη 1990.
‘Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Ολύμπου. Λέξεις, ιστορία, παράδοση και λαϊκός πολιτισμός’ , Κ. Προκόβας, Θεσ/νίκη 2006.
‘ Ετυμολογικοί Περίπατοι σε συνάρτηση με το ελληνοβλαχικό ιδίωμα ’, Λεωνίδας Ζ. Τζημοζιώγας, Αθήνα 2007.
‘4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις στο βλάχικο λόγο’ Δημήτρης Στεργίου, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2007.
‘Λεξικό Αρωμανικής (βλάχικης) γλώσσας’, Κ. Λέντζιου - Τρίκου, Θεσ/νίκη, 2014.
Ο βαλκανολόγος - ρομανιστής Α. Λαζάρου στη διδακτορική του διατριβή, που αναφέραμε προηγουμένως, όπως και ο συγγραφέας - ερευνητής Γ. Έξαρχος στο βιβλίο του ‘Οι Ελληνόβλαχοι’ (σελ 146) υποστηρίζουν ότι τα λεξικά που κυκλοφόρησαν από τα τέλη του 18 ου αι. περιέχουν μικρό ποσοστό του συνολικού γλωσσικού πλούτου των Αρμάνων/Βλάχων και οι γλωσσικές μελέτες που στηρίζονται σε αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα. Συγκεκριμένα ο Α. Λαζάρου στην αρχή του κεφαλαίου ‘Λεξιλόγιον’ (σ. 321) γράφει:
«… Η αποθησαύρισις των λέξεων της Αρωμουνικής, μολονότι από του ιη΄ αιώνος συνετάχθησαν και εκυκλοφόρησαν γλωσσάρια και λεξικά, δεν επετεύχθη εις ικανοποιητικόν βαθμόν, διότι η συλλογή του υλικού δεν εγένετο απ’ευθείας από του στόματος των ομιλούντων την Αρωμουνικήν. Η αποδελτίωσις των αρωμουνικών κειμένων, των οποίων τα πλείστα είδον το φως της δημοσιότητος προς εξυπηρέτησιν σκοπών ξένων προς την επιστημονικήν αλήθειαν, δεν αποδίδει την πραγματικήν λεξιλογικήν κατάστασιν …».
Προφανώς ο συγγραφέας αναφέρεται στην εποχή πριν από την διατριβή του (1986). Από ότι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αργότερα έχουμε λεξικά των οποίων η σύνταξη του υλικού έγινε κατευθείαν από το στόμα των ομιλούντων ( Προκόβας 2007, Λέντζιου 2014).
5. Καταγραφή - διδασκαλία
Η επιστημονική μελέτη και καταγραφή βλάχικων/αρμάνικων από τους γνήσιους τελευταίους ομιλητές καθίσταται αναγκαία όσο ποτέ στη σύγχρονη εποχή. Αυτό πιστεύει και η ΠΟΠΣΒ (γράφτηκε προηγουμένως στο Δελτίο Τύπου που παραθέσαμε). Η πλειονότητα των επιστημόνων και μελετητών είναι υπέρ αυτής της άποψης με κάποιες βέβαια διευκρινίσεις και ασφαλιστικές δικλείδες. Για παράδειγμα:
Ο ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών Σταμάτης Μπέης στον πρόλογο του βιβλίου της Κ. Λέντζιου -Τρίκου με τίτλο ‘Λεξικό Αρωμανικής γλώσσας’ (σελ 14) γράφει ότι είναι πιο ασφαλέστερο επιστημονικά να μελετήσει κανείς ένα συγκεκριμένο βλάχικο ιδίωμα και όχι μια ενιαία βλάχικη γλώσσα. Πρέπει να καταγραφεί η βλάχικη γλώσσα σε όσο το δυνατόν περισσότερα βλαχόφωνα χωριά όχι μόνο να φανούν οι διαφορές, αλλά να γίνει τελικά η περιγραφή της γλώσσας με περισσότερο επιστημονικό τρόπο.
Στην ιστοσελίδα του ο συγγραφέας Α. Κουκούδης σε άρθρο του με τίτλο ‘Προτάσεις Πολιτικής’ γράφει προς το τέλος :
«… Όσον αφορά το βαθιά πολιτικό θέμα της γλωσσικής διάσωσης και διατήρησης, ίσως αν υπάρξει μια κάποια διασφάλιση, πως η όποια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση δε θα χρησιμοποιηθεί ως ένας μοχλός για την ανατροπή της αίσθησης που έχουν για την ταυτότητά τους και της ισορροπίας που διαμόρφωσαν με την κοινωνία μέσα στην οποία ζουν, ίσως μόνον τότε θα επιχειρούσαν οι ίδιοι κάτι …».
Τώρα, σχετικά με το φλέγον ζήτημα της διδασκαλίας των βλάχικων:
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει υπάρξει η βούληση από τους ίδιους τους Βλάχους και τα θεσμοθετημένα όργανά τους (ΠΟΠΣΒ) για τη διδασκαλία των βλάχικων στον ελληνικό χώρο. Ο διαλεκτολόγος Σταμάτης Μπέης (ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών) σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα www.vlach.gr το 2008 είναι σαφής: «.. το πρόβλημα είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη διατήρηση της γλώσσας από την πλευρά των ομιλητών της στον ελληνικό χώρο ….». Ο ίδιος, αργότερα, διαπιστώνοντας ότι η Πανελλήνια Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (τώρα ΠΟΠΣΒ) είναι απρόθυμη για διδασκαλία της γλώσσας, προτείνει η κεντρική εξουσία (εννοεί της Ελλάδας) να αναλάβει τέτοιες πρωτοβουλίες.
Ο γνωστός γλωσσολόγος Αντώνης Μπουσμπούκης στο ημερολόγιο 2017 του Πολιτιστικού ομίλου Ξηρολιβάδου (κείμενα δικά του ) γράφει:
«… Η βλάχικη γλώσσα μιλήθηκε και μιλιέται μέσα σε αλβανόφωνο, σλαβόφωνο κι ελληνόφωνο περιβάλλον. Άντεξε για αιώνες, διατηρώντας τη μνήμη της ελληνορωμαϊκής απαρχής της. Σήμερα, απομονωμένη από τον κάποτε λεξικό-της πλούτο συρρικνώθηκε και μιλιέται στα ολιγάνθρωπα ορεινά χωριά μόνιμης εγκατάστασης και στα δυο κεφαλοχώρια, το Μέτσοβο και το Βλαχολίβαδο Ολύμπου. Αλλά και εκεί ατονεί καθημερινά. Στην περίπτωση αυτή τα βλάχικα είναι ζωντανά κι ενεργά μέσα στο φυσικό-τους περιβάλλον. Στις πόλεις τα βλάχικα επιβιώνουν στη γλώσσα ηλικιωμένων ατόμων και λίγων νέων, των οποίων οι γονείς είναι βλαχόφωνοι και τα μιλούν σε καθημερινή βάση.
Η πορεία-τους είναι φθίνουσα και η αντίσταση στη εξαφάνισή-τους είναι αξιέπαινη, αλλά-δυστυχώς-όχι αισιόδοξης προοπτικής.
Η διδασκαλία της μέσω «φροντιστηρίων» είναι μια φιλότιμη προσπάθεια, στερείται όμως από το ζωτικό στοιχείο, που είναι το βιωματικό που ζυμώνεται με τη ζωντανή καθημερινή επικοινωνία. Η γλώσσα δεν είναι μόνο ένας κώδικας συνεννόησης αλλά είναι και φορέας συναισθημάτων/βιωμάτων, που τη συνδέει με την ψυχή και όχι μόνο με την αφυδατωμένη απομνημόνευσή-της. Και θα παραμείνει ζωντανή με ψυχικό φορτίο μέχρι που θα την ομιλεί η τελευταία βλαχόφωνη οικογένεια…».
Από ό,τι μας πληροφορούν οι ειδικοί, η διδασκαλία μιας ενιαίας βλάχικης γλώσσας εκτός οικογένειας, πρακτικά τώρα δεν μπορεί να γίνει, γιατί στην ουσία υφίσταται ένα μόρφωμα ανομοιογενές, ανά γεωγραφική περιοχή, δεν έχει κανόνες, και δεν έχει δασκάλους. Δεν υπάρχει μια κωδικοποιημένη γλώσσα και βέβαια σιγά σιγά χάνεται ο παραδοσιακός τρόπος μεταφοράς των βλάχικων γιατί αρχίζουν να εκλείπουν οι γνήσιοι εκφραστές τους και η παλιά κοινωνική και παραδοσιακή δομή.
Ένα εμπόδιο που υπάρχει είναι ότι η διδασκαλία των βλάχικων μπορεί να αποτελέσει απόδειξη ιδιαίτερου γλωσσικού προσανατολισμού των Βλάχων και μη ταύτισής τους με την ελληνική εθνική ιδέα και ότι ακόμα μπορεί να ανοίξει τους ‘ασκούς του Αιόλου’ (να διδαχτούν και τα αρβανίτικα, το σλαβογενές ιδίωμα κλπ).
Επίσης ένα άλλο εμπόδιο είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει χρηστικότητα των βλάχικων στη σύγχρονη ζωή. Οι νέοι επιθυμούν άλλες ξένες γλώσσες που θα τους εφοδιάσουν στην μελλοντική τους επαγγελματική καριέρα. Άλλωστε, οι γλωσσολόγοι Κ. Ντίνας και ο Νίκος Κατσάνης έχουν επισημάνει ότι τα βλάχικα δεν έχουν χρηστικότητα, όπως είπαμε προηγουμένως.
Πάντως για την ώρα, αυτό που πρέπει να γίνει πρακτικά, είναι αυτοί που γνωρίζουν τα βλάχικα να τα μαθαίνουν στα παιδιά τους με τον παραδοσιακό τρόπο. Οι δε σύλλογοι να καταγράφουν και τους τελευταίους αυθεντικούς ομιλητές του τόπου τους με τραγούδια, ιστορίες κλπ. Οφείλουμε, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η προσπάθεια διδασκαλίας των βλάχικων στο επίπεδο ενός πολιτιστικού συλλόγου δεν απαγορεύτηκε από την Πολιτεία, ούτε από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων.
Υπάρχει, επίσης, και το εξής θέμα όσον αφορά στη δημιουργία ενιαίας βλάχικης: Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οφείλουμε να προστατεύουμε την ποικιλία, την διαφορετικότητα, την ετερότητα κλπ. Τί έχουν να πουν, όμως, όταν δημιουργηθεί μια κωδικοποιημένη γλώσσα; Κάποια ιδιώματα θα εξαφανιστούν. Για ποιόν λόγο θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο εις βάρος του γλωσσικού πλούτου, της διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας, που με τόσο θόρυβο αυτοί επικαλούνται; Έτσι, η διδασκαλία θα σήμαινε και την εξαφάνιση των παραλλαγών και των ιδιωμάτων. Αυτό δεν θα συμβεί μόνο στα βλάχικα αλλά και στα ‘ντόπικα’ (σλαβογενές ιδίωμα), στα αρβανίτικα, στη γλώσσα των ρομά, στην λαντίνο (τα ισπανοεβραίικα) κλπ.
Υφίσταται, επίσης, η σκέψη πως για μερικούς το ενδιαφέρον τους για τα βλάχικα και τη διδασκαλία τους είναι προσχηματικό και στην ουσία αποβλέπει στη συγκάλυψη των πραγματικών σκοπών τους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι έξω από την Ελλάδα πρώτα κατασκευάστηκε μια αρμάνικη γλώσσα (βλ. ‘On the standardization of the Aromanian system of writing’ by Tiberius Cunia, in the Bituli-Macedonia Symposium of August 1997), μετά έγιναν προσπάθειες για γραπτή λογοτεχνία της και κατόπιν έγινε και γίνεται προσπάθεια από Συμβούλιο, το γνωστό ‘ Συμβούλιο των Αρμάνων’, να αναγνωριστούν μειονότητες Βλάχων και περιφερειακός λαός Βλάχων στις χώρες που αυτοί υπάρχουν (βλ. ‘Αντάμωμα Αρμάνων στη Μοσχόπολη το 2010’).
Οι φόβοι αυτοί δεν είναι ‘αγκυλώσεις’ στο παρελθόν, ένα επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιείται. H ιστορία επαναλαμβάνεται και είναι γνωστό ότι δεν ζούμε σε έναν ‘αγγελικά πλασμένο’ κόσμο.
Πολλά, βέβαια, μπορούν να ειπωθούν υπέρ των διαφορετικών απόψεων, πρέπει, ωστόσο, να επαναληφθεί και να τονιστεί ότι οι ίδιοι οι Βλάχοι Έλληνες θα αποφασίσουν μόνοι τους θεσμικά και δημοκρατικά για το τι θα πράξουν στο μέλλον για αυτό το θέμα.
Τσιαμήτρος Γιάννης,
Πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας ΑΠΘ