Ο Ηπειρώτης λόγιος Παναγιώτης Αραβαντινός (Πάργα 1809 - Ιωάννινα 1870), συγγραφέας της περίφημης μακροσκελούς "Χρονογραφίας της Ηπείρου" (1856-1857), εντάσσεται στη μεγάλη χορεία των ιστοριοδιφών που θεμελίωσαν την ελληνική ιστοριογραφία. Η συγγραφική του παραγωγή παρακολουθεί τις (πολιτικές) σκοπιμότητες της ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα.
Η Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων γράφτηκε το 1862, έτος εμφάνισης του Απόστολου Μαργαρίτη (από την Κλεισούρα της Μακεδονίας), πράκτορα του Μακεδονορουμανικού κομιτάτου, στο Βουκουρέστι, και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1905, λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του ανθελληνικού διωγμού στη Ρουμανία με αφορμή το Μακεδονικό Ζήτημα.
Ωστόσο, ο Αραβαντινός δεν ακολουθεί την κυρίαρχη ελληνική άποψη για τους Κουτσόβλαχους (ότι είναι Έλληνες), όπως την διατύπωσαν ο Κωνσταντίνος Κούμας στην Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων (εν Βιέννη 1832) και ο Μιχαήλ Χρυσοχόου (βλ. αρ. 283 της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών). Ο Π. Αραβαντινός πιστεύει ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Δακορωμούνων ποιμένων, οι οποίοι πιεζόμενοι από τους Αβαρογότθους μετακινήθηκαν σταδιακά στα μέσα του 6ου αιώνα νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά και αραιοκατοικημένα μέρη της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Μόλις εκτυπώθηκε το βιβλίο που εδώ και πολλά χρόνια ήταν εξαντλημένο:
«ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ Ήτοι πραγματεία περί της καταγωγής και της προελεύσεως αυτών μετά δύο γεωγραφικών πινάκων: ενός τοπογραφικού του οροπεδίου Πολιτσιές και ετέρου γενικού της εγκαταστάσεως αυτών ανά τα όρη. »
Ο γεωγράφος-χαρτογράφος και ιστοριοδίφης Μιχαήλ Χρυσοχόου ή Χρυσικός (1834-1921), από τη Ζίτσα της Ηπείρου, ο οποίος δημοσίευσε πλήθος χαρτών και συνέταξε πλείστες γεωγραφικές μονογραφίες και τοπογραφικούς πίνακες, συνεισφέρει στην επιστήμη της ρωμανολογίας (βλαχολογίας) μία νέα οπτική θεώρηση των πραγμάτων, τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας.
Ο Χρυσικός μελέτησε με επιτόπια έρευνα το γεωγραφικό ανάγλυφο των μητροπολιτικών κοιτίδων των Βλάχων, από τον Αμβρακικό κόλπο έως το Κρούσοβο της Μακεδονίας, με "κεντρικό κόμβο" την Πίνδο, και των φυσικών ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών τους, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Βλάχοι (ή Αρωμάνοι) είναι απόγονοι εκλατινισθέντων Ιλλυριών και Ηπειρωτών-Μακεδόνων Ελλήνων, που είχαν στρατολογηθεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες.
«Οι κούνιες στο πασχαλινό πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου στα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας και η κοινωνική διάσταση του δρωμένου»
Ένα από τα σπάνια λατρευτικά δρώμενα, που τελούνταν κατά την περίοδο του Πάσχα, είναι και οι κούνιες που συνηθίζονταν στα βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας (Κλεισούρα, Βλάστη, Νυμφαίο), αλλά και σε χωριά του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης καθώς και της υπόλοιπης Ελλάδας.
Η παρούσα ανακοίνωση στηρίζεται σε προφορικές κυρίως μαρτυρίες και ελάχιστα σε βιβλιογραφικές πηγές, γιατί το έθιμο μετά το 1970 έχει ατονήσει και δεν τελείται πλέον.
Το δρώμενο του Κλήδονα αποτελεί μια ιδιαίτερη εθιμική εκδήλωση, για την οποία αντλούμε πληροφορίες από τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς (Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Αισχύλο, Σοφοκλή), αλλά και από τους βυζαντινούς Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.), Θεόδ. Βαλσαμώνα, Ιω. Ζωναρά (12ος αι.) και Ιωσήφ Βρυέννιο (15ος αι.) . Η λέξη κλήδονας προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κληδών, που σημαίνει τον μαντικό ψίθυρο, την προφητική ρήση, και γι’ αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει τον οιωνό, το προμήνυμα, τη φήμη, το μάντεμα. Οι αρχαίοι την ημέρα της εορτής των Νουμηνιών είχαν και τη συνήθεια του κληδονισμού, εκληδονίζοντο, μάντευαν δηλαδή το μέλλον με τον κλήδονα.
Η ίδια τακτική συνεχίστηκε και κατά την έλευση του χριστιανισμού και την ένταξη των παγανιστικών εθίμων στο χριστιανικό εορτολόγιο . Το δρώμενο μάλιστα μαζί με άλλα έθιμα που ανάγονται στις θερινές τροπές του ηλίου συνδέθηκε με την εορτή των Γενεθλίων του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, του μεγαλύτερου προφήτη που προμήνυσε την έλευση του Χριστού , παρόλο που η Εκκλησία επιχείρησε μάταια να το καταδικάσει και να το καταργήσει, παρομοιάζοντάς το με βακχική – παγανιστική τελετή.